www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

Ένα μελέτημα παντοτινό;

(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του Victor Davis Hanson

«ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ»)

 

Δεν ξέρουμε αν ο Θουκυδίδης είχε ήδη μια προσχηματισμένη άπο­ψη για τη φύση του πολέμου και επεδίωξε να χρησιμοποιήσει τα γε­γονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου για να επιβεβαιώσει τις απαισιόδοξες αντιλήψεις του, αν η φιλοσοφία του απορρέει άμεσα α­πό το μακελειό που επί τρεις δεκαετίες παρακολούθησε ως αυτόπτης μάρτυρας, ή αν ισχύουν και τα δυο. Όμως, η Ιστορία του δεν εί­ναι μόνο μια αφήγηση για μάχες και σφαγές, που σήμερα μας φαί­νονται ακατανόητες. Αντίθετα, όπως είχε προβλέψει, αποτελεί ένα διαχρονικό έργο για την τραγική φύση του πολέμου αυτού καθεαυτού, καθώς τα ανθρώπινα γνωρίσματα παραμένουν αναλλοίωτα και, άρα, η συμπεριφορά των ανθρώπων σε χαλεπούς καιρούς είναι πάντα προβλέψιμη.

Αν ο Πελοποννησιακός Πόλεμος εξακολουθεί να μας διδάσκει κά­τι για την ανθρώπινη συμπεριφορά στον πόλεμο, είναι το τραγικό μά­θημα ότι οι εκεχειρίες μπορούν να σταματήσουν προσωρινά μια σύρραξη, αλλά δεν μπορούν να δώσουν ένα οριστικό τέλος σε μια δια­μάχη, εκτός αν διευθετούν τα ζητήματα για τα οποία τα δυο μέρη α­ποφάσισαν να εμπλακούν σε μια πολεμική σύρραξη. Είναι τραγικό, αλλά τις περισσότερες φορές μόνο η αποφασιστική δράση μπορεί να οδηγήσει σε μια διαρκή ειρήνη, συνήθως όταν το ένα από τα δυο μέρη αποδέχεται την ήττα του και αποσύρει τις αιτιάσεις του, αλ­λάζοντας τη στάση του ή την κυβέρνησή του - και αυτό ισχύει τόσο για τα ελεύθερα όσο και για τα τυραννικά καθεστώτα. Με αυτή την έννοια, ο Λύσανδρος αντιλαμβανόταν το πώς μπορεί να δοθεί ένα ο­ριστικό τέλος σε μια σύρραξη πολύ καλύτερα από τον επιβλητικό Περικλή ή τον αφελή Νικία.

Τόσο η Σπάρτη όσο και η Αθήνα ενεπλάκησαν σε έναν πόλεμο χωρίς να γνωρίζουν πώς θα νικούσαν. Και ύστερα από είκοσι χρό­νια μάταιης αλληλοεξόντωσης η έκβαση του πολέμου καθορίστηκε μέσα σε εφτά έτη, όταν η Σπάρτη συνειδητοποίησε με ποιους τρό­πους θα μπορούσε να νικήσει την Αθήνα (υποχρεώνοντας τους κα­τοίκους να παραμένουν εντός των τειχών, εμποδίζοντας την εισαγω­γή τροφίμων και την εισροή των φόρων υποτελείας και βυθίζοντας το στόλο της). Ο τρόπος με τον οποίο τελείωσε ο πόλεμος εμπεριέ­χει το ανησυχητικό μήνυμα ότι οι συζητήσεις έπονται της νίκης στα πεδία των μαχών και ότι οι διπλωματικές λύσεις λειτουργούν καλύ­τερα όταν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τη στρατιωτική αδυναμία ή ισχύ.

Είναι συνηθισμένο να αποκαλείται αυτή η υπερεκτίμησή της ι­σχύος και του ρόλου της στις κρατικές υποθέσεις «ρεαλισμός» ή «νεο­ρεαλισμός». Ο Θουκυδίδης όμως -και για αυτό το λόγο είναι πράγ­ματι ένας μεγάλος ιστορικός- είναι πολύ οξυδερκής για να θεωρεί ότι μια διαμάχη μπορεί να αναλυθεί μόνο υπό το πρίσμα της ισχύος και των εκδηλώσεών της. Ο πόλεμος δεν είναι απλώς μια επιστήμη, αλλά ένα αντιφατικό φαινόμενο, που εξαρτάται από την τύχη ή τις συγκυρίες, καθώς πρόκειται για ένα αποκλειστικά ανθρώπινο εγ­χείρημα. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, λοιπόν, δεν είναι απλώς έ­να αντικείμενο μελέτης της διεθνολογίας και ο Θουκυδίδης δεν πι­στεύει ότι «ο ισχυρός έχει δίκιο». Το μήνυμα που μας στέλνει είναι ότι ο πόλεμος είναι μια τραγωδία, και όχι ένα μελόδραμα.

