Ἐρμηνεία
ἀριστοτελικοῦ ὁρισμοῦ
τῆς τραγωδίας
(Ἀπόσπασμα
ἀπὸ
κείμενο
τῆς
Ἄννας Τζιροπούλου Εὐσταθίου)
«Ἒστι
μὲν
οὖν
τραγῳδία
μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ
τελείας,μέγεθος
ἐχούσης,ἡδυσμένῳ
λόγῳ,χωρὶς
ἑκάστου
τῶν
εἰδῶν
ἐν
τοῖς
μορίοις,δρώντων καὶ
οὐ
δι’ ἀπαγγελίας,δι’
ἐλέου
καὶ
φόβου περαίνουσα,τὴν
τῶν
τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
(Αριστοτέλους Ποιητική 1449 Β,25)
Εἶναι
λοιπὸν
ἡ
τραγωδία μίμησις κάποιας
πράξεως σπουδαίας καὶ
τελείας. Ὁ
ἴδιος
ὁ
Ἀριστοτέλης
(1448 Α) ἐπεξηγεῖ
τὴν
λέξη «μίμησις»: «μιμοῦνται
οἱ
μιμούμενοι πράττοντας», δηλαδὴ
ὑποδύονται
ἀνθρώπους
εὑρισκομένους
ἐν
δράσει. Ὁ
δὲ
ὄρος
«πρᾶξις»
ἐπιβιώνει
μέχρι σήμερα στὶς
«πράξεις» τῶν
θεατρικῶν
ἔργων.
Ἡ
«πρᾶξις»
τῆς
τραγωδίας εἶναι
σπουδαία καὶ
τελεία, δηλαδὴ
ἀξιόλογη,
σπουδαιοτάτης σημασίας καὶ
ἐντελὴς
καθ’ ἑαυτήν.
Φθάνει σὲ
ὁρισμένο
τέλος. Γι’ αὐτὸ
καὶ
ἐπιβάλλεται
νὰ
ἔχῃ
μέγεθος καθορισμένον, τὸ
ὁποῖον
συγκροτεῖται
εἰς
ἕν
«ὅλον»:
«ὅλον
δέ ἐστιν
τὸ
ἔχον
ἀρχὴν
καὶ
μέσον καὶ
τελευτήν». 1450,30.
Ἐὰν
ἡ
«πρᾶξις»
παραταθῇ
πέραν τῶν
ὁρίων
τῆς
λειτουργίας της, διαστρεβλώνεται
ἡ
σύνθεσις «καὶ
ἀποτυγχάνουσι
πάντες». Ἡ
μίμησις αὐτῆς
τῆς
πράξεως γίνεται «ἡδυσμένω
λόγῳ»:
«Λέγω δὲ
ἡδυσμένω
λόγον, τὸν
ἔχοντα
ῥυθμὸν
καὶ
ἁρμονίαν
καὶ
μέλος». Τὸ
δὲ
«χωρὶς
τοῖς
εἴδεσι
(=χωριστὰ
τὸ
κάθε εἶδος),
τὸ
διὰ
μέτρον ἔνια
(=μερικὰ
εἴδη)
περαίνεσθαι, καὶ
πάλιν ἕτερα
διὰ
μέλους». (1449 β,30).
Μόριον (=μέρος) τῆς
τραγωδίας εἶναι
«ὁ
τῆς
ὄψεως
κόσμος» (=διάκοσμος: σκηνογραφία,
ἐνδυμασία,
σκεύη, σκηνοθετικὰ
καὶ
ὑποκριτικὰ
εὑρήματα),
ἀκολούθως
δὲ
«ἡ
μελοποιία καὶ
ἡ
λέξις». Καὶ
ὅλα
αὐτά,
«δρώντων, οὐ
δι’ ἀπαγγελίας».
Οἱ
μιμούμενοι ὑποκριταὶ
δὲν
ἀπαγγέλουν
ἁπλῶς,
ἀκίνητοι
καὶ
ἀμέτοχοι
ἀλλὰ
δροῦν,
πράττουν, ὑποδύονται
χαρακτῆρες,
πρόσωπα, ἀναπαριστοῦν
μύθους καὶ
ἀφηγήσεις.
Ἡ
ἐνάργεια
αὐτὴ
διεγείρει ἔλεον
καὶ
φόβον καὶ
ὁδηγεῖ
εἰς
τὴν
κάθαρσιν (ἐξ-αγνισμόν)
τῶν
τοιούτων παθημάτων. Οἱ
θεαταὶ
αἰσθάνονται
ἔλεος,
δηλαδὴ
συμπάθεια καὶ
οἶκτο
διὰ
τοὺς
ἥρωας,
καθὼς
καὶ
«φόβον» μήπως κάποτε
ἡ
μοῖρα
ἐμπλέξῃ
κι αὐτοὺς
εἰς
παρόμοια παθήματα. Αὐτὴ
εἶναι
ἡ
κλασσικὴ
ἑρμηνεία
τοῦ
πολυσυζητημένου
ὁρισμοῦ
τοῦ
Ἀριστοτέλους
γιὰ
τὴν
Τραγῳδία,
μὲ
τὴν
ὁποία
γαλουχηθήκαμε καὶ
ἀσμένως
ἀποδεχθήκαμε.
