ΕΝ
ΒΥΘΩι Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ, ΑΠΟΣΠ. 117
Φ. K. ΒΩΡΟΣ
1.
Ἀπό τή διατύπωση τοῦ τίτλου συνάγονται ἄμεσα τά
ἀκόλουθα συμπεράσματα :
1. Ὑπάρχει ἀλήθεια. 2. Εἶναι κρυμμένη βαθιά. 3. Εἶναι
μέ κάποιο τρόπο προσιτή (ἀλλιῶς ὁ ἰσχυρισμός γιά τήν
ὕπαρξή της θά ἦταν ἀντιφατικός). Τό ἀπόσπασμα στό
σύνολό του δέν ἐπιτρέπει ἄλλο συμπέρασμα:
ἐἘτεῇ οὐδέν ἴδμεν· ἐν βυθῷ γάρ ἡ ἀλήθεια
(στήν πραγματικότητα, δέν γνωρίζομε τίποτα, γιατί ἡ
ἀλήθεια εἶναι κρυμμένη στό βάθος).
Εἶναι φανερό on ἐδῶ ἔχομε ἕνα βραχυλογικό
συλλογισμό, ὅπως θά λέγαμε χρησιμοποιώντας
μεταγενέστερη ὁρολογία τῆς Λογικής·
ἔχομε τό συμπέρασμά του καί μία ἀπό τίς προκείμενες :
Ἐν
βυθῷ ἡ ἀλήθεια
…………………………..................
ἄρα
ἐτεῇ
οὐδέν ἴδμεν
Ἡ πρόταση πού λείπει φαίνεται πώς ἦταν αὐτονόητη γιά
τό Δημόκριτο καί τήν ἐποχή του. Ἀλλά στίς δύο προτάσεις
πού ἔχομε ἐδῶ διακρίνομε μίαν ἀνεξήγητη ἀντίφαση :
ἄν δεχτοῦμε τήν πρώτη, δέν μποροῦμε νά δεχτοῦμε τή
δεύτερη, καί ἀντίστροφα. Θ’ ἀναζητήσωμε τό στοιχεῖο
πού λείπει, ἐλπίζοντας ὅτι καί τό συλλογισμό θ'
ἀποκαταστήσωμε καί τό κλειδί γιά τήν κατανόηση τῆς
Γνωσιοθεωρίας τοῦ Δημοκρίτου θά ἔχωμε· γιατί κάθε
ἔρευνα γύρω ἀπό τήν ἔννοια τῆς ἀλήθειας εἶναι
συνυφασμένη μέ ὅλο τό γνωσιοθεωρητικό πρόβλημα.
Ἡ ἀναζήτησή μας ἀντιμετωπίζει δυσκολίες γιά τούς
ἀκόλουθους λόγους : 1. Ἡ Γνωσιοθεωρία τοῦ
Δημοκρίτου εἶναι ἀποσπασματικά μόνο γνωστή. 2. Τά
ἀποσπάσματα φαίνονται ἑτερόκλιτα καί ἀσυμβίβαστα.
3. Οἱ σχετικές μαρτυρίες ἀρχαίων συγγραφέων εἶναι
ἀντιφατικές καί μερικές κρίνονται ἀπό τούς
σημερινούς μεροληπτικές (ἀνάλογα μέ τά διαφέροντα
τοῦ κάθε συγγραφέα) ἤ διατυπωμένες μέ ἐννοιολογικά
σχήματα μεταγενέστερα
4. Κάποτε τοῦ ἴδιου συγγραφέα οἱ πληροφορίες
φαίνονται ἀντιφατικές. 5. Συνέπεια τῆς συγχύσεως :
Οἱ σημερινοί ἐρευνητές διαφωνοῦν ριζικά γιά τό
νόημα τῆς Γνωσιοθεωρίας τοῦ Δημοκρίτου.
Αὐτή τήν εἰκόνα μποροῦν νά τήν ἐξηγήσουν τρεῖς
ὑποθέσεις : 1. Οἱ γνωσιοθεωρητικές ἀπόψεις τοῦ
Δημοκρίτου ἦταν πραγματικά ἀσαφεῖς καί ἀντιφατικές.
2. Τά ἀποσπάσματα πού ἔχομε καί οἱ μαρτυρίες τῶν
ἀρχαίων συγγραφέων δέν εἶναι στοιχεῖα ἀξιόπιστα. 3.
Παρανοήσεις ἔχουν γίνει ἀπό τήν ἀρχαιότητα καί
συνεχίζονται ἀκόμη.
Ἐλπίζω ὅτι, μέ τήν ἀξιοποίηση τῶν ἑρμηνευτικῶν
προσπαθειῶν τῶν εἰδικῶν, μέ προσεκτική μελέτη καί
παραβολή τῶν κυριοτέρων κειμένων καί μέ κάποιες
ἀναγκαῖες διασαφήσεις σχετικά μέ τήν ὁρολογία τοῦ
Δημοκρίτου, εἶναι δυνατό ν ἀνακαλύψωμε τό λογικό
ὑφάδι πού συναιρεῖ τίς φαινομενικές ἀντιφάσεις καί
ξεπερνᾶ τή σύγχυση· ταυτόχρονα θά ἔχωμε
παρακολουθήσει μίαν ἀπό τίς θεμελιακές καί
βαθυστόχαστες προσπάθειες, πού ἔχουν γίνει στόν τομέα
τῆς θεωρίας τῆς γνώσεως.
Τό ἀπόσπασμα πού χρησιμοποιήσαμε ὡς τίτλο τῆς
μελέτης δέν ἀποτελεῖ μόνο τόν πυρήνα τῆς
Γνωσιοθεωρίας τοῦ Δημοκρίτου, ἀλλά καί μιά
προειδοποίηση γιά ὅσους καταπιάνονται μέ τό πρόβλημα
τῆς γνώσεως : ἐν
βυθῷ ἡ ἀλήθεια.
Ἕνα σαφέστατο ὑπαινιγμό γιά τό ἀπόσπασμα πού μᾶς
ἀπασχολεῖ βρίσκει κανείς στήν τελευταία σελίδα τῆς
πρώτης Κριτικῆς τοῦ Kant
ὑποθέτω πώς τό ἴδιο ἀξίωμα εἶχε ὁδηγό του στή μεγάλη
προσπάθειά του γιά τή διερεύνηση τῶν ὁρίων τῆς
ἀνθρώπινης γνώσεως.
2.
Εἶναι νομίζω χρήσιμη γιά τήν ἔρευνά μας ἡ παρατήρηση
ὅτι στήν ἐποχή τοῦ Δημοκρίτου (ἔζησε ἀπό τό 460 μέχρι
τό 370 π. X. περίπου) τό ὀντολογικό πρόβλημα εἶχε θέση
κυρίαρχη καί ἐπισκίαζε τό γνωσιολογικό.
Οἱ προσπάθειες γιά μιά νέα θεμελίωση τῆς γνώσεως
ἔπειτα ἀπό τό φιλοσοφικό σεισμό
τοῦ σοφιστικοῦ διαφωτισμοῦ δέν εἶχαν ἀκόμη
συντονιστῆ καί ἡ εἰδική ὁρολογία δέν εἶχε
διαμορφωθῆ. Ἑπομένως οἱ μεταγενέστερες μαρτυρίες
γιά τό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ διατυπώθηκαν μέ τό
ἐννοιολογικό σύστημα πού οἰκοδομήθηκε ἀργότερα
(κυρίως ἀπό τόν Πλάτωνα καί τόν Ἀριστοτέλη).
