Ενοχή, ευθύνη, αιτία:
Η φιλοσοφία, η ιστοριογραφία και η ιατρική κατά τον 5ο
αιώνα π.Χ.
Mario Vegetti
Σύμφωνα με τον
G. Ε. R.
Lloyd
«η ιδέα ότι η φύση υποδηλώνει ένα καθολικό πλέγμα αιτίας και
αποτελέσματος διατυπώνεται ρητά κατά την εξελικτική πορεία της προσωκρατικής
φιλοσοφίας». Κατά τον W. Jaeger
«η έννοια της αιτίας αποτελεί δάνειο από το λεξιλόγιο της ιατρικής, όπως
φαίνεται καθαρά από τη λέξη πρόφασις που χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης». Ο Β.
Williams
υποστηρίζει ότι «η λέξη αίτιον συνιστά, από τις ιπποκρατικές πραγματείες
και έπειτα, έναν σταθερό όρο για την “αιτία”, και ο συναφής όρος αιτία (...)
σήμαινε το παράπονο ή την κατηγορία, αλλά ήδη από την εποχή της ηροδότειας
ιστοριογραφίας μπορεί απλώς να σημαίνει την “αιτία” ή την “εξήγηση”».
Οι τρεις αυτοί διαπρεπείς μελετητές, παρόλο που αποκλίνουν σημαντικά ο ένας από
τον άλλον στα ερευνητικά τους ενδιαφέροντα, φαίνεται πως συγκλίνουν στην άποψη
ότι μια ακριβής και επαρκώς προσδιορισμένη έννοια της αιτιότητας αποδεικνύεται
παρούσα στη φιλοσοφία, στην ιστοριογραφία και στην ιατρική του πέμπτου αιώνα. Η
εκτίμηση αυτή έχει γίνει ευρέως αποδεκτή, αλλά χρειάζεται να αναθεωρηθεί ή
τουλάχιστον να αποσαφηνισθεί και να διατυπωθεί από δύο διαφορετικές πλην
συμπληρωματικές οπτικές:
1) Καταρχήν, η λεξιλογική διερεύνηση, όπως θα δούμε, των όρων με τους οποίους
εμφανίζεται η έννοια της αιτιότητας (αιτία, αίτιος, το αίτιον, πρόφασις)
καταδεικνύει ότι ο σαφής θεωρητικός στοχασμός πάνω στις αιτιώδεις σχέσεις και
στα εξηγητικά μοντέλα που αυτές θεμελιώνουν προέκυψε μόνο σταδιακά και σε ένα
πλαίσιο εξαιρετικής αβεβαιότητας το οποίο οφειλόταν στην ασάφεια της ηθικής,
πολιτικής και δικανικής γλώσσας αναφορικά με τις έννοιες της ενοχής, της ευθύνης
και του καταλογισμού πράξεων και γεγονότων. Είναι ενδιαφέρον ότι η εξελικτική
διαμόρφωση της αρχής της αιτιότητας συντελέστηκε μάλλον στο πλαίσιο της ιατρικής
επιστήμης παρά στην προσωκρατική φιλοσοφία, αν κρίνουμε από τα αποσπάσματα των
φιλοσόφων και αν εξαιρέσουμε τις περί αιτιότητας διατυπώσεις του Αριστοτέλη και
των περιπατητικών οδογράφων.
2) Έπειτα, είναι ανάγκη να αποσαφηνισθεί η σχέση ανάμεσα στην εξέλιξη του
θεωρητικού στοχασμού πάνω στην αρχή της αιτιότητας και στο είδος της αιτιώδους
συνάφειας που κάθε φορά αυτή περιγράφει. Για παράδειγμα, η πραγμάτευση από τον
Αριστοτέλη του όρου «αιτία» στο 2ο βιβλίο των Φυσικών δεν περιλαμβάνει την
έννοια της αιτιώδους συνάφειας που απέδιδε στον όρο ο Hume,
σύμφωνα με την οποία η αιτία συνιστά το απαραίτητο προηγούμενο του
αποτελέσματος. Από την άποψη αυτή, ο Αριστοτέλης παραμένει πιστός στην
περιπλοκότητα της σκέψης του 5ου αι. π. Χ· τείνει να αποδίδει, αν και
στο πλαίσιο μιας αυστηρής θεωρητικής προσέγγισης, τις ποικίλες διαστάσεις της
αιτιότητας που άρχιζαν τότε να εμφανίζονται με μια σχετική αοριστία. Από την
άλλη πλευρά, η σύλληψη της αιτίας ως παράγοντα που είναι απαραίτητος και αρκεί
για να προκαλέσει το αποτέλεσμα, απαντά σε ένα μέρος των ιατρικών μαρτυριών και
υπό την έννοια αυτή προεξαγγέλλει τους Στωικούς φιλοσόφους και τον Αριστοτέλη.
Από τη σκέψη του 5ου αιώνα έλειπαν σε μεγάλο βαθμό ο ρητός θεωρητικός
στοχασμός πάνω στο πρόβλημα της αιτιότητας και, κατά την αντίληψη του
Hume, η «αυστηρή» θεώρηση της αιτιώδους συνάφειας.
Ήταν, ωστόσο, η σκέψη αυτή αρκετά ικανή να συλλαμβάνει (λιγότερο ή περισσότερο
αυθόρμητα) σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα και συμβάντα, σχέσεις τις οποίες η ύστερη
θεωρία θα συμπεριλάμβανε στο γενικό πλαίσιο της αιτιότητας. Κρίνεται απαραίτητο
να αναγνωρίσουμε ότι οι σχέσεις αυτές κατέληξαν να περιγράφονται με όρους οι
οποίοι διαφέρουν από την ορολογία της αιτιότητας την οποία θα αναλύσω στο παρόν
κεφάλαιο.
Υπάρχουν, για παράδειγμα, φαινόμενα που συμβαίνουν φύσει και εξαρτώνται από τους
κανόνες της φυσικής τάξης του κόσμου. Η εξάρτηση αυτή ορίζεται συχνά, τόσο στη
φιλοσοφία όσο και στην ιατρική, ως ανάγκη. Η αναγκαία αυτή συνθήκη μπορεί
κάποιες φορές να συνδέεται όχι με τους κανόνες της φύσης αλλά με ό, τι ορίζουν
το πεπρωμένο και οι θεοί, όπως αφήνει να εννοηθεί η περίφημη φράση του
Αγαμέμνονα: «Δεν είμαι εγώ υπαίτιος αλλά ο Δίας, η Μοίρα και οι Ερινύες» [ἐγώ
δ’ οὐκ αἴτιός εἰμι,/ἀλλά Ζεύς καί Μοῖρα καί ἠεροφοῖτις Ἐρινύς, (ΙλιάδαΤ
86)]. Η αναγκαία εξάρτηση των γεγονότων από τον σχεδίασμά της Μοίρας δηλώνεται
συχνά στον Ηρόδοτο με το ρήμα
ἔδει. Αν οι κανόνες
που καθορίζουν τα γεγονότα δεν έχουν θεϊκή ή φυσική προέλευση αλλά οφείλονται
στον ανθρώπινο παράγοντα, η σύνδεση δηλώνεται συχνά, ειδικότερα σε πολιτικά και
νομικά συμφραζόμενα με τον ασθενέστερο όρο
εἰκός
(εύλογος,
πιθανός, αληθοφανής)
Και όμως, αυτές οι σχέσεις εξάρτησης ανάμεσα σε πράγματα, συμβάντα και μορφές
κοσμικής τάξης μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο της αιτιότητας και της αιτιακής
εξήγησης μόνο αν χρησιμοποιήσουμε μεταγενέστερα σχήματα σκέψης. Για να γίνει
αυτό φανερό, ας παραθέσουμε με συντομία ορισμένα σαφή παραδείγματα από την
προσωκρατική φιλοσοφία, ξεκινώντας με το περίφημο απόσπασμα του Αναξίμανδρου, το
οποίο παραδίδει ο Σιμπλίκιος (DK12BI):
Ἀναξίμανδρος.,.ἀρχήν.,.εἴρηκε
τῶν ὄντων τό ἄπειρον.,.ἐξ
ὧν δέ ἡ γένεσίς ἐστι τοῖς
οὖσι, καί τήν φθοράν εἰς ταῦτα
γίνεσθαι κατά τό χρεών
διδόναι γάρ αὐτά δίκην καί τίσιν
ἀλλήλοίς τῆς ἀδικίας κατά τήν
τοῦ χρόνου τάξιν.
[«Και η μήτρα, από την οποία γεννήθηκαν τα πράγματα, είναι η ίδια με αυτή στην
οποία αποσυντίθενται όπως είναι αναγκαίο να γίνει· γιατί αυτά τιμωρούν το ένα το
άλλο (διδόναι δίκην καί τίσιν)
για την αδικία που διαπράττουν σύμφωνα με την τάξη του χρόνου»].
Είναι προφανές ότι η οικουμενική και αναγκαία συνάφεια που συνέχει τα πράγματα
στον κοσμικό κύκλο συλλαμβάνεται στο σημείο αυτό με ηθικούς και νομικούς όρους
της ενοχής και της τιμωρίας παρά με εκείνους της αιτιακής εξήγησης.
Στους αμέσως μεταγενέστερους φιλοσόφους συναντούμε την ευρέως διαδεδομένη
αντίληψη ότι τα πράγματα και οι κοσμικές διαδικασίες εξαρτώνται από τη «δύναμη»
μιας γενεσιουργού αρχής. Έτσι, κατά τον Παρμενίδη (DK28B12)
αυτή είναι «η θεά (δαίμων) που κυβερνά και εξουσιάζει (άρχει) τα πάντα». Την
περίοδο αυτή και ιδιαίτερα στον Εμπεδοκλή και στον Αναξαγόρα εμφανίζονται αρχές
που αρκετά αργότερα θα ερμηνεύονταν ως πρόδρομοι μιας (αποτελεσματικής)
αιτιότητας: στην πρώτη περίπτωση η
Φιλότης και το
Νεῖκος, στη
δεύτερη ο Νοῦς.
Αυτές οι αρχές επενεργούν σε άλλες γενεσιουργούς αρχές βιολογικού τύπου, όπως
είναι για παράδειγμα τα ριζώματα του Εμπεδοκλή και τα σπέρματα του Αναξαγόρα.
