Ένα μελέτημα παντοτινό;
(αντίστοιχο
κεφάλαιο στο έργο του
Victor Davis Hanson
«ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ»)
Δεν ξέρουμε αν ο Θουκυδίδης είχε
ήδη μια προσχηματισμένη άποψη για τη φύση του πολέμου και
επεδίωξε να χρησιμοποιήσει τα γεγονότα του Πελοποννησιακού
Πολέμου για να επιβεβαιώσει τις απαισιόδοξες αντιλήψεις του, αν
η φιλοσοφία του απορρέει άμεσα από το μακελειό που επί τρεις
δεκαετίες παρακολούθησε ως αυτόπτης μάρτυρας, ή αν ισχύουν και
τα δυο. Όμως, η
Ιστορία
του δεν είναι μόνο μια αφήγηση για μάχες και σφαγές, που σήμερα
μας φαίνονται ακατανόητες. Αντίθετα, όπως είχε προβλέψει,
αποτελεί ένα διαχρονικό έργο για την τραγική φύση του πολέμου
αυτού καθεαυτού, καθώς τα ανθρώπινα γνωρίσματα παραμένουν
αναλλοίωτα και, άρα, η συμπεριφορά των ανθρώπων σε χαλεπούς
καιρούς είναι πάντα προβλέψιμη.
Αν ο Πελοποννησιακός Πόλεμος
εξακολουθεί να μας διδάσκει κάτι για την ανθρώπινη συμπεριφορά
στον πόλεμο, είναι το τραγικό μάθημα ότι οι εκεχειρίες μπορούν
να σταματήσουν προσωρινά μια σύρραξη, αλλά δεν μπορούν να δώσουν
ένα οριστικό τέλος σε μια διαμάχη, εκτός αν διευθετούν τα
ζητήματα για τα οποία τα δυο μέρη αποφάσισαν να εμπλακούν σε
μια πολεμική σύρραξη. Είναι τραγικό, αλλά τις περισσότερες φορές
μόνο η αποφασιστική δράση μπορεί να οδηγήσει σε μια διαρκή
ειρήνη, συνήθως όταν το ένα από τα δυο μέρη αποδέχεται την ήττα
του και αποσύρει τις αιτιάσεις του, αλλάζοντας τη στάση του ή
την κυβέρνησή του - και αυτό ισχύει τόσο για τα ελεύθερα όσο και
για τα τυραννικά καθεστώτα. Με αυτή την έννοια, ο Λύσανδρος
αντιλαμβανόταν το πώς μπορεί να δοθεί ένα οριστικό τέλος σε μια
σύρραξη πολύ καλύτερα από τον επιβλητικό Περικλή ή τον αφελή
Νικία.
Τόσο η Σπάρτη όσο και η Αθήνα
ενεπλάκησαν σε έναν πόλεμο χωρίς να γνωρίζουν πώς θα νικούσαν.
Και ύστερα από είκοσι χρόνια μάταιης αλληλοεξόντωσης η έκβαση
του πολέμου καθορίστηκε μέσα σε εφτά έτη, όταν η Σπάρτη
συνειδητοποίησε με ποιους τρόπους θα μπορούσε να νικήσει την
Αθήνα (υποχρεώνοντας τους κατοίκους να παραμένουν εντός των
τειχών, εμποδίζοντας την εισαγωγή τροφίμων και την εισροή των
φόρων υποτελείας και βυθίζοντας το στόλο της). Ο τρόπος με τον
οποίο τελείωσε ο πόλεμος εμπεριέχει το ανησυχητικό μήνυμα ότι
οι συζητήσεις έπονται της νίκης στα πεδία των μαχών και ότι οι
διπλωματικές λύσεις λειτουργούν καλύτερα όταν αντικατοπτρίζουν
επακριβώς τη στρατιωτική αδυναμία ή ισχύ.
Είναι συνηθισμένο να αποκαλείται
αυτή η υπερεκτίμησή της ισχύος και του ρόλου της στις κρατικές
υποθέσεις «ρεαλισμός» ή «νεορεαλισμός». Ο Θουκυδίδης όμως -και
για αυτό το λόγο είναι πράγματι ένας μεγάλος ιστορικός- είναι
πολύ οξυδερκής για να θεωρεί ότι μια διαμάχη μπορεί να αναλυθεί
μόνο υπό το πρίσμα της ισχύος και των εκδηλώσεών της. Ο πόλεμος
δεν είναι απλώς μια επιστήμη, αλλά ένα αντιφατικό φαινόμενο, που
εξαρτάται από την τύχη ή τις συγκυρίες, καθώς πρόκειται για ένα
αποκλειστικά ανθρώπινο εγχείρημα. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος,
λοιπόν, δεν είναι απλώς
ένα
αντικείμενο μελέτης της διεθνολογίας και ο Θουκυδίδης δεν
πιστεύει ότι «ο ισχυρός έχει δίκιο». Το μήνυμα που μας στέλνει
είναι ότι ο πόλεμος είναι μια τραγωδία, και όχι ένα μελόδραμα.