Συνοπτικά τό πρόβλημά μας παρουσιάζεται ἔτσι :
Τά ἀποσπάσματα 6, 7, 8, 9, 10 καί 117 ἐκφράζουν
Σκεπτικισμό γιά τήν ἀξιοπιστία τῶν αἰσθήσεων ἤ κατ'
ἄλλους Ἀγνωστικισμό. Τό ἀπόσπ. 125 φαίνεται ὅτι, ὅπως
παρατηρεῖ ὁ Bailey,
ὠθεῖ τό Σκεπτικισμό στά ἄκρα, περιλαμβάνοντας σ'
αὐτόν καί τή νόηση. Τέλος τό ἀπόσπ. 11 δίνει ἔμφαση
στήν ἀξιοπιστία τῆς νοήσεως, σέ ἀντιδιαστολή μέ τήν
ἀδυναμία τῶν αἰσθήσεων νά προσπελάσουν τήν ἀλήθεια.
Οἱ ἀρχαῖες μαρτυρίες προσφέρουν ἀνάλογη ποικιλία
πληροφοριῶν : Ὁ Ἀριστοτέλης καί ὁ Φιλόπονος
(μαρτυρίες 9, 101, 112 καί 113) μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ὁ
Δημόκριτος ἔβρισκε τήν ἀλήθεια στά φαινόμενα ἤ ταύτιζε
τήν ἀλήθεια μέ τά φαινόμενα. Ὁ Ἀριστοτέλης (μάρτ. 112)
ἀναφέρει μιά διαζευκτική διατύπωση τοῦ
Δημοκρίτου, πού τόν ἐμφανίζει σκεπτικιστή ἤ
ἀγνωστικιστή. Ὁ ἐπικούρειος Κολώτης, ὅπως μᾶς
πληροφορεῖ ὁ Πλούταρχος (ἀπόσπ. 156), τόν κατηγορεῖ
γιά μηδενιστή. Στό παραπάνω κείμενο ὁ Πλούταρχος
ἐπικρίνει τόν Κολώτη γιά παρανόηση τοῦ Δημοκρίτου,
καί μᾶς κάνει γνωστό ὅτι ὁ Δημόκριτος καταπολέμησε τόν
Ὑποκειμενισμό καί τόν Ἀγνωοτικισμό τοῦ Πρωταγόρα.
Τοῦ Σέξτου τοῦ Ἐμπειρικοῦ οἱ εἰδήσεις (μαρτ. 110, 111
καί 114) εἶναι ἀντιφατικές, γιατί ἀπό τή μιά
παρουσιάζουν τό Δημόκριτο νά ἀρνῆται τήν ἀξιοπιστία
τῶν φαινομένων καί ἀπό τήν ἄλλη νά θεωρῆ τά φαινόμενα
κριτήριο τῶν ἀδήλων ἤ νά συμφωνῆ μέ τόν Πλάτωνα καί νά
ἐπικρίνη τόν Πρωταγόρα.
Ὁ Guthrie
συνοψίζει τήν εἰκόνα πού προσφέρουν
oἱ
ἀρχαῖες πηγές :
Ὅ,τι δίνουν οἱ αἰσθήσεις εἶναι ἀληθινό. 2. Ὅ,τι
προέρχεται ἀπό τίς αἰσθήσεις ἀπορρίπτεται. 3. Τά
αἰσθητά φαινόμενα ὁδηγοῦν ἔμμεσα στή γνώση, 4. Ἡ
γνώση εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατη. 5. Ἀπόλυτος
Σκεπτικισμός δέν δικαιολογεῖται.
Νεώτεροι καί σύγχρονοι ἐρευνητές ἔχουν χαρακτηρίσει
τή Γνωσιοθεωρία τοῦ Δημοκρίτου ὡς :
Φαινομενολογία,
'Ὀρθολογισμό,
Σκεπτικισμό,
Ὑλισμό.
Ὁ Bailey, πού ἀφιέρωσε μερικές πολύ καλογραμμένες
σελίδες στό πρόβλημα τοῦτο, γράφει : Σέ καμιά. ἀπό
τίς κατηγορίες αὐτές δέν ἀνήκει ὁ Δημόκριτος· οὔτε
σκεπτικιστής εἶναι οὔτε φαινομενολόγος οὔτε
ὀρθολογιστής (δέν εἶχε ἀκόμη διατυπωθῆ —μέ
ἔμφαση γιά τό γνωσιοθεωρητικό μέρος - ὁ τέταρτος
χαρακτηρισμός)· ἡ γνωσιωθεωρία του εἶναι εὐφυής
καί παράδοξη (subtle and paradoxical), πάντως
θεμελιωμένη στήν ἀτομική ἀντίληψη γιά τόν κόσμο.
3.
Ὁ ἀσφαλέστερος δρόμος, γιά νά κατανοήσωμε τίς
ἀντικρουόμενες πληροφορίες καί ἀπόψεις καί νά
φθάσωμε σέ κάποιο συμπέρασμα, εἶναι νά ξανακοιτάξωμε
τά κείμενα.
Ἀπόσπ. 6 : Γιγνώσκειν τέ χρή ἄνθρωπον τῷδε τῷ κανόνι,
ὅτι ἐτεῆς ἀπήλλακται. (Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀναγκαῖο νά
γνωρίζη σύμφωνα μέ τό ἀξίωμα τοῦτο, ὅτι εἶναι μακριά
ἀπό τήν πραγματικότητα).
Ποιό εἶναι τό νόημα τοῦ ἀποσπάσματος; Ὁ ἄνθρωπος μέ τίς
αἰσθήσεις του δέν συλλαμβάνει τήν οὐσία τῶν πραγμάτων,
εἴτε γιατί ἡ φύση θέλει νά κρύβεται (πρβλ, τό
ἡρακλείτειο ἀπόσπ, 123 : Φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ)
εἴτε γιατί τά αἰσθητήρια ὄργανα τοῦ ἀνθρώπου δέν
εἰσχωροῦν στήν οὐσία τῶν πραγμάτων,
Ὁ Kullmann, ἐξηγώντας τό ἀπόσπ, τοῦτο ὡς ἀντίρρηση τοῦ
Δημοκρίτου στόν Πρωταγόρα, σημειώνει : Οἱ αἰσθήσεις
τοῦ ἀνθρώπου, τά φαινόμενα, δέν ἀποτελοῦν πιά γενικό
κριτήριο γιά τήν ἀλήθεια.
Μήπως τό ἀξίωμα ἐκφράζει ἕνα ριζικό, θεμελιακό.
Σκεπτικισμό; Καθόλου.
Διακηρύσσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μακριά ἀπό τήν
ἀλήθεια· μ’ αὐτό τό νόημα συμφωνεῖ καί μέ τόν τίτλο· ἡ
ἀλήθεια εἶναι κρυμμένη βαθιά· χρειάζεται μόχθος γιά
τήν ἀνακάλυψή της. Πῶς ὁ Δημόκριτος ἔφτασε σ' αὐτό τό
ἀξίωμα; Νομίζω πώς ἡ ἀπάντηση βρίσκεται στά ἑπόμενα
4 ἀποσπάσματα, πού κατά ἕνα μέρος ἀπορρέουν ἀπό τήν
ἀτομική θεωρία γιά τίς αἰσθήσεις.
Ἀποσπ. 7 : δηλοῖ μέν δή καί οὗτος ὁ λόγος, ὅτι ἐτεῇ
οὐδέν ἴσμεν περί οὐδενός, ἀλλ’ ἐπιρυσμίη ἑκάστοισιν ἡ
δόξις. (Καί ὁ ἀκόλουθος λόγος τό φανερώνει, ὅτι
τίποτα δέν γνωρίζομε γιά τίποτα, ἀλλά γιά τόν καθένα ἡ
γνώμη του εἶναι ἕνα ρεῦμα ἀπό ἄτομα ἤ ἐντυπώσεις τῶν
αἰσθήσεων).
Πολύ σωστά ἔχει τονιστῆ ὅτι ὁ ὁρος ἐτεῇ
ἀναφέρεται στή μόνη γιά τούς Ἀτομικούς
πραγματικότητα (ἄτομα καί κενόν)· Θά τόν
ξαναβροῦμε στό ἀπόσπ. 125 πού θά μᾶς ἀπασχόληση πιό
κάτω. Ἡ φράση δόξις ἐπιρυσμίη σχετίζεται μέ
τή γενική θεωρία τῶν Ἀτομικῶν γιά τίς αἰσθήσεις
.