Στο κείμενο του Εμπεδοκλή (βλ., για παράδειγμα,
DK31Β26),
η Φιλότης και το Νεῖκος φαίνεται ότι μάλλον
συνιστούν κατά κάποιον τρόπο ανθρωπομορφικές μεταφορές της ένωσης και του
χωρισμού των στοιχείων του κοσμικού κύκλου και όχι ότι τα ίδια αποχωρίζονται από
τα στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση, η ενέργειά τους δηλώνεται με την πολιτική γλώσσα
της εξουσίας (DK31B 17.28):
«και άρχουν διαδοχικά σαν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου» (μτφρ Δ.Κ.) [ἐν
δέ μέρει κρατέονσι περιπλομένοιο χρόνοιο], Σε αντίθεση με τον
Εμπεδοκλή, ο Αναξαγόρας συλλαμβάνει τη δική του αρχή, τον
Νοῦν, χωριστά από
τα πράγματα στα οποία η αρχή αυτή επενεργεί. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που ο
Πλάτωνας στο αρκετά γνωστό χωρίο από τον Φαίδωνα (97b κ. εξ.) αναφέρει τον Αναξαγόρα ως εισηγητή της ιδέας του τελικού αιτίου. Ο
τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο ο Αναξαγόρας περιγράφει τον αποχωρισμό του Νοῦ και
την επενέργειά του στον κόσμο αντανακλά για μια ακόμη φορά τη γλώσσα της
πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας: «ο Νους είναι αυτοκυβέρνητος [αὐτοκρατές],
ασκεί τη δύναμή του [κρατεῖν,
ισχύει]. Ο Νους έχει τη δύναμη [ἀρχήν]
να θέτει σε κίνηση την περιστροφή του κόσμου» (DK59B12).
Χάρη σε αυτή του τη δύναμη, ο Νους όλα τα διευθέτησε [πάντα
διεκόσμησε]. Αυτή η σύλληψη μιας ρυθμιστικής δράσης ενδέχεται να
επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο ο Πλάτωνας στον Τίμαιο αντιλαμβάνεται τη δράση
του Δημιουργού στον κοσμικό χωροχρόνο. Γίνεται σαφές ότι η εμβρυακή αυτή μορφή
σκέψης που διέπεται από την αρχή της αιτιότητας επενδύεται ακόμα σε αποκλειστικά
μεταφορική γλώσσα που προέρχεται από τη σφαίρα της πολιτικής. Η ανάγκη να
εξηγηθούν οι απαρχές της κοσμικής τάξης δεν συνεπάγεται θεωρητικό στοχασμό πάνω
στην έννοια της αιτίας, αλλά μάλλον η ίδια η έννοια αναγκάζεται να εκφρασθεί με
όρους οι οποίοι περιγράφουν είτε την εξουσία που οι θεοί ασκούν στον κόσμο είτε
αυτή που οι άνθρωποι ασκούν στην κοινωνία, πράγμα που γίνεται φανερό από τη
γλώσσα του Αναξίμανδρου η οποία παραμένει νομικά και ηθικά χρωματισμένη.
Για να προσπελάσουμε το ερώτημα των απαρχών της αιτιοκρατικής σκέψης, δεν
μπορούμε παρά να υιοθετήσουμε ανεπιφύλακτα τα λόγια του Michael Frede:
«Όταν η χρήση του όρου «αίτιον» επεκτάθηκε τόσο ώστε ήταν δυνατόν να ρωτούμε για
οτιδήποτε «ποιο είναι το αίτιό του», η διεύρυνση αυτή της χρήσης του όρου
«αίτιον» πρέπει να συντελέστηκε στη βάση της υπόθεσης ότι για την εξήγηση
οποιουδήποτε πράγματος υπάρχει κάποιος παράγοντας ο οποίος αναφορικά με αυτό
διαδραματίζει έναν ρόλο ανάλογο με εκείνον που διαδραματίζει ένας άνθρωπος που
φέρει την ευθύνη για ό,τι έχει πάει στραβά· αυτό σημαίνει ότι η σημασιολογικά
διευρυμένη και γενικευμένη χρήση του όρου «αίτιον» γίνεται κατανοητή μόνο στη
βάση της υπόθεσης ότι αναφορικά με κάθε πράγμα υπάρχει κάτι το οποίο είναι
υπεύθυνο για αυτό, όταν κάνουμε τη μια ή την άλλη ενέργεια».
Ο στόχος μου στο παρόν κεφάλαιο είναι, αναθεωρώντας τις πλατιά αποδεκτές απόψεις
που αναφέρθηκαν στην αρχή, να εξακριβώσω πότε και με ποιον τρόπο συντελέστηκαν η
σημασιολογική διεύρυνση, η εννοιολογική διαμόρφωση και η γενίκευση της
αιτιοκρατικής σκέψης. Με άλλα λόγια, πότε πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από την
προσωπική γλώσσα της ενοχής, καθώς και της ηθικής, πολιτικής και νομικής
ευθύνης στην αφηρημένη και «ουδέτερη» αιτιακή γλώσσα (αυτό δεν συνεπάγεται
απαραίτητα, καθώς θα δούμε, την αντικατάσταση του ουδέτερου ουσιαστικού το
αίτιον με τους τύπους αιτία και αίτιος). Θα παρακολουθήσουμε μια μακρά και
σύνθετη διαδικασία η οποία χρονικά καλύπτει το σύνολο της σκέψης του 5ου
αιώνα και άφησε έντονα τα ίχνη της στην πιο εξελιγμένη θεωρητική σκέψη του
Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Οι Φιλόσοφοι
Το εκπληκτικό συμπέρασμα που προκύπτει από τη διερεύνηση της αιτιότητας στο
λεξιλόγιο των πρώιμων φιλοσόφων είναι ουσιαστικά η παντελής απουσία οποιουδήποτε
στοχασμού πάνω στο πρόβλημα της αιτιακής εξήγησης. Και είναι, βέβαια, εκπληκτικό
επειδή οι σχετικές μαρτυρίες περιέχουν άφθονες αναφορές στη γλώσσα που αφορά την
αιτία. Από τη σκοπιά, ωστόσο, που υιοθετούμε στο παρόν κεφάλαιο, κρίνουμε ότι οι
σχετικές μαρτυρίες δεν έχουν καμία απολύτως αξία, επειδή βασίζονται εξ ολοκλήρου
στην αριστοτελική ερμηνεία, όπως αυτή αποτυπώνεται στο Ιο βιβλίο των Μετά τα
Φυσικά και στο 2ο βιβλίο των Φυσικών. Εκεί ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζει τους
στοχαστές αυτούς ως προδρόμους του στη διερεύνηση της αιτιότητας, την οποία
ωστόσο δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν εξίσου επιτυχημένα όπως ο ίδιος. Όταν,
αντίθετα, εμείς εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας μόνο στα αποσπάσματα που έως έναν
βαθμό απηχούν την πρωτότυπη γλώσσα των Προσωκρατικών, τότε απουσιάζει, στην
ουσία, η κατάλληλη ορολογία για την περιγραφή της αρχής της αιτιότητας. Αυτό που
διαπιστώνουμε είναι μια ορολογία που ανταποκρίνεται πλήρως στις παραδοσιακές
συνυποδηλώσεις της ηθικής και του δικαίου.
Ο όρος αιτία απαντά άπαξ στον Δημόκριτο (DK68B83)
με τη σημασία του «λόγου» (της λογικής εξήγησης) ή του «κινήτρου». Όσον αφορά
τον όρο πρόφασις σημαίνει «δικαιολογία» ή «πρόσχημα» (DK68B119).
Πρόκειται για σημασία απολύτως αναμενόμενη για τους εκπροσώπους της
ιστοριογραφίας και της ιατρικής.
Στον Γοργία ο όρος αιτία, ο οποίος απαντά στο Ελένης Έγκώμιον και στην Υπέρ
Παλαμήδους 3Απολογία (DK82B11,1
la), διατηρεί, όπως είναι φυσικό, τη σημασία της
«ενοχής» και της «ευθύνης», που είναι παγιωμένη στη γλώσσα της ηθικής και των
δικαστηρίων. Ο Αντιφώντας στις Τετραλογίες τον χρησιμοποιεί τον όρο με τη
σημασία που του αποδίδει ο Γοργίας. Τα ρητορικά αυτά γυμνάσματα προορίζονταν για
την προετοιμασία των επιχειρημάτων που θα προβάλλονταν στα δικαστήρια και
συνέβαλαν σε μια στενή συνάφεια της νομικής ευθύνης με την ενοχή ή με τη
θρησκευτική μόλυνση (μίασμα).
Στη δεύτερη Τετραλογία το υπό συζήτηση θέμα είναι το κατά πόσο ευθύνεται ένας
νέος, ο οποίος κατά τη διάρκεια της προπόνησής του στον ακοντισμό σκότωσε τυχαία
με το ακόντιό του έναν από τους συναθλητές του που από απροσεξία μπήκε στον χώρο
άθλησης. Αυτός ο τύπος προβλήματος θυμίζει μια ανεκδοτολογική διήγηση που
παραδίδει ο Πλούταρχος και έχει ως πρωταγωνιστές τον Πρωταγόρα και τον Περικλή (DK80A10).
Οι δύο άνδρες αφιέρωσαν μια ολόκληρη μέρα συζητώντας ποιοι ήταν υπεύθυνοι
(αίτιοί) για τον ακούσιο θανάσιμο τραυματισμό ενός προσώπου που ονομαζόταν
Επίτιμος, και σε συνθήκες ανάλογες με εκείνες που πραγματεύεται ο Αντιφώντας.
Είναι προφανές ότι επρόκειτο για αντιπροσωπευτικό παράδειγμα μιας ερώτησης
νομικής ευθύνης: ποιος ή τι ευθυνόταν, το ακόντιο, ο ακοντιστής ή οι υπεύθυνοι
του χώρου άθλησης;
Στις περιπτώσεις αυτές δεν ασχολούμαστε με «θεωρητικές υποθέσεις πάνω στην αιτία
και το αποτέλεσμα», όπως έχει επισημάνει ο Adkins αναφορικά με τον Γοργία, όταν αντιμετωπίζουμε το θέμα ως ένα από τα κυρίαρχα για
τους σύγχρονους του Γοργία σοφιστές.
Οι μαρτυρίες παραπέμπουν, μάλλον, σε μια συζήτηση ερωτημάτων σχετικών με την
ευθύνη και την ενοχή σε ένα ηθικό αλλά και θρησκευτικό πλαίσιο αναφοράς [μια από
τις κορυφαίες στιγμές της συζήτησης αυτής εντοπίζεται στην τραγωδία
Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ
του Σοφοκλή, όπου ο ομώνυμος ήρωας διακηρύσσει ότι ο ίδιος ηθικά και νομικά
είναι αθώος (καθαρός) για τον λόγο ότι τα εγκλήματά του υπήρξαν ακούσια (στίχοι
546-48· βλ. ακόμα 266-72)], ενώ στο νομικό πλαίσιο αναφέρονται στον Γοργία, στον
Αντιφώντα και στη σχετική με τον Πρωταγόρα διήγηση.
Το ίδιο θέμα, καθώς θα δούμε στην επόμενη ενότητα, κατέχει κεντρική θέση στις
ιδέες των ιστορικογράφων για την πολιτική δράση.
Συνεπώς, φαίνεται βέβαιο ότι γενικότερα οι πρώιμοι φιλόσοφοι, τόσο ( κοσμολόγοι
όσο και οι σοφιστές, δεν επέδειξαν κανένα ενδιαφέρον για τη θεωρητική προσέγγιση
της γλώσσας και της έννοιας της αιτιότητας. Για να ανακαλύψουμε τα πρώτα ίχνη
της έννοιας αυτής πρέπει να επεκτείνουμε τη διερεύνησή μας στους χώρους της
ιστοριογραφίας και ειδικότερα της ιατρικής.
