ΔΥΟ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ Π. ΛΕΚΑΤΣΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΙΝΔΑΡΟ
Ὁ Μυστικός Χαραχτήρας τῆς Ἀποστολῆς τοῦ Πινδάρου
Κανένας Ἕλληνας ποιητής δέν
ἔχει μιλήσει γιά τήν τέχνη του μέ τόση ἐπιμονή καί μέ τόση ἀγάπη ὁσο
ὁ Πίνδαρος. Κανένας δέν ἔχει ποτέ βεβαιώσει τόσο θαρρετά τή
σπουδαιότητα καί τό λάμπος τῆς ἀποστολῆς του σάν κοινωνικῆς καί
ἱερῆς ἀντάμα. Οἱ ὅροι πού ὁ Πίνδαρος μεταχειρίζεται για νά
χαραχτηρίσει τόν ἑαυτό του παρασαστίζουν. Ἡ λέξη ποιητής λείπει
ἀπό τό ἔργο του· εἶναι φορές πού ξαναπαίρνει τόν ὅρο τῶν ἐπικῶν
ποιητῶν ἀοιδός·
μά προτιμᾶ νά λέει τόν ἑαυτό του θεράποντα ἤ κήρυκα τῶν θεῶν καί, πιό
συχνά, μάντιν ἤ προφήτην (=Ἀπ. 52f, 6. 104c καί 150 Schroeder :
μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ’ἐγώ). Ἀπό τήν ἄλλη δέν
ἀντιλογιέται καθόλου πῶς ὁ ΙΙίνδαρος — κι ὄχι μονάχα στά περιλάλητα
ἀποσπάσματα τῶν «θρήνων» καί στό 2ο Ὀλυμπιονίκη — κρατεῖ μ’ ὅλη τήν
ἀκρίβεια τό λειτούργημα τοῦ κήρυκα τῶν θεῶν, τοῦ ἐπιφορτισμένου νά
διαλαλήσει, ἀπό μέρους τους, τίς ἀλήθειες πού θέλουν νά διδάξουν στά
πλήθη. Ἐπιφορτισμένος νά μεταβιβάσει μία γνώση — σοφία (ὅρος πού
στόν Πίνδαρο σημαίνει πολύ συχνά τήν ποίηση) — δέν εἶναι διόλου
παράξενο πού ὁ ποιητής λέγεται συχνά σοφός ἀνήρ ἤ ἁπλᾶ σοφός ἤ
κάποτε καί σοφιστής ἀκόμη. Τό Ἀπόσπασμα 133, γιά τή μετεμψύχωση,
ἑνώνει κάτου ἀπό τόν κοινό ὅρο σοφίᾳ μέγιστοι, ἄνδρες,
τούς βασιλιάδες, τούς ἀνίκητους μαχητές, καί τούς ποιητές. Οἱ
ποιητές, μέ τή χάρη τῶν θεῶν, δασκαλεύουνται πάνου στά ἱερά θέματα,
ὅπως ἡ ἀρχή τῶν ἀθανάτων, πού οἱ θεοί μποροῦν νά τά διδάξουν στούς
ποιητές — σοφούς —, μά πού οἱ θνητοί δέν ἔχουν τρόπο νά τά βροῦνε (—Ἀπ.