Ἀπόσπ. 8 : Καίτοι δῆλον ἔσται ὅτι ἐτεῇ οἷον ἕκαστον
γιγνώσκειν ἐν ἀπόρῳ ἐστί. (Καί ὅμως θά γίνη φανερό
ὅτι ὁ ἄνθρωπος στήν προσπάθειά του νά γνωρίση τί
πραγματικά εἶναι τό καθετί βρίσκεται σέ ἀμηχανία).
Ἐν ἀπόρῳ ἐστί
σημαίνει δισταγμό, ἀμηχανία, προβληματισμό, ὄχι
ὁμως ὁριστικό ἀποκλεισμό ἀπό τή δυνατότητα. Ἡ
ἀπορία αὐτή προέρχεται καί ἐξηγεῖται ἀπό τή
φυσιολογική ἰδιορρυθμία στή λειτουργία τῶν
αἰσθήσεων, ὅπως διαφαίνεται στό προηγούμενο
ἀπόσπασμα καί στό ἀμέσως ἑπόμενο.
Ἀποσπ. 9: Ἡμεῖς δέ τῷ μέν ἐόντι οὐδέν ἀτρεκές
συνίεμεν, μεταπῖπτον δέ κατά τε σώματος διαθήκην καί
τῶν ἐπεισιόντων καί τῶν ἀντιστηριζόντων. (Ἐμεῖς στήν
πραγματικότητα δέν γνωρίζομε τίποτα τό ἀληθινό
ἀλλά μόνο ὅ,τι μεταβάλλεται ἀνάλογα μέ τή διάθεση
τοῦ σώματος καί τῶν ἀτόμων πού μπαίνουν ἤ πού
ἀντιστέκονται μέσα σ' αὐτό).
Τό ἀπόσπασμα τοῦτο δέν μπορεῖ νά κατανοηθῆ, χωρίς
ἀναφορά στο πώς οἱ Ἀτομικοί ἀντιλαμβάνονται τή
λειτουργία τῶν αἰσθήσεων.
Γένεση καί φθορά ὀφείλονται στή διαρκή κίνηση καί τούς
μεταβαλλόμενους σχηματισμούς τῶν ἀτόμων· ἔτσι
ἑρμηνεύει στήν περίπτωση (μαρτ, 9) ὁ Ἀριστοτέλης· γιά
πάθη τῆς αἰσθήσεως ἀλλοιουμένης κάνει λόγο ὁ
Θεόφρα- στός, καί ἐξηγεῖ ὅτι τό σχῆμα μεταπῖπτον
ἐργάζεται τήν ἡμετέραν ἀλλοίωσιν (μαρτ, 135, 63)·
περί εἰδώλων ἔξωθεν προσιόντων κάνει λόγο ὁ
Ἀέτιος, πού ἐξηγεῖ τάς αἰσθήσεις . . . ἑτεροιώσεις
εἶναι τοῦ σώματος (μάρτ. 30). Τό νόημα τοῦ ἀποσπ,
εἶναι καθαρό καί σύμφωνο μέ τήν ἀτομική θεωρία. Δέν
ἀρνεῖται τή δυνατότητα τῆς γνώσεως, οὔτε ἀρνεῖται
ν' ἀναγνωρίση τήν αἰσθητηριακή ἀντίληψη ὡς πηγή
ἀληθινῆς πληροφορήσεώς μας γιά τήν ἐξωτερική
πραγματικότητα· εἶναι μᾶλλον μία ἔνδειξη τῶν ὁρίων
τῆς γνώσεως, πού σέ τελευταία ἀνάλυση ἐξαρτᾶται ἀπό
τήν πηγή αὐτή (τίς αἰσθήσεις).
Ἐπί πλέον εἶναι ἡ πρώτη προσπάθεια γιά νά ἀντικρύσωμε
τήν ἀλήθεια χωρίς στατικότητα·
ὁ Δημόκριτος ἀντικρύζει τά πράγματα σέ κατάσταση
διαρκοῦς κινήσεως καί ἀλλαγῆς, σέ ἀντίθεση μέ ὅλη τήν
κλασική φιλοσοφία, πού γνήσια γνώση δέν ἐννοοῦσε
παρά μόνο ἄν τό ἀντικείμενό της ἦταν
ἀκινητοποιημένο.
Ὁ Ἠράκλειτος εἶχε ἐπισημάνει τή ροή τῶν πάντων ὁ
Δημόκριτος ἐπιχείρησε νά συλλάβη τήν ἀλήθεια μέσα ἀπό
τή ρευστότητα.
Ἀπόσπ, 10 : Ἐτεῇ μέν νῦν ὅτι oἷov ἕκαστον ἔστιν ἤ οὐκ
ἔστιν οὐ συνίσμεν, πολλαχῇ δεδήλωται. (Ἔχει γίνει μέ
πολλούς τρόπους φανερό ὅτι δέν ξέρομε: πώς πραγματικά
εἶναι ἤ δέν εἶναι τό καθετί),
Ἡ μελέτη τῶν παραπάνω ἀποσπασμάτων ἀφήνει τήν
ἐντύπωση ὅτι οἱ αἰσθήσεις δέν κομίζουν γνώση ἀληθινή
καί ἀντικειμενική. Ἴσως μάλιστα κάποιος Σκεπτικισμός
γενικώτερος διαφαίνεται στό πρῶτο ἀντίκρυσμα. Ἀλλά
ὁποιαδήποτε ἐκτίμηση, εἶναι βιαστική, ἄν δέν
μελετηθοῦν τά ἑπόμενα δύο ἀποσπάσματα, πού μιλοῦν
εὔγλωττα γιά τή δυνατότητα νά φτάσωμε σέ ἀληθινή
γνώση τοῦ κόσμου, χρησιμοποιώντας ἄλλο γνωστικό μέσο.
Φαίνεται πώς μέ τόν περιορισμό τῶν τύπων ἴδμεν
καί συνίεμεν στά αἰσθητηριακά δεδομένα καί μέ
τήν ἑρμηνεία τῶν ἀποσπ. 7 καί 9 σέ σχέση μέ τήν ἀτομική
ἄποψη γιά τή λειτουργία τῶν αἰσθήσεων, μποροῦμε νά
χαρακτηρίσουμε τά ἀποσπάσματα πού μελετήσαμε (6, 7,
8, 9 και 10) ὡς εἰσαγωγικό κεφάλαιο μιᾶς
Γνωσιοθεωρίας, πού σέ γενικές γραμμές ὁλοκληρώνεται
μ' αὐτά πού ἀκολουθοῦν. Μολονότι κατέχομε θραύσματά
τῆς μοναχά, μποροῦμε νά σχηματίσωμε τήν εἰκόνα τοῦ
συνόλου.
Ἀπόσπ. 11 : Γνώμης δε δύο εἰσίν ἰδέαι, ἡ μέν γνησαίη, ἡ
δέ σκοτίη· καί σκοτίης μέν τάδε σύμπαντα, ὄψις, ἀκοή,
ὀδμή, γεῦσις, ψαύσις. Ἡ δέ γνησίη, ἀποκεκριμένη δέ
ταύτης. . . Ὅταν ἡ σκοτίη μηκέτι δύνηται μήτε ὁρῆν ἐπ’
ἔλαττον μήτε ἀκούειν μήτε ὀδμᾶσθαι μήτε γεύεσθαι μήτε
ἐν τῇ ψαύσει αἰσθάνεσθαι, ἀλλ’ ἐπί λεπτότερον [δέῃ
ζητεῖν,τότε ἐπιγίνεται ἡ γνησίη ἅτε ὄργανον ἔχουσα
τοῦ νῶσαι λεπτότερον]. (Ὑπάρχουν δύο εἴδη γνώσεως,
ἡ γνήσια καί ἡ σκοτεινή· τῆς σκοτεινῆς τά ὄργανα ὅλα κι
ὅλα εἶναι ἡ ὅραση, ἡ ἀκοή, ἡ ὄσφρηση, ἡ γεύση καί ἡ
ἁφή. Ἡ ἄλλη εἶναι ἡ γνήσια καί εἶναι ξέχωρη ἀπό αὐτη…
Ὅταν ἡ σκοτεινή δέν μπορῆ πιά οὔτε νά βλέπη σέ
μικρότερη κλίμακα οὔτε νά ἀκούη οὔτε νά ὀσφραίνεται
οὔτε νά γεύεται οὔτε νά αἰσθάνεται μέ τήν ἁφή, ἀλλά
πρέπει νά κάνη λεπτότερη ἀναζήτηση, τότε
παρουσιάζεται ἡ γνήσια, πού ἔχει ὄργανο κατάλληλο
γιά νά κατανοήση πιό λεπτά).