Οι ιστοριογράφοι
Στο προοίμιο της ιστορίας του Ηροδότου γίνεται λόγος για την αιτίαν που
πολέμησαν μεταξύ τους Έλληνες και βάρβαροι. Εδώ ο ιστορικός εξετάζει τους λόγους
ή τα κίνητρα του πολέμου αλλά η εξέτασή τους συνίσταται σε μια αλληλοεπίρριψη
ενοχής μεταξύ των δύο πλευρών, σε μια ανταλλαγή κατηγοριών ω προς την ευθύνη για
τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν και για τις πράξει αντεκδίκησης. Στα μάτια των
Ελλήνων οι Φοίνικες είναι αίτιοι, ένοχοι για τ αδικήματα που έγιναν σε βάρος
τους. Οι Έλληνες, όμως, με τη σειρά τους είναι ένοχοι για την αδικίαν που
διαπράχθηκε σε βάρος των βαρβάρων και στο τέλος κρίνονται μεγάλως αίτιοι (1.4.1)
για την εκστρατεία που πραγματοποίησα κατά της Τροίας. Σε όλη την έκταση του
ηροδότειου έργου τυπική σημασία το όρου αιτία παραμένει η εξής: «χρέωση
εγκλήματος που διαπράχθηκε» και, επίσης, «ενοχή» που συνιστά κίνητρο για την
επιβολή τιμωρίας (πβ. 1.137.1).
Αυτή η χρήση του όρου αιτία (και κατ’ επέκταση του συναφούς όρου αίτιοc
συνιστά μια σαφή προέκταση της νομικής γλώσσας στο πεδίο της πολιτική
αντιπαράθεσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. 4.167.3) η κατηγορία είναι μόνο
μια «πρόφαση» (πρόσχημα) που υιοθετείται για να δικαιολογήσει μια πράξη βίας. Η
σύνδεση του όρου αυτού με τον όρο αιτία προκαλεί ενδιαφέρον επειδή σε ένα χωρίο
(4.133.1) συμπαρατίθενται οι όροι πρόσχημα και πρόφασις, κα η πρόφασις έχει στον
Ηρόδοτο τις τυπικές σημασίες του «προσχήματος» ή τη «δικαιολογίας» (πβ.
4.145.1). Αν, τώρα, ο όρος αιτία επικαλύπτεται εν μέρει από τον όρο πρόφασις,
είναι βέβαιο ότι αυτό δεν συνιστά στροφή προς την κατεύθυνση της αιτιακής
γλώσσας αλλά μάλλον ένδειξη ότι έχουμε να κάνουμε με μια αλληλοεπίρριψη
κατηγοριών, ευθυνών, δικαιολογιών και προσχημάτων που τυπικά ανήκουν στη γλώσσα
της νομικής και πολιτικής αντιπαράθεσης. Η πρόφασις μπορεί να προσλάβει και μια
πρόσθετη σημασία, συμβατή αλλά ελαφρώς διαφορετική από αυτήν του προσχήματος·
πρόκειται για την έννοια της «τυχαίας περίστασης», με την οποία εννοούμε ότι
συμβαίνει κάτι προκαθορισμένο. Ο Ηρόδοτος (4.79.1) ξεκινά τη διήγηση για την
πτώση του Σκύθη βασιλιά Σκύλη ως εξής: «Και καθώς μ’ όλ’ αυτά δεν μπορούσε παρά
να’ χει κακό τέλος, η συμφορά του ήρθε από μια τέτοια αφορμή» (μτφρ Ηλ.
Σπυρόπουλου, Ηροδότου Ιστορίας Αθήνα 1992) [ἐπείτε
δέ ἔδεέ οἱ κακῶς γενέσθαι, ἐγένετο ἀπό προφάσιος τοιῆσδε]. Με τον
όρο, επομένως, πρόφασις δηλοονεται, επίσης, η πρόδηλη και ορατή όψη ενός άδηλου
πεπρωμένου.
Έως εδώ, όπως έγινε φανερό, η γλώσσα του Ηροδότου υπακούει σε σημασιολογικές
χρήσεις που παραδοσιακά ανήκουν στον χώρο του δικαίου, της ηθικής, της πολιτικής
και της θρησκείας. Μπορούμε, ωστόσο, να εντοπίσουμε αμυδρά σημάδια μιας
σημασιολογικής μετατόπισης προς την κατεύθυνση της εμβρυακής μετακίνησης από το
σημασιολογικό πεδίο της ευθύνης σε εκείνο της αιτιότητας. Ο Ηρόδοτος, ενώ συζητά
τα αίτια της υπερχείλισης του Νείλου, αναφέρει την άποψη ότι για το φαινόμενο
ευθύνονται τα μελτέμια [ἐτησίαι
αἴτιοι], για να την ανασκευάσει αμέσως επικαλούμενος το γεγονός
ότι η υπερχείλιση συμβαίνει ακόμα και όταν δεν φυσούν αυτοί οι άνεμοι
(2.20.2-3). Μπορεί, βέβαια, το χωρίο να αναγνωσθεί ως αθώωση των ανέμων από την
κατηγορία, αλλά υπαινίσσεται και μια ουσιαστική αξίωση για αιτιοκρατική σκέψη:
να εξετασθεί η αιτία σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα που συνεπάγεται. Στο ίδιο
χωρίο (2.25.5-26. 1), ο Ηρόδοτος δηλώνει ότι, κατά τη γνώμη του, ο ήλιος
ευθύνεται [αίτιος] εξίσου και για την υπερχείλιση του ποταμού και για την
ξηρότητα του αέρα στην Αίγυπτο: «Με αυτόν τον τρόπο νομίζω εγώ ότι τα προκαλεί
όλα αυτά ο ήλιος. Κατά τη γνώμη μου μάλιστα ο ίδιος είναι και ο αίτιος που ο
αέρας είναι ξηρός σε αυτά τα μέρη, γιατί τον κατακαίει στο πέρασμά του» (μτφρ
Λεων. Ζενάκος, Ηροδότου Ιστορίαι, Αθήνα 1992) [οὕτω
τόν ἥλιον νενομικά τούτων αἴτιον εἶναι. Αἴτιος δε ὁ αὐτός κατά γνώμην τήν ἐμήν
καί τόν ἠέρα ξηρόν τόν ταύτῃ εἶναι, διακαίων τήν διέξοδον αὐτῷ].
Στο εν λόγω χωρίο διακρίνουμε έναν αόριστο υπαινιγμό στη μετακίνηση από τη
γλώσσα του καταλογισμού ευθυνών στη σύλληψη της αιτιότητας.
Και άλλα χωρία, που εκφράζουν κάποιον δισταγμό ή άρνηση, εμπεριέχουν το
οριστικοποιημένο επίθετο το αίτιον και επιδέχονται την ίδια ερμηνεία. Έτσι, στο
χωρίο 7.125 διαβάζουμε: «Και απορώ ποιο ήταν το κίνητρο, τι ήταν άραγε αυτό που
ανάγκαζε τα λιοντάρια να μένουν μακριά από τα άλλα ζώα και να επιτίθενται στις
καμήλες-ζώο που προηγουμένως ούτε το είχαν δει ούτε είχαν έρθει σε επαφή μαζί
του» [θωμάζω δέ τό αἴτιον,
ὅ,τι κοτέ ἤν τό ἀνα γκάζον ἀπεχομένονς τούς λέοντας τή σί καμήλοισι ἐπιτίθεσθαι,
το μήτε πρότερον ἀπώπεσαν θηρίον μήτ’ ἐπεπειρέατο αὐτοῦ]. Ο
διατακτικός τόνος του χωρίου υποβάλλει την αίσθηση του ιστορικού: «δεν ξέρω πώς
να βρω μια εξήγηση για αυτό».Είναι φανερό ότι, όπως ακριβώς και στη συζήτηση για
την υπερχείλιση του Νείλου, παρακολουθούμε τη μετάβαση, όσο αόριστη και
αδιευκρίνιστη και αν είναι αυτή, προς μια μορφή αιτιοκρατικής σκέψης.
Το προοίμιο της ιστορίας του Θουκυδίδη απηχεί απαράλλαχτα αυτό της ηροδότειας
ιστορίης ο ιστοριογράφος περιγράφει τις κατηγορίες και τις διενέξεις (1.23.5:
αἰτίαι /
διαφοραί), αυτό
σημαίνει: τα κίνητρα (αιτίας) που κατά την κοινή ομολογία του κόσμου προκάλεσαν
το ξέσπασμα του πολέμου ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες (πβ. 1.146).
Η τυπική έννοια την οποία ο Θουκυδίδης προσδίδει στον όρο αιτία αναφορικά με τις
πολιτικές αντιπαλότητες οφείλεται σε διεύρυνση της σημασιολογικής της χρήσης για
να δηλώσει την ευθύνη ή την ενοχή στο πλαίσιο του δικαίου ή της ηθικής.
Συνδέεται, επομένως συχνά με τους όρους
ἁμάρτημα
(πλάνη/σφάλμα) και ἀδικεῖν
(διάπραξη αδικήματος) [π.χ. 2.60.4-7, 1.39.3, 4.114.5], Στη λεκτική αντιπαράθεση
μεταξύ Κορινθίων και Σπαρτιατών (1.69.6) η αιτία, ως παράπονο που διατυπώνεται
προς φίλους που πλανώνται-πρόκειται, συνεπώς, για όρο που δεν εκφράζει
εχθρότητα-αντιπαρατίθεται στην κατηγορία, τη μομφή δηλαδή που επιρρίπτει κανείς
σε εχθρούς οι οποίοι αδίκησαν. Ωστόσο, την ψυχολογική αυτή απόχρωση του όρου,
ακόμα και αν προέρχεται από τη γλώσσα του δικαίου, δεν την υιοθετεί με συνέπεια
ο Θουκυδίδης, ο οποίος συχνά χρησιμοποιεί τον όρο αιτία όταν αναφέρεται σε
αντιπάλους.
Ένα αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση της αιτιοκρατικής σκέψης εντοπίζεται
συχνά στο περίφημο χωρίο 1. 23. 6, όπου ο Θουκυδίδης έπειτα από την έκθεση των
παραπόνων και των κατηγοριών που αντήλλαξαν μεταξύ τους οι Αθηναίοι και οι
Σπαρτιάτες, προσθέτει ότι η «η πιο αληθινή αλλά και η λιγότερο ομολογούμενη
αιτία» [ἀληθεστάτη πρόφασις,
ἀφανεστάτη δέ λόγῳ] ήταν το γεγονός ότι τους Σπαρτιάτες τους
ανάγκασε να πολεμήσουν ο φόβος τους για την ολοένα αυξανόμενη δύναμη των
Αθηναίων [τούς Ἀθηναίους
ἡγοῦμαι μεγάλους γιγνομένους καί φόβον παρέχοντας τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀναγκάσαι
ἐς τό πόλεμεῖν]. Πρέπει να υπογραμμίσουμε εδώ ότι η πρόφασις δεν
σημαίνει την «έσχατη αιτία» σε διάκριση προς τα διατυπωμένα προσχήματα (αἰτίαι).
