www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

Βάσσες και Επικούρειος Απόλλωνας

 

Ο ναός του επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες

είναι η κρυμμένη ομορφιά της Ελλάδας

Συντάκτης: Ολυμπία Βικάτου, αρχαιολόγος

© Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού

 ΔΕΙΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=1142

 

 

«Εδώ μπορείς να υπάρξεις»

 

Εντυπωσιασμένος από τη γοητεία του αρχαιολογικού χώρου των Βασσών ο εξαιρετικός σκηνοθέτης Jean-Daniel Pollet, μόλις τον ανακάλυψε βρήκε ένα υπαρξιακό καταφύγιο λέγοντας «Εδώ μπορείς να υπάρξεις». Χαρακτήρισε τον τόπο ως άκρον άωτον της μαγείας και για μια δεκαετία τον θεωρούσε το κέντρο του κόσμου. Τον επισκέφθηκε πολλές φορές και τρεις ταινίες του έχουν αναφορές στο ναό του Επικούριου Απόλλωνα. Η μία από αυτές «Βάσσες» είναι αφιερωμένη στο ναό. Πρόκειται για ένα κινηματογραφικό ποίημα. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει περιγράψει ως εξής τη σχέση του με τις Βάσσες:

« Πρωτοείδα το ναό των Βασσών κάνοντας το γύρο της Μεσογείου. Πρέπει λοιπόν να πω γιατί έφυγα, γιατί έκανα αυτόν το γύρο. Είχα επισημάνει το ναό σε μια λιθογραφία (όχι φωτογραφία) κάποιου βιβλίου, γιατί έγραφε ότι ήταν ο μόνος κτισμένος στα υψώματα της Πελοποννήσου και χωρίς θέα στη θάλασσα. Έγραφε, επίσης, ότι αυτός ο ναός ήταν το τελευταίο έργο του αρχιτέκτονα του Παρθενώνα. Αυτό το έργο, μέσα στις μικροσκοπικές του διαστάσεις σε σύγκριση με τον Παρθενώνα, δίνει την εντύπωση κάποιου που γέρασε, που δεν έχει πια αλαζονεία, που σχεδόν δεν είναι πια Έλληνας, αλλά ξέρει μόνο να κτίζει σαν Έλληνας. Άλλωστε, οι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για να κτιστεί αυτός ο ναός, εξορύχθηκαν απ' αυτήν εδώ την ίδια περιοχή• βλέπει κανείς καλά ότι είναι γκρίζες σαν τις άλλες που είναι τριγύρω. 

Σε άλλους ελληνικούς ναούς χρησιμοποιήθηκε ένα συγκεκριμένο μάρμαρο, από ένα συγκεκριμένο λατομείο, αλλά πιστεύω ότι όλα είχαν πάνω-κάτω την ίδια προέλευση, το ίδιο χρώμα, την ίδια πυκνότητα και την ίδια αντοχή. Για τις Βάσσες, σίγουρα υπάρχουν στοιχεία - θα μπορούσα να γνωρίζω περισσότερα αν είχα μελετήσει την ιστορία του ναού πιο εμπεριστατωμένα. Οπωσδήποτε, κάπου θα είναι γραμμένα. Αυτό που συγκράτησα, είναι ότι κτίστηκε για να ξορκίσει ένα λιμό, μιαν αρρώστια (ίσως πανούκλα) που, εκείνη την εποχή, είχε ρημάξει την περιοχή. Είναι πολλές οι ενδείξεις που ενισχύουν αυτή την εικασία, αλλά δεν τις θυμάμαι πια. Θυμάμαι, όμως, άλλη μια ιδιαιτερότητα: συνήθως, στο κέντρο κάθε ναού υπάρχει μια θέση όπου μπαίνει ένα άγαλμα: το άγαλμα κάποιου θεού στον οποίο υποτίθεται ότι είναι αφιερωμένος ο ναός (Απόλλων κ.λπ.) Ε, λοιπόν, στις Βάσσες δεν υπήρχε τέτοιο βάθρο. Σκέφτηκα ότι μπορεί να πρόκειται για κάποιο είδος αθεϊστικού ναού, αλλά μάλλον αεροβατούσα. Μου είπαν ότι όλοι οι ελληνικοί ναοί είχαν τον ίδιο προσανατολισμό - αυτός εδώ, όμως αποτελεί εξαίρεση. Είναι ένα από τα λίγα μέρη στα οποία ξαναγύρισα (τουλάχιστον επτά φορές• τις πέντε, μάλιστα, χωρίς μηχανή). Είναι ένας τόπος που σου μιλάει, που ο Sollers λέει ότι είναι γεμάτος απ' τα λόγια των νεκρών, κι οι νεκροί τού μιλάνε, του λένε δίχως άλλο τα ίδια πράγματα - σαν ηχώ.