Ωστόσο, ο Θουκυδίδης παραδέχεται ότι οι άνθρωποι υπόκεινται σε ανεξήγητα συναισθήματα που τους οδηγούν σε πράξεις οι οποί­ες δεν είναι πάντα λογικές, όπως ήταν, για παράδειγμα, ο «φόβος» των Σπαρτιατών για τις επιτυχίες των Αθηναίων, η απόφαση των Πλαταιέων να αντισταθούν, ο πανικός των υποτιθέμενα σκληρο­τράχηλων Σπαρτιατών όταν πληροφορήθηκαν την ήττα στη Σφα­κτηρία -και, ως εκ τούτου, σταμάτησαν να εισβάλλουν στην Αττική επειδή υπήρχε ο κίνδυνος να εκτελεστούν 120 Όμοιοι-, η μάταιη ελπίδα των Μηλίων ότι θα τους βοηθούσαν οι Σπαρτιάτες ή η υπε­ροψία των Αθηναίων που εκστρατεύσανε στη Σικελία και επέμειναν σε αυτή την παράλογη απόφασή τους επειδή «ελπίζανε», παρόλο που πρόσφατα είχαν επικρίνει τους Μηλίους για τον ίδιο ακριβώς λό­γο. Αν σήμερα αναρωτιόμαστε για ποιο λόγο ολόκληρες χώρες με ε­κατομμύρια κατοίκους βρίσκονται σε κατάσταση ομηρίας επειδή κάποιοι μασκοφόροι τρομοκράτες απειλούν να αποκεφαλίσουν κά­ποιον πολίτη τους, θα πρέπει ίσως να διαβάσουμε στο έργο του Θου­κυδίδη για ποιους λόγους οι πανικοβλημένοι και συγκλονισμένοι Σπαρτιάτες σταμάτησαν να εισβάλλουν στην Αττική.[1]

Παρόλο που υποτίθεται ότι ο Θουκυδίδης ενδιαφέρεται για τις σχέσεις ισχύος και όχι για τις ανθρώπινες τραγωδίες, εκμεταλλεύε­ται κάθε ευκαιρία για να επισημάνει πόσο οδυνηρές ήταν οι απώ­λειες κάποιου από τους στρατούς που πολέμησαν στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Αυτό στο οποίο επικεντρώνει το ενδιαφέρον του ο μεγάλος αυτός ιστορικός δεν είναι, όπως τόσο συχνά τον παρερμη­νεύουν, μόνο ο ρόλος της ισχύος στις διακρατικές σχέσεις, αλλά ε­ξίσου συχνά και η δυστυχία που προκαλεί ένας πόλεμος σε χιλιάδες ανθρώπους -κάτι που αποτελεί το κεντρικό θέμα αυτού του βιβλίου-, οι οποίοι πρέπει να πάρουν μέρος σε αυτόν.

Σε μερικές περιπτώσεις, ο Θουκυδίδης αποφαίνεται ότι μια εκ­στρατεία ήταν αναγκαία ή παράλογη, όμως σχεδόν πάντα παραθέ­τει αρκετές λεπτομέρειες και σχόλια, για να μας πει ότι οι στρατιώ­τες που πίστευαν στο σκοπό για τον οποίο πέθαναν αξίζουν ένα σε­βασμό αντάξιο των θυσιών τους. Διαβάζουμε, λοιπόν, ότι οι Θεσπιείς που σκοτώθηκαν στη μάχη του Δηλίου δε βρίσκονταν το επόμε­νο έτος στην πόλη τους για να την προστατεύσουν από τους μέχρι προ τίνος σύμμαχους τους, τους Θηβαίους, οι οποίοι κατεδάφισαν τα τεί­χη της. Στη Μυκαλησσό δε δολοφονήθηκαν μόνο οι μαθητές του σχολείου, αλλά σκοτώθηκαν και τα ζώα - και εμείς, οι αναγνώστες, πρέπει να το πληροφορηθούμε και να το αναλογιστούμε. Οι Αθηναίοι δε σφαγιάστηκαν απλώς στον ποταμό Ασσίναρο, αλλά αρκετοί από αυτούς αλληλοσκοτώθηκαν, προσπαθώντας να πιούν το αιματο­βαμμένο και λασπωμένο νερό του ποταμού. Ενώ οι ιστορικοί ανα­ζητούν τα «διδάγματα» που ο Θουκυδίδης έχει ενσωματώσει στο κεί­μενό του, ο απλός αναγνώστης δε δυσκολεύεται να αντιληφθεί αμέ­σως ότι η ουσία της Ιστορίας του βρίσκεται σε αυτά ακριβώς τα αλη­σμόνητα χωρία, στα οποία μας υπενθυμίζει τα πάθη και το μένος που απελευθερώνονται, όταν κατά τα άλλα φυσιολογικοί άνθρωποι παίρ­νουν μέρος σε έναν πόλεμο.