Η λέξη πρόφασις (προέρχεται, όπως έδειξε ο Irigoin,
όχι από το φημί αλλά από το φαίνω) σημαίνει «δείχνω, φέρνω) στο φως».
Ο Θουκυδίδης συγκρίνει αυτήν την πρόφασιν με τις δημηγορίες των αντιμαχομένων
που αποκρύπτουν τις πραγματικές αιτίες του πολέμου. Το νόημα όσων λέει είναι: «Η
πλέον αληθινή αιτία που είμαι σε θέση να εκθέσω, παρά το γεγονός ότι δεν
εκφράσθηκε δημόσια» ήταν στην πραγματικότητα η αναπόφευκτη κατάσταση, ψυχολογική
και πολιτική μαζί, στην οποία περιήλθαν οι Σπαρτιάτες.
Και πάλι βρισκόμαστε μπροστά σε μια γενική γειτνίαση όχι με την αιτιοκρατική
σκέψη αλλά με μια δικανική διαδικασία που αποσκοπεί στην ανακάλυψη ενός
κρυμμένου κινήτρου.
Σημαντικότερο αλλά και πιο δυσερμήνευτο είναι το σχετικό με τον λοιμό της Αθήνας
χωρίο 2.48.3, όπου η κρίσιμη λέξη δεν είναι η πρόφασις αλλά η αιτία. Ο
Θουκυδίδης γράφει: «Όσο για τον λοιμό, αφήνω στον καθένα, γιατρό ή ανίδεο, απ’
ό, τι ξέρει, να μιλήσει και για την πιθανή προέλευση της αρρώστιας και για τις
αιτίες που κατά τη γνώμη του προκάλεσαν τόση αναταραχή και είχαν τη δύναμη να
επιδρούν τόσο άσχημα στην υγεία» (μτφρ Α. Γεωργοπαπαδάκου, Θουκυδίδη Ιστορία,
Θεσ/νίκη 1985) [λεγέτω μέν
οὖν περί αὐτοῦ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει καί ἰατρός καί ἰδιώτης, ἀφ' ὅτού εἰκός ἦν
γενέσθαι αὐτό, καί τάς αἰτίας ἅστινας νομίζει τοσαύτης μεταβολῆς ἰκανάς εἶναι
δύναμιν ἐς τό μεταστῆσαι σχεῖν], Η εμφάνιση όρων, όπως τα
εἰκός και
νομίζει στο εν λόγω
χωρίο, ίσως σημαίνει ότι και πάλι έχουμε μπροστά μας το σημασιολογικό πλαίσιο
της επίρριψης ευθύνης και ψόγου, όπως συμβαίνει στο ηροδότειο χωρίο 2.25.5 που
μνημονεύσαμε παραπάνω. Η σύνδεση, ωστόσο, της αιτίας με τη δύναμιν, υπό την
έννοια της «ιδιότητας να επιφέρει αποτελέσματα», προσφέρει αναμφίβολα στο
κείμενο αυτό μια ευδιάκριτη αιτιακή σημασία και το στοιχίζει με συγκεκριμένα
ιατρικά κείμενα όπως είναι το Περί
ἀρχαίης ἰητρικῆς,
σύγγραμμα που σηματοδοτεί μια ακόμα μεγαλύτερη πρόοδο προς την κατεύθυνση αυτή.
Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι στο έργο αυτό, όπως και στο προ- αναφερθέν χωρίο
από τον Θουκυδίδη, η αιτιακή έκφραση είναι η
αἰτία και όχι η
πρόφασις ή το
ουδέτερο όνομα τό
αίτιον.
Με τον τελευταίο αυτόν όρο, τον οποίο ο Θουκυδίδης δεν χρησιμοποιεί και τόσο
συχνά, τυπικά δηλώνεται το «κίνητρο», αλλά στο πλαίσιο μιας αρκετά γενικής
σημασίας.
Ωστόσο, εντοπίζουμε μια ενδιαφέρουσα εμφάνιση του όρου σε ένα χωρίο παρόμοιο με
εκείνα που παραθέσαμε από τον Ηρόδοτο. Ο Θουκυδίδης κάνει λόγο για ένα
παλιρροιακό κύμα και καταθέτει την προσωπική του γνώμη για την αιτία (αίτιον
3.89.5) του φαινομένου: «ένας σεισμός, καθώς χωρίς αυτόν δεν νομίζω ότι μπορεί
να συμβεί ένα τέτοιο φαινόμενο». Εδώ παρατηρούμε όχι μόνο την από εννοιολογική
άποψη διεύρυνση της ευθύνης, που καλύπτει πλέον οποιοδήποτε φαινόμενο (κατά την
υπόδειξη του Frede αναφορικά με την προέλευση της
αιτιοκρατικής σκέψης), αλλά, όπως και στον Ηρόδοτο, και μια διατύπωση που
εκφράζει την αναγκαία σύνδεση της αιτίας με το αποτέλεσμα που αυτή προκαλεί.
Επιπλέον, μπορούμε στο σημείο αυτό να διακρίνουμε τις απαρχές της μετάβασης προς
μια μορφή αιτιοκρατικής σκέψης που, όμως, είναι ακόμα ασαφής και δεν υπόκειται
σε καμιά εννοιολογική γενίκευση. Ένα πιο αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση
αυτή θα εντοπίσουμε στα κείμενα των ιατρικών συγγραφέων.
Η Ιατρική
Το ιατρικό υλικό που θα μπορούσαμε για τους σκοπούς της έρευνάς μας να
συζητήσουμε στο παρόν κεφάλαιο, ακόμα και αν το περιορίσουμε στα κείμενα του
πέμπτου αιώνα, παραμένει ιδιαίτερα εκτεταμένο για να το διερευνήσουμε
εξονυχιστικά εδώ. Αντίθετα, θα περιοριστώ στην εξέταση ενός αριθμού κειμένων
αποφασιστικής σημασίας, τα οποία προσφέρουν τις συντεταγμένες για τη
χαρτογράφηση της συνδεόμενης με το θέμα μας ιατρικής σκέψης. Όσον αφορά τις
σχετικές χρονολογήσεις των κειμένων, οι γνώσεις μας είναι πολύ πενιχρές για να
προχωρήσουμε βασισμένοι σε χρονολογικά κριτήρια και, σε κάθε περίπτωση, μπορούμε
να ανιχνεύσουμε θέσεις που διίστανται μέσα στο corpus των ιπποκρατικών κειμένων τα οποία ενδέχεται και να ταυτίζονται χρονολογικά.
Είναι αδύνατο να μιλούμε για μονοσήμαντη πρόοδο της ιατρικής σκέψης κατά τον
πέμπτο αιώνα είτε πρόκειται για το θέμα που πραγματευόμαστε είτε για οποιοδήποτε
άλλο. Στο ένα άκρο συναντούμε κείμενα όπου η γλώσσα της αιτιακής εξήγησης ή
απουσιάζει παντελώς ή δεν είναι σχετική με το θέμα μας. Έτσι, οι όροι αιτία και
πρόφασις δεν απαντούν πουθενά στο σύγγραμμα Περί τόπων των
κατ' ἄνθρωπον, το
οποίο θεωρείται ως ένα από τα παλαιότερα του ιπποκρατικού corpus
(440-430;), και σύμφωνα με κάποιες απόψεις ως ένα από τα πλέον
αυθεντικά.
Οι όροι για τη δήλωση της αιτίας και της ευθύνης σχεδόν απουσιάζουν από ένα έργο
τόσο σημαντικό όπως το Προγνωστικόν και στο σημείο αυτό νιώθω την ανάγκη να διασκεδάσω
μια αμφισημία που επικρατεί ευρύτατα στην ερμηνευτική παράδοση του έργου.
Υποστηρίχθηκε για πολλά χρόνια η άποψη (στη βάση μιας ασυναίσθητης προκατάληψης
από την πλευρά των εκπροσώπων του θετικισμού) ότι οι προγνωστικές λειτουργίες
των ιπποκρατικών «σημείων» στηρίζονταν στον χαρακτηρισμό τους ως «αιτίων»: κατά
συνέπεια, ένα σημεῖον
γινόταν προεξαγγελτικό επειδή συνιστούσε την αιτία για τα αποτελέσματα που το
ακολουθούσαν στη διάρκεια μιας ασθένειας. Ο ισχυρισμός, όμως, είναι τελείως
ανεδαφικός.
Το ιπποκρατικό σημεῖον
(που διατηρεί κάποια ομοιότητα με τις προφητικές προεξαγγελίες στις οποίες
οφείλει την προέλευσή του και με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο) συνιστά πρόβλεψη
για τον λόγο ότι αντιπροσωπεύει την ορατή πλευρά μιας ομάδας φαινομένων με τα
οποία το συνδέει ένα πλαίσιο κανόνων που καθιερώθηκαν χάρη στη μνήμη των γιατρών
και στον καταγραφικό ρόλο των προγνωστικών εγχειριδίων. Αρκεί γι’ αυτό να
παραθέσουμε ένα χωρίο από το ιπποκρατικό Προγνωστικόν (ενότητα 4):
Περί δέ χειρῶν φορῆς τάδε
γιγνώσκω· ὁκόσοισιν ἐν πυρετοῖσιν ὀξέσιν, ἤ ἐν περιπλευμονίῃσιν, ἤ ἐν
φρενίτισιν, ἤ ἐν κεφαλαλγίῃσι, πρό τοῦ προσώπου φερομένας καί θηρενούσας διά
κενῆς, καί ἀποκαρφολογεούσας, καί κροκίδας ἀπό τῶν ἱματίων ἀποτιλλούσας, καί ἀπό
τοῦ τοίχου ἄχυρα ἀποσπώσας, πάσας εἶναι κακᾶς καί θανατώδεας.
[«Όσον αφορά την κίνηση των χεριών, γνωρίζω ότι ισχύουν τα εξής: σε υψηλούς
πυρετούς, πνευμονία, φρενίτιδα και κεφαλαλγία, αν τα χέρια κινούνται μπροστά από
το πρόσωπο, ψάχνουν στο κενό, μαδούν το ύφασμα των κλινοσκεπασμάτων, αποσπούν το
χνούδι των μάλλινων ρούχων, και αρπάζουν άχυρα από τους τοίχους· όλα αυτά είναι
σημάδια κακά και θανάσιμα»].