Κινηματογράφησα αυτόν το ναό μια φορά, στα γρήγορα, δύο ή τρία πλάνα για τη Μεσόγειο, και μετά από δύο χρόνια ξαναγύρισα στις Βάσσες για μια ταινία μικρού μήκους. Είχε συννεφιά -πράγμα σπάνιο. Το γύρισμα κράτησε δύο μέρες».

Αυτή η ταινία που γυρίστηκε το 1964 και το 1965 βραβεύτηκε στη Μπιενάλε Παρισίων, δεν προβλήθηκε ποτέ στις κινηματογραφικές αίθουσες. Η προβολή της στην εκδήλωση «Επικούριος Απόλλωνας υπό το σεληνόφως» ήταν μια από τις σπάνιες και σε συνδυασμό με τον τόπο όπου γυρίστηκε και είναι αφιερωμένη, αποτέλεσε μοναδική εμπειρία για τους θεατές.

 

 

Ο ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ (!!!) ΝΑΟΣ

 

Στην περιοχή από την αρχαιότητα λατρεύονταν ο Απόλλωνας Βασσίτας, ο Δίας, ο Πάνας καθώς επίσης η Αφροδίτη και η Άρτεμη Ορθασία. Μάλιστα το 1903 κατά τη διάρκεια ανασκαφών σε μια μικρή κοιλάδα του όρους Κωτίλιον, 100 μέτρα ψηλότερα από ναό του Απόλλωνα, αποκαλύφθηκαν δύο ιερά, τα οποία αποδόθηκαν από τον Κ. Κουρουνιώτη, που διενήργησε τις ανασκαφές, στην Αφροδίτη και στην Άρτεμη Ορθασία. Ο Κ. Κουρουνιώτης στηρίχτηκε τόσο στις περιγραφές του Παυσανία όσο και σε χάλκινη πλάκα που βρέθηκε και η οποία αναφέρεται στον Απόλλωνα Βασσίτα, στην Άρτεμη Ορθασία και στον Σινόεντα Πάνα.

Δυτικά του ναού υπήρχε οικισμός από την αρχαϊκή εποχή που ονομαζόταν “Βάσσαι” από τις βάσσες ή βήσσες, δηλαδή τις μικρές κοιλάδες που βρίσκονται ανάμεσα στις βραχώδεις εκτάσεις. Σε απόσταση 13 χλμ. από το ναό βρίσκεται και η αρχαία Φιγάλεια, η πόλη στην οποία διοικητικά υπαγόταν ο ναός.

 

Ο ναός χτίστηκε περίπου το 420 – 400 π.Χ. από τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα, τον Ικτίνο. Σχετικά μας πληροφορεί ο Παυσανίας:

Ἰκτίνος ὁ ἀρχιτέκτων τοῦ ἐν Φιγαλίᾳ ναοῦ γεγονώς τῇ ἡλικίᾳ κατά Περικλέα καί Ἀθηναίοις τόν Παρθενῶνα καλούμενον κατασκευάσας. (Παυσανίας VIII, 41,9)

Τόσο πολύ εντυπωσιάστηκε ο Παυσανίας που γράφει λίγο παραπάνω:

Ναῶν δ’ ὅσοι πελοποννησίοις εἰσί, μετά γε τόν ἐν Τεγέᾳ προτιμῷτο οὗτος ἄν τοῦ λίθου τε ἐς κάλλος καί τῆς ἀρμονίας ἕνεκα.