52f, 22/23)· Πραγματικά, ὁ Πίνδαρος λογιάζει τόν
ἑαυτό του γιά ἱερό ἐξηγητή. Εἴδαμε τούς ὅρους πού μεταχειρίζεται
γιά λόγου του· κι ἄς
φτάσει νά παραλληλίσουμε μ’ αὐτούς ἐκείνους πού μεταχειρίζεται γιά
ἕνα πρωτομάντη, τόν Τειρεσία: Διός ὑψίστου προφάταν ἔξοχον,
ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν (Νεμεον. Ι, 60). Ὅ,τι τό δῶρο τῆς
ποίησης εἶναι ἕνα προίκισμα καί δέν μπορεϊ ν’ ἀποχτηθεῖ μέ τήν
προσπάθεια μοναχά, εἶναι μιά ἰδέα πού μᾶς τή βεβαιώνει ἡ
περιλάλητη περικοπή τοῦ 2ου Ὀλυμπιονίκη(στί. 86κέ Ι 124
κε Ι), ὅπου ὁ Πίνδαρος ἀντιπαραθέτει τόν σοφόν, πού ἔχει ἀπό τή
φύση τή μεγάλη γνώση του— πολλά εἰδώς φυᾷ — μ’ ἐκείνους πού δέν ξέρουν
παρά ὅ,τι μάθανε’—μαθόντες—καί πού παρομοιάζουνται μέ κόρακες πού
«τού κάκου κρώζουνε μπροστά στό θεϊκό πουλί τοῦ Δία». Προσωπικά
πιστεύω πώς ὅλη αὐτή ἡ ἱεροπρέπεια τῆς ὁρολογίας καί ἡ ἰδέα τῆς
ἱερότητας τῆς ποιητικῆς ἀποστολῆς τοῦ Πινδάρου βγαίνουν ἀπό τή
γλώσσα τῆς δελφικῆς λατρείας, πού ὁ Πίνδαρος εἶναι ἐπίσημος
ἀπόστολός της. Ἡ σχέση ὅμως τοῦ Ἀπόλλωνα καί τῶν Μουσῶν δέν εἶναι
τεχνητή: Εἶναι ἡ προβολή τοῦ κορυφαίου μουσικοῦ πού βρίσκεται
ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀρχαιότερου γυναικείου χοροῦ (βλ. Σελ. 18) καί πού
διάδοχός του εἶναι ὁ ποιητής, κληρονόμος καί τῆς ἀρχαίας
ἱερολειτουργικῆς ἰδιότητάς του. Ἔτσι καί ἡ χρήση τῆς δελφικῆς
ἱερολογικῆς γλώσσας, μακριά ἀπό νά εἶναι τυπική καί συμβατική,
εἶναι φορέας τῆς συνείδησης μιᾶς λειτουργίας καί ἀποστολῆς τοῦ
ποιητή πού ἀνεβαίνει σέ πρωτόγονες ρίζες. Μιά φωτεινή ἐδῶ μελέτη,
τῆς J. Duchemin, Mission Sociale et Pouvoirs Magiques du Poete compares
a
ceux du Roi dans k Lyrisme de Pindare (βλ Σέλ. 129), ἀπ’ ὅπου μεταφράζω τήν
παραπάνου περικοπή, τραβᾶ τήν ἑρμηνεία παραπέρα. Τήν ἔμπνευσή του
ὁ ποιητής δέν τήν ἀντλεῖ ἀπό τίς Μοῦσες μοναχά, μά κι ἀπό τίς Ὧρες κι
ἀπό τίς Χάριτες, Χορούς γονιμικῶν θεαινῶν, πού ἀνάμεσά τους εἶναι
κ’ οἱ Μοῦσες παλαιότερα, μά πού, καθώς συνδέουνται μέ τή «μνήμη» καί
τή Μνημοσύνη, μονοπωλοῦν ἀργότερα τή λειτουργία. Ἀπό τήν ἄλλη δ
Πίνδαρος παρουσιάζεται μέ κάποια ἀξίωση στή θεραπευτική, μέ τό
μαγικόν ἀκόμη χαραχτήρα της (Πυθιον. 3, Νεμεον. 4), ἰδιότητα πού
τήν ἀποδίνει μεταφορικά καί σέ βασιλιάδες (4ος Πυθιονίκης). Τήν
ἀξίωσή του στή μαντική καί τήν «προφητική» (ἐξηγητική τῶν βουλῶν
τῶν θεῶν ἤ τῆς γνώσης πού δίνουν οἱ Μοῦσες), τήν εἴδαμε στούς ὅρους πού
μεταχειρίζεται γιά νά δηλώσει τό λειτούργημά του. Ἀπό τήν ἄλλη,