Παραθέτομε τίς ἄποψεις πού ἔχει προσφέρει ἡ ἔρευνα
καί προσθέτομε ὅσες διευκρινήσεις κρίνονται
ἀναγκαῖες:
1. Τό βάρος πέφτει στούς ὅρους γνώμη σκοτίη καί
γνώμη γνησίη.
2.Ἡ σκοτίη γνώμη εἶναι φανερό ὅτι ἀντιστοιχεῖ
στίς ἀπόψεις πού γνωρίσαμε ἤδη (ἀπόσπ. 6-10), Αὐτές
ἐκφραζουν Σκεπτικισμό γιά τή δυνατότητα τῶν
αἰσθήσεων νά συλλάβουν τήν ἀλήθεια (sensory scepticism).
3.Ἡ γνησίη γνώμη ὅμως δείχνει ὅτι ὁ Δημόκριτος
ξεπερνᾶ τό Σκεπτικισμό καί διακηρύσσει
κατηγορηματικά ὅτι ἡ γνώση εἶναι δυνατή
μέ κάποιο ἀνώτερο γνωστικό μέσο. Ποιό εἶναι αὐτό; Οἱ
πηγές μας δέν τό διευκρινίζουν. Δέν ἔχομε καμιά
ἔνδειξη ὅτι ἡ γνησίη γνώμη ἀντιστοιχεῖ στή
νόηση,
ὅτι ἐκφράζει τή διανοητική δραστηριότητα, ἀλλά οἱ
ὄροι πού εἰσα-
γωγικά χρησιμοποίησε ὁ Σέξτος καί πού
ἐπαναλαμβάνονται ἀπό τόν Γαληνό στό ἀπόσπ, 125, ἡ
ἀντίστοιχη ἀντιδιαστολή γνησίη-σκοτίη στό
δημοκρίτειο κείμενο καί τό γενικώτερο νόημα τοῦ
κειμένου ὠδήγησαν τούς πιό πολλούς στό νά ταυτίζουν τή
γνησίη γνώμη μέ τή διάνοια ἤ τή διανοητική
δραστηριότητα ἤ κάτι ἀνάλογο.
4. Δέν ἔχομε καμιά ἔνδειξη, γιά νά θεωρήσωμε τή μία
ἀληθινή καί τήν ἄλλη ψεύτικη,
οὔτε τή μία κριτήριο τῆς ἄλλης·
πρόκειται μᾶλλον γιά δύο βαθμίδες στή γνωστική
προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου· ἡ δεύτερη εἶναι τελειότερη
ἀπό τήν πρώτη, βεβαιότερη καί ἀκριβέστερη
. Ἡ γνησίη ὅμως γνώμη προῦποθέτει τή σκοτίη
καί τή συμπληρώνει· δέν φαίνεται νά μπορῆ ἡ γνησίη
νά λειτουργήση χωρίς τά δεδομένα τῆς σκοτίης.
Πρέπει νά διευκρινισθῆ ἐδῶ ὅτι ὁ Δημόκριτος, εἴτε
ἀντιλέγοντας στόν πρωταγόρειο Ὑποκειμενισμό, ὅπως
μᾶς πληροφοροῦν οἱ ἀρχαῖες πηγές (μαρτ. 110, 112, 113) καί
ὑποστηρίζουν
οἱ σημερινοί, εἴτε οἰκοδομώντας ἀνεξάρτητα δική
του, κριτική γνωσιοθεωρία, ξεκινᾶ ἀπό τίς
αἰσθήσεις
καί, μολονότι ἀρνεῖται τή δυνατότητά τους νά
προσφέρουν γνώση ἀληθινή, προχωρεῖ στήν ἀναζήτησή
της, χρησιμοποιώντας τό ὑλικό πού κομίζουν οἱ
αἰσθήσεις καί ὑποβάλλοντάς το σέ μία ὁλοφάνερα
διανοητική διεργασία. Δέν διαφαίνεται στό κείμενο
(οὔτε στίς μαρτυρίες) ὅτι τή γνησίη γνώμη
τή στηρίζει πουθενά ἀλλοῦ ἐκτός ἀπό τό ὑλικό τῶν
αἰσθησεων.
Αυτή τήν ἑρμηνεία τή διευκολύνει καί τό ἑπόμενο
κείμενο.
Ἀποσπ. 125 : Νόμῳ χροιή, νόμῳ γλυκύ, νόμῳ πικρόν… Ἐτεῇ δ’
ἄτομα καί κενόν...Τάλαινα φρήν, παρ’ ἡμέων λαβοῦσα τάς
πίστεις ἡμέας καταβάλλεις; Πτῶμα τοί τό κατάβλημα.
(Συμβατικά ὑπάρχει χρῶμα, συμβατικά γλυκό,
συμβατικά πικρό... Στήν πραγματικότητα ὑπάρχουν
ἄτομα καί κενό… Ταλαίπωρη διάνοια, ἀφοῦ πῆρες ἀπό
μᾶς τίς πληροφορίες.ἐμᾶς προσπαθεῖς νά νικήσης; Ἡ νίκη
σου θά εἶναι ἡ πτώση σου).
Ἐδῶ πρόκειται γιά ἀντιδικία ἀνάμεσα στίς αἰσθήσεις
καί τή διάνοια. Οἱ αἰσθήσεις διεκδικοῦν ἀναγνώριση
τοῦ ρόλου τους στή γνωστική διαδικασία· μέ ἔμφαση
τονίζουν πώς τό λογικό (φρήν) δέν μπορεῖ νά
καυχιέται γιά τό γνωστικό ἀποτέλεσμα σάν νά εἶναι
δικό του μόνο ἔργο· τέτοια ἀλαζονεία ὁδηγεῖ τό νοῦ
στήν πτώση. Τό πρῶτο μέρος τοῦ ἀποσπ. μοιάζει μέ τό 117,
πού εἴδαμε στήν ἀρχή, Ἄν αὐτή ἡ ἄποψη δέν ἀναφέρεται
ἀποκλειστικά στίς αἰσθήσεις (μέρος τῆς γνωστικῆς μας
δραστηριότητας), πῶς εἶναι δυνατό ταυτόχρονα νά
διατυπώνεται (ἀντιθετικά μάλιστα, μέ τό δέ) τό ἄλλο
σκέλος τῆς περιόδου: ἐτεῇ δ’ ἄτομα καί κενόν;
Αὐτή ἡ τελευταία πρόταση εἶναι ἡ θεμελιακή ἄποψη
τῶν Ἀτομικῶν· πρόταση ἄχρονη (tenseless), γιατί οἱ
ὀντότητες πού δηλώνονται μέ τούς ὅρους της νοοῦνται
κατ' ἀνάγκην ἀνεξάρτητες ἀπό τό χρόνο.
Αὐτή ἡ ἀλήθεια (ἐτεῇ ἄτομα καί κενόν) ἀποτελεῖΐ
τή μοναδική πού δέχονταν οἱ ’Ἀτομικοί· αὐτή
ἀντιστοιχεῖ στό ἐν βυθῷ ἡ ἀλήθεια.