Οι κινήσεις των χεριών, όταν οι αισθήσεις δεν λειτουργούν, μάλλον ισοδυναμούν με
«αιτίες» θανάτου και, καθώς συνδέονται κατά κανόνα με το μοιραίο τέλος της
ασθένειας, αντιπροσωπεύουν το ορατό επίπεδο της ούτως ή άλλως αθέατης προόδου
της. Συνιστούν έναν δίαυλο μέσω του οποίου το
ἀφανές καθίσταται
φανερόν και,
συνεπώς, προβλέψιμο. Ούτε το σύγγραμμα Περί τόπων των
κατ’ ἄνθρωπον ούτε
το Προγνωστικόν προδίδουν οποιαδήποτε σχέση με τη διαμόρφωση της αιτιοκρατικής
σκέψης.
Τρεις πραγματείες κατέχουν ενδιάμεση θέση στο τοπίο της ιατρικής σκέψης της
περιόδου: δύο από αυτές, η Περί ἱερῆς νόσου καί ἡ Περί ἀέρων, ὑδάτων, τόπων είναι μάλλον
παρόμοιες και σχετικά παλαιές, ενώ το σύγγραμμα
Περί φύσιος ἀνθρώπου,
που πιθανώς ανήκει στις αρχές του 4ου αιώνα και συμβάλλει σημαντικά
στην παγίωση της ιπποκρατικής σκέψης, ήταν γνωστό τόσο στον Αριστοτέλη όσο και
στον Γαληνό. Ας ξεκινήσουμε με την πραγματεία
Περί ἱερῆς νούσου.
Στο προοίμιό της (κατά την έκδοση του Littre) πολλοί
μελετητές, αρχής γενομένης με τον Jaeger, διέκριναν
την καταστατική διακήρυξη μιας ολοκληρωμένης θεωρίας για τη φυσική αιτιότητα. Το
κείμενο, σύμφωνα με την πρόσφατη έκδοση του Grensemann,
έχει ως εξής:
Περί μέν τῆς ἱερῆς νούσου
καλεσμένης ὧδ’ ἔχει· οὐδέν
τί μοί δοκέει τῶν ἄλλων θειοτέρη εἶναι νούσων οὐδέ ἱερωτέρη, ἀλλά φύσιν μέν ἔχει
καί αὔτη καί πρόφασιν ἥν καί τά λοιπά νουσήματα, ὅθεν γίνεται,
[«Με την αρρώστια που τη λένε ιερή (την επιληψία) ιδού πως έχει το πράγμα: Δεν
πιστεύω καθόλου πως η αρρώστια αυτή είναι πιο θεϊκή από τις άλλες αρρώστιες ή
πιο ιερή. Όπως όλες οι αρρώστιες έχουν τη φύση τους, αυτό που κάνει ώστε να
γεννηθεί η καθεμιά, έχει και αυτή τη φύση της και την αιτία της»
(μτφρ. Δ. Λυπουρλή, Ιπποκράτης, Ιατρική θεωρία
και πράξη, τόμ. 1, Θεσ/νίκη 2000)].
Η ιερή νόσος έχει φυσική και όχι θεϊκή προέλευση και, κατά συνέπεια, πρόφασιν·
μια εξήγηση, μια επακριβώς προσδιορίσιμη αιτία, όπως και ο πόλεμος στο προοίμιο
της ιστορίας του Θουκυδίδη. Ο ρόλος της ιπποκρατικής πραγματείας συνίσταται στο
να εξειδικεύσει «δημόσια» αυτήν ακριβώς την εξήγηση της επιληψίας. Αντίθετα, οι
αντίπαλοι του συγγραφέα, μάγοι και εξαγνιστές, αποδίδουν την ασθένεια στον θεϊκό
παράγοντα ώστε, αν οι ασθενείς πεθάνουν: «να μπορούν εκ του ασφαλούς να
υπερασπισθούν τον εαυτό τους- να μπορούν, δηλαόή, να βγουν να πουν ότι υπεύθυνοι
δεν είναι οι ίδιοι αλλά οι θεοί» (μτφρ Δ. Λυπουρλή) [ἐν
ἀσφαλεῖ καθισταῖντο αὐτῶν αἱ ἀπολογίαι καί ἔχοιεν πρόφασιν ὡς οὐκ αἴτιοί εἰσιν
αὐτοί, ἀλλ' οἱ θεοί (1.20)].
Εδώ, όπως εξάλλου και στον Θουκυδίδη, οι όροι πρόφασις /αίτιος διολισθαίνουν σε
μια προφανή σημασιολογική κατεύθυνση νομικού τύπου, που αφορά την κατηγορία και
την αθώωση, και προδίδουν μια έκτυπη εννοιολογική αοριστία. Αυτό μας επαναφέρει,
μάλιστα, στη δήλωση με την οποία αρχίζει το «θετικό» μέρος του κειμένου (ενότητα
6): «Η πραγματική λοιπόν αιτία για την αρρώστια αυτή - όπως και για όλες τις
σοβαρές αρρώστιες - είναι ο εγκέφαλος. Με ποιον ακριβώς τρόπο γεννιέται η
αρρώστια και με ποια αφορμή, θα προσπαθήσω τώρα να το εξηγήσω καθαρά» (μτφρ Δ.
Λυπουρλή) [Ἀλλά γάρ αἴτιος ὁ
ἐγκέφαλος τούτου τοῦ πάθεος, ὥσπερ καί τῶν ἄλλων νουσημάτων τῶν μεγίστων·
ὁτεῳ δέ τρόπῳ καί ἐξ οἵης προφάσιος γίνεται, ἐγώ φράσω σαφέως].
Η ορολογία αυτή, από τη μια πλευρά, ανακαλεί τη μορφή ενός δικανικού λόγου: ο
ένοχος ξεσκεπάστηκε και οι μέθοδοι και τα κίνητρα του εγκλήματος αποκαλύφθηκαν.
Από την άλλη, όμως, ο όρος πρόφασις (όπως τον χρησιμοποιεί ο συγγραφέας
αναφέρεται στην επίδραση που ασκούν οι θερμοί άνεμοι στον εγκέφαλο, ο οποίος
προκαλεί την αρρώστια) υπερβαίνει αυτό το σημασιολογικό πεδίο για να δηλώσει την
αιτιακή εξήγηση.
Το ίδιο κρίσιμο ζήτημα ανακύπτει ακόμα πιο αισθητά στο σύγγραμμα
Περί ἀέρων, ὑδάτων, τόπων.
Στο έργο αυτό, που ήταν γνωστό στον Πλάτωνα, παρατηρούμε συχνά παραδείγματα
επιρρηματικής χρήσης του όρου ανάγκη προκειμένου να καθορισθεί η αναγκαία
συνθήκη εξάρτησης των ψυχοσωματικών χαρακτηριστικών των ανθρώπων από τη
γεωγραφική θέση και τις κλιματολογικές συνθήκες.
Η αιτιοκρατική αυτή θεώρηση επηρεάζει, επίσης, την έννοια που αποδίδεται στους
όρους αιτία /αίτιος και πρόφασις.
Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν απέχουμε από την ηροδότεια σημασιολογική χρήση των
όρων. Ιδού, για παράδειγμα, πώς προκύπτει στην 4η ενότητα η διάκριση ανάμεσα
στους όρους πρόφασις και αίτιον. «Πολλοί παρουσιάζουν, επίσης, εμπυήματα, με την
παροδικότερη μάλιστα αφορμή. Αιτία αυτού του φαινομένου είναι η ένταση του
σώματός τους και το σφιχτό πεπτικό τους σύστημα» (μτφρ Δ. Λυπουρλή) [ἔμπυοί
τε πολλοί γίγνονται ἀπό πάσης προφάσιος·
τουτέου δέ αἴτιόν έστι τοῦ σώματος
ἡ ἔντασις, καί ἡ σκληρότης τῆς κοιλίης].
Το κείμενο της 16ης ενότητας είναι ακόμη πιο σύνθετο: για τις διαφορές στην
ιδιοσυγκρασία μεταξύ Ασιατών και Ευρωπαίων ευθύνονται οι εποχές [αἴτιοι],
που δεν παρουσιάζουν στην Ασία έντονες θερμοκρασιακές διακυμάνσεις. Για τους
λόγους αυτούς [διά ταύτας τάς
προφάσεις], προσθέτει ο συγγραφέας, και προσέτι διά τούς νόμους,
που τους καθιστούν υποτελείς απέναντι στους μονάρχες, οι Ασιάτες είναι άνανδροι
[ἄνανδρες εἶναι τό γένος τό
Ἀσιηνόν], Είναι ιδιαίτερα δύσκολο στο σημείο αυτό να
επιχειρήσουμε διάκριση μεταξύ της ευθύνης και της αιτίας από τη μια, και από την
άλλη μεταξύ της εξήγησης και της αιτίας υπό την αυστηρή έννοια του όρου. Η
δυσκολία αυτή οφείλεται σε πολλούς παράγοντες: είναι η αμφιταλάντευση στη χρήση
των όρων και η υιοθέτηση από τον συγγραφέα μια διττής αιτιοκρατικής οπτικής
(περιβαλλοντικής και πολιτικής). Οι παράγοντες αυτοί δηλώνονται σε φράσεις όπως
καί προσέτι
(«και για τον πρόσθετο λόγο», «μια δεύτερη όμως αιτία»), οι οποίες εξασθενίζουν
την αιτιακή ακολουθία.
Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εννοιολογική δόμηση της 22ης ενότητας
της ίδιας πραγματείας, όπου το συζητούμενο θέμα είναι οι αιτίες του εξαπλωμένου
φαινομένου της ανικανότητας στους άνδρες της Σκυθίας. Αυτοί αποδίδουν την αιτία
στους θεούς [οἱ μέν ἐπιχώριοι
τήν αἰτίην προστιθέασι θεῷ]. Κατά τον συγγραφέα το κακό οφείλεται
στη συνήθεια των ανδρών της Σκυθίας να ιππεύουν, στα οιδήματα που η ιππασία
προκαλεί στις σωματικές τους αρθρώσεις, και στη θεραπεία που οι ίδιοι εφαρμόζουν
στους εαυτούς τους με το να κόβουν τις φλέβες πίσω από τα αυτιά τους [Καί
τοῦτο τό πάθος, ὡς μοι δοκέει γίγνεσθαι, φράσω·
ὑπό τῆς ἱππασίης αὐτούς κέδματα λαμβάνει, ἅτε αἰεί κρεμαμένων ἀπό τῶν ἵππων
τοῖσι ποσίν ἔπειτα ἀποχωλοῦται καί ἕλκονται τά ἰσχία οἵ ἄν σφόδρα νοσήσωσιν.
Ἱῶνται δέ σφᾶς αὐτέους τρόπῳ τοιῷδε· ὁκόταν ἄρχηται ἡ νοῦσος, ὄπισθεν τοῦ ὠτός
ἑκατέρην φλέβα τάμνουσι].