Ὅμως
ἡ
Τραγῳδία,
ὅπως
καὶ
ἡ
Μυθολογία μας, δεν εἶναι
ἁπλῶς
«ποιητῶν
πλάσματα οὐδὲ
συγγραφέων ἐπινοήσεις,
ἀλλὰ
γεγενημένων
ἴχνη. Καὶ
προσώπων καὶ
πράξεων». Ἐπειδὴ
δὲ
τὰ
γεγενημένα, σύμφωνα μὲ
τὴν
ἀνθρώπινη
φύση πάντοτε
ἐπαναλαμβάνονται,
ὅπως
ἐπισημαίνει
καὶ
ὁ
Θουκυδίδης, καταλήγουμε στὸ
συμπέρασμα ὅτι
καὶ
ἡ
Τραγῳδία
ἀποτελεῖ
«κτῆμα
ἒς
ἀεὶ
μᾶλλον»
παρὰ
«ἀγώνισμα
ἐς
τὸ
παραχρῆμα
ἀκούειν»
πρὸς
ἁπλὴν
τέρψιν…
Ἐὰν
ἐρευνήσῃ
κάποιος
εἰς
βάθος τόσο στὸν
πυρῆνα
τῶν
λέξεων τοῦ
πασίγνωστου
ἀλλὰ
ὄχι
τόσο εὐκόλου
ὁρισμοῦ,
ὄσο
καὶ
στὴν
ἀπαρχὴ
τῆς
Τραγωδίας καὶ
τὴν
μετέπειτα πορεία της, θὰ
βεβαιωθῆ
ὅτι
τὸ
Δρᾶμα
γενικῶς
ὑπῆρξε
κάτι βαθύτερο καὶ
οὐσιαστικότερο.
Βαθύτερο καὶ
οὐσιαστικότερο
κυρίως ὡς
πρὸς
τὴν
«Κάθαρσιν» τὴν
ὁποίαν
ἀσφαλῶς
ὁ
Ἀριστοτέλης
δὲν
ἔχει
τυχαία τοποθετήσει
ὡς
τελευταία λέξη στὸν
διάσημο ὁρισμό
του.
Ἡ
λέξις «κάθαρσις» δὲν
ἀναφέρεται
μόνο στὰ
δρώμενα ἡ
«κάθαρσις», δὲν
ἀφορᾶ
μόνο στοὺς
τραγικοὺς
ἥρωες,
ἀλλὰ
ἀναφέρεται
(πρωτίστως) στοὺς
θεατές. Καὶ
τὰ
«παθήματα» τῶν
τραγικῶν
προσώπων, καλοῦνται
νὰ
φέρουν στὴν
ἐπιφάνεια
τυχὸν
παρόμοια παθήματα, τὰ
ὁποῖα
παραμένουν
παγιδευμένα καὶ
καταχωνιασμένα (ἀπωθημένα)
στὶς
ψυχὲς
τῶν
θεατῶν.
Τὸ
κλειδὶ
βρίσκεται στὴν
λέξη «τοιούτων».
Ἂν
ὁ
Ἀριστοτέλης
ἤθελε
νὰ
ἀναφερθῇ
στὰ
«παθήματα» τῶν
τραγικῶν
ἡρώων
καὶ
ἡρωίδων,
θὰ
εἶχε
γράψη «τούτων» τῶν
παθημάτων ἢ
«αὐτῶν»
τῶν
παθημάτων. Χρησιμοποιώντας
ὅμως
τὴν
ἀντωνυμία
«τοιούτων» διευκρινίζει σαφῶς:
«παρομοίων παθημάτων, τέτοιων», σὰν
καὶ
αὐτὰ
δηλαδὴ
ποὺ
διαδραματίζονται
ἐπὶ
σκηνῆς.
Γιὰ
νὰ
τὸ
ποῦμε
πιὸ
ἁπλᾶ:
Ἡ
κάθαρσις μεταφέρεται
ἀπὸ
τὴν
σκηνὴ
στὴν
πλατεία στὸ
κοῖλο
τοῦ
ἀρχαίου
θεάτρου (στοὺς
θεατές).
Ἂς
ἐξετάσουμε
μία μία τὶς
λέξεις τῶν
δύο τελευταίων στίχων τοῦ
ὁρισμοῦ
τῆς
Τραγωδίας: «Δι’
ἐλέου
καὶ
φόβου περαίνουσα, τὴν
τῶν
τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Ἔλεος
δὲν
σημαίνει μόνον τὴν
λύπη ποὺ
αἰσθανόμαστε
γιὰ
κάποιον ἄλλον.
