ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ Ο ΣΥΡΙΟΣ
Άννα Κελεσίδου
Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά
διώχτηκε ἀπό τόν παράδεισο σύμφωνα μέ τόν θρησκευτικό μῦθο
γιατί τόλμησε νά καρπωθεῖ τή γνώση. Ἀπ’ τήν ἄλλη ὁ ἴδιος
κέρδισε ἕνα πνευματικό παράδεισο τή στιγμή πού ἔχασε τή ζωή
τῆς ἄγνοιας. Ἄν ὁμως οἱ μεγάλες νίκες εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνες
ὅπου οἱ ἄνθρωποι κερδίζουν ἡ κατακτοῦν κάτι μέ ὅσο τό δυνατό
λιγώτερες ἀπώλειες, εὐδαιμονισμενη στάθηκε ἡ ἐφηβική
περίοδος τῆς γνώσης, ὅπου ὁ πνευματικός ἄνθρωπος βρέθηκε
ἀνάμεσα στόν μῦθο καί στόν λόγο, στή λογική αἰτιολόγηση τοῦ
κόσμου καί τῆς ζωῆς καί στή μυθική περιγραφική τους ἐξήγηση.
Ἡ ἀρχαϊκή ἑλληνική
σκέψη - ἀρχαϊκή ὡς πρώτη ἑρμηνευτική, μέ τή σημασία δηλαδή
αὐτοῦ πού εἶναι κοντά σ’ ὁλες τίς πηγές - ἔχει αὐτόν ἀκριβῶς
τόν ἀδαπάνητο πλοῦτο: εἶναι συχνά γιγαντομαχία τοῦ λόγου
πού συμμαχεῖ μέ τή φαντασία εἴτε γιά νά δώσει κάποιες
ἐκφάνσεις της εἴτε γιά νά ἀποκτήσει ὁ λόγος μεγαλύτερο εὖρος.
Αὐτό γίνεται π.χ. μέ τήν ἀλληγορία: ἐνῶ ὁ μῦθος εἶναι
ταυτολογικός, λέει αὐτό πού ὁ ἴδιος εἶναι, ¨η ἀλληγορία
λέει καί κρύβει, χρησιμοποιεῖ τόν μῦθο γιά νά πεῖ καί νά κρύψει
κάτι ἄλλο. Ὁ Φερεκύδης ὁ Σύριος, σύγχρονος τοῦ Μιλήσιου
Ἀναξίμανδρου, πού πρῶτος ἔγραψε τή φιλοσοφική θεωρία του,
γράφει πρωτοποριακά γιά τήν ἐποχή του σέ πεζό λόγο,
ἐκθέτοντας μ’ αὐτόν τόν τρόπο, ὅπως ὁ Ἑκαταῖος καί ὁ
Ἀκουσίλαος, τήν ποιητική του σοφία σχετικά μέ τή θεογονία
καί τίς γενεαλογίες. Ὁ Φερεκύδης δέν κατασκευάζει νέους
θεούς, ἐπανερμηνεύει τούς παλαιούς, δέν ἀπαρνιέται τήν
ποιητική δύναμη τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ πού ἐκφράζεται μέ τίς
μυθολογικές δοξασίες, ἐπιχειρεῖ νά ἑρμηνεύσει τόν μῦθο μέ
φυσιοκρατικές θέσεις. Ὁ Ἀριστοτέλης λέει χαρακτηριστικά
γι’ αὐτόν: «(...) μή μυθικῶς ἅπαντα λέγειν», σέ ἀντίθεση μέ τό
«μυθικῶς σοφίζεσθαι», πού ἀπέδιδε στόν τρόπο σκέψης τοῦ
Ἡσίοδου. Καί ὁ Διογένης Λαέρτιος (I 126) μαρτυρεῖ ὅτι ὁ
Φερεκΰδης ἔγραψε πρῶτος περί φύσεως καί θεῶν. ὅτι ἡ
θεογονία του περιεῖχε καί τό φυσιολογεῖν.
