Εισαγωγικά στο δαχτυλίδι του Γύγη
Εκηβόλος
Ο Γλαύκων προτείνει στο Σωκράτη τρία θέματα για συζήτηση,
υποβάλλει τρία ερωτήματα (358c):
α) Τι είναι η δικαιοσύνη (η ουσία της) και ποια η
αφετηρία της; Από πού αυτή ξεκίνησε;
β) Όλοι όσοι ακολουθούν τη δικαιοσύνη το κάνουν από
ανάγκη, ή επειδή θεωρούν τη δικαιοσύνη κάτι θετικό;
γ) Καλύτερη είναι η ζωή του άδικου ή του δίκαιου;
Στο
δεύτερο ο Γλαύκων, υποστηρίζοντας τον άδικο βίο,
επειδή, κατά την άποψή του, αυτός είναι πολύ καλύτερος από το δίκαιο,
ισχυρίζεται ότι η δικαιοσύνη δεν είναι έμφυτη αρετή (όχι αγαθό,
όπως λανθασμένα αναφέρει το βιβλίο), αλλά αποτέλεσμα κοινωνικής σύμβασης
(και όχι συμβιβασμών όπως, επίσης, λανθασμένα αναφέρεται). Δηλαδή η
δίκαιη συμπεριφορά του ανθρώπου δεν απορρέει από κάποια έμφυτη ηθική
συνείδηση, αλλά είναι αποτέλεσμα ενός κοινωνικού συμβολαίου
μεταξύ ισχυρών και αδυνάτων. Οι αδύνατοι ανέλαβαν την πρωτοβουλία να
κάνουν μια άτυπη συμφωνία με τους ισχυρούς, χωρίς -εννοείται- να
υπογράψουν ένα γραπτό κείμενο.
Οι όροι της κοινωνικής αυτής συμφωνίας είναι
κανείς να μην αδικεί και κανείς να μην αδικείται
(«μήτ' ἀδικεῖν μήτ'
ἀδικεῖσθαι» - 359α).
Οι βασικοί λόγοι που ανάγκασαν τους αδύνατους να
αναλάβουν την πρωτοβουλία για τη σύναψη αυτής της συμφωνίας είναι δυο:
α) η αδυναμία τους να αμυνθούν όταν αδικούνται, και,
β) η αποφυγή της τιμωρίας ύστερα από τη διάπραξη μιας
αδικίας.
Απ’
αυτό προκύπτει ότι η δικαιοσύνη έχει καθαρά αμυντικό
χαρακτήρα, αποσκοπεί δηλαδή, αφενός μεν την προστασία των αδυνάτων από
την επιθετικότητα των ισχυρών , αφ’ ετέρου δε στην αποφυγή των συνεπειών
που συνεπάγεται η διάπραξη της αδικίας από μέρους τους. Τα κίνητρα,
επομένως, της πρωτοβουλίας των αδυνάτων ήταν ωφελιμιστικό., και όχι
ηθικά. Οι αδύνατοι δηλαδή επιχείρησαν να πετύχουν την επιβολή της
δικαιοσύνης καθαρό. υπολογιστικό., από λόγους συμφέροντος.
Α ν κάποιος, υποστηρίζει ο Γλαύκων , μπορούσε να αδικεί
χωρίς να κινδυνεύει, σαφώς και θα το επέλεγε. Κι αυτό γιατί κανείς δεν
παραχωρεί αυτοβούλως ένα πλεονέκτημά του . (Εκείνος που μπορεί να
αδικεί βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των άλλων, αφού ωφελείται
από την αδικία). Επομένως, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η
δικαιοσύνη δεν είναι προϊόν ελεύθερης επιλογής, αλλά.
αποτέλεσμα ανάγκης.
Πρέπει σ’ αυτό τη σημείο να επισημάνουμε, ασφαλώς, ότι:
α) Δεν εξηγείται πώς οι αδύνατοι έπεισαν τους
ισχυρούς.