συνθέτει παιάνα γιά νά στομώσει τά δεινά πού μιά ἔκλειψη τοῦ Ἡλίου
φοβερίζει νά χτυπήσουν τή Θήβα (—Ἀπ. 52k), παίρνοντας τή θέση καί τή
λειτουργία ἐκείνου πού ἔχει τή μπόσεση νά ἀσκεῖϊ μιάν ἐπιροή πάνου
στήν τάξη τοῦ κόσμου. Αὐτός εἶναι ὁ ἀρχαῖος δημόσιος μάγος πού
ταυτίζεται μέ τόν βασιλιά σ’ ἀρχαιότατα στάδια τῆς βασιλείας. Κατά
τή φραζεριανή θεωρία πού δέχεται ἡ συγγραφέας, ὁ βασιλιάς εἶναι ὁ
ἴδιος ὁ δημόσιος μάγος πού ἐξελίσσεται σέ μάγο βασιλιά, μά ἡ θέση
τούτη στενεύει τή βάση. Σήμερα ξέρουμε πώς εἶναι ὁ κορυφαῖος
μαγικολειτουργικῶν θιάσων, ἀπ’ ὅπου βγαίνουν καί οἱ μάγοι καί οἱ
μάντες καί οἱ θεραπευτές καί οἱ ποιητές, κι ἀκόμα πῶς εἶναι ὁ
ἀρσενικός σύγκοιτος τῶν βασιλικῶν γυναικών, θιάσου ἤ γένους, πού
συγκεντρώνει στόν ἑαυτό του τίς μαγικές τῶν γυναικών αὐτῶν
λειτουργίες. Τό λειτούργημά του εἶναι συνδεμένο μέ τήν γονιμότητα
τῆς γῆς, τῶν γυναικών καί τῶν ζώων, καί μέ τό ρυθμό τῆς κοσμικῆς τάξης·
οἱ θεραπευτικές ἰδιότητες δέν τοῦ λείπουνε· καί μέ τίς μαγικές
δυνάμες του ἐναρμονίζει γενικά τή ζωή τῆς κοινότητας μέ τή φύση.
Ὅταν ἀπό τό γήινο αὐτό πρότυπο πλάθεται ἡ βασιλική παράσταση τοῦ
οὐράνιου θεοῦ, ὁ βασιλιάς γίνεται ὁ ἀντιπρόσωπος κι ὁ διάμεσος τῶν
θεῶν καί τῆς κοινότητας, ἱερέας καί ἐξηγητής τῶν βουλῶν τους. Ὁ
μάγος αὐτός καί ὕστερα διάμεσος τῶν θεῶν καί τῆς κοινότητας
βασιλιάς εἶναι γνώριμο στήν προϊστορική Ἑλλάδα φαινόμενο:
προδίνεται ἀπό ἀθρόες λατρεῖες καί μύθους, ἀλλά κι ἀπό ρητές
μαρτυρίες, ὅπως ἀπό τήν περιλάλητη περικοπή τῆς Ὀδύσσειας 19,
109κέ. Ὑπάρχει καμμιά σχέση ἀνάμεσα στόν ἀρχαῖο αὐτό μάγο βασιλιά
καί στόν ποιητή; Ἡ συγγραφέας παρουσιάζει δύο στοιχεῖα: Τό ἕνα εἶναι
τό χωρίο τῆς θεογονίας 80/103, ὅπου οἱ Μοῦσες ἐμπνέουν τόν βασιλιά,
καί τό ἄλλο εἶναι ἡ περικοπή τοῦ ἴδιου ἔπους (στί. 22κέ), ὅπου οἱ Μοῦσες,
γιά νά δώσουν τό ποιητικό χάρισμα στόν ποιμένα Ἡσίοδο, τοῦ δίνουν ἕνα
σκῆπτρον, πού ἐδῶ σημαίνει ἕνα κλαρί δάφνης, μά πού δηλώνει καί τό
βασιλικό σκῆπτρο, ἀρχικά ἕνα κλαρί κ’ ἐτοῦτο. Ἡ ἀξία τῶν
περικοπῶν αὐταῶν, πού ἀλληλοσυμπληρώνουνται γιά νά δείξουν τόσο
κοντά τό βασιλιά στόν ποιητή καί τόν ποιητή τόσο κοντά στό βασιλιά,
εἶναι τόσο μεγαλύτερη, ὅσο κατεβαίνουν ἀπό βοιωτικό θρησκευτικό
ἔπος· κ’ ἡ σύνθεσή τους βρίσκει τή βεβαίωση τοῦ ἀρχικοῦ συνδέσμου,
πού δηλώνει, στόν ἱερό χαραχτήρα τῆς ἀποστολῆς τοῦ ποιηταῆ πού
ἀξιώνει ὁ Πίνδαρος, βοιωτός κι αὐτός ποιητής, γιά τόν ἑαυτό του.