Ὁ
ἔλεος
σύμφωνα μὲ
τὰ
λεξικὰ
καθορίζει γενικώτερα, «ἄξιόν
τι οἴκτου».
Τὸ
κάτι αὐτὸ
μπορεῖ
νὰ
εἶναι
δικό
μας, νὰ
μᾶς
ἀφορᾷ.
Φόβος σημαίνει: σημαίνει: 1) φυγή, 2) φόβος, 3)
ἐξωτερικὴ
ἐκδήλωσις
φόβου, 4) πρᾶγμα
τὸ
ὁποῖον
προξενεὶ
φόβο (π.χ. «φόβος
ἀκοῦσαι».
Ὅμως
τὸ
ῥῆμα
ἀκούω
σημαίνει καὶ
ἀντιλαμβάνομαι,
ἐννοῶ.
Περαίνω
δὲν
σημαίνει μόνο «φέρω εἰς
πέρας» «τελειώνω», «ἐκτελῶ».
Σημαίνει ἄκομα:
«δίνω τέλος εἰς
κάτι», «ἐκτελῶ
τὸν
σκοπό μου», «εἰσδύομαι»
π.χ. «περαίνω δι’
ὤτων»
= φθάνω εἰς
τὸν
ἐγκέφαλον
(μὲ
αὐτὴ
τὴν
τελευταία ἔννοια
τὸ
χρησιμοποιεὶ
ὁ
Πλάτων).
Τοιούτων = τέτοιων, παρομοίων
Πάθημα 1) κοινῶς,
«πάθημα» ἀλλὰ
καὶ
πάθησοε (=ἀσθένεια),
2) συγκίνησις ψυχῆς,
κατὰ
τὸν
Ξενοφῶντα
«πάθημα ψυχῆς»
εἶναι
καὶ
ἡ
σωφροσύνη.
Κάθαρσις
εἶναι
κυρίως ὁ
ἀπὸ
ἐνοχῆς
καθαρισμὸς
ἀλλὰ
ὄχι
μόνον. Εἶναι
καθαρισμὸς
καταπιεσμένων συναισθημάτων, συγκινησιακῶν
φορτίσεων, ἀσυνειδήτων
πόνων, παθῶν,
δυσαρέστων καταστάσεων.
Ὅλα
αὐτὰ
γινόμενα ἀποδεκτὰ
ἀπὸ
τὴν
προσωπικότητα μας διαχέονται
ἐντός
μας καὶ
δημιουργοῦν
καθαρμό.
Ἄρα:
Τὸ
ἐπίμαχο
ἀπόσπασμα
ἀποδίδεται
μὲ
μιὰ
ἐλεύθερη
καὶ
πιὸ
ἐκτεταμένη
ἑρμηνεία
ὡς
ἐξῇς:
Διὰ
μέσου τοῦ
κάτι
ποὺ
εἶναι
ἄξιον
οἴκτου
ἀλλὰ
καὶ
ποὺ
προξενεῖ
φόβο τόσο τὸ
να τὸ
ἀκούσῃς
ὄσο
καὶ
νὰ
τὸ
ἐννοήσῃς
εἰσδύει
διὰ
τῶν
ὤτων
φθάνει μέχρι τὸν
ἐγκέφαλο
καὶ
καθαρίζει ἀπὸ
τὸ
βάρος τυχὸν
ὑπαρχουσῶν
παρομοίων παθητικῶν
καταστάσεων καὶ
συγκινήσεων ψυχῆς.
Καὶ
βέβαια δὲν
εἶναι
τυχαῖό
που κατασκεύαζαν τὰ
θέατρα ἀνοικτά,
δίχως σκέπη.
Ἀπαγορευόταν
διδαχὴ
τραγωδίας σὲ
κλειστὸ
χῶρο.
Ἡ
συσσωρευμένη
ἀρνητικὴ
ἐνέργεια
ἔπρεπε
να φύγει, να
ἐκδιωχθεί,
να μὴν
παραμείνει ἐγκλωβισμένη.
Καὶ
βέβαια δεν εἶναι
τυχαῖο
ποὺ
δίπλα
σὲ
κάθε Ἀσκληπιεῖο
ὑπῆρχε
πάντοτε ἕνα
θέατρο. Ἀπὸ
πολὺ
παλαιὰ
ἡ
πνευματικὴ
γυμναστικὴ
συνίστατο
ὡς
θεραπεία γιατὶ
γνώριζαν ὅτι
οἱ
ἀσθένειες
τοῦ
σώματος ἔχουν
στενὴ
σχέση μὲ
τὰ
πάθη τῆς
ψυχῆς.
Ἡ
ψυχὴ
ἀποτοξινώνεται
ἀπὸ
ὅτι
ὑπερβολικὸ
καὶ
βλαβερὸ
ἔχει
καὶ
ἀνακουφίζεται
καθὼς
ζεῖ
τὰ
συναισθήματα τῶν
τραγικῶν
ἡρώων…