Εἶναι ἐνδιαφέρον ν’ ἀναρωτηθοῦμε πῶς ὁ Δημόκριτος
ἔφτασε στό συμπέρασμα αὐτό: νόμῳ χροιή) κλπ. Οἱ
προκείμενες γιά ἕνα συλλογισμό μποροῦν ν' ἀναζητηθοδν
στά ἀποσπ. 7 καί 9. Ἐκεῖ λέγεται ὅτι τά δεδομένα τῶν
αἰσθήσεων εἶναι ἀποτέλεσμα μεταβαλλόμενων ὅρων :
ἀτομικῆς μορφῆς τοῦ ἀντικειμένου καί ἀτομικῆς
διαθέσεως τοῦ ὑποκειμένου, ὅπως θά λέγαμε σήμερα γιά
νά δηλώσωμε ὅ,τι καί ὁ Δημόκριτος μέ τούς ὅρους
ἐπιρυσμίη, διαθήκην, ἐπεισιόντων καί
ἀντιστηριζόντων. Ἀπό τίς προκείμενες πέρασε σέ
μία γενίκευση: νόμῳ χροιή.
Πρόκειται γιά ἐπαγωγική κίνηση τῆς διάνοιας· τέτοιου
εἴδους γενικεύσεις ποτέ δέν ἐξαντλοῦν τά
παραδείγματα, κάνουν ἕνα λογικό ἅλμα, ἀλλά εἶναι
δεκτές, ἐφ' ὅσον καθημερινά ἐπαληθεύονται, καί δέν
συναντοῦν κάποια διάψευση. Ἡ γενίκευση νόμῳ χοοιή
ὄχι μόνο συμφωνεῖ μέ τά σκεπτικιστικά ἀποσπάσματα
(6, 7, 8, 9 καί 10), ἀλλά ἀπορρέει λογικά ἀπ' αὐτά. Ἡ
ἴδια γενίκευση (Σκεπτικισμός γιά τίς αἰσθήσεις)
ὡδήγησε τούς ἀτομικούς ὄχι σέ καθολικό Σκεπτικισμό
ἤ Ἀγνωστικισμό, ἀλλά σέ μία μεγαλοφυή ὑπόθεση, τήν
ὑπόθεση γιά τά ἄτομα καί τό κενό,
4.
Ἀπομένει ν’ ἀντιμετωπίσωμε μία σοβαρή ἀντίρρηση,
πού προέρχεται ἀπό τήν πιό ἀξιόπιστη πηγή. Πρόκειται
γιά τίς πληροφορίες πού δίνει ὁ Ἀριστοτέλης γιά τή
Γνωσιοθεωρία τοῦ Δημοκρίτου :
1.Τἀληθές ἐν τῷ φαίνεσθαι (μαρτ. 9),
2.Τό ἀληθές εἶναι τό φαινόμενον (μαρτ, 101),
3.Τό φαινόμενον κατά τήν αἴσθησιν ἐξ ἀνάγκης ἀληθές
εἶναι (μαρτ, 112),
4. Ἤτοι οὐδέν ἀληθές εἶναι ἤ ἡμῖν γε ἄδηλον (μαρτ, 112).
Μία συναφής μαρτυρία τοῦ Φιλόπονου (μαρτ, 113) ἀπό
σχόλιό του στό ἀριστοτελικό κείμενο ἀποτελεῖ
προέκταση τῆς ἴδιας πηγῆς, καί δέν θά μᾶς ἀπασχολήση
χωριστά.
Διαπιστώσεις:1. Οἱ παραπάνω μαρτυρίες φαίνονται ὡς
ἀντίθεση στά ἀποσπ. 6-10, 2. Οἱ τρεῖς πρῶτες ἀποτελοῦν
ἀντίθεση στά ἀποσπ, 11 καί 117 ἤ τά ἀγνοοῦν (γνώμη
σκοτίη - γνώμη γνησαίη, αἰσθήσεις-φρήν). 3. Ἡ
τέταρτη μαρτυρία ἔρχεται σέ ἀντίθεση καί μέ τά
ἀποσπάσματα καί μέ τίς τρεῖς προηγούμενες μαρτυρίες.
Οἱ τρεῖς προηγούμενες ἐκφράζουν ἐμπιστοσύνη στίς
αἰσθήσεις, στά φαινόμενα, ἡ τελευταῖα ἐκφραζει
ἀπόλυτο Σκεπτικισμό ἤ Ἀγνωστικισμό,
Ἡ πρώτη μαρτυρία δέν γεννᾶ δυσκολίες· συμβιβάζεται
μέ τή γνωσιοθεωρητική ἄποψη πού ὑποστηρίζομε: ἡ
ἀλήθεια βρίσκεται μέσα στά φαινόμενα· οἱ αἰσθήσεις
συλλαμβάνουν φαινόμενα καί ἡ νόηση (φρήν) βγάζει
μέσα ἀπό αὐτά τήν ἀλήθεια.
Προσπαθώντας νά ἐξηγήση τή φρασεολογία τοῦ
Ἀριστοτέλη γιά τή δημοκρίτεια γνωσιοθεωρία ἡ Helen
Weiss στήν εἰδική γι' αὐτό τό σημεῖο μελέτη της, πού
σημειώσαμε πιό πάνω, κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι ὁ
Σταγιρίτης κρίνει τίς ἀπόψεις τῶν Ἀτομικῶν μέ τό
πρίσμα τῆς δικῆς του φιλοσοφίας, μέσα ἀπό τό
ἐννοιολογικό οἰκοδόμημα, πού ἐκεῖνος καί ὁ
δάσκαλός του εἶχαν οἰκοδομήσει· ἐπισημαίνει ὁ
Ἀριστοτέλης ὅτι ὁ Δημόκριτος δέν χρησιμοποιεῖ τό νοῦ ὡς
δύναμη γιά τήν εὕρεση τῆς ἀλήθειας καί δέν μιλᾶ γιά
νοητά (τό ἐννοιολογικό ζεῦγος νοητά-αἰσθητά καί τό
ἀντίστοιχο ἀλήθεια-ψεῦδος, ἀνταποκρινόμενα στό
Εἶναι καί τό Γίγνεσθαι, εἶναι δημιουργήματα τῆς
πλατωνικῆς Γνωσιοθεωρίας)· ἄρα ὁ Δημόκριτος ζητοῦσε
τήν ἀλήθεια μέσα στό βασίλειο τῶν αἰσθητῶν, πού ἐδῶ
περιλαμβάνονται καί τά ἀτομα· ἔτσι ὁ Ἀριστοτέλης
κατέληξε ν' ἀποδώση στό Δημόκριτο τόν ταυτισμό
φαινομένων (αἰσθητῶν) καί Ἀλήθειας. Γράφοντας ὁ
Ἀριστοτέλης τό ἀληθές εἶναι τό φαινόμενον, μᾶς
μεταφέρει τήν πεποίθηση τοῦ Δημοκρίτου ὅτι ὅλη ἡ
πραγματικότητα βρίσκεται στά αἰσθητά, στά φυσικά
σώματα, ὅτι δέν ὑπάρχει ὑπεραισθητή πραγματικότητα
και ὅτι μόνο ξεκινώντας ἀπό τά δεδομένα τῶν αἰσθήσεων
εἶναι δυνατό νά φτάσωμε στήν ἀλήθεια.