Μάντης, προφήτης, θεραπευτής, δημόσιος μάγος γιά τήν ἀποτροπή
συμφορῶν πού πρόσημαδεύουν ἀνωμαλίες τῆς κοσμικῆς τάξης,
ἐμπνεόμενος ἀπό θεότητες γονιμικές, τίς Ὧρες καί τίς Χάριτες,
δέκτης μιᾶς σοφίας ἤ μυστικῆς γνώσης καί διερμηνέας τῶν θεῶν,
ἀρχιτέκτονας τῆς ἀθανασίας καί βαθυστόμα ὑπερήφανος γιά μιάν
ὑπερανθρώπινη ἀποστολή, πού τον κάνει νά μιλᾶ στοῦς ἴδιους τούς
κοσμικούς πιά βασιλιάδες ἀπό ψηλά, ὁ Πίνδαρος παρουσιάζεται νά
συνεχίζει μέ τό λειτούργημα τοῦ ποιητή, μέσα σ’ ἕνα κόσμο
πολύπλευρα διαφορισμένο πιά, τό λειτούργημα τοῦ ἀρχαίου μάγου
βασιλιᾶ, μάντη, προφήτη θεραπευτῆ, δημόσιου μάγου, συνεργάτη τῆς
κυκλικῆς ἐναλλαγῆς τῶν Ἐποχῶν (Ὡρῶν καί Χαρίτων) καί τῆς κοσμική;
πορείας, δέκτη μίας μυστικῆς σοφίας, διερμηνέα τῶν θεῶν καί, ἄς
προσθέσω ἀκόμη, ἀρχιτέκτονα, μέ τίς τελετές τῆς βασιλικῆς στέψης,
μίας ἠλυσιακῆς ἀθανασίας. Ἐκεῖνο πού διασώζει τή συνέχιση εἶναι,
κατά μέγα μέρος, οἱ μαγικές ἀρχές τῆς ποίησης, τό ξεκίνημά της ἀπό
τίς ἐπωδές, τούς ἔμμετρους λόγους τῆς μαγικῆς πράξης. Μία ἐπιμονή στήν
πίστη τοῦ μαγικοῦ καί παραπέρα τοῦ ἱερολειτουργικοῦ χαραχτήρα
της, εἶναι φυσική γιά τή Χορική, πού δέν ξεκορμίζεται ἀπό τή δημόσια
καί ἱερολειτουργική ἀποστολή τηςς κι ἀκόμη πιό φυσική γιά ποιητή
πού γεννιέται καί θρέφεται μέσα στή θρησκευτικότητα τῆς Βοιωτίας
καί πού ἀπό τά νέα του χρόνια συνδέεται μέ τό δελφικό ἱερατεῖο καί
τήν ἀπολλώνεια λατρεία. Στήν ἴδια γραμμή ἑρμηνείας μπορεῖ, θαρρῶ, νά
δείχνουνε κι ἄλλα στοιχεῖα. Εἶναι οἱ γυναικεῖες ἀρχές τόσο τῆς
προϊστορικῆς βασιλείας ὁσο καί τῆς ἑλληνικῆς ποίησης. Καί οἱ οὐό
αὐτές ρίζες κρατιοῦνται στή Βοιωτία, οἱ πρῶτες στή λατρεία μέ τά
Δαφνηφόρια, καί οἱ ἄλλες στό ποιητικό περίγυρο ὅπου ὁ Πίνδαρος
μεγαλώνει (βλ Σέλ. 16 κἐ). Τά Λαφνηφόρια, δπού πομπή παρθένων ὁδηγα
σέ μαντικό ἱερό τοῦ Ἀπόλλωνα ἕνα παληκάρι, εἶναι μιά γιορτή πού
ἀνακρατεῖ τήν πομπική ἀνάδειξη τοῦ ἀρχαίου βασιλιᾶ· καί τό τραγούδι
πού στήνει ὁ Χορός τῶν παρθένων, τό Παρθένιον, ἔχει ἀντίστοιχό του τά
ἀλκμανικά παρθένια, ὅπου ὁ κορυφαῖος δέν εἶναι πιά ὁ δαφνηφόρος
ἐποχικός βασιλιάς, μά ὁ ἴδιος ὁ ποιητής σάν ὀργανοπαίκτης.