Οἱ ὀνομασίες: αὐγή
ταῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας (Burnet) καί νεότητα τῆς
ἑλληνικῆς ἐπιστήμης (Rey) εἶναι, νομίζω, ἐπιτυχεῖς, ὄχι
γιατί δηλώνουν τήν ἀρχή ταῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης,
κάτι δηλαδή ριζοσπαστικά νέο, στήν Ἑλλάδα, τήν ἐποχή πού
ἀκμάζει, καί ὁ σύριος σοφός, ἀλλά γιατί δείχνουν ὅτι ἡ
καινούρια κοσμοαντίληψη συγκρατεῖ καί τά προηγούμενα τῆς
γέννησής της στοιχεῖα, ὅπως ἡ αὐγή συγκρατεῖ καί συγχρόνως
ξεπερνᾶ τό σκοτάδι καί ἡ νιότη ἀφομοιώνει τήν παιδικότητα
καί συνάμα τήν ὑπερβαίνει. Ἡ ἐποχή μας βέβαια καμαρώνει γιά
τίς ριζοσπαστικές ἀλλαγές στό εἶδος καί τόν τρόπο τῆς γνώσης,
γιά τίς καταλυτικές ἀρνήσεις τῆς παράδοσης, τόν ὀρθολογισμό
της. Μέχρι νά διαπιστώσει ἡ ἴδια τήν «ὕβρι» τῆς γνώσης, τή
γεροντική ἀκαμψία, τῶν μονοδιάστατων ἀνθρώπων της, ὁπότε
νοσταλγικά ξανασκέπτεται ἐκείνους τούς σοφούς, πού θέλοντας
νά δώσουν πρότυπα ζωῆς. Δέν χάριζαν ἀλλά συνεδύαζαν
κριτικά, δέν σκέπτονταν ἀλλά, συνέχιζαν τήν πορεία τοῦ
πνεύματος· τούς σοφούς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, γιά τούς ὁποίους ἡ
κοσμογονία ἦταν θεογονία κι αὐτή ἡ ταυτότητα ἐξασφάλιζε
γιά τόν κόσμο τήν ἰδέα τῆς τελειότητας. Ἀποκαλυπτικά εἶναι
τά λόγια τοῦ Νίτσε:
«Δέν ἀποκάμνω ν’
ἀναπολῶ αὐτούς τούς στοχαστές πού καθένας τους εἶχε μιάν
ἀντιληπτή ἰδιαιτερότητα... καί φαίνεται πώς οἱ Ἕλληνες, στά
κατοπινά χρόνια, λησμόνησαν τό καλλίτερο μέρος (τῆς
πνευματικῆς τους πορείας). Καί ποιός λαός θά μποροῦσε νά
ἰσχυρισθεῖ ὅτι τό ξαναβρῆκε; ὅπως καί νά ‘ναι, νομίζω πώς ὅλα
αὐτά λέγονται μέ μιά κραυγή: τόσο ὡραῖοι ὑπῆρξαν».
