Εμπεδοκλής –Αναξαγόρας
(πολυαρχικοί φιλόσοφοι)
- από το έργο του
W. K. C.
Guthrie
«ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ» -
Τους
πολυαρχικούς αντιπροσωπεύει ο Εμπεδοκλής, ο Αναξαγόρας και η
ατομική φιλοσοφία του Δημόκριτου. Ο
Εμπεδοκλής είναι μορφή ραδιούργα,
κάτι σαν συνδυασμός φιλοσόφου, θρησκευτικού μυστικιστή κατά τα
πυθαγόρεια πρότυπα, και μάγου ή θαυματοποιού. Ο ελληνικός κόσμος
της Δύσης, η κοιτίδα των Πυθαγορείων, είχε την τάση να
παρουσιάζει παρόμοιους συνδυασμούς και η έδρα του Εμπεδοκλή ήταν
ο Σικελικός Ακράγας. Καμιά άλλη εποχή ή περιοχή δεν θα μπορούσε
να παρουσιάσει ένα τέτοιο φαινόμενο. Υποστηρίζει ότι οι γνώσεις
του αποτελούν το κλειδί για να κυριαρχήσει κανείς πάνω στις
φυσικές δυνάμεις, ότι με αυτές τις γνώσεις μπορούν οι άνθρωποι
να σταματούν τους ανέμους, να προκαλούν βροχή, ακόμα και να
φέρνουν πίσω από τον Άδη τους νεκρούς. Πιστεύει σταθερά στη
μετεμψύχωση. Όλα αυτά αποτελούσαν ουσιαστικό μέρος του και
δεν μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε από τη φιλοσοφία του, που όμως η
συμβολή της στη σκέψη ήταν σοβαρή και συνιστούσε την πρώτη
προσπάθεια απελευθέρωσης από τον λογικό κλοιό του Παρμενίδη, του
οποίου μαθητής λέγεται ότι υπήρξε (ο Εμπεδοκλής.)
Αφού πρέπει να απαρνηθούμε την έσχατη ενότητα της ύλης, αν είναι
να λάβουμε υπόψη μας τα φαινόμενα, λέει ο Εμπεδοκλής ότι και τα
τέσσερα στοιχεία (τα οποία ονομάζει “ριζώματα”) - δηλ. η γη, το
νερό, ο αέρας και η φωτιά - είναι πραγματικά και έσχατα. Για τον
κόσμο των φαινομένων υποστηρίζει ότι αποτελείται από ποικιλία
συνδυασμών ανάμεσα στα τέσσερα αυτά ριζώματα-στοιχεία σε
ποικίλες αναλογίες. Ως γνήσιος Πυθαγόρειος έδινε μεγάλη σημασία
στην αναλογία ως καθοριστικό παράγοντα, και μάλιστα ήταν έτοιμος
να πει - αν και είναι δύσκολο να πούμε σε τι βασιζόταν σχετικά -
σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις ποια ήταν η αναλογία. Για τα
κόκαλα π.χ. δήλωνε πως τα αποτελούσαν δύο μέρη νερού, δύο γης
και τέσσερα φωτιάς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο του σκέπτεσθαι δεν
είναι ανάγκη να δεχτούμε ότι οτιδήποτε το πραγματικό αλλάζει -
ότι πράγματι γεννιέται ή χάνεται. Οι μόνες “πραγματικότητες”
είναι τα τέσσερα “ριζώματα”, και αυτά υπήρχαν ανέκαθεν και θα
υπάρχουν αιώνια. Τα φυσικά όντα δεν είναι πραγματικά, παρά μόνο
τυχαίοι συνδυασμοί αυτών των στοιχείων. Κίνηση βέβαια πρέπει να
υπάρχει και προφανώς θεώρησε ο Εμπεδοκλής ότι μπορούσε να
υπάρξει κίνηση και χωρίς την προϋπόθεση του κενού χώρου, για τον
οποίο ο Παρμενίδης φαινόταν να έχει αποδείξει ότι δεν υπήρχε.
Την φαντάστηκε όπως την κίνηση ενός ψαριού στο νερό, όπου, καθώς
το ψάρι προχωρεί, το νερό κλείνει αμέσως πίσω του και1
βρίσκεται συνεχώς σε πλήρη επαφή με όλο το ψάρι.