Ωστόσο, ο Θουκυδίδης παραδέχεται
ότι οι άνθρωποι υπόκεινται σε ανεξήγητα συναισθήματα που τους
οδηγούν σε πράξεις οι οποίες δεν είναι πάντα λογικές, όπως
ήταν, για παράδειγμα, ο «φόβος» των Σπαρτιατών για τις επιτυχίες
των Αθηναίων, η απόφαση των Πλαταιέων να αντισταθούν, ο πανικός
των υποτιθέμενα σκληροτράχηλων Σπαρτιατών όταν πληροφορήθηκαν
την ήττα στη Σφακτηρία -και, ως εκ τούτου, σταμάτησαν να
εισβάλλουν στην Αττική επειδή υπήρχε ο κίνδυνος να εκτελεστούν
120 Όμοιοι-, η μάταιη ελπίδα των Μηλίων ότι θα τους βοηθούσαν οι
Σπαρτιάτες ή η υπεροψία των Αθηναίων που εκστρατεύσανε στη
Σικελία και επέμειναν σε αυτή την παράλογη απόφασή τους επειδή
«ελπίζανε», παρόλο που πρόσφατα είχαν επικρίνει τους Μηλίους για
τον ίδιο ακριβώς λόγο. Αν σήμερα αναρωτιόμαστε για ποιο λόγο
ολόκληρες χώρες με εκατομμύρια κατοίκους βρίσκονται σε
κατάσταση ομηρίας επειδή κάποιοι μασκοφόροι τρομοκράτες απειλούν
να αποκεφαλίσουν κάποιον πολίτη τους, θα πρέπει ίσως να
διαβάσουμε στο έργο του Θουκυδίδη για ποιους λόγους οι
πανικοβλημένοι και συγκλονισμένοι Σπαρτιάτες σταμάτησαν να
εισβάλλουν στην Αττική.
Παρόλο που υποτίθεται ότι ο
Θουκυδίδης ενδιαφέρεται για τις σχέσεις ισχύος και όχι για τις
ανθρώπινες τραγωδίες, εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία για να
επισημάνει πόσο οδυνηρές ήταν οι απώλειες κάποιου από τους
στρατούς που πολέμησαν στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Αυτό στο
οποίο επικεντρώνει το ενδιαφέρον του ο μεγάλος αυτός ιστορικός
δεν είναι, όπως τόσο συχνά τον παρερμηνεύουν, μόνο ο ρόλος της
ισχύος στις διακρατικές σχέσεις, αλλά εξίσου συχνά και η
δυστυχία που προκαλεί ένας πόλεμος σε χιλιάδες ανθρώπους -κάτι
που αποτελεί το κεντρικό θέμα αυτού του βιβλίου-, οι οποίοι
πρέπει να πάρουν μέρος σε αυτόν.
Σε μερικές περιπτώσεις, ο
Θουκυδίδης αποφαίνεται ότι μια εκστρατεία ήταν αναγκαία ή
παράλογη, όμως σχεδόν πάντα παραθέτει αρκετές λεπτομέρειες και
σχόλια, για να μας πει ότι οι στρατιώτες που πίστευαν στο σκοπό
για τον οποίο πέθαναν αξίζουν ένα σεβασμό αντάξιο των θυσιών
τους. Διαβάζουμε, λοιπόν, ότι οι Θεσπιείς που σκοτώθηκαν στη
μάχη του Δηλίου δε βρίσκονταν το επόμενο έτος στην πόλη τους
για να την προστατεύσουν από τους μέχρι προ τίνος σύμμαχους
τους, τους Θηβαίους, οι οποίοι κατεδάφισαν τα τείχη της. Στη
Μυκαλησσό δε δολοφονήθηκαν μόνο οι μαθητές του σχολείου, αλλά
σκοτώθηκαν και τα ζώα - και εμείς, οι αναγνώστες, πρέπει να το
πληροφορηθούμε και να το αναλογιστούμε. Οι Αθηναίοι δε
σφαγιάστηκαν απλώς στον ποταμό Ασσίναρο, αλλά αρκετοί από αυτούς
αλληλοσκοτώθηκαν, προσπαθώντας να πιούν το αιματοβαμμένο και
λασπωμένο νερό του ποταμού. Ενώ οι ιστορικοί αναζητούν τα
«διδάγματα» που ο Θουκυδίδης έχει ενσωματώσει στο κείμενό του,
ο απλός αναγνώστης δε δυσκολεύεται να αντιληφθεί αμέσως ότι η
ουσία της
Ιστορίας
του βρίσκεται σε αυτά ακριβώς τα αλησμόνητα χωρία, στα οποία
μας υπενθυμίζει τα πάθη και το μένος που απελευθερώνονται, όταν
κατά τα άλλα φυσιολογικοί άνθρωποι παίρνουν μέρος σε έναν
πόλεμο.