Ἀπό αὐτή τήν ὀπτική
γωνία θά προσπαθήσω νά ξαναθυμίσω μερικά στοιχεῖα ἀπό ὅσα
σώζονται ἤ παραδίδονται γιά τόν Φερεκύδη (δάσκαλο ἴσως τοῦ
Πυθαγόρα, σύμφωνα μέ τόν Διογένη Λαέρτιο γνώριμο τοῦ Θαλῆ
καί τοῦ Ἀναξίμανδρου) ὁ ὁποῖος γεννήθηκε καί ἔζησε τόν 6ο
π.Χ. αἰώνα στή Σῦρο καί γιά τόν ὁποῖο μιλοῦν μέ σεβασμό ὡς τό
τέλος τῶν ἀρχαίων χρόνων. «Ζάς μέν καί χρόνος ἦσαν ἀεί καί
Χθονίη, Χθονίη δέ ὄνομα ἐγέτο Γῆ, ἐπειδή αὐτῇ Ζάς, γῆν γέρας
διδοῖ». Μέ αὐτές τίς φράσεις ἀρχίζει τό ἔργο «Θεογονία» -
ὀνομάστηκε ἀργότερα «Πεντέμυχος» - πού ὁδήγησε τή
νεότερη ἔρευνα στόν χαρακτηρισμό τοῦ συγγραφέα του ὡς τοῦ
τελευταίου μεγάλου μυθολόγου τῆς παράδοσης. Ἀπό τήν ἀρχή
φαίνεται ἡ συμπορεία ποιητικῆς εἰκόνας, ἐτυμολογικοῦ
παίγνιου καί φιλοσοφικοῦ - κρυμμένου στήν ἀλληγορία -
νοήματος. Στόν φερεκύδειο μῦθο τό πρῶτο στάδιο τῆς
συνύπαρξης τῶν ἀρχῶν ἀκολουθεῖ ἡ φάση τῆς θεογένεσης καί
κοσμογένεσης. Ἀπό τή μυθική Ρέα-Ρέη (ἐτυμολογικό
παιχνίδι ἀπό τό ρέω ὅπως τό Ζάς ἀπό τό ζῆν), μοναδικό σπέρμα
τοῦ χρόνου, παράγονται ἡ φωτιά, τό πνεῦμα καί τό νερό: αὐτά
χωρικά μοιράζονται σέ πέντε μυχούς, σπηλιές ἐπάλληλες ἡ
οὐρανίους θόλους, ἀπ’ ὅπου προέρχονται πέντε γένη θνητῶν.
Ὁ Δαμάοκιος
παραδίδει: «τόν δέ χρόνον ποιῆσαι ἐκ τοῦ γόνου ἑαυτοῦ πῦρ καί
πνεῦμα καί ὕδωρ... ἐξ ὧν ἐν πέντε μυχοῖς διῃρημένων πολλήν
ἄλλην γενεάν συστῆναι θεῶν, τήν πεντέμυχον καλουμένην
ταῦτον δέ ἴσως εἰπεῖν πεντέκοσμον». Ἕνα ἀπό τά γένη, οἱ
Ὀφιονίδες ἐπιδιώκουν νά κυριαρχήσουν. Στήν Τιτανομαχία
- πού ἐδῶ γίνεται στή φάση τῆς θεογονίας, καί εἶναι κιόλας
παραδοσιακή πίστη - νικᾶ ὁ ὕψιστος τῶν οὐράνιων θεῶν Κρόνος
τούς γήινους καί τόν ἀρχηγό Ὀφιονέα καί τούς ρίχνει στόν
Ὠκεανό. Μετά τή νίκη ἔρχεται τό στάδιο τῆς δημιουργίας: στό
προσκήνιο δέν εἶναι πιά ὁ πολεμικός Κρόνος, ἀλλά ὁ εἰρηνικός
Δίας, τεχνίτης καί ὀργανωτής τοῦ σύμπαντος πού ἀναλαμβάνει
νά κοσμήσει τή Χθονίη-Γῆ· τή μέρα τοῦ γάμου τους τῆς χαρίζει
ἕνα γαμήλιο «φᾶρος», μεταμορφωμένος, λέει ὁ Πρόκλος. σέ
ἔρωτα: «Φερεκύδης ἔλεγεν εἰς ἔρωτα μεταβεβλῆθαι τόν Δία
μέλλοντα δημιουργεῖν, ὅτι δή τόν κόσμον, ἐκ τῶν ἐναντίων
συνιστάναι εἰς ὁμολογίαν καί φιλίαν ἤγαγε καί ταυτότητα
πᾶσιν ἐνέσπειρε καί ἕνωσιν τήν δί’ ὅλων διήκουσαν». Στό φᾶρος
εἶναι κεντημένα ἡ γῆ, ἡ σελήνη, ὁ ὠκεανός καί οἱ πηγές του.