Μετά τον Παρμενίδη φαινόταν πως δεν μπορούσε πια να σταθεί η
αφελής αντίληψη των Ιώνων ότι η ύλη βρισκόταν σε κίνηση μόνη
της, όπως ένας Ζωντανός οργανισμός, και ήταν πια ανάγκη να τεθεί
μια ξεχωριστή κινούσα αιτία. Ο Εμπεδοκλής δέχτηκε δύο αιτίες,
τις οποίες ονόμασε
Φιλότητα
(Φιλία) και
Νεῖκος
(Έριδα). Στο έργο του για τη φύση παρουσιάζονται αυτά τα δύο ως
φυσικές δυνάμεις που ασκούν καθαρά φυσική έλξη και απώθηση. Το «Νεῖκος”,
με την επίδραση του οποίου κάθε στοιχείο τείνει να αποδεσμευτεί
από τα άλλα, είναι ταυτόχρονα τάση του όμοιου προς το όμοιο. με
την οποία κάθε μόριο προσπαθεί να προσκολληθεί σε άλλα του ίδιου
στοιχείου. Η Φιλία είναι η δύναμη που αναμειγνύει το ένα
στοιχείο με το άλλο και δημιουργεί έτσι σύνθετα πλάσματα. Άλλοτε
το ένα, άλλοτε το άλλο στοιχείο κερδίζει με τη σειρά του τη μάχη
και η εξέλιξη των κόσμων αποτελεί κυκλική εξέλιξη. Όταν
κυριαρχεί η Φιλία, τα στοιχεία συγχωνεύονται και γίνονται μία
μάζα. Όταν νικά το “Νεῖκος”,
τα στοιχεία υπάρχουν σε χωριστούς ομόκεντρους κύκλους - γιατί το
Σύμπαν το εννοεί σφαιρικό - με τη γη στο κέντρο και τη φωτιά
στην περιφέρεια. Ένας κόσμος σαν τον δικό μας υπάρχει στα
ενδιάμεσα στάδια, και παρουσιάζει μεγάλες μάζες γης που έχουν
αποτραβηχτεί και αποτελούν τις ηπείρους, και μάζες νερού που
αποτελούν τις θάλασσες, και ταυτόχρονα όλα τα είδη των
συνδυασμών των διαφόρων στοιχείων δημιουργούν τέτοια όντα, όπως
τα φυτά και τα ζώα. Αν και είχε ο Εμπεδοκλής τη δυνατότητα να
μιλήσει νια τις δυνάμεις αυτές ως φυσικός που ήταν, σαφώς
πίστευε ότι οι δύο αυτές δυνάμεις είχαν και χαρακτήρα ψυχολογικό
και ηθικό που σχετιζόταν με τα ονόματά τους. Εδώ παρεμβαίνει ο
διδάσκαλος της θρησκείας. Η Φιλία ενώνει τα δύο φύλα και έτσι οι
άνθρωποι παρακινούνται σε σκέψεις ευγενικές και καλές πράξεις.
Το “Νεῖκος”
εξάλλου φέρνει τη βλάβη και την αμαρτία στον κόσμο. Είναι
παράξενο, αλλ’ ακόμη δεν έχουμε φτάσει στο στάδιο στο οποίο
αυτές οι δυνάμεις να εννοούνται ως μη-υλικές. Απλώς δεν υπήρχε η
έννοια αυτή. Θα νόμιζε κανείς ότι, εφόσον οι κινούσες αιτίες
διαχωρίστηκαν από την κινούμενη ύλη, το τέχνασμα είχε πετύχει.
Αλλ’ η γλώσσα του Εμπεδοκλή δείχνει πως δεν ήταν έτσι το
πράγμα. Η Φιλία είναι “ίση σε μήκος και πλάτος”
προς τον κόσμο. Αυτή και το “Νεῖκος” “διατρέχουν τα πάντα”,
σαν ένα είδος υδραργύρου.