Ἔτσι ἡ δεύτερη καί ἡ τρίτη ἀπό τίς μαρτυρίες τοῦ
Ἀριστοτέλη συμφωνοῦν μέ τήν πρώτη, πού καί ὁ Δημόκριτος
θά τήν ὑπέγραφε γι’ αὐθεντική διατύπωση τῶν ἀπόψεών
του,
Ὡς τήν ἐποχή πού ὁ
Langerbeck
ἔγραψε τό βιβλίο τοῦ (Δόξις Ἐπιρυσμίη 1935), ἡ
πιό μεγάλη δυσκολία γιά τούς μελετητές ἦταν τό
δίλημμα, πού ὁ Ἀριστοτέλης μέ τήν τέταρτη μαρτυρία
του προσγράφει στό Δημόκριτο: Ἤτοι οὐδέν ἀληθές εἶναι
ἤ ἡμῖν γέ ἄδηλον. Ἄν τό δίλημμα τοῦτο ἐκφράζη τό
γνωσιοθεωρητικό πιστεύω τοῦ Δημοκρίτου (γιά τή
δυνατότητα τῆς γνώσεως, πού εἶναι ἡ ἀφετηρία κάθε
γνωσιοθεωρητικῆς ἔρευνας), κατάφαση εἴτε τοῦ
πρώτου εἴτε τοῦ δεύτερου σκέλους τοῦ εἶναι
Σκεπτικισμός, Γράφοντας ὅμως μία πολύ διαφωτιστική
καί γόνιμη κριτική γιά τήν ἐργασία τοῦ Langcrbeck ὁ Ε.
Kapp
ἐπισήμανε ὅτι τό δίλημμα διατυπώθηκε ἀπό τό
Δημόκριτο ὡς κριτική τοῦ πρωταγόρειου Ὑποκειμενισμοῦ
πού συνεπάγεται ὅτι κάθε γνώμη εἶναι ἀληθινή. Ἡ
ἄποψη τοῦ Kapp ἐνισχύεται ὄχι μόνο ἀπό τή μελέτη τοῦ
ἀριστοτελικοῦ χωρίου στό σύνολό του ἀλλά καί ἀπό μιά
συναφή μαρτυρία τοῦ Σέξτου τοῦ Ἐμπειρικοῦ (μαρτ, 114).
Ἐδῶ δηλώνεται ρητά ὅτι ὁ Δημόκριτος ἀπευθύνει στόν
πρωταγόρειο λόγο τῷ ἀκόλουθᾳ : Ἄν κάθε γνώμη εἶναι
ἀληθινή, τότε καί ὁ ἰσχυρισμός πώς κάθε γνώμη δέν
εἶναι ἀληθινή θά εἶναι κι αὐτός ἀληθινός, ἀφοῦ κι ὁ
ἰσχυρισμός αὐτός εἶναι μιά γνώμη· ἄρα ἡ ἄποψη ὅτι
κάθε γνώμη εἶναι ἀληθινή γίνεται ψεύτικη. Τώρα εἶναι
σαφέστερο τό ἀριστοτελικό κείμενο, Ὁ Δημόκριτος
ἀπευθύνει στόν Πρωταγόρα τό δίλημμα : Ἡ τίποτα δέν
εἶναι ἀληθινό ἤ γιά μᾶς εἶναι ἄδηλο (τό πρῶτο μέλος
ὁδηγεῖ στύν ἀπόλυτο Σκεπτικισμό, τό δεύτερο στόν
Ἀγνωστικισμό). Μέ τήν ἑρμηνεία αὐτή καί ἡ ἀντίθεση
ἀνάμεσα στίς μαρτυρίες αἴρεται καί ὁ χαρακτηρισμός
μετατίθεται: δέν ἀναφέρεται στό γνωσιοθεωρητικό
πιστεύω τοῦ Δημοκρίτου ἀλλά τοῦ συμπολίτη του
Πρωταγόρα.
5.
Τώρα μποροῦμε νά ξαναγυρίσωμε στό ἀπόσπ, 117 καί νά
ἐξετάσωμε ἄν εἶναι δυνατή ἡ ἄρση τῆς ἀντιφάσεως πού
εἶχε ἐπισημανθῆ καί ὁ συσχετισμός τῶν ἀποσπασμάτων,
ὥστε νά ἔχωμε μιάύ συνολική εἰκόνα τῆς θεωρίας τοῦ
Δημοκρίτου γιά τή γνώση.
Ἐτεῇ οὐδέν ἴδμεν·
ἐν βυθῷ γάρ ἡ ἀλήθεια.
Θυμίζομε τήν ἀντίφαση : ὅποιος δέχεται τήν πρώτη
πρόταση, δέν μπορεῖ (λογικά) νά βεβαιώνη ταυτόχρονα
τή δεύτερη καί ἀντίστροφα. Πρόκειται γιά τή γνωστή
αὐτοδιάψευση κάθε ἀπόλυτου δογματισμοῦ.
Ἄν δεχτοῦμε τή δεύτερη πρόταση, θά πρέπει ν’
ἀναζητήσωμε συνεπή ἑρμηνεία τῆς πρώτης, ὥστε νά
παραμεριστῆ ἡ φαινομενική ἀντίφαση. Θά ἦταν
ἀπαράδεκτο ν’ ἀποδώσωμε μιά τέτοια ἀντιφατική
διακήρυξη στό Δημόκριτο, πού πρῶτος ἀσχολήθηκε μέ τή
Λογική. Νά δεχτοῦμε ὅτι ὁ ἴδιος χρησιμοποίησε ἕνα
τόσο ἀσθενές κι εὐπρόσβλητο σύνθημα; Οὔτε μπορεῖ νά
γίνη δεκτός ὁ συλλογισμός του ὡς προπαιδευτική
ἀπορία,
ἐκτός ἄν παραμεριστῆ ἡ ἐσωτερική ἀντίφαση.
Εἶχε ἐπισημανθῆ στήν πρώτη σελίδα ἡ ἀτέλεια τοῦ
συλλογισμοῦ. Ὕστερα ἀπ’ὅσα εἴπαμε, φαίνεται ὅτι ἡ
πρόταση πού λείπει —αὐτονόητη γιά τό Δημόκριτο—εἶναι:
ἴσμεν (νόμῳ, διά τῶν αἰσθήσεων)
φαινόμενα. Δηλ. ὁ συλλογισμός εἶναι :
Ἐν βυθῷ ἡ ἀλήθεια..
Ἴδμεν φαινόμενα (νόμῳ).
ἄρα
Οὐδέν ἐτεῇ ἴδμεν (οὐκ ἴδμεν τήν ἐν
βυθῷ ἀλήθειαν).
Μέ ἀλλά λόγια :
1. Ἡ ἀληθινή πραγματικότητα (ἄτομα καί κενό) εἶναι
κρυμμένη βαθιά,
2. Οἱ αἰσθήσεις συλλαμβάνουν τήν ἐπιφάνεια μόνο,
ποιότητες τῶν αἰσθήσεων, φευγαλέο ρεῦμα
συγκρουομένων ἀτόμων.
3. Μέ τίς αἰσθήσεις λοιπόν δέν γνωρίζομε τίποτα ἀπό τήν
πραγματικότητα
Μ’ αὐτό τό νόημα μπορεῖ νά ἦταν καί προπαιδευτική
διακήρυξη — ἀπάντηση στόν Ὑποκειμενισμό τῶν
αἰσθήσεων· συμφωνεῖ μέ ὅσα γνωρίζομε γιά τήν κριτική
τοῦ Δημοκρίτου κατά τοῦ Πρωταγόρα.
Ἡ πρώτη πρόταση τοῦ συλλογισμοῦ ἀποτελεῖ βασικό
ἀξίωμα, θεμελιακή θέση, διακήρυξη μίας πίστεως,
καί συμφωνεῖ μέ τήν ἀτομική διδασκαλία (ἐτεῇ ἄτομα
καί κενόν). Ἡ δεύτερη καί τό συμπέρασμα συμφωνοῦν μέ
τό Σκεπτικισμό τοῦ Δημοκρίτου, ὡς πρός τίς αἰσθήσεις,
ὅπως τόν διαπιστώσαμε μελετώντας τ' ἀποσπάσματα
6-10, Μένει ἀνοιχτός ὁ δρόμος γιά μία Γνωσιοθεωρία,
πού ἀντικείμενό της ἔχει τή γνησίη γνώμη. Ὁ
συλλογισμός, ὅπως τόν διατυπώσαμε, λογικά μπορεῖ νά
εἶναι προϊόν της γνωστικῆς δραστηριότητας τῆς
διάνοιας (φρενός), τῆς γνησίης γνώμης,
Πρόκειται γιά μία ἐπισήμανση ὄχι σχέσεως ἀλλά
διαφορᾶς: οἱ αἰσθήσεις δίνουν πληροφορίες γιά τήν
πραγματικότητα, ἀλλά δέν ἐγγίζουν τήν ἀληθινή ὑφή
της. Ἔτσι γίνεται πιό κατανοητό καί τό ἀπόσπ. 6 :
ὅτι ἐτεῆς ἀπηλλακται ὁ ἄνθρωπος (μόνο μέ τίς
αἰσθήσεις, ἐπαφή μέ τήν ἀλήθεια δέν ἔχει),
6.