Στις παραμονές της πρώτης σπαρτιατικής εισβολής ή στη διάρ­κεια της δημόσιας συζήτησης για τη Σικελική Εκστρατεία οι νεαροί Αθηναίοι τάχθηκαν ανεπιφύλακτα υπέρ του πολέμου, καθώς δεν εί­χαν προσωπικά βιώματα. Αντίθετα, οι ηλικιωμένοι άντρες της πόλης, που είχαν μεγαλύτερη πείρα και γνώριζαν ότι ένας πόλεμος σήμαινε λοιμούς, δολοφονίες, τρομοκρατία και βυθισμένες τριήρεις, ήταν πάντα πιο διατακτικοί, πίστευαν ότι πρώτα έπρεπε να γίνουν σκλη­ρές διαπραγματεύσεις με τον εχθρό, και θεωρούσαν ότι ο πόλεμος ήταν η τελευταία εναλλακτική λύση. Ο πόλεμος, σύμφωνα με την ά­ποψη του Θουκυδίδη, μπορεί να είναι εν μέρει επωφελής, να επιλύ­ει προβλήματα και, σε μερικές περιπτώσεις, να είναι μια αμείλικτη εξέλιξη των διαμορφωμένων καταστάσεων. Όμως, ένας πόλεμος μπορούσε να διαρκέσει είκοσι εφτά χρόνια και να επεκταθεί σε ό­λη την Ελλάδα αντί να τελειώσει μέσα σε τριάντα ημέρες -όπως προ- έβλεπαν οι Σπαρτιάτες πριν εισβάλουν στην Αττική-, με συνέπεια, προτού τελειώσει, να πεθάνουν χιλιάδες άνθρωποι που δεν είχαν καν γεννηθεί όταν ξεκίνησε.

Αυτή η παραδοχή του Θουκυδίδη δεν είναι αναγκαία μια έκκλη­ση υπέρ της ειρήνης, αλλά μάλλον μια αποδοχή του γεγονότος ότι χιλιάδες άνθρωποι θα πέθαιναν σε άγνωστα μέρη, όπως ο Ασσίναρος ποταμός και η Αιτωλία, ως μια λογική συνέπεια των αποφάσε­ων που λαμβάνονταν από την Απέλλα και την Εκκλησία του Δήμου. Θ βλοσυρός Σθενελαΐδας ή ο λαοπλάνος Αλκιβιάδης μπορούσαν να παρασύρουν, χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος, τις λαϊκές συνελεύ­σεις της Σπάρτης ή της Αθήνας σε έναν πόλεμο, ενώ ο Αρχίδαμος και ο Περικλής μπορεί να πίστευαν ότι η νηφαλιότητα και η λογική τους θα απέτρεπε ή θα περιόριζε τους θανάτους. Όμως, ανάμεσα στη συ­γκίνηση και στη λογική βρίσκεται η μοίρα χιλιάδων ανθρώπων γτα τους οποίους δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα -για τον Αστύμαχο και τον Λάκωνα που εκτελέστηκαν στις Πλαταιές (427), για τον Ταναγραίο Σωγένη που σκοτώθηκε στο Δήλιο (424), για τον Σκιρφώνδα που σφαγιάστηκε στη Μυκαλησσό (413) ή για τον Σπαρτιάτη Ξενάρη που σκοτώθηκε στην Ηράκλεια (419)- και από τους οποίους ζητήθηκε τότε -και θα τους ζητούσαν σήμερα- να επιλύσουν διά της βίας τα προβλήματα που δεν μπορούσαν να λυθούν με τα λόγια . Ας τους θυμόμαστε , γιατί ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν πρώτα από όλα ο δικός τους πόλεμος.[2]

 


31.   [1] Για παραδείγματα όπου ο φόβος και ο πανικός καθόριζαν την πολιτι­κή που υιοθετούσε μια πόλη-κράτος, βλ. 2.21 (για τις μάταιες ελπίδες των Αθηναίων ότι οι Σπαρτιάτες δε θα λεηλατούσαν την Αττική όπως εί­χαν απειλήσει) και 4.40-2 (για την ανησυχία των Σπαρτιατών μήπως, ύ­στερα από την ήττα τους στη Σφακτηρία, ο εχθρός διαισθανόταν την α­δυναμία τους). Πρβλ. 5.102-3 (για τη μάταιη ελπίδα των Μηλιών ότι ο κίνδυνος μπορούσε να αποτραπεί). Για παραδείγματα καιροσκοπισμού στη διάρκεια του πολέμου και τους κινδύνους που εγκυμονούσε η αί­σθηση της αδυναμίας, βλ. Powell, Athens and Sparta. σ. 144-7. 

32.   [2] Για τη στάση των ηλικιωμένων και των νέων απέναντι στον πόλεμο, βλ., για παράδειγμα, 1.72.1,2.8 και 6.24. Αστύμαχος και Λάκων (3.52-3). Σωγένης (βλ. για την επιτύμβια στήλη του R. Higgins, Tanagra and the Figurines, Πρίνστον, 1986, σ. 52-3). Σκιρφώνδας (7.30). Ξενάρης (5.51.2)