(Παυσανίας VIII, 41,8)

Νότια του ναού αποκαλύφθηκε ένα επίμηκες κτήριο, μήκους 25 μ. και πλάτους 7,50 μ. που αποδόθηκε στον πρώτο αρχαϊκό ναό του Απόλλωνα. Πολλοί όμως επιστήμονες διαφωνούν και ισχυρίζονται ότι ο αρχαϊκός ναός βρίσκεται στα θεμέλια του κλασικού. Η άποψη αυτή ισχυροποιείται και θεωρείται επικρατέστερη από τα ανασκαφικά ευρήματα κάτω από τον κλασικό ναό, γιατί μετά από δοκιμαστικές τομές φανερώθηκε κτήριο με μήκος 16 μ. και πλάτος 6,20 μ. και με τον ίδιο προσανατολισμό με του κλασικού ναού.

Ανάμεσα στο πλήθος των ευρημάτων προκαλούν εντύπωση το πλήθος των όπλων, ιδιαίτερα των αμυντικών, που προφανώς προσφέρονταν στο θεό. Έτσι ίσως δικαιολογείται και το προσωνύμιο του θεού ως “επικούριου”, επειδή βοήθησε τους Φιγαλείς να αντιμετωπίσουν το 659 π.Χ. τους Σπαρτιάτες κατά τη διάρκεια του β’ Μεσσηνιακού πολέμου. Η νίκη μάλιστα των Φιγαλείων στηρίχτηκε σε χρησμό που πήραν από το μαντείο των Δελφών, σύμφωνα με τον οποίο θα νικούσαν τους Σπαρτιάτες μόνο αν πολεμούσαν μαζί τους οι Ορεσθάσιοι, οι οποίοι όμως θα σκοτώνονταν όλοι. Οι Ορεσθάσιοι πραγματικά έστειλαν 100 νέους, που φυσικά σκοτώθηκαν, οι Φιγαλείς όμως νίκησαν τους Σπαρτιάτες. Προφανώς λοιπόν ο θεός λατρευόταν ως πολεμικός θεός, γι’ αυτό και η πληθώρα των αναθημάτων.

Ο Παυσανίας όμως αποδίδει στο θεό το προσωνύμιο επικούριος, γιατί προστάτευσε τους Φιγαλείς από την επιδημική νόσο που είχε πλήξει τον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.).

Στο γυμνό, βραχώδες τοπίο των Βασσών λοιπόν βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους και επιβλητικότερους ναούς της αρχαιότητας, αφιερωμένος στον Επικούριο Απόλλωνα. Ας δούμε πως τον περιγράφει η αρχαιολόγος Ολυμπία Βικάτου στη σελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού:

“Χαρακτηρίζεται από πλήθος πρωτοτυπιών τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική του διαρρύθμιση, που τον καθιστούν μοναδικό μνημείο στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής”.

Ο Παυσανίας, μάλιστα, τον θεωρεί το δεύτερο μετά της Τεγέας πελοποννησιακό ναό σε κάλλος και αρμονία (8.41.8). Η ανέγερσή του τοποθετείται στο 420-400 π.Χ. και αρχιτέκτονάς του θεωρείται ο Ικτίνος, που σε αυτό το δημιούργημά του κατόρθωσε να συνδυάσει πολλά αρχαϊκά χαρακτηριστικά, που επέβαλλε η συντηρητική θρησκευτική παράδοση των Αρκάδων, με τα νέα γνωρίσματα της κλασικής εποχής.

Ο ναός που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης δεν είναι ο αρχαιότερος που κτίσθηκε στο χώρο. Ο πρώτος ναός του Απόλλωνα οικοδομήθηκε γύρω στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., πιθανότατα στην ίδια θέση. Ακολούθησαν μία ή δύο οικοδομικές φάσεις του, γύρω στο 600 και γύρω στο 500 π.Χ., αντίστοιχα, από τις οποίες σώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως το κεντρικό δισκοειδές πήλινο ακρωτήριο με την πλούσια πολύχρωμη γραπτή διακόσμηση, κεραμίδια και πήλινα ακροκέραμα.