Σε αυτό το σύνολο αιτιωδών παραγόντων (προφάσεις) οφείλεται η ανικανότητα τους,
και προσέτι στη συνήθειά τους να φορούν περισκελίδες όταν ιππεύουν, συνήθεια που
τους εμποδίζει να αυνανίζονται, ώστε να ξεχνούν τις ερωτικές τους επιθυμίες:
καί ἡ τοιαύτη νόσος ἀπό τοιαύτης
προφάσιος τοῖσι Σκύθῃσι γίγνεται οἵην εἴρηκα…και λαγνεύειν κάκιστοι εἴσιν. Ταϋτα
δέ τοῖσι Σκύθῃσι πρόσεστι, καί εὐνουχοειδέστατοι εἰσιν ἀνθρώπων διά τάς
προειρημένας προφάσιας, καί ὅτι ἀναξυρίδας ἔχουσιν αἰεί, καί εἰσίν ἐπί τῶν ἵππων
τό πλεῖστον τοῦ χρόνου, ὥστε μήτε χειρί ἄπτεσθαι τοῦ αἰδοίου, ὑπό τέ τοῦ ψύχεος
καί τοῦ κόπου ἐπιλαθέσθαι τοῦ ἱμέρου και τῆς μίξιος και μηδέν παρακινέειν
πρότερον ἤ ἀνανδρωθῆναι. Γίνεται φανερό ότι η πληθώρα των
αιτιωδών παραγόντων που επικαλείται ο συγγραφέας δεν ισοδυναμούν με μια
αυθεντική αιτιώδη συνάφεια αλλά με ένα σύστημα εξηγητικών διατυπώσεων, οι οποίες
δηλώνονται με τις προθέσεις διά/από και υπηρετούν τον εξής στόχο: να
αποδεσμεύσουν την ασθένεια από την απόδοσή της στον θεϊκό παράγοντα και να την
αποκαταστήσουν στο φυσικό πεδίο των αποδείξιμων στοιχείων. Ο ίδιος στόχος
υπηρετείται από το επιχείρημα του συγγραφέα ότι η ανικανότητα χαρακτηρίζει μόνο
τους εύπορους Σκύθες: αυτοί είναι που μπορούν να διαθέσουν χρήματα για να
ιππεύουν, πράγμα που δεν θα συνέβαινε αν η ασθένεια ήταν θεόπεμπτη, καθώς αυτοί
θα μπορούσαν να αποκτήσουν την εύνοια πον θεών με την προσφορά πλήθους θυσιών.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να μιλούμε όχι τόσο για αιτία (όπως συμβαίνει σε σχέση
με τη διττή αιτιοκρατία, την περιβαλλοντική και την πολιτική) όσο για μια
σύγκλιση πολλαπλών περιστάσεων ή λόγων (reasons) που
υπηρετούν τις ανάγκες της ορθολογιστικής εξήγησης. Η εννοιολογική ασάφεια που
περιβάλλει την αιτιότητα μπορεί, επίσης, σε κείμενα σαν τα παραπάνω να εκληφθεί
ως πλούτος μορφών εξηγητικής διατύπωσης, πλούτος που θα συνεχίσει να απηχείται
στην αριστοτελική σκέψη.
Το λεξιλόγιο που συναντούμε στο σύγγραμμα
Περί Φύσιος ἀνθρώπου,
αν και λιγότερο περίπλοκο, είναι εντούτοις παρόμοιο. Στην 9η ενότητα
του έργου διαβάζουμε πως, όταν αντιμετωπίζουμε επιδημικές ασθένειες, επιβάλλεται
να αποδίδουμε την αἰτίην
στον παράγοντα που είναι κοινός για τον καθένα μας· αυτό σημαίνει, στον αέρα που
εισπνέουμε. Στις περιπτώσεις, όμως, που τα νοσήματα είναι διαφορετικά και
συμβαίνουν στον ίδιο χρόνο, γίνεται φανερό ότι ευθύνονται οι διατροφικές
συνήθειες [διαιτήματα αἴτια]
και, συνεπώς, η θεραπεία πρέπει να καταπολεμήσει τον λόγο (πρόφασις) της
ασθένειας. Στη 13η ενότητα είναι ενδιαφέρον το πώς συνδέονται η
πιθανότητα να εξακριβωθούν οι λόγοι της μεταδοτικής ασθένειας με τη δυνατότητα
να δοθεί δημόσια μια έκθεση για την εξέλιξή της. Εδώ, η σημασία του όρου
πρόφασις δεν απέχει από αυτήν που υιοθετεί ο Θουκυδίδης στη δήλωσή του για τους
λόγους που οδήγησαν στον Πελοποννησιακό πόλεμο, αλλά την ίδια στιγμή, το κείμενο
προδίδει μια αποφασιστική μετάβαση προς την αιτιοκρατική αντίληψη. Η μετάβαση
αυτή παρουσιάζεται ακόμα πιο έκδηλη σε έναν αριθμό κειμένων που αντανακλούν την
επίδραση των σοφιστών σε ιατρικά συγγράμματα, όπως είναι το Περί φυσῶν
και το Περί τέχνης, τα οποία χρονολογούνται στα τέλη του 5ου
ή στις αρχές του 4°" αιώνα.
Το σύγγραμμα
Περί φυσῶν
αρχίζει με το ύφος μιας δικαστικής έρευνας (ενότητα 2): «Όλες οι ασθένειες έχουν
μία και την ίδια μορφή και αιτία (ιδέην/αἰτίην).
Στην πραγματεία που ακολουθεί θα προσπαθήσω να δείξω τι είδους είναι η αιτία
αυτή» [“Ἔστι δέ μία ἁπασέων
νούσων καί ἰδέη καί αἰτίη ἡ αὐτή·
ταύτην δέ, ἥ τις ἐστί, διά τοῦ μέλλοντος λόγου φράσαι πειρήσομαι].
Στο εν λόγω χωρίο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο αιτία ως πλήρες ισοδύναμο
της ουδέτερης μορφής τό αίτιον. Σαν να ολοκληρώνει την προσφώνηση του προς το
δικαστήριο γράφει (ενότητα 15):
Φαίνονται οὗν αἵ φῦσαι διά
πάντων τῶν νοσημάτων μάλιστα πολυπραγμονοῦσα· τά δ ’ ἄλλα πάντα συναίτια καί
μεταίτια, τό δέ αἴτιον τῶν νούσων ἐόν τοῦτο ἐπιδέδεικται μοι. Ὑπεσχόμην δέ τό
αἴτιον τῶν νονσημάτων φράσαι, ἐπέδειξα δέ τό πνεῦμα καί ἐν τοῖσιν ἄλλοισι
πρήγμασι δυναστεϋον καί ἐν τοῖσι σώμασι τῶν ζώων·
ἤγαγον δέ τόν λόγον ἐπί τά γνώριμα τῶν ἀρρωστημάτων, ἐν οἷσιν ἀληθής ἡ ὑπόθεσις
ἐφάνη.
[«Είναι φανερό ότι οι αναπνοές συνιστούν τον πιο δραστικό παράγοντα σε όλες τις
αρρώστιες- όλα τα άλλα αποτελούν συνοδές και δευτερεύουσες αιτίες (συναίτια
/μεταίτια), αλλά έχω αποδείξει ότι αυτό είναι το αίτιον των
ασθενειών. Υποσχέθηκα ότι θα δηλώσω το αίτιον των ασθενειών και έδειξα ότι ο
εισπνεόμενος αέρας (το πνεῦμα)
ασκεί τη μεγαλύτερη επίδραση τόσο στα άλλα πράγματα όσο και στο σώμα των έμβιων
όντων. Στο έργο μου ασχολήθηκα κυρίως με οικείες αρρώστιες στις οποίες η υπόθεση
των ερευνών μου υπήρξε αυταπόδεικτη»].
Το χωρίο προσφέρει ένα εξαιρετικό παράδειγμα της εξέλιξης μιας έννοιας στη
διατύπωση της οποίας συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η παραδοσιακή γλώσσα. Το ύφος
είναι, πράγματι, εκείνο που ένας σύγχρονος του συγγραφέα θα παραλλήλιζε με τον
λόγον ενός σοφιστή ή νομικού. Εισάγεται το ζητούμενο της δικαστικής έρευνας και
διατυπώνεται ένα κατηγορητήριο· στο τέλος, αποδεικνύεται στο ακροατήριο και
στους δικαστές ότι η υπόθεση αληθεύει, ότι ο ύποπτος είναι πράγματι ένοχος και
όλοι οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι στο μεγαλύτερο μέρος τους συνένοχοι (οι όροι
σνναίτιον και
μεταίτιον
απαντούν συχνά με τη σημασία αυτή στην τραγωδία).
Από την άλλη πλευρά συναντούμε εδώ τα γνωρίσματα της διερεύνησης μιας αιτιότητας
αυστηρά προσδιορισμένης και εμφατικά διατυπωμένης, ικανής να εξειδικεύσει τον
πρωταρχικό αιτιώδη παράγοντα (τό αίτιον) και να τον διακρίνει από αιτίες με
συνοδό και δευτερεύοντα χαρακτήρα. Το παραπάνω χωρίο από το σύγγραμμα
Περί φυσῶν, υπό το
πρίσμα μιας θεώρησης αυτού του τύπου και από την άποψη ότι συνιστά προσφυγή σε
μια υπόθεση που επιζητεί επαλήθευση, προοιωνίζεται το περίφημο χωρίο του
πλατωνικού Φαίδωνα (99a κ. εξ.), το οποίο δικαίως
θεωρείται ως η πιο πρώιμη έκφραση φιλοσοφικού στοχασμού πάνω στην αιτιότητα. Στο
ίδιο χωρίο συναντούμε τη διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό αίτιον και στις συνοδές
συνθήκες (99b 2-4) και την προσφυγή σε μια υπόθεση
(100a 3-4).
Είναι αρκετά πιθανό, αλλά και αβέβαιο λόγω της ανεξακρίβωτης χρονολόγησης, ότι η
ακραία απλουστευτική αντίληψη της αιτιότητας που παρατηρούμε στο σύγγραμμα Περί
φυσῶν αποτελούσε έναν από τους στόχους της επίθεσης που εξαπέλυσε εναντίον του το έργο
Περί ἀρχαίης ἰητρικῆς
(1.1), όπου κατακρίνονται εκείνοι που «εισάγουν μία ή δύο υποθέσεις» [ὑπόθεσιν
αὐτοί αὐτοῖς ὑποθέμενοι] και «έχουν περιορισμένη αντίληψη της
αρχής της αιτιότητας» [ἐς
βραχύ ἄγοντες τήν ἀρχήν τῆς
αἰτίης τοῖσι ἀνθρώποισι νούσων τε καί θανάτου, καί πᾶσι τήν αὐτήν, ἐν ἤ δύο
ὑποθέμενοί].