Ἀπό αὐτό τό δῶρο-γέρας ἡ Χθονίη μετονομάζεται Γῆ. Ό Jaeger
λέει ὅτι ὁ Φερεκύδης ζωγραφίζει τόν ἱερό γάμο μεταξύ Δία
καί Χθονίης σάν μυθιστοριογράφος καί ὅτι τά ἀνθρωπομορφικά
στοιχεῖα τῆς περιγραφῆς δέν εἶναι ἁπλοϊκός τρόπος ἀλλά
ἀλληγορία μεστή ἀπό φιλοσοφικά στοιχεῖα. Ἡ ποιητική
ἀλληγορία λέει καί κρύβει τά ἑξῆς νέα φιλοσοφικά νοήματα:
1) αἰωνιότητα τῶν
ἀρχῶν (Ζεύς - Κρόνος - Χθονίη), ὄχι μέ τήν ἡσιόδεια σημασία
τῆς διαδοχῆς. Αὐτό ὁ Jaeger τό ὀνομάζει διόρθωση τοῦ
ἡσιόδειου μύθου. Τόν μῦθο ἐπικρίνουν ἐπίσης ὁ Ξενοφάνης
καί ὁ Ἐπίχαρμος, ὁ πρῶτος μέ τήν ἄρνηση τῆς γέννησης τοῦ θείου,
ὁ δεύτερος - ἄν τό ἀπ. 1 εἶναι γνήσιο - μέ τήν ἄρνηση τῆς ἰδέας
ὅτι τό Χάος εἶχε κι αὐτό γένεση στόν χρόνο.
2) αἰώνια σύνθεση τοῦ
οὐράνιου καί τοῦ γήινου μαζί μέ τόν χρόνο. Οἱ σχολιαστές
ταυτίζουν τόν Δία μέ τόν αἰθέρα καί τή Χθονίη μέ τή γῆ·
στόν ἕνα βλέπουν τό φῶς, στήν ἄλλη τό σκοτάδι, ἤ τό ἐνεργητικό
καί τό παθητικό στοιχεῖο. Τό σημαντικό εἶναι αὐτή ἡ
πρωταρχική δυαρχία πού συμβολίζεται μέ τήν ἕνωση τοῦ
ἀρσενικοῦ καί τοῦ θηλυκοῦ.
3) σύλληψη τοῦ
γίγνεσθαι ὡς μεταβολή (Χθονίη-Γῆ, Ἔρως).
4) ἡ μεγάλη στιγμή πού ὁ
λόγος ἀντιμετωπίζει κριτικά τόν μῦθο, τή μυθική
κοσμογονία, εἶναι - ὅπως φαίνεται καί ἀπό τούς πρώτους
φυσιολόγους τῆς Μιλήτου - ἡ σύλληψη τῆς ἔννοιας τῆς ἀρχῆς,
τῆς αἰώνιας πηγῆς ὅλων, τοῦ «πόθεν γίγνεται τί», ὅπως θά πεῖ ὁ
Ἀριστοτέλης.
5) διαίρεση τοῦ
σύμπαντος, πού προϊδεάζει τήν ἔννοια τῶν στοιχείων τῆς
προσωκρατικῆς φιλοσοφίας.
Σημαντικό γιά τή
φιλοσοφία εἶναι ὅτι ὁ φερεκύδειος μύθος, μέ τήν
ἀλληγορική ἑρμηνεία τῆς παραδοσιακῆς θεολογίας ἀνοίγει
τόν δρόμο τῆς νέας κοσμολογίας. Ἡ φυσιοκρατική ἑρμηνεία,
πού θά γίνει ἀργότερα συστηματική ἑρμηνεία τοῦ κόσμου,
ἀρχίζει τόν ἕκτο αἰώνα μέ τόν Φερεκύδη καί τούς μιλήσιους
σοφούς. Ὅπως παρατηρήθηκε, «Ἡ θεογονία ἄντλησε νέες
δυνάμεις μέ τήν πνευματοποίηση τοῦ φυσικοῦ κόσμου· αὐτό, στήν
οὐσία, εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἴδιας φαντασίας ἡ ὁποία
γέμισε τήν Ἑλλάδα μέ δέντρα βουνά, πηγές μέ δρυάδες καί νύμφες
καί τιμοῦσε σάν θεούς τόν Ἥλιο καί τή Σελήνη. Παρόμοια
θεώρηση τοῦ κόσμου μετατρέπεται σέ πανθεϊσμό μόλις
συλληφθοῦν οἱ ἰδέες τοῦ ὅλου καί τῆς ἑνότητας. Ἡ ἀσύγκριτη
ἱκανότητα πού ζωντανεύει πανθεϊστικά τόν κόσμο δίνει νέα
ζωή στί παλιές θεότητες. Τά θεϊκά πρόσωπα μετατρέπονται σέ
θεϊκές δυνάμεις μέ κατάληξη τήν ἔννοια τῆς Φύσης, τῶν
φιλοσόφων καί τῶν θεολόγων. Ἡ φιλοσοφία εἶναι ὁ θάνατος τῶν
ἀρχαίων ἐπῶν, ἡ ἴδια εἶναι μία θρησκεία πού μέ τίς καινούριες
θεογονίε ἀποκομίζει τόν καρπό πού ἔσπειρε».