Ἄν ἐπιχειρούσαμε νά προσδιορίσωμε μέ σύγχρονους
ὅρους τή θέση τοῦ Δημοκρίτου σχετικά μέ τό πρόβλημα τῆς
ἀλήθειας, θά λέγαμε ὅτι μόνο μέ τή θεωρία τῆς
ἀνταποκρίσεως θά μποροῦσε νά συνταχθῆ (correspondence
theory of truth)
: ὅ,τι γνωρίζομε καί θεωροῦμε ὡς ἀληθινό,
ἀνταποκρίνεται σέ κάτι ἀντικειμενικά ὑπαρκτό (γιά τό
Δημόκριτο ἄτομα καί κενό), ἀνεξάρτητο ἀπό μας καί τή
δραστηριότητά μας.
Ποιός γενικός χαρακτηρισμός ἁρμόζει στή
γνωσιοθεωρία τοῦ Δημοκρίτου; Πρῶτα διαπιστώσαμε
ὅτι εἶναι σύμφωνη μέ τήν ἀτομική θεωρία. Ἡ
μεγαλοφυής ἐκείνη μεταφυσική σύλληψη γιά τά ἄτομα
καί τό κενό ἐξηγοῦσε τή ροή τῶν φαινομένων καί τή
σταθερότητα τοῦ ὑποστρώματος καί ἔδινε τή βάση γιά
συνδιαλλαγή καί ταυτόχρονη ἀποδοχή δυό
φαινομενικά ἀντιφατικῶν ἐννοιῶν, τοῦ Εἶναι καί τοῦ
Γίγνεσθαι (βλ, μαρτ, 7), Τό ἄτομο ἔχει ὅλες τίς
ἰδιότητες τοῦ παρμενιδικοῦ Ὄντος (μοναδικό,
αἰώνιο κλπ. ἀλλά ὄχι ἀκίνητο), ἐνῷ ταυτόχρονα
ἀφήνει τή δυνατότητα γιά ἄπειρη ποικιλία
φαινομένων μέ τούς ἄπειρους συνδυασμούς του, ἀνάλογα
μέ τό σχῆμα, τή θέση, τήν τάξη (ρυσμόν} τρόπον,
διαθιγήν, μαρτ. 6). Συμπλήρωμα τῆς ἀτομικῆς
θεωρίας εἶναι ἡ ἀτομική γνωσιοθεωρία. Ἐπιχειρεῖ
μέσ' ἀπο τά φαινόμενα, παρά τήν ἀστάθεια καί τήν
ἀναξιοπιστία τους, νά φτάση στήν ἀλήθεια,
Ἀποβάλλοντας τά φαινόμενα σέ κριτική διεργασία μέ
τή δύναμη τῆς νοήσεως. Οἱ αἰσθήσεις χωρίς τή νόηση
προσφέρουν μόνο σκοτίην γνώση καί ἡ νόηση (φρήν)
χωρίς τήν ἀδιάκοπη συμπαράσταση τῶν αἰσθήσεων
κινδυνεύει νά γκρεμιστῆ. Δέν ὑποβάλλει μόνο τίς
αἰσθήσεις σέ κριτική, ἀλλά καί τή νόηση, ὅπως
διαφαίνεται στό ἀπόσπ, 155. Φαίνεται σάν πρόβλημα
συνέχειας (continuity) μέ ἐλεατική ἴσως ἐπίδραση, σάν
μιά πρώτη -παρατήρηση τοῦ εἴδους ἐκείνου, πού αἰῶνες
ἀργότερα ὡδήγησε στή σύλληψη τοῦ ἀπειροστικοῦ
λογισμοῦ, μά πάνω ἀπ' ὁλα εἶναι κριτική τῆς διάνοιας,
ἐπισήμανση μιᾶς λογικῆς ἀντινομίας
. Ἄν θέλαμε νά χαρακτηρίσαμε τή δημοκρίτεια
γνωσιοθεωρία μέ κάποιο νεώτερο ὅρο, φαίνεται πώς ὁ
μόνος πού ἁρμόζει εἶναι κριτική γνωσιοθεωρία.
Ἔχοντας θεμελιώσει ἔτσι μιά κριτική ἀλλά καί
αἰσιόδοξη θεωρία τῆς γνώσεως, ὁ Δημόκριτος προχώρησε
στή διατύπωση μίας ἠθικῆς. Πρός τήν κατεύθυνση αὐτή
μεταβατικό εἶναι τό ἀπόσπ. 69 : Ἄνθρώποις πᾶσι
τωὐτόν ἀγαθόν καί ἀληθές· ἡδύ δέ ἄλλῳ ἄλλο. Ἐδῶ ἡ
γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ εἶναι κάτι δεδομένο,
κλείνει κατηγορηματικά ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας,
γιά ν' ἀρχίση ἡ διερεύνηση τοῦ ἤθους. Ἡ ἀλήθεια
εἶναι αἴτημα, τό νέο πρόβλημα εἶναι θεμελίωση τοῦ
ἤθους καί ἀντιμετωπίζεται μέ τήν ἴδια κριτική
διάθεση καί περισσότερη αἰσιοδοξία γιά τήν
ἀνθρώπινη εὐδαιμονία.
Ἡ πρόταση πού χρησιμοποιήσαμε γιά τίτλο σ’ αὐτό τό
ἄρθρο ἔχει καθαρά γνωσιοθεωρητικό περιεχόμενο.
Θά μποροῦσε ὅμως ἀποφθεγματικά νά χαρακτηρίση καί
τίς περιπέτειες τῆς ἀλήθειας στόν τομέα τῆς ἠθικῆς.
Ἐδῶ δέν εἶναι ἡ φύση πού τήν κρύβει οὔτε οἱ αἰσθήσεις,
ἀλλά ἡ βούληση τῶν ἀνθρώπων.
Ὀφείλω εὐχαριστίες στον
κ.
Α. Η.
Coxon,
Chairman
τού
Department of Ancient
Philosophy
στό Πανεπιστήμιο τοῦ Ἐδιμβούργου, γιά τίς πολύτιμες
παρατηρήσεις του κατά τή συζήτηση τοῦ σχεδίου τῆς
έργασίας αὐτῆς, πού γιά τίς ἀτέλειές της δέν είναι
βέβαια ἐκεῖνος ὑπεύθυνος.
Ἡ
ἀναδρομική αὐιή χρήση μᾶς διευκολύνει καί εἶναι
ἐπιτρεπτή, ἀφοῦ οἱ τρόποι τῆς σκέψης ὑπάρχουν πρίν ἀπό
τή διατύπωσή τους.
Η.
Weiss,
Democritus' Theory of Cognition, CQ 32
(1938) 47-56.
Θ. Παπαδόπουλος,
Ἡ Γνωσιολογία τοῦ Δημοκρίτου,
«Ἑξάντας» I 1972) 29. Πρόκειται γιά κεφάλαιο ἀπό τό
βιβλίο του
Δημόκριτος,
ὁ φιλόσοφος καί φυσιοδίφης, ὁ θεωρητικός τῆς
δημοκρατίας, 1967, 277 σελ.
Kritik der reinen Vernunft.
Transl. by N. K. Smith, London, Macmillan 197111,
668:… How we are to fetch truth from the deep well of
Democritos (…
ἀπό τό βαθύ πηγάδι τοῦ Δημοκρίτου).