Γενικά, είναι προφανώς αναγκαίο να ασχοληθούμε με τα συστήματα
αυτά πολύ ακροθιγώς. Δεν μπορούμε π.χ. να εισέλθουμε στην
εξήγηση του μηχανισμού των αισθήσεων που μας δίνει ο Εμπεδοκλής,
όσο κι αν είναι ενδιαφέρουσα. Αλλά υποκύπτουμε στον πειρασμό να
αναφέρουμε μια από τις πιο παράξενες συνέπειες του εμπεδόκλειου
συστήματος, εξαιτίας του ενδιαφέροντος που περικλείει,
συγκεκριμένα ότι, όταν έφτασε ο Εμπεδοκλής στις λεπτομέρειες,
κατέληξε πράγματι συμπτωματικά (γιατί δεν υπήρχε περίπτωση
επιστημονικής παρατήρησης) σε μια σχεδόν δαρβίνεια θεωρία περί
φυσικής επιλογής. Ως προς αυτό είναι φυσικός φιλόσοφος, γιατί
στον κόσμο του δεν υπάρχει θεός δημιουργός. ούτε νους που να
κατευθύνει τους οργανισμούς προς κάποιο σκοπό. Τα έμβια όντα,
όπως και τα άλλα φυσικά σώματα, προήλθαν από καθαρά τυχαίους
συνδυασμούς των στοιχείων. Θα έπρεπε επομένως να εξηγήσει γιατί
η δομή τους και τα όργανά τους φαίνονταν να εκπληρώνουν τόσο
πετυχημένα κάποιο σκοπό. Μάτια και αυτιά, πόδια και χέρια,
πεπτικό σύστημα κ.ο.κ. φαίνονται να είναι τόσο θαυμαστά
προσαρμοσμένα στις λειτουργίες που οφείλουν να εκτελέσουν, ώστε
είναι δύσκολο να μην πιστέψει κανείς ότι έχουν σχεδιαστεί με την
προοπτική των λειτουργιών αυτών. Αλλά, είπε ο Εμπεδοκλής, δεν
ήταν ανέκαθεν έτσι. Αρχικά θα πρέπει να υπήρξαν τα πιο παράξενα
όντα- άνθρωποι με κεφάλια βοδιού, ζώα με κλώνους όπως τα δέντρα
αντί για μέλη. Αλλά στον αγώνα της επιβίωσης τα λιγότε- ρο
προικισμένα χάθηκαν και μόνο όσα τύχαινε να έχουν μέλη που
εξυπηρέτησαν τις πρακτικές ανάγκες επέζησαν.
Με τον Αναξαγόρα ξαναγυρνάμε στην ιωνική
παράδοση- όχι βέβαια στον αφελή μονισμό, αλλά στην παράδοση της
φιλοσοφίας ως επιστημονικής δραστηριότητας: το κίνητρο του
Αναξαγόρα ήταν η περιέργεια, όχι ανάμεικτη - κατά τον περίεργο
πυθαγόρειο τρόπο - με μυστικοπαθείς θρησκευτικές ιδέες. Ο
Αναξαγόρας καταγόταν από τις Κλαζομενές, κοντά στη Σμύρνη, από
το λίκνο της ορθολογικής σκέψης, και έζησε στην Αθήνα, όπου
αποτελούσε μέλος του Φωτισμένου και σκεπτικιστικού κύκλου που
σχηματίστηκε γύρω από τον Περικλή και την Ασπασία στα μέσα του
5ου αι. Κατηγορήθηκε πράγματι για ασέβεια και αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει την πόλη. Το κίνητρο της επίθεσης ήταν αναμφίβολα
πολιτικό και αιτία ήταν η φιλία του Αναξαγόρα με τον Περικλή,
όμως η κατηγορία είναι αξιοπρόσεκτη. Κατηγορήθηκε ο Αναξαγόρας
ότι είχε υποστηρίζει πως ο ήλιος δεν ήταν θεός, αλλά απλώς ένας
λίθος λευκός από τη θερμότητα και μεγαλύτερος από την
Πελοπόννησο.