Ἀντίστοιχο τῶν θηβαϊκῶν Δαφνηφορίων εἶναι τό δελφικό Στεπτήριον,
ὁπού, ὕστερα ἀπό μιά δραματική καταστροφή ἑνὀς ὁμοιώματος
βασιλικοῦ ἀνακιόρου, πού θυμίζει τό θεσμό τῆς βασιλοκτονίας, ὁ
ἐπικεφαλῆς νέος φεύγει γιά καθαρμό στά Τέμπη, ἀπ’ ὅπου γυρίζει
ἐπικεφαλῆς μιᾶς πομπῆς (ὄχι ἀποκλειστικά γυναικείας, ἄν καί στήν
τελετή ἔχουν σημαντικό μέρος οἱ Ὀλεῖαι, βοιωτικός διονυσιακός
θίασος), χρυσοστόλιστος καί κρατώντας κλαρί τῆς ἱερῆς δάφνης. Καί
στίς δυό γιορτές, τά παληκάρια πού ἐκτυπώνουν τόν ἀρχαῖο ἐποχικό
βασιλιά, κρατοῦν τό κλαρί τῆς δάφνης πού δίνουν οἱ Μοῦσες μαζί μέ τό
ποιητικό χάρισμα στόν Ἡσίοδο·
κ’ ἐνσαρκώνουνε πιά τόν Ἀπόλλωνα, πού ἀπό τήν ἄλλη τόν βλέπουμε
ἐπικεφαλῆς του παρθενικοῦ χοροῦ τῶν Μουσῶν ὀργανοπαίκτη. Ἔτσι καί
ἡ δελφική ἱερή ὁρολογία, πού χρησιμοποιεῖ ὁ Πίνδαρος, ριζώνεται
μέσα ἀπό τή λατρεία σ’ ἀρχαιότερους σχετισμούς τοῦ ποιητή, τοῦ
βασιλιά, τοῦ προφήτη.
‘Ο θρησκευτικός Χαραχτήρας
τῆς ΙΙινδαρικής IIοίησης
Τήν κύρια λειτουργία τῆς
Χορικῆς νά διασυνδέσει τό σήμερα μέ τό χθές, νά ἀνεβάσει τό
ἀτομικό καί μερικό στό καθολικό, καί νά ἐπιβάλει, μέ τό μεγαλεῖο
τοῦ ὄγκου, τόν κόσμο τῶν παραδομένων ἀρχῶν κι ἀξιῶν, μέ κανέναν ἄλλο
ποιητή δέν τή βρίσκουμε, ὅσο μέ τόν Πίνδαρο, στήν ἀκρότερη
δυναμικότητά της. Καθώς ἔτσι ὁ κόσμος αὐτός τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἀξιῶν
ἀκουμπᾶ σέ ἰδέες θρησκευτικές, σέ κανέναν ἄλλο, πάλι, ποιητή ἡ
Χορική δέν κράτησε, ὅσο στόν Πίνδαρο, τόν θρησκευτικά χαραχτήρα.