Στη συνέχεια θα πούμε περισσότερα για το θέμα αυτό. Στο σύγγραμμα Περί τέχνης η
χρήση των όρων αιτία /αίτιος διατηρεί ακόμη μια αυστηρά νομική ή σοφιστική
σημασία. Ο συγγραφέας, ως ο ιδανικός συνήγορος υπεράσπισης, επικρίνοντας
εκείνους που άδικα καταλογίζουν στους γιατρούς την ευθύνη για τον θάνατο των
ασθενών τους, αναφωνεί (ενότητα 7): ... «οι άνθρωποι που δεν είναι σε θέση να
σκάφτονται σωστά τις αιτίες των πραγμάτων επιρρίπτουν την κατηγορία (αἰτία)
σε αυτόν που σε καμιά περίπτωση δεν είναι ένοχος (αἴτιος),
ενώ απαλλάσσουν από αυτήν τον ένοχο»...[οἱ
μή ὀρθῶς λογιζόμενοι τάς αἰτίας τοῖς οὐδέν αἰτίοις ἀνατιθέασι, τούς αἰτίους
ἐλευθεροῦντες]. Στη σφαίρα, ωστόσο, της επιστημολογίας, η
πραγματεία αυτή συμβάλλει, είναι αλήθεια, σε μια σημαντική εννοιολογική εξέλιξη.
Ο συγγραφέας αναφέρει (ενότητα 6) ότι δεν υπάρχουν καθόλου αυθόρμητες
«θεραπείες», καθώς στο πλαίσιο αυτού που είναι αιτιοκρατικά εξηγήσιμο (διά τι),
ο αυθορμητισμός (αυτόματον) εκλείπει· το πλαίσιο αναφοράς της ιατρικής είναι
ακριβώς αυτό στο οποίο η αιτιότητα (διά τι) διέπει τα φαινόμενα και, κατά
συνέπεια, τα καθιστά προβλέψιμα: «Πραγματικά, με μια αυστηρά λογική ανάλυση
γίνεται φανερό ότι τύχη δεν υπάρχει· μια τέτοια ανάλυση θα έδειχνε ότι καθετί
που συμβαίνει, συμβαίνει εξαιτίας κάποιου πράγματος: με αυτό ακριβώς το
«εξαιτίας κάποιου πράγματος» γίνεται φανερό ότι η τύχη δεν είναι κάτι που
υπάρχει, αλλά μια λέξη μόνο και τίποτε άλλο. Η ιατρική όμως τέχνη με τα
«εξαιτίας κάποιου πράγματος» και με τις βασισμένες στη λογική προβλέψεις της
δείχνει, και θα το δείχνει πάντοτε, πως είναι κάτι το υπαρκτό» (μτφρ Δ.
Λυπουρλή) [τό μέν γάρ
αὐτόματον οὐδέν φαίνεται, ἐόν ἐλεγχόμενον πᾶν γάρ τό γινόμενον διά τι εὑρίσκοιτ’
ἄν γινόμενον, καί ἐν τῷ διά τι τό αὐτόματον ού φαίνεται ούσίην ἔχον ούδεμίην,
ἀλλ' ἤ οὔνομα μοῦνον· ἡ δε
ἰητρική καί ἐν τοῖσι διά τι καί ἐν τοῖσι προνοουμένοισι φαίνεται τε καί
φανεῖται αἰεί οὐσίην ἔχουσα].
Είναι σαφής η διαπίστωση ότι στην ιατρική σκέψη, που χρωματίζεται από τη
σοφιστική κίνηση κατά τα τέλη του 5ου αιώνα, η αιτιοκρατική δόμηση
των εξηγητικών διατυπώσεων στον χώρο της ιατρικής έφτασε για πρώτη φορά στο
επίπεδο μιας μετρήσιμης εννοιολογικής γενίκευσης. Η διαδικασία αυτή θα βρει την
οριστική της εκλέπτυνση στο πλαίσιο της ιατρικής.
Το σύγγραμμα «Περί ἀρχαίης
ἰητρικῆς»
Το σύγγραμμα Περί
ἀρχαίης
ἰητρικῆς ξεκινά με μια πολεμική εναντίον εκείνων οι οποίοι, «στη
βάση μιας ή δύο υποθέσεων» [ἕν
ἤ δύο ὑποθέμενοι], απλοποιούν την
ἀρχήν
τῆς αἰτίης με τρόπο
που να την καθιστούν υπερβολικά απλοϊκή. Η έκφραση αυτή θα μπορούσε, βέβαια, να
ερμηνευθεί κατά τον παραδοσιακό τρόπο ως η «υπόλογη αφετηρία» για τις ασθένειες
που ενσκήπτουν [πβ., για παράδειγμα, την
παλαιάν αιτίαν που ο
Οιδίποδας μνημονεύει αναφορικά με τον φόνο του βασιλιά Λαΐου, (Σοφοκλή, Οίδίπους
Τύραννος 109)]. Τα συμφραζόμενα, ωστόσο, υποδεικνύουν μια διαφορετική ερμηνεία,
σύμφωνα με την οποία αρχή τῆς
αἰτίης σημαίνει «σημείο εκκίνησης της αιτιοκρατικής διαδικασίας»:
στις ἐν λόγῳ)
υποθέσεις, φυσικά στοιχεία ή ιδιότητες σαν το θερμό και το ψυχρό θεωρούνται ως η
αφετηριακή αιτία για όλες τις αρρώστιες. Τέτοια στοιχεία είναι οι αναπνοές [πνεύματα
/φῦσαι] στο ανάλογου περιεχομένου σύγγραμμα
Περί φυσῶν.
Η εννοιολογική διάκριση μεταξύ ενοχής/ευθύνης και αιτιότητας φαίνεται ότι
επιτυγχάνεται οριστικά (με την έννοια που κατέδειξε ο Frede
στο παράθεμά μας της σ. 394) σε ένα άλλο κρίσιμο χωρίο της εν λόγω
πραγματείας (Περί ἀρχαίης
ἰητρικῆς 19.3): «Πρέπει αυτά να θεωρηθούν αίτια της κάθε
αρρώστιας· η παρουσία τους προκαλεί αναγκαστικά μια συγκεκριμένη αρρώστια, όταν
όμως αλλάζουν σύνθεση, όλα διορθώνονται» (μτφρ. Δ. Τσεκουράκης, Ιπποκράτης,
Περί ἀρχαίης ἰητρικῆς,
Αθήνα 20012) [δεῖ
δέ δήπου ταῦτα αἴτια ἑκάστου ἡγεῖσθαι εἶναι, ὧν παρεόντων μέν τοιουτοτρόπων
γίνεσθαι ἀνάγκη, μεταβαλλόντων δέ ἐς ἄλλην κρῆσιν παύεσθαι],
το χωρίο αυτό έχει προκαλέσει αρκετή συζήτηση, αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία
ότι συναντούμε σε αυτό την πιο σαφή, την πιο γενική και εννοιολογικά την
επακριβώς προσδιορισμένη ιδέα της αιτιότητας που μπορεί να ανιχνευθεί στη σκέψη
του 5ου αιώνα (αν υποθέσουμε, βέβαια, ότι στον αιώνα αυτόν
χρονολογείται το σύγγραμμα Περί ἀρχαίης ἰητρικής).
Ως αιτία μπορεί να θεωρηθεί ένας παράγοντας όταν: 1) η παρουσία του προ- καλεί
ένα ορισμένο αποτέλεσμα 2) το αποτέλεσμά του είναι αιτιοκρατικά καθορισμένο και
αδιαμφισβήτητο και 3) η απουσία του ή η μεταβολή του προδικάζει την ακύρωση του
αποτελέσματος. Στο σύνολό της η θεώρηση αυτή προεξαγγέλλει όχι μόνο τη συζήτηση
που ήδη αναφέραμε του πλατωνικού Φαίδωνα, αλλά και τους ορισμούς της αιτίας που
διατύπωσε με μεγαλύτερη αυστηρότητα ο Αριστοτέλης (Μετά
τά Φυσικά 4. 2 1013a31-32) - μια αιτία
(αίτιον) είναι «γενικά αυτό που δημιουργεί ό, τι δημιουργήθηκε και αυτό που
αλλάζει ό, τι άλλαξε» [ὅλως
τό ποιοῦν τοῦ ποιουμένου καί τό μεταβλητικόν τοῦ μεταβάλλοντος],
και ακόμα και ο Σέξτος ο Εμπειρικός (Πυρρώνειοι Υποτυπώσεις 3.14): «Αιτία είναι
αυτό που χάρη στη δράση του προκαλείται ένα αποτέλεσμα» [τό
αἴτιον τοῦτο δι' ὅ ἐνεργοῦν γίνεται τό ἀποτέλεσμα].
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι το σύγγραμμα
Περί ἀρχαίης ἰητρικῆς
ανοίγει μια νέα σελίδα στην ιστορία της αιτιοκρατικής σκέψης ενσωματώνοντας και
ολοκληρώνοντας την αργή και αβέβαιη πορεία που παρατηρείται καθ’ όλον τον 5ο
αιώνα στη φιλοσοφία, στην ιστοριογραφία και στην ίδια την ιατρική. Υπάρχει ένα
στοιχείο συνέχειας, αλλά αυτά που πιο χαρακτηριστικά ξεχωρίζουν είναι η
καινοτομία και η ρήξη στο επίπεδο της αυστηρής εξέτασης και της ικανότητας για
εννοιολογική γενίκευση. Η ριζοσπαστική καινοτομία της πραγματείας αυτής δεν έχει
εκτιμηθεί όσο θα έπρεπε μέχρι σήμερα, επειδή, όπως προ- ανέφερα, έχουμε
συνηθίσει να αποδίδουμε μια εξαιρετικά αισιόδοξη ερμηνεία της αιτιότητας σε
ποικίλες όψεις του πολιτισμού του 5ου αιώνα παραβλέποντας αντιλήψεις
που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με το ηθικό και νομικό πεδίο ορισμού της
ενοχής, της ευθύνης και του καταλογισμού.
Μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί, όσον αφορά τις δραστικές καινοτομίες της
πραγματείας Περί ἀρχαίης
ἰητρικῆς, ορισμένοι ερευνητές έτειναν να τοποθετήσουν το έργο με
απόλυτη βεβαιότητα στη νεοπλατωνική περίοδο χρονολογώντας το στον ύστερο 4°
αιώνα.
Η θεωρία αυτή στηρίζεται σε μια εσφαλμένη και άμεσα ανασκευάσιμη ιστορική
υπόθεση, καθώς και σε ορισμένους ευλογοφανείς αλλά διόλου δεσμευτικούς λόγους. Η
υπόθεση είναι ότι δεν θα μπορούσε ένας γιατρός να είναι η ηγετική φυσιογνωμία σε
μια εννοιολογική εξέλιξη αυτού του τύπου και, κατά συνέπεια, πρέπει αυτή να
συνδεθεί με έναν φιλόσοφο στοχαστή. Αντίθετα, έχουμε κάθε δικαίωμα να υποθέσουμε
ότι πολλά φιλοσοφικά κείμενα εμπνεύστηκαν από θεωρίες που προέκυψαν στον χώρο
της ιατρικής, όπως ο ίδιος ο Πλάτωνας δηλώνει ρητά στον Φαίδρο.