Στή μελέτη αὐτή δέν θ’
ἀσχοληθῶ μέ τίς σχέσεις καί τίς διαφορές τοῦ φερεκύδειου
μύθου-λόγου ἀπό τήν ὀρφική καί τήν ἡσιόδεια κοσμοθεώρηση:
ἐνδεικτικά μόνο θά ἀναφερθῶ σ’ αὐτό: γιά τούς Ὀρφικούς, π.χ.,
ἀπό τόν χρόνο πηγάζει ὁ Φάνης. ὑπέρτατος θεός. Ἡ φερεκύδεια
Ρέα θυμίζει τήν ὑγρή μᾶζα τῶν Ὀρφικῶν, δέν εἶναι ὅμως ἡ Νύκτα
τῆς ὀρφικῆς θεογονία καί κοσμογονίας ἀπό τήν ὁποία ἐπίσης
ἀπορρέουν πέντε ζεύγη θνητῶν. Γιά τούς Ὀρφικους τά πάντα
ἀποτελοῦν μυστική ἑνότητα. Στόν Φερεκύδη τό θεῖο εἶναι
διακοσμητής τοῦ κόσμου. Θεός καί κόσμος δέν ταυτίζονται. Γιά
τόν Ἡσίοδο, ὁπως εἶπαμε, τό χάος γεννιέται: Τό πρῶτο ζεῦγος
τῶν θεῶν εἶναι ὁ Οὐρανός καί ἡ Γῆ (ὁρατά). Ὀρφικοί καί
Ἡσίοδος θέτουν στήν ἄρχι τοῦ κόσμου μιάν ἀτελῆ
πραγματικότητα (Νύκτα-Χάος) ἐνῶ ὁ Φερεκύδης μιάν τέλεια
ἀρχή (Ζεύς). Δέν θά ἐξετάσω τό πρόβλημα γιά τή μεταμόρφωση τοῦ
Δία σέ Ἔρωτα, τήν ὁποία ἄλλο ἀπόσπασμα, πού βρέθηκε
ἀργότερα, δέν στηρίζει μέ τό νά κάνει ἁπλά λόγο γιά ἱερό γάμο
τοῦ Δία καί τῆς Χθονίης.
Ἄλλο πρόβλημα εἶναι ἡ
ταύτιση χρόνου-Κρόνου: «Κρόνον δέ τόν Χρόνον», λέει ὁ Ἑρμίας
(Diels 7 A 9). Ἡ ταύτιση προβληματίζει τή λογική μας πού
κατανοεῖ μέ σχέσεις χρονικῆς ἀκολουθίας. Προνόμιο τῆς
ποιητικῆς σκέψης εἶναι ἡ δυνατότητά της νά μήν ἀναγνωρίζει
τέτοιες περιοριστικές διατάξεις. Ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου
δέν χρειάζεται νά συσχετισθεῖ μέ ἀνατολικές ἐπιδράσεις,
ἀλλά μέ τήν ἑλληνική φιλοσοφία, τήν ἀναξιμάνδρεια
κοσμοθεώρηση, ὑποστηρίχτηκε πειστικά (ἀπό τόν Jaeger π.χ.).