Ξέρουμε πόσο ὄμορφα ὁ ρήτορας Σενέκας χαραχτήριζε - ἀργότερα τά
τρία κύρια ἑλληνικά κέντρα: Ἀθῆναι μέν ἐν λόγοις διάσημοι,
θῆβαι δ’ ἐν ἱεροῖς, Σπάρτη δ’ ἐν ὅπλοις. Χάρη στή στενότατη
ἀγροτική οἰκονομία της, ἤ Βοιωτία στάθηκε ἀληθινά ἡ
ἐντονότερα θρησκευτική περιοχή τῆς Ἑλλάδας. Μητέρα λογίς θεῶν
καί θεαινῶν κι ἀποκλειστικά τοῦ Διόνυσου - γειτόνισσα τῶν Δελφῶν·
κέντρο παναρχαίων λατρειῶν τοῦ Ἔρωτα, τῶν Χαρίτων, τοῦ Ἀπόλλωνα·
περήφανη γιά τόν Καδμειακό καί τόν Ἡράκλειο μυθικό κύκλο·
τόπος συνάντησης ὅλων τῶν θεοτήτων κι ὅλων τῶν λατρειῶν
κατοικητήριο δαιμόνων πού κάνανε τήν δπαιθρο ν’ ἀνατριχιάζει καί
πέρα ἀπό τά χρόνια τοῦ Ἀλέξανδρου·
κατάσπαρτη ἀπό μυστικόπαθα ἱερά πού στά παραμικρά σημεῖα τους οἱ
Βοιωτοί ἀναζητοῦσαν τήν τύχη τους, καί κοιμητήριο ἀπό τούς τάφους
ἀναρίθμητων ἁγίων (μιά ἐρώτηση Κωμικοῦ εἶναι
καί τί οὐκ
ἀπήγξω ἵνα θήβῃσιν ἥρως γένῃ), ἡ Βοιωτία, ὅπως ἦταν ἡ
κατάληλότερη νά δώσει τό ἔπος τῆς θεογονίας, τήν ἱερή βίβλο τῶν
Ἑλλήνων ἄν οἱ Ἕλληνες μποροῦσαν νά’χοῦν βίβλο ἱερή, ἔτσι κι αὐτή
μονάχα μποροῦσε νά βάλει τόσο θρησκευτικό στημόνι στό ὕφασμα τῆς
συνείδησης ἑνός μεγάλου ποιητῆ μέ τήν καταβολή τῶν πρώτων ἰδεῶν
καί βιωμάτων. Ἡ βαθειά θρησκευτικότητα τοῦ ποιητῆ φανερώνεται
κιόλας μέ τόν ἀρχαιότερο γιά μᾶς ἐπίνικό του, τόν 10ο
Πυθιονίκη,
καί κρατιέται μ’ ἀκατέβατη στάθμη σ’ ὅλη τήν κατοπινή ποίησή του.
Τά ἱερατεῖα τῶν Δελφῶν καί τοῦ Ἄμμωνα, καί σίγουρα κι ἄλλων
δευτεροτέρων ἱερῶν, ἐπισημοποίησαν τήν ποίησή του. Στούς Δελφούς
πῆρε, μονάχα αὐτός ἀπό τους θνητούς, τό προνόμιο νά’ναι συντράπεζος
στό δεῖπνο τοῦ θεοῦ τους. Ὁ ἴδιος στήνει ἱερά στή Μεγάλη Μητέρα, στόν
Ἀπόλλωνα, στόν Ἑρμῆ τόν Ἀγραῖο. Τά χρόνια πού οἱ φιλόσοφοι τοξεύανε τά
πρῶτα βέλη τῆς ἀπιστίας, ἡ ποίηση τοῦ Πινδάρου ἀγωνίζεται νά
καθαρίσει τή θρησκεία ἀπό τίς ἀτέλειες καί νά στηρίξει, σέ
πνευματικότερο ἐπίπεδο, τήν πίστη. Ὁ ἴδιος δέν προχώρησε βέβαια
σέ μιά σύλληψη καθαρῆς πνευματικῆς ὑπόστασης τοῦ θείου, ὅπως ὁ
Ξενοφάνης, γιά τό λόγο πώς, σά Βοιωτός, εῖταν προσηλωμένος στίς
ἱεροτυπικές λατρεῖες. Οἱ θεοί του εἶναι πλάσματα, ὅπως καί οἱ θεοί
τοῦ Ὁμήρου· καί οἱ ἔρωτες
κ’ οἱ φθόνοι καί τ’ ἄλλα πάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς δέν τούς εἶναι ξένα·