Ο κλασικός ναός έχει θεμελιωθεί πάνω στο φυσικό βράχο, σε ειδικά διαμορφωμένο πλάτωμα. Δεν έχει το συνήθη προσανατολισμό Α-Δ, αλλά Β-Ν, ίσως για λατρευτικούς λόγους, που συνδέονται με την αρκαδική θρησκευτική παράδοση, δεδομένου ότι και άλλοι ναοί στην περιοχή παρουσιάζουν τον ίδιο προσανατολισμό. Για την κατασκευή του έχει χρησιμοποιηθεί ανοιχτόχρωμος τοπικός ασβεστόλιθος, ενώ ορισμένα μέρη της οροφής, τα κιονόκρανα του σηκού και ο γλυπτός διάκοσμος είναι από μάρμαρο.

Ο ναός είναι ο μοναδικός που συνδυάζει στοιχεία των τριών αρχιτεκτονικών ρυθμών της αρχαιότητας. Είναι δωρικός, περίπτερος, δίστυλος εν παραστάσι, με πρόναο, σηκό, άδυτο και οπισθόδομο. Έχει 6 κίονες στις στενές και 15 στις μακρές πλευρές, αντί της καθιερωμένης για την εποχή αναλογίας 6 x 13. Έτσι, η μορφή του είναι περισσότερο επιμήκης, όπως στους αρχαϊκούς ναούς. Στο εσωτερικό του σηκού, κατά μήκος των μακρών πλευρών υπάρχουν από πέντε ιωνικοί ημικίονες, που αποτελούν απόληξη κάθετων στον τοίχο τοιχαρίων, τα οποία διαμορφώνουν κόγχες. Το τελευταίο ζεύγος των ημικιόνων τέμνουν διαγώνια τον τοίχο του σηκού και όχι κάθετα όπως οι υπόλοιποι. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχε ένας κίονας, που έφερε το αρχαιότερο γνωστό ως σήμερα στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική κορινθιακό κιονόκρανο, το οποίο γνωρίζουμε από τα σχέδια των πρώτων περιηγητών (θραύσματά του φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).

 

Kατά μία άποψη ο κίονας αυτός αποτελούσε ανεικονική παράσταση θεότητας, ακολουθώντας τις βαθιές λατρευτικές παραδόσεις της Αρκαδίας, ενώ σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, κορινθιακοί ήταν και οι δύο διαγώνιοι ημικίονες εκατέρωθεν του κεντρικού κορινθιακού. Στο άδυτο, που βρισκόταν πίσω από τον κίονα αυτό, πιθανότατα φυλασσόταν το λατρευτικό άγαλμα του θεού. Στον ανατολικό του τοίχο υπάρχει θύρα, που οδηγούσε στο εξωτερικό πτερό, για την ύπαρξη της οποίας έχουν διατυπωθεί διάφορες ερμηνείες. Η στέγη του ναού ήταν δίρριχτη και η κεράμωση μαρμάρινη, κορινθιακού τύπου.

Το ναό περιέτρεχε εξωτερικά δωρική ζωφόρος με ακόσμητες μετόπες και τρίγλυφα, ενώ ανάγλυφη διακόσμηση έφεραν μόνο οι εσωτερικές μετόπες των στενών πλευρών. Οι έξι μετόπες του πρόναου απεικόνιζαν την επιστροφή του Απόλλωνα στον Όλυμπο από τις Υπερβόρειες χώρες, και του οπισθόδομου την αρπαγή των θυγατέρων του Μεσσήνιου βασιλιά Λεύκιππου από τους Διόσκουρους. Τα αετώματα δεν είναι βέβαιο ότι έφεραν γλυπτό διάκοσμο. Το βασικότερο διακοσμητικό στοιχείο του ναού ήταν η μαρμάρινη ιωνική ζωφόρος, που υπήρχε πάνω από τους ιωνικούς ημικίονες μέσα στο σηκό. Είχε συνολικό μήκος 31 μ. και αποτελείτο από 23 μαρμάρινες πλάκες. Στις 12 απεικονίζεται η Αμαζονομαχία και στις υπόλοιπες 11 η Κενταυρομαχία. Κατά την ανασκαφή του 1812 οι πλάκες βρέθηκαν σκεπασμένες με αρχιτεκτονικά μέλη στο σηκό και το 1815 μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο, όπου και εκτίθενται σήμερα. Γλύπτης της ζωφόρου ίσως ήταν ο Παιώνιος, που φιλοτέχνησε στην Ολυμπία το περίφημο άγαλμα της Νίκης.