β) Θεωρείται δεδομένο ότι ο φόβος της τιμωρίας
λειτουργεί αποτρεπτικά,
ότι ανακόπτει την τάση προς την αδικία. Είναι
όμως έτσι; Λειτουργεί πάντα ανασχετικά ο φόβος της τιμωρίας;
Σχετικά με αυτό θα είχαμε να παρατηρήσουμε, μέσ’ από την
πείρα της ζωής, τα εξής:
*
Κάποιοι δεν αδικούν επειδή θεωρούν ότι αυτό είναι το
σωστό. Δεν το κάνουν δηλαδή επειδή φοβούνται την τιμωρία
*
Κάποιοι όντως φοβούνται την τιμωρία, γι' αυτό και συνήθως
αποφεύγουν να αδικούν
* Κάποιοι
άλλοι που αδικούν ελπίζουν στη διαφυγή, πιστεύουν δηλαδή ότι μπορεί και
να γλιτώσουν την τιμωρία
*
Κάποιοι, τέλος, δεν υπολογίζουν την τιμωρία. καμιά τιμωρία
δηλαδή δεν είναι ικανή να ανακόψει την (άδικη) δράση τους,
επειδή άλλα
κίνητρα ή παρορμήσεις υπερκαλύπτουν το φόβο της τιμωρίας.
Το δαχτυλίδι του Γύγη - ένας μύθος
του Πλάτωνα
Ιωάννα Μπισκιτζή
λέκτορας Κλασσικής φιλολογίας
O Πλάτωνας, στο Β΄ βιβλίο της «Πολιτείας» του και με το στόμα του
Γλαύκωνα, επινοεί ένα μύθο.
Ένας βοσκός του βασιλιά της Λυδίας ονόματι Γύγης βρίσκει τυχαία ένα
μαγικό δακτυλίδι μετά από δύο καταστρεπτικά φυσικά φαινόμενα. Την ώρα
που έβοσκε τα πρόβατα του άρχοντά του, έπιασε φοβερή καταιγίδα και έγινε
τόσο δυνατός σεισμός, ώστε άνοιξε η γη κάτω απ’ τα πόδια του. Κατέβηκε
στο χάσμα που δημιουργήθηκε και εκεί μέσα στα σπλάχνα της γης, είδε ένα
μεγάλο χάλκινο κούφιο άλογο. Από κάποια ανοίγματα στα πλευρά του κοίταξε
μέσα του και διαπίστωσε ότι εκεί ήταν ξαπλωμένος ένας νεκρός με
διαστάσεις σχεδόν γιγαντιαίες. Και το σημαντικότερο, φορούσε στο
χέρι του ένα χρυσό δακτυλίδι. Όταν ανέβηκε στην επιφάνεια διαπίστωσε ότι
το εύρημά του είχε μία αξιοπερίεργη μαγική δυνατότητα. Περιστρέφοντας
την πέτρα του («σφενδόνην» την ονομάζει ο Πλάτωνας) προς το εσωτερικό
της παλάμης του, γινόταν αόρατος και εμφανιζόταν πάλι, γυρίζοντας το
δακτυλίδι προς την αντίστροφη φορά. Ο ταπεινός βοσκός είχε λοιπόν στα
χέρια του ένα τεράστιο όπλο. Μπορούσε να κάνει οτιδήποτε επιθυμούσε,
χωρίς να γίνεται αντιληπτός και κυρίως, χωρίς να τιμωρείται ή έστω να
επιπλήττεται. Έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη φορέας μιας τουλάχιστον
παράδοξης και απρόσμενης δύναμης, η οποία μπορούσε να λειτουργήσει προς
όφελός του, πάντα όμως υπό το βάρος μιας έστω και λανθάνουσας αδικίας,
που μπορούσε να φτάσει κι ως το έγκλημα. Και πραγματικά έτσι έγινε. Ο
ασήμαντος μέχρι τότε Γύγης έγινε εραστής της βασίλισσας και με τη
βοήθειά της σκότωσε τον αφέντη του και πήρε ο ίδιος την εξουσία.
Κατέλαβε λοιπόν μια θέση που του χάρισε η δύναμη ενός χρυσού
κρίκου, χωρίς να υπολογίσει τα αθέμιτα μέσα που χρησιμοποίησε, αλλά με
μοναδικά κίνητρα – συνηθισμένα στην ανθρώπινη φύση -τη δόξα και τον
πλούτο.