εἶναι καί ὡραῖοι καί λαμπροφάνταχτοι μαζί - μά πόσο διαφορετικοί
ἀπό τους θεούς τοῦ Ὁμήρου, ἀπό τους θεούς πού ἡ Ἐποποιία δέν ἔκαμε
μονάχα τή φύση τους μά καί τή δυστυχία τούς αἰώνια. Ὁ Πίνδαρος ρίχνει
στόν ὁμηρικόν Ὄλυμπο τό λάμπος τῆς τελειότητας τῶν θεῶν του. Μονάχα
οἱ θεοί δέν ἀστοχοῦϋνε σ’ ὅ,τι ἐπιχειρήσουνε· κι οὔτε τίποτα τοῦ
φαίνεται ἀπίστευτο, ἄν ἔρχεται ἀπό τους θεούς, γιατί δέ βλέπει
πουθενά τά ὅρια τῆς δύναμής τους. Αὐτοί μονάχα ἀποσώνουν ὅ,τι
θελήσουνε, αὐτοί εἶναι οἱ κυρίαρχοι τῶν σκοπῶν, τῶν ἀρχῶν, τῶν
τερμάτων οἱ θεοί πού συναντοῦνε στά νέφη τόν ἀετό, πού προσπερνοῦν
τό δελφίνι στή θάλασσα, πού σωροβολιάζουνε τούς περίτρανους κι
ἀνεβάζουν σ’ ἀθάνατη δόξα τούς δίκιους. Ἡ ἐνέργεια τῶν Μοιρῶν, ἡ
Ἀνάγκη, τό Πεπρωμένο, ξακολουθοῦν νά μένουνε χωρισμένα ἀπό τους
θεούς πού ἐνεργοῦνε πάντα μέσα στά βρισμένα ἀπό τίς Μοῖρες. Ὡστόσο μιά
σταθερή ἀφαίρεση τοῦ Πινδάρου, πού συχνά ἀπομακραίνει τήν ἔκφρασή
του ἀπό τή δήλωση τῆς πολλότητας τῶν θεῶν γιά νά τή συγκορυφώσει στήν
ἑνότητα τοῦ θεοῦ (θεότητας, θείου), τόν βοηθᾶ νά ταυτίζει τά
καθορισμένα ἀπό τή Μοίρα μέ τή θέληση τοῦ θείου· καί σέ μιά μονάχα
μεριά, ὅπου ὁ ποιητής δεσμεύεται φανερά ἀπό τήν ἐπική παράδοση,
στόν VIο Παιάνα (=Ἀπ. 52f, 54/61), ἡ θέληση τῆς
Μοίρας παρουσιάζεται ἀντίθετη μέ τή θέληση τοῦ θεοῦ (μά καί πάλι
ἕνος μοναχά), κι ὁ θεός, ἄς εἶναι κι δ Δίας αὐτός, ἀδύναμος νά
μεταλλάξει τά πεπρωμένα. Ἡ παράδοση ὡστόσο, κατεβαίνοντας ἀπό
καιρούς πού οἱ Θεοί δέν πολυξεχωρίζαν ἀπό τούς ἀνθρώπους, εἶχε δώσει
τῶν θεῶν πρόστυχα πάθη καί ταπεινωτικές ἀδυναμίες. Ὁ Πίνδαρος
ἀντιμετωπίζει θαρρετά τήν παράδοση τούτη. Ὅπου ὁ μύθος πειράζει
τήν ἰδέα τῆς τελειότητας τῶν θεῶν, τόν ἀνασκευάζει ἤ τόν
παραπετάει. Οἱ θεοί δέν γεύτηκαν ἀνθρωπινά κρέατα στό πολυβόητο
δεῖπνο τοῦ Ταντάλου. Δέ μήνυσε ἄλλος τήν ἀπιστία τῆς Κορωνίδας στόν
Ἀπόλλωνα, μά μοναχός του ὁ παντογνώστης θεός νιώθει τό κρίμα. Μόνον
ἄξια γιά τούς θεούς χρωστοῦνε νά λένε οἱ θνητο·
καί πετάει μέ δέος ἀπό τό στόμα του ὁ ποιητής τήν ἱστόρηση τῶν
πολέμων τοῦ Ἡρακλῆ καί τῶν θεῶνε. Ὅσο ὅμως περισσότερο τέλειοι κι