Ο ναός εξακολούθησε να χρησιμοποιείται στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, οπότε γίνονταν επιδιορθώσεις στην κεράμωσή του. Η πρώτη σημαντική καταστροφή του σημειώθηκε όταν έπεσε η στέγη του, λόγω της φυσικής φθοράς των ξύλινων δοκών που τη συγκρατούσαν, ενώ σοβαρές ζημιές υπέστη και από την ανθρώπινη επέμβαση, που έγινε για την απόσπαση του μετάλλου των συνδέσμων. Ο ναός ταυτίσθηκε επιτυχώς το 1765 από το Γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher και η πρώτη συστηματική ανασκαφή του έγινε το 1812 από ομάδα αρχαιόφιλων επιστημόνων. Ανασκαφές και αναστηλωτικές επεμβάσεις ξεκίνησαν το 1902 από την Αρχαιολογική Εταιρεία, ενώ το 1975 συστάθηκε η Επιτροπή Συντηρήσεως του Ναού του Επικουρίου Απόλλωνος, που ανέλαβε τον προγραμματισμό και τη σύνταξη των σχετικών μελετών για τα έργα συντήρησης και αναστήλωσης. Το 1982 έγινε ανασύσταση της επιτροπής και το Υπουργείο Πολιτισμού ανέλαβε συστηματικά το εξαιρετικά δύσκολο έργο αποκατάστασης του μνημείου. Από το 1987 ο ναός προστατεύεται από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες με ειδικό στέγαστρο, που θα απομακρυνθεί μετά την ολοκλήρωση των απαραίτητων εργασιών.

 

Παρά τα αξιόλογα αρχαιολογικά συμπεράσματα και παρουσιάσεις απουσιάζει παραπάνω ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του Ναού: Ο Ναός αυτός φέρεται πως είναι περιστρεφόμενος (το ίδιο είχα διαβάσει πως συμβαίνει και με τον Παρθενώνα…) και περιστρέφεται κατά ορισμένες μοίρες το χρόνο διατηρώντας τον προσανατολισμό του στο άστρο του Σειρίου, (: αυτό είναι από αυτά που, αν δεν τα δεις, δεν τα πιστεύεις…). Σύμφωνα με το μαθηματικό Στάλιο Πετράκη ο ναός είναι έτσι χτισμένος που γλιστρά πάνω σε ειδική βάση με γωνία 5ο,2 δευτερόλεπτα της μοίρας κάθε χρόνο, στοχεύοντας το ίδιο αστρικό σημείο, λόγω της κίνησης του άξονα της Γης με περίοδο 25.920 χρόνια, τον μεγάλο Ενιαυτό που αναφέρει δηλαδή ο Πλάτωνας. Δηλαδή μολονότι κάθε 2.160 χρόνια αλλάζει ο αστερισμός του μεσουρανήματος ο ναός εξακολουθεί να στοχεύει το ίδιο σημείο!

Αυτό το χαρακτηριστικό όμως της μεγαλοφυΐας των προγόνων μας λησμόνησαν (!) να αναφέρουν οι αξιότιμοι αρχαιολόγοι μας, περιοριζόμενοι στα λοιπά τεχνικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του…

Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα πως παρά τις φθορές και τις λεηλασίες που υπέστη, ο ναός συνεχίζει ακόμη και σήμερα να διατηρεί με εντυπωσιακή ακρίβεια την προκαθορισμένη του τροχιά!

Θα αναρωτιέστε βέβαια που, σε ποιό σημείο στοχεύει ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα… !! Μα στο άστρο του Σειρίου! Σύμφωνα με τη μυθολογία ο θεός Απόλλων έφυγε από αυτό το ναό και εγκαταστάθηκε σε αυτό το άστρο και ο ναός παρέμεινε έτσι προσανατολισμένος ώστε να μπορεί να επιστρέψει ο θεός όποτε το θελήσει.