Επομένως, νομιμοποιούμαστε να σκεφτούμε ότι το ίδιο ισχύει στη σχέση μεταξύ του
Φαίδωνα x αι του συγγράμματος
Περί ἀρχαίης ἰητρικῆς
αναφορικά με τον στοχασμό πάνω στην αιτιότητα. Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι η
παραδοσιακή χρονολόγηση της πραγματείας (όχι αργότερα από το τέλος του 5ου
αιώνα) μας υποχρεώνει να της αποδώσουμε απόλυτη πρωτοτυπία, γεγονός που την
καθιστά μοναδική για την εποχή της. Η πρωτοτυπία αυτή, ωστόσο, δεν αφορά μόνο τη
θεωρία που πρεσβεύει το έργο για την αιτιότητα και την επικριτική του διάθεση
απέναντι στην ιατρική χρήση των «υποθέσεων»· περιέχει, ακόμη (20.1), το πιο
πρώιμο φανέρωμα, όσο γνωρίζουμε, της λέξης φιλοσοφία.
Τα συμφραζόμενα του έργου είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα του, μια άσκηση
κριτικής στον Εμπεδοκλή, τον οποίο θεωρεί τυπικό εκπρόσωπο της διερεύνησης της
φύσης με τη θεωρία του για την προέλευση του κόσμου, θεωρία που διατυπώνεται με
όρους των στοιχείων της ύλης. Πρόκειται για έναν πολύ πρώιμο δοξογραφικό
υπαινιγμό που προμηνύει τις επικριτικές θέσεις τόσο του Πλάτωνα όσο και του
Αριστοτέλη. Επιπλέον (αν και δεν είναι δυνατόν να το συζητήσουμε εδώ), το
σύγγραμμα Περί ἀρχαίης
ἰητρικῆς προσφέρει μια πλήρη εικόνα της ιστορικής εξέλιξης της
ιατρικής γνώσης, η οποία επιτεύχθηκε με την πάροδο του χρόνου εκκινώντας από τις
δικές της αρχές και ακολουθώντας μια ιδιαίτερη μέθοδο.
Μια αντίληψη σαν και αυτή προβάλλει ιδιαίτερα εξαιρετική στο πλαίσιο της σκέψης
του 5ου αιώνα και όχι μόνο σε αυτό.
Με τις παραπάνω παρατηρήσεις μου δεν είχα την πρόθεση να πυροδοτήσω εκ νέου την
αντιπαράθεση πάνω στις προτάσεις του Diller για τη
χρονολόγηση της πραγματείας Περί ἀρχαίης ἰητρικῆς, προτάσεις που και ο ίδιος έχει σήμερα εν
μέρει ανακαλέσει. Σκοπός μου ήταν απλώς να επισημάνω ότι το σύγγραμμα αυτό
συνιστά ένα ορόσημο ανάμεσα στη σκέψη του 5ου αιώνα και στον
συστηματικό φιλοσοφικό στοχασμό του 4ου, όσον αφορά την αιτιότητα και
διάφορα άλλα επιστημολογικά θέματα.
Από τη μελέτη μου εξάγεται το συμπέρασμα ότι δεν ισχύει η ερμηνεία που έχει
προταθεί, ότι δηλαδή η μετάβαση από τους όρους αιτία /αίτιος στο
ουσιαστικοποιημένο επίθετο τό
αἴτιον σηματοδοτεί και μια εξέλιξη στην εννοιολογική γενίκευση
της αιτιότητας. Ίσως η ιδέα υποβλήθηκε από την επίδραση της στωικής ορολογίας,
αλλά στην πραγματικότητα ο Θουκυδίδης, το σύγγραμμα
Περί
ἀρχαίης ἰητρίκῆς και
ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούν το ουσιαστικό και το επίθετο χωρίς καμία διαφορά στη
σημασία τους.
Υφίσταται και ένα πιο σημαντικό φιλοσοφικό ζήτημα. Ο Αριστοτέλης δεν προέβη στην
απόλυτη υιοθέτηση των αυστηρών ορισμών της αιτιότητας που περιέχονται στο
σύγγραμμα Περί ἀρχαίης
ἰητρικῆς,
Ο δικός του ορισμός για τις «μορφές της αιτιότητας» στο 2ο βιβλίο των Φυσικών,
στο 5ο των Μετά τά Φυσικά
και σε άλλα κείμενά του παραπέμπει στις άκρως συστηματικές πραγματεύσεις του 5ου
αιώνα και από τις αβέβαιες πλευρές τους διαμορφώνει ένα στοιχείο πλούσιο και
εννοιολογικά σύνθετο. Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί» δεν θα έπρεπε, κατά την
αντίληψή του, να περιορισθεί στην περιγραφή του ποιητικού αιτίου σύμφωνα με όσα
πρέσβευε η θεωρία του συγγράμματος
Περί ἀρχαίης ἰητρικῆς
και η ύστερη στωική σκέψη.
Η χρήση από τον Αριστοτέλη της ιδέας του «τέλους» ή του «σκοπού» στην
αιτιοκρατική εξήγηση (όπως συμβαίνει και στον πλατωνικό Φαίδωνα) αποκαθιστά στο
πολιτικό και ηθικό τους πλαίσιο τα «κίνητρα» και τους «λόγους», έννοιες που
αποτελούσαν κατακτήσεις της σκέψης του 5ου αιώνα και τις οποίες
φαίνεται ότι η πραγματεία Περί ἀρχαίης ἰητρικῆς με αυστηρό και δραστικό τρόπο απέρριψε ως
ανόητες.
Lloyd
[110] 49. Ο ίδιος, ωστόσο, δηλώνει
κατηγορηματικά (σσ. 53-55) ότι η ανάπτυξη μιας «ιδέας της αιτιότητας»
καθαυτήν πρέπει να αναζητηθεί στους ιστοριογράφους και στους ιατρούς,
και υπογραμμίζει με την ίδια έμφαση την πρωταρχική ηθική σημασία
(συνδεδεμένη με αυτήν της ενοχής) που έχουν όροι όπως αιτία /αίτιος. Βλ.
ακόμα Lloyd
[ 1081 230 κ. εξ., και σχετικά με τις
νομικές καταβολές των συζητήσεων για την ευθύνη
G.
Ε. R.
Lloyd,
Adversaries and
Authorities:
Investigations into Ancient
Greek and Chinese Science,
Cambridge/
Νέα Υόρκη 1996. σσ. 100 κ. εξ.
Frede
[504] 132. Το άρθρο του αφορά κατά κύριο
λόγο τη στωική αντίληψη περί αιτιότητας.
Πβ. DK68B222.
Το απόσπασμα DK68B118
(μια ύστερη μαρτυρία του επισκόπου Αλεξάνδρειας Διονυσίου την οποία
παραδίδει ο Ευσέβιος) περιέχει τον όρο αιτιολογία, αλλά από τα
συμφραζόμενα αποσαφηνίζεται ότι το απόσπασμα δεν αποτελεί κατά λέξη
παράθεση του κειμένου του Δημόκριτου: «Ο ίδιος ο Δημόκριτος, λέει ο
κόσμος, συνήθιζε να ισχυρίζεται ότι θα προτιμούσε να ανακαλύψει έστω
και μία αιτιακή εξήγηση (αιτιολογία) παρά να γίνει βασιλιάς των Περσών»
[...ἔλεγε
βούλεσθαι μᾶλλον μίαν εὑρεῖν αἰτιολογίαν ἤ την Περσῶν οἱ βασιλείαν
γενέσθαι], Για μια πιο
αισιόδοξη εκδοχή του ενδιαφέροντος του Δημόκριτου για την αιτιότητα, βλ.
στον παρόντα τόμο Taylor
σ. 279.
Το αθηναϊκό δίκαιο, από την εποχή
του Δράκοντα και έπειτα, είχε εισαγάγει μια ριζο σπαστική διάκριση
ανάμεσα στην εκούσια και ακούσια ανθρωποκτονία, διάκριση στην οποίο
όμως, συνέχιζε να αντιστέκεται μια ηθική αντίληψη θεμελιωμένη στη
θρησκευτική εκδοχή τη ενοχής και του μιάσματος. Η οριστική απάντηση στο
ερώτημα ίσως δόθηκε με την πραγμά τευση της έννοιας της ευθύνης που
επιχειρεί ο Αριστοτέλης στα ’Ηθικά Νικομάχεια 3. 1 -Ί Για τις νομικές
όψεις του ζητήματος στον 5° αιώνα, πβ.
Jones
[103]
και Ε.
Cantarella, Stuc
sull’ omicidio in diritto greco e romano,
Μιλάνο
1976.
Ακολουθώ την ερμηνεία του Κ.
Weidauer,
Thucydides und die
Hippokratischen Schriften:
der Eintiuss der Medizin
auf Zielsetzung und Darstellungsweise des Geschichtwerks,
Χαϊδελβέρ- Υη 1954, σσ. 8-20. Βλ. επίσης
Deichgraeber
[500] 209-24, και
Rawlings
[5181.
Για άλλες χρήσεις του όρου πρόφασις με τη σημασία «στοιχειοθέτηση της
κατηγορίας», «προβαλλόμενοι λόγοι», «πρόσχημα» πβ. 3. 13, 6. 105. 2. Ότι
η λέξη δεν μπορεί να σημαίνει «αιτία» επιβεβαιώνεται από την ανάλυση που
επιχειρεί ο Θουκυδίδης στο 2. 49. 2 πάνω στο θέμα του λοιμού που
ενέσκηψε στην Αθήνα: «Αλλά αν κανένας έπασχε πρωτύτερα από καμιά
αρρώστια, όλες καταλήγανε στο κακό αυτό. Αλλοι πάλι προσβάλλονταν από
τον λοιμό άπ’ ούδεμιάς προφάσεως», αυτό σημαίνει: χωρίς να έχει
προϋπάρξει καμιά αιτιώδης συνθήκη ή φανερή αιτία που να εξηγεί το
φαινόμενο. Για ένα ενδιαφέρον παράλληλο πβ. Έπιδημίαι 3.3, όπου ο
συγγραφέας, όπιος ακριβώς ο Θουκυδίδης, αναφέρει ότι ορισμένοι
προσβλήθηκαν από τη μεταδοτική ασθένεια «για λόγους ευεξήγητους (μετά
προφάσιος), ενώ άλλοι όχι». Αναφορικά με την αιτιότητα στο σύγγραμμα
Έπιδημίαι, πβ. Diller
[5021 και
di Benedetto
[499], ιδιαίτερα σ. 317.
Είναι, ίσως. το πλησιέστερο στην ομάδα των κειμένων του Αναξαγόρα- βλ.
Vegetti
[522].
Πβ.
Φαῖδρος 270c:
«Σκέψου, λοιπόν, τι λένε για τη
φύση ο Ιπποκράτης και οι εκπρόσωποι της πραγματικής γνώσης» [
Τό
τοίνυν περί φύσεως σκόπει τί ποτε λέγει Ἱπποκράτης τε καί ὁ ἀληθής λόγος],
Για τη σχετική με το χωρίο συζήτηση, βλ.
Vegetti
[522] 97 κ. εξ., και
Mansfeld
[513].