Στις παραμονές της πρώτης
σπαρτιατικής εισβολής ή στη διάρκεια της δημόσιας συζήτησης για
τη Σικελική Εκστρατεία οι νεαροί Αθηναίοι τάχθηκαν ανεπιφύλακτα
υπέρ του πολέμου, καθώς δεν είχαν προσωπικά βιώματα. Αντίθετα,
οι ηλικιωμένοι άντρες της πόλης, που είχαν μεγαλύτερη πείρα και
γνώριζαν ότι ένας πόλεμος σήμαινε λοιμούς, δολοφονίες,
τρομοκρατία και βυθισμένες τριήρεις, ήταν πάντα πιο διατακτικοί,
πίστευαν ότι πρώτα έπρεπε να γίνουν σκληρές διαπραγματεύσεις με
τον εχθρό, και θεωρούσαν ότι ο πόλεμος ήταν η τελευταία
εναλλακτική λύση. Ο πόλεμος, σύμφωνα με την άποψη του
Θουκυδίδη, μπορεί να είναι εν μέρει επωφελής, να επιλύει
προβλήματα και, σε μερικές περιπτώσεις, να είναι μια αμείλικτη
εξέλιξη των διαμορφωμένων καταστάσεων. Όμως, ένας πόλεμος
μπορούσε να διαρκέσει είκοσι εφτά χρόνια και να επεκταθεί σε
όλη την Ελλάδα αντί να τελειώσει μέσα σε τριάντα ημέρες -όπως
προ- έβλεπαν οι Σπαρτιάτες πριν εισβάλουν στην Αττική-, με
συνέπεια, προτού τελειώσει, να πεθάνουν χιλιάδες άνθρωποι που
δεν είχαν καν γεννηθεί όταν ξεκίνησε.
Αυτή η
παραδοχή του Θουκυδίδη δεν είναι αναγκαία μια έκκληση υπέρ της
ειρήνης, αλλά μάλλον μια αποδοχή του γεγονότος ότι χιλιάδες
άνθρωποι θα πέθαιναν σε άγνωστα μέρη, όπως ο Ασσίναρος ποταμός
και η Αιτωλία, ως μια λογική συνέπεια των αποφάσεων που
λαμβάνονταν από την Απέλλα και την Εκκλησία του Δήμου. Θ
βλοσυρός Σθενελαΐδας ή ο λαοπλάνος Αλκιβιάδης μπορούσαν να
παρασύρουν, χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος, τις λαϊκές
συνελεύσεις της Σπάρτης ή της Αθήνας σε έναν πόλεμο, ενώ ο
Αρχίδαμος και ο Περικλής μπορεί να πίστευαν ότι η νηφαλιότητα
και η λογική τους θα απέτρεπε ή θα περιόριζε τους θανάτους.
Όμως, ανάμεσα στη συγκίνηση και στη λογική βρίσκεται η μοίρα
χιλιάδων ανθρώπων γτα τους οποίους δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα
-για τον Αστύμαχο και τον
Λάκωνα
που
εκτελέστηκαν στις
Πλαταιές
(427),
για τον Ταναγραίο
Σωγένη που
σκοτώθηκε στο
Δήλιο
(424),
για
τον Σκιρφώνδα
που
σφαγιάστηκε
στη Μυκαλησσό
(413)
ή
για τον Σπαρτιάτη
Ξενάρη που σκοτώθηκε
στην
Ηράκλεια
(419)-
και
από τους οποίους ζητήθηκε τότε -και θα τους ζητούσαν σήμερα- να
επιλύσουν διά της
βίας
τα
προβλήματα που
δεν
μπορούσαν
να λυθούν
με
τα λόγια
.
Ας τους
θυμόμαστε
,
γιατί
ο
Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν πρώτα
από όλα ο δικός
τους πόλεμος.
31.
Για παραδείγματα όπου ο φόβος και ο πανικός καθόριζαν
την πολιτική που υιοθετούσε μια πόλη-κράτος, βλ. 2.21
(για τις μάταιες ελπίδες των Αθηναίων ότι οι Σπαρτιάτες
δε θα λεηλατούσαν την Αττική όπως είχαν απειλήσει) και
4.40-2 (για την ανησυχία των Σπαρτιατών μήπως, ύστερα
από την ήττα τους στη Σφακτηρία, ο εχθρός διαισθανόταν
την αδυναμία τους). Πρβλ. 5.102-3 (για τη μάταιη ελπίδα
των Μηλιών ότι ο κίνδυνος μπορούσε να αποτραπεί). Για
παραδείγματα καιροσκοπισμού στη διάρκεια του πολέμου και
τους κινδύνους που εγκυμονούσε η αίσθηση της αδυναμίας,
βλ.
Powell, Athens and Sparta.
σ.
144-7.
32.
Για τη στάση των ηλικιωμένων και των νέων απέναντι στον
πόλεμο, βλ., για παράδειγμα, 1.72.1,2.8 και 6.24.
Αστύμαχος και Λάκων (3.52-3). Σωγένης (βλ. για την
επιτύμβια στήλη του
R.
Higgins,
Tanagra and the Figurines,
Πρίνστον, 1986, σ. 52-3). Σκιρφώνδας (7.30). Ξενάρης
(5.51.2)