8) Νεώτεροι ἐρευνητές
ἔδειξαν τή σημασία τῆς ἐτυμολογίας στόν Φερεκύδη: Ἡ
ἐτυμολογία εἶναι μέθοδος σημαντική καί συχνή στόν πρῶτο
ἑλληνικό θεολογικό στοχασμό. Ό Jaeger παρατηρεῖ ὅτι
στηρίζεται «στήν ὑπόθεση κατά τήν ὁποία τά ὀνόματα τῶν
μυστηριωδῶν θεϊκῶν δυνάμεων, ἄν ἐρμηνευθοῦν σωστά,
ἐπιτρέπουν τήν κατανόηση τῆς φύσης τῶν θεῶν». Στόν Φερεκύδη
ὅμως τά ὀνόματα διερμηνεύουν συνάμα τίς τάσεις τοῦ
θεωρητικοῦ στοχασμοῦ τῆς ἐποχῆς. Ὅ,τι θεωρῶ ἐνδιαφέρον
ἐδῶ εἶναι νά σκεφτῶ τόν φερεκύδειο μῦθο-λόγο μέσα ἀπό τά
μηνύματα πού προσφέρει μέ τήν τετράδα Χρόνος-Ζεύς-Γῆ-Ἔρως ἤ
ἱερός γάμος. Ὅπως ἀνέφερα, τό ἰδιαίτερο στόν Φερεκύδη
εἶναι ἡ ἰσορροπία τῆς κοσμοθεώρησης, ἰσορροπία πού
χάσαμε ἐμεῖς πιά σήμερα μέ τίς ἀποκλειστικές τάσεις στίς
ἐπιλογές μας. Στό δίλημμα οὐράνιο-γήινο ἡ φερεκύδεια
ἀπάντηση θά μποροῦσε νά παραβληθεῖ μέ τή στάση πού ἀναφέρει
ὁ Πλάτων στόν Σοφιστή γιά τά παιδιά: ὅταν τούς ζητήσουν νά
διαλέξουν ἀνάμεσα σέ δύο, αὐτά παίρνουν καί τά δύο.
Ὁ Φερεκυδης δέχεται
ἐξίσου σημαντικά καί συμπληρωματικά τά ἀντίθετα: οὐράνιο-γήινο
ἡ αἰθέριο-χθόνιο, φωτεινό-σκοτεινό. Ζάς-Χθονίη εἶναι κάτι
παραπάνω ἀπό πρόσωπα τῆς μυθικῆς θεογονίας καί
κοσμογονίας· εἶναι σύμβολα ὄχι μόνο τῆς ἕνωσης στή
θρησκευτική της διάσταση, ἀλλά τῆς ἕνωσης τῶν ἀντιθέτων, μέ
τήν ὁποία, προσδιορίζεται ἡ ἁρμονία, τῆς ἕνωσης πού
χαρακτηρίζει τή συνδυαστική σκέφη: ὁ Φερεκύδης δένει
τάσεις τῆς θρησκείας τοῦ δωδεκάθεου καί τῶν Ὀρφικῶν καί
προϊδεάζει ὅσες διδασκαλίες δίνουν προτεραιότητα στόν
δυναμισμό τῆς σύνθεσης. Μέ τή στάση αὐτή, γιά τόν φιλοσοφικό
ἑρμηνευτικό στοχασμό ἡ φερεκύδεια ἀνθρωποθεώρηση
παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον: οὔτε ἡ ἀπαισιόδοξη
σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ὁ ἄνθρωπος - γήινος ἡ προϊόν
πτώσης - εἶναι μετά τόν θάνατο ἔγκλειστος στό σκοτάδι τῆς γῆς,
ἀλλά οὔτε καί ἡ αἰσιόδοξη, ὀρφική ἤ ὅποια ἄλλη σύλληψη,
ὅταν ὁ θάνατος εἶναι λύτρωση ἀπό τή σωματικότητα καί