Ανέπτυξε μια περίπλοκη θεωρία για τη φύση της ύλης, στην οποία
θεωρία δεν είναι απαραίτητο να τολμήσουμε να μπούμε εδώ. Όχι
μόνο το ακριβές νόημά της αποτελεί και τώρα θέμα διαμάχης μεταξύ
των ειδικών, ώστε θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να την εξηγήσει
κάποιος απολύτως σαφώς, χωρίς να χρειαστεί πολύν χρόνο για κάτι
τέτοιο, αλλά και με τη θεωρία καθαυτή δεν θα έμενε ικανοποιημένη
η φιλοσοφία. Ήταν κάτι σαν μεταβατικός σταθμός και ενδιέφερε
κυρίως για το ότι έδειχνε το δρόμο στην ατομική θεωρία που
ακολούθησε και που έφτασε ως το τέρμα. [Το σημαντικό που έχουμε
να παρατηρήσουμε εδώ είναι ότι ο Αναξαγόρας για πρώτη φορά σαφώς
κάνει διάκριση μεταξύ ύλης και πνεύματος.; Με τόλμη υποστήριζε
όχι μόνο - όπως ο Εμπεδοκλής - ότι πρέπει να υπάρχει κινούσα
αιτία χωριστά από την κινούμενη ύλη, αλλά και πως ό,τι δεν είναι
ύλη πρέπει να είναι πνεύμα.
Το πνεύμα (ο “Νοῦς”)
κυβερνά τον κόσμο και επέβαλε τάξη στο χάος. Μπορούμε επ’
ευκαιρία να παρατηρήσουμε ότι κανείς Έλληνας δεν μίλησε για
δημιουργία κατά τρόπο απόλυτο, για κάποιο δηλ. θεό που
δημιούργησε κάτι εκ του μηδενός. Η δημιουργία ενός κόσμου είναι
πάντα η επιβολή μιας τάξης - ενός “κόσμου”
- πάνω στο ήδη υφιστάμενο χάος της ύλης.
Η αντίληψη ότι πίσω από το Σύμπαν υπάγει ένας νους που κυβερνά
και ρυθμίζει τις μεταβολές φαίνεται να μας οδηγεί πίσω στη
θεϊστική αντιμετώπιση του κόσμου, αυτή τη φορά όμως μέσω της
λογικής σκέψης, όχι από απλή συγκατάθεση, προς τη θρησκευτική
παράδοση. Πόσο μακρυά από κάτι τέτοιο βρισκόταν ο Αναξαγόρας
μπορούμε να το κρίνουμε όχι μόνο από το γεγονός ότι το αθηναϊκό
κράτος τον εδίωξε ως “ἀσεβῆ”
(=άθεο), αλλά και από τη γνώμη του Σωκράτη και του Πλάτωνα.
Αυτοί οι φιλόσοφοι, που και οι δυο πίστευαν παθιασμένα στη
λογική διακυβέρνηση του Σύμπαντος, τον κατέκριναν διότι - όπως
δήλωσαν - αν και ξεκινά υποστηρίζοντας ότι ο νους είναι η έσχατη
αιτία για κάθε πράγμα, δεν χρησιμοποιεί αυτό το αξίωμα παρά μόνο
όταν δεν μπορεί να εξηγήσει κάτι με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.
Τότε θυμάται το νου, αλλά στις άλλες περιπτώσεις προσπαθεί να
εξηγήσει το κάθε τι σαν ένας αθεϊστής επιστήμονας, με αιτίες
φυσικές, υλικές. Δεν πρέπει λοιπόν να δώσουμε και πολλή σημασία
στην καινοφανή θεωρία του Αναξαγόρα, που σαφώς δεν προβλήθηκε με
τρόπο ο οποίος να προσφέρει οποιαδήποτε δυνατότητα ανάπτυξης
στην πνευματική άποψη. Συνεπή εικόνα του χαρακτήρα του μας
προσφέρει παραδειγματικά η ιστορία του μάντη που, όταν έδωσαν
ένα μονοκέρατο κριάρι στον Περικλή, ο μάντης ερμήνευσε το
φαινόμενο ως εξής: ένας από τους δύο πολιτικούς αντιπάλους -
Περικλής και Θουκυδίδης - αυτός στον οποίο ανήκε το κριάρι, θα
νικούσε. Ο Αναξαγόρας, όμως άνοιξε το κρανίο του ζώου και έδειξε
τη φυσική αιτία της ανωμαλίας αυτής, ότι ο εγκέφαλος του ζώου
δεν γέμιζε την όλη κοιλότητα του κρανίου, ως συνήθως, αλλά ήταν
μικρός και ωοειδής και συγκοινωνούσε με τη βάση του μόνου
κέρατου. Ο Πλούταρχος
προσθέτει ότι ο λαός θαύμασε πολύ τον Αναξαγόρα, αλλά πολύ
περισσότερο το μάντη, όταν εξοστρακίστηκε ο Θουκυδίδης.