Weiss 49. W.
Κ.
C. Guthrie,
Λ
History of Greek Philosophy
2, Cambridge 1965, 454.
C. Bailey, Greek Atomists and Epicurus, Oxford
1928, 179.
Ρ.
Natorp,
Forsefmngen zur Gesehichte dts Erkenn inis problems iw
Altertum, Hildeshcim 1965 (—1884) 164-208.
Τό θεμέλιο τής ἀτομιστικῆς ἀπόψεως (γιά τή γνώση) πρέπει
νά χαρακτηριστῆ ὀρθολογιστικό (171 καί 179-181).
V.
Ε.
Alficri, /
due aspetti della thcoria del' conoscere in Democrito,
«Athenaeum» 30 (1952) 143- 60: La metafisica di
Detnocrito e razionalistiea (159).
Θ.
Βορέα,
Εἰσαγωγή Εἰς τήν Φιλοσοφίαν,
Ἀθῆναι
1932, 51 A. Gracser, Demokrit and die skeptisehe
Formet, «Hermes» 93 (1970) 300-317.
Ἡ μελέτη αὐτή εἶναι ἡ πιό διαφωτιστική γιά τή φράση
οὐ μᾶλλον (ἀπόσπ. 56), πού αργότερα ἔγινε
σύνθημα σκεπτικιστικό καί ἔδωσε λαβή γι’ ἀντίστοιχο
χαρακτηρισμό τοῦ Δημοκρίτου. Ὁ Κ. Γεωργούλης κρίνοντας
ἐργασία τοῦ
Timochenco
(βλ. ἑπόμενη σημείωση) ἐπιμένει στό σκεπτικιστικό
χαρακτήρα τής Γνωσιοθεωρίας τοῦ Δημοκρίτου· πάντως στήν
κριτική του οὔτε τίς πηγές συστηματικά ἐξαντλεῖ οὔτε
νεώτερες ἔρευνες μνημονεύει, πού ἔχουν φωτίσει πολλές
πτυχές τοῦ θέματος. Βλ.
καί
Dc Lacy, Colotes' first Criticism against Democritus,
στό J.
Mau-E. C. Schmidt, Isonοmia,
Berlin, Akademie-Verlag 1964, 66-77.
U. E. Timocheneo, Materialisme de Dctnocrite, «La
Pensee» 62 (1955).
Αὐστηρή κριτική δημοσίευσε ὁ Κ. Γεωργούλης στά «Σύνορα
τῶν δύο Κόσμων» (τεῦχος 12). Βλ. τήν ἀναδημοσίευση στό
βιβλίο του Ἀπόψεις ἀπό τήν Φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας,
Άθῆναι 1956, 93-109.
G. Grose w, Der Materialism us des Demokrit, «Altcrtum»
4 (1958) 215-20.
Παπαδύπουλος
25
ἑπ.
W. Kullmann,
Zur Nachwirkimg des Homo-Mensura-Satzes des Protagoras
bei Demokrit and Epikur,
AGPh 51 (1969) 128-144 (ἡ
περικοπή στή σελ.
132).
Η.
Langcrbcck,
Δόξις Ἐπιρυσμίη,
Berlin 1935 (ἀνατ.
1967) 118,
Κ.
v. Fritz, Democritus’ Theory of Vision :
Στόν τόμο
Science, Medicine, History
(In Honour of Ch. Singer)
1,
Oxford
1953· Γιά πρώτη ἐνημέρωση βλ. Θ. Βέικος,
Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, Θεσσαλονίκη 1972, 259-60.
K. v. Fritz, Philosophic und
sprachUchcr Ausdruck bei Demokril; Plato und Arts to
ides, armstadt 1966 (193S) 19.
R. G. Collinvood. The idea of History, Oxford
19703, 20.
Ed. Zeller, Die Philosophic der Griechen J,
Hildeshcim 1963 (=1920·) 1138:
Πρέπει,
λοιπόν,
νά παραδεχτοῦμε πώς οἱ μεμψιμοιρίες
(Klagcn)
τοῦ Δημοκρίτου γιά τήν ἀδυναμία μας στή γνωστική μας
προσπάθεια ἔχουν νόημα περιορισμένο· μόνο γιά τίς
ἐντυπώσεις τῶν αἰσθήσεων ἰσχυριζόταν ὅτι
προσανατολισμένες στά μεταβαλλόμενα
φαινόμενα,
δέν ἐξασφαλίζουν ἀληθινή γνώση.
Ἡ
σκοτίη γνώμη
θυμίζει τή
σκοτόεσσα δόξα
τοῦ Εμπεδοκλῆ
(ἀπόσπ.
132, 2).
Ἐξ ἄλλου ἡ ἀντιδιαστολή
σκοτίη
-
γνησίη
φέρνει στή μνήμη ἀνάλογη διάκριση τοῦ
Leibniz: obscure knowledge - clear knowledge.
Βλ.
Leibniz, Selections, Edited by Ph. Wiener, New
York 1951, 283-4.
Οί
Kirk-Raven ( Presocratic Philosophers, Cambridge
1957, 424)
φτάνουν στό συμπέρασμα ὅτι κατά τό Δημόκριτο καί ἡ
γνησίη γνώμη
πλησιάζει τήν ἀλήθεια,
ἀλλά δέν τή φτάνει.
Ο
J. Burnet (Greek Philosophy, London 19683lf
161)
ἀποφεύγει νά ταυτίση τή
γνησίη γνώση
μέ τόν ὅρο
thought
καί προτιμᾶ τήν ἔκφραση
inner sense (ἐσωτερική
αἴσθηση).
Ν.
Papadopoulos, Die Erkenninislehre tfas Demokrit,
Diss. Leipzig 1933, 41
ἑπ.
(ἡ
πληροφορία ἀπό τόν
Langerbeck
Μ4).
Πρβλ.
Fr. Bremano, Gesehiehte tier grtechischen
Philosophic, Munchen M63, 105:
Ἡ σκέψη ἀρχίζει μέ τά δεδομένα τῶν αἰσθήσεων.
Ἡ
θέση αὐτή ὁδηγεῖ καί πάλι στήν καντιανή Γνωσιοθεωρία
(93): Thoughis without understanding arc empty,
intuitions without concepts arc blind.
Σκέψεις χωρίς τήν ἀντίληψη εἶναι κενές, αἰσθήσεις χωρίς
ἔννοιες εἶναι τυφλές,) Πάντως μόνο τό πρῶτο μέρος τῆς
καντιανής ἀπόψεως βρίσκομε στό Δημόκριτο· συνάγομε τό
δεύτερο ὡς συμπέρασμα.
A.
Ρ.
D. Mourelatos, The Route of Parmenides, New Haven
and London, Yale University Press 1970, 109.
«Gnomon» 12 (1936) 65-77
καί
158-169,
εἰδικότερα βλ.
σελ,
165.
V.
Fritz, Democritus’ Theory of Vision 85:
Εἶναι θεμελιακή πίστη τοῦ Δημοκρίτου πώς ὑπάρχει ἀπόλυτη
ἀλήθεια,
προσιτή σέ μᾶς ὡς ἕνα βαθμό,
ἀλλά κρυμμένη
(ἄδηλον).
Ὁ
H. Munding (Die Gtaubtviirdigkeit von Versland and
Sinnen bei Demokrit, Diss. Frankfurt
1952, 51 και 55) Εικάζει ὅτι ἀπό παρατηρήσεις τέτοιου
είδους ὁ Δημόκριτος ἔφτασε στή σύλληψη τῆς ἰδέας τής
γνησίης γνώμης. (Η πληροφορία ἀπό τό βιβλίο τοῦ
Luther
150, σημ, 181).
Φαίνεται πώς ἀπό τήν αἰσιόδοξη τούτη στάση τοῦ
Δημοκρίτου πηγάζει ἡ παράδοση γιά τό γελαστό φιλόσοφο,
Βλ.
S.
I.uria,
Heraklit und Demokrit;
«Alterturn»
9 (1963).