Ο Γλαύκωνας, που διηγείται τη φανταστική αυτή ιστορία, καταλήγει στο
συμπέρασμα ότι είναι στη φύση του ανθρώπου να αδικεί, όταν μάλιστα
ξέρει εκ των προτέρων ότι δε θα υποστεί τις συνέπειες της αδικίας του.
Και αυτό γιατί ο κοινός νους λέει ότι η δικαιοσύνη δεν είναι τελικά ένα
αγαθό στη ζωή μας, αφού η εφαρμογή της προσκρούει στο προσωπικό μας
συμφέρον. Για όλους μας λοιπόν το βασανιστικό ερώτημα «αδικειν η
αδικεισθαι;» γίνεται πολύ απλό. Και η απάντηση στη συνείδησή μας δεν
είναι τουλάχιστον μία ανώδυνη ουδετερότητα, αλλά μία συνειδητή επιλογή
συμφέροντος: «αδικειν» και μάλιστα αν είναι δυνατόν ατιμώρητα.
Ένα δακτυλίδι λοιπόν έγινε η αιτία να διαφθαρεί ένας απονήρευτος βοσκός
και να περάσει από το φως του ενάρετου στη σκιά του
εγκληματία. Διαπράχθηκε μια αμαρτία που ο Πλάτωνας ονομάζει αδικία,
δηλαδή άρση της δικαιοσύνης.
Ο άνθρωπος λοιπόν καλείται να αλλάξει νοοτροπία να παλέψει με το κακό να
θεαθεί το φως δηλαδή το ωραίο, το δίκαιο, το αρμονικό,το αληθινό και
τούτο γίνεται με ένα και μόνο όπλο σύμφωνα με τον Πλάτωνα ,ένα όπλο
ανίκητο ακόμα και σήμερα: Την Ολοκληρωμένη Παιδεία.
[Ο Γύγης - ιστορικό πρόσωπο - ήταν βασιλιάς της Λυδίας κατά το πρώτο
μισό του 7ου αιώνα π.Χ. Πήρε το θρόνο με τη βοήθεια της συζύγου του
τελευταίου βασιλιά από τους απογόνους του Ηρακλή και ίδρυσε νέα
δυναστεία των Μερμναδών.
Με το μύθο συμφωνεί ως ένα βαθμό και το γεγονός, ότι είχε στο σκήπτρο
του και ένα δαχτυλίδι με μεγάλο πολύτιμο λίθο. Είναι επίσης γνωστό πως
ήταν δραστήριος και ενεργητικός βασιλιάς και πως οδήγησε τη Λυδία και
την πρωτεύουσα της, τις Σάρδεις, στην μεγαλύτερή της ακμή. Το βασίλειο
του, συμπεριελάμβανε όλη τη δυτική Μικρά Ασία ως τον ποταμό Άλυ και η
δυναστεία του έμεινε στην εξουσία πάνω από εκατό χρόνια.
Ο τελευταίος του απόγονος στο θρόνο της Λυδίας ήταν ο βασιλιάς Κροίσος,
που έγινε ξακουστός για τα πλούτη του και για την κακή ερμηνεία που
έδωσε στο χρησμό της Πυθίας.Ο μύθος του Γύγη έχει εμπνεύσει και πολλούς
σύγχρονους συγγραφείς. Ίσως περισσότερο γνωστό να τον έκανε το δράμα του
Φρίντριχ Χέμπελ « Ο Γύγης και το δαχτυλίδι του» (1856). Στο χώρο της
λογοτεχνίας ο μύθος αξιοποιήθηκε από τον Θεόφιλο Γκωτιέ στη νουβέλα του
«Ο βασιλιάς Κανδαύλης» (1844) και στο θέατρο πάλι από τον Αντρέ Ζίντ στο
ομώνυμο θεατρικό του έργο (1901). Το 1920 ο Α. Μπρυνώ έγραψε την όπερα «Κανδαύλης».]