ἐπάνοδος στήν οὐράνια πατρίδα. Μέ τήν ἰδέα τῆς σχέσης θείου-κόσμου
στήν τάξη τοῦ χρόνου, τήν πνευματοποίηση τῆς φύσης, τήν ἰδέα
τῆς τελειότητας τοῦ κόσμου, δημιουργήματος τοῦ ὕψιστου θεοῦ,
ὁ κόσμος γίνεται αὐτοσκοπός. Καί ἡ ἰδέα αὐτή καρποφορεῖ μιάν
ἄλλη: ἡ τελειότητα τοῦ κόσμου ἐπιβάλλει ρυθμίσεις στήν
ἀνθρώπινη ζωή. Ἐπικυρώνει τόν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς - ὁμοίωση,
ὅπως θά ποῦν ἄλλες θρησκευτικές καί φιλοσοφικές φωνές, δίχως
νά ὑποβάλλει τή δραπέτευση ἀπό τόν κόσμο. Οἱ αἰῶνες τοῦ λόγου
ἔκαναν - ἕκτος τῶν ἄλλων θετικῶν - τό ἀνθρώπινο χρέος
τραγικό· τό «οὐράνιον φυτόν» - ὅπως ἀποκαλεῖ ὁ Πλάτων τόν
ἀνθρωπο - καί ὁ κόσμος διαχωρίστηκαν, ἤ ὁ κόσμος ἔγινε καθ’
ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου - ἀπάνθρωπος καί ἄκοσμος. Ἡ στιγμή τοῦ
μύθου-λόγου εἶναι διαφορετική.
Τόν ἀγώνα τῆς
δημιουργικῆς ζωῆς τόν διδάσκει πρῶτος ὁ Ξενοφάνης ὁ
Κολοφώνιος πού ἀρνιέται ὅτι στόν ἄνθρωπο εἶναι τά πάντα δῶρα
θεῶν, δίχως γι’ αὐτό ν’ ἀρνηθεῖ τό θεῖο, πού τό καθαίρει ἀπό
ἀνθρωπομορφικά ὀτοιχεῖα: «οὗτοι ἀπ’ ἀρχῆς πάντα θεοί
θνητοῖσ’ ὑπέδειξαν, ἀλλά χρόνῳ ζητοῦντες ἐφευρίσκουσιν
ἄμεινον» (D.-Κ., VS Β 18). Στόν Ξενοφάνη ἡ γαμήλια σχέση λόγου-μύθου,
ἄνθρωπου-κόσμου-θείου διακόπτεται μέ τή θαρραλέα
διαφωτιστική προσπάθεια τόν πνεύματος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι
δημιουργός της ἰστορίας μέσα στόν χρόνο. Ἡ ἱστορία ὅμως, ἡ
συνείδηση τῆς ἱστορίας εἶναι τραγική, ἀναγκαία καί
ἀναπόφευκτη· δέν μπορεῖ νά εἶναι πιά ἡ εὐδαιμονισμένη
ἐξήγηση τοῦ κοομου καί τῆς ζωῆς, ὅπως ἐκείνη τοῦ
φερεκύδειου μύθου. Μέχρι νά φτάσουμε στήν ἐποχή μας, στόν
δικό μας ἀφιλοσόφητο μῦθο-λόγο: Ἡ σημερινή Ρέα, ἡ τεχνική
σπέρμα τῆς ἐπιστήμης, παράγει φωτιά, γένη ἀνθρώπων-ρομπότ.
Στίς τιτανομαχίες κερδίζουν οἱ πολεμόβιοι.
Ἡ ποίηση, λέει ὁ
Ἀριστοτέλης, εἶναι φιλοσοφικώτερη τῆς ἱστορίας. Καί μιά
ἐπιστροφή σ’ ἕνα ποιητικό νοῦ, ὅπως τοῦ Φερεκύδη, ὅπου τά
πάντα δέν εἶναι μῦθος, εἶναι ἴσως καλός ἆθλος ὄχι ἀνώφελος.