ἀπειροδύναμοι εἶναι οἱ θεοί, τόσο ἄτελοι καί περιορισμένοι στή
δύναμη οἱ ἄνθρωποι. Ἡ μικροποίηση πραγματικά του ἀνθρώπου εἶναι
φυσική συνέπεια ὅλων τῶν τάσεων γιά τήν ὑπερεξύψωση τοῦ θείου,
θεοί καί ἄνθρωποι, κατά τό προοίμιο τοῦ 6ου Νεμεονίκη πού
ἀπηχεῖ τήν ἰδέα τῆς ἡσιόδειας θεογονίας, ἀπό τήν ἴδια μάνα, τή Γῆ,
γεννηθῆκαν. Ἐκεῖνοι ὅμως ἀνεβῆκαν ἀθάνατοι κι ἀπειροδύναμοι στόν
ἀξεσάλευτο οὐρανό, κ’ ἐμεῖς πήραμε τή λιγόζωη καί λιγοδύναμη
ὕπαρξη πού τραβοῦμε ἀπό τό χῶμα. Περιορισμένοι στή δύναμη καί στό
πνεῦμα, οἱ θνητοί δέν ξέρουν τά γραμμένα τῶν Μοιρῶν, δέν ξέρουν τίς
βουλές τῶν θεῶν, δέν ξέρουν τήν πορεία τῶν περιστατικῶν, δέν ξέρουν
τίς αἰτίες τῶν συμφορῶν, δέν ξέρουνε τό αὔριό τους. Ἀμετασάλευτη
γραμμή τούς ἔχει καθορίσει καί τά μέτρο πού μποροῦνε νά φτάσουν. Εἶναι
ἡ ἀριστοκρατική ἰδέα τοῦ μέτρου πού κατοχυρώνει τήν κοινωνική
τάξη, μιά τάξη πού τήν ἔχουν στήσει καί τή φρουροῦνε οἱ ἴδιοι οἱ θεοί,
οἱ ἔφοροι καί τηρητές τῆς κοσμικῆς (παναπεῖ τῆς κοινωνικῆς)
ἁρμονίας, πού συντρίβουνε κάθε ὑπερβασία. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖΐ νά
τραβήξει πέρα ἀπ’ τίς στῆλες τοῦ Ἡρακλῆ, ὁ οὐρανός εἶναι ἄβατος γιά
δαῦτον : Ὁ Πήγασος γκρέμισε τόν Βελλεροφόντη πού βάλθηκε ν’ ἀνεβεῖ
στῶν θεῶν τη χαλκόστρωτην ἕδρα. Ὁ Ἀσκληπιός πού ἀνάστησε νεκρό
κεραυνώθηκε, ὁ Τάνταλος κι ὁ Ἰξίων, πού βάλθηκαν νά ξεγελάσουν τούς
θεούς, παραδοθῆκαν σέ μαρτύρια πού δέν τελειώνουν. Οἱ τερατικές
δυνάμες, πού ἐπιχείρησαν νά καταλύσουν τό κράτος τῆς ἁρμονίας, ὁ
Τυφώνας, οἱ Τιτάνες, ὁ βασιλιάς τῶν Γιγάντων, καταλυθῆκαν. Μιά
παγκόσμια ἁρμονία, πού ἡ ἔκφρασή της εἶναι ἡ κοσμική καί κοινωνική
τάξη, ἔχει καθορίσει τή θέση, τόν κύκλο, τίς δυνατότητες τοῦ
ἀνθρώπου. Ἐφήμερα πλάσματα, πού εἶναι καί δέν εἶναι, οἱ ἄνθρωποι,
ὀνειροφάσματα σκιῶν, ἄς γυρεύουνε τή σκέπη τῶν θεῶν, κρατώντας τή
λατρεία τους καί τούς ὁρισμούς, μή ξεπερνώντας τή στράτα πού τούς ἔχουν
ἐκεῖνοι χαράξει.Ἡ ἀριστοκρατική, ὡστόσο, ἰδεολογία δέν
ἐξισώνει τούς ἀνθρώπους.Ὑπάρχουν κ’ οἱ εὐνοούμενοι τῶν θεῶν, πού δέν
εἶναι φυσικά παρά οἱ γόνοι τῶν ἀριστοκρατικῶν σογιῶν, πού μέσα ἀπό
τή γραμμή ἡμίθεων προγόνων πλησιάζουν τή φύση τῶν θεῶν, ἤ μέ τό
μεγάλο τό νοῦ ἤ μέ ὑπέροχο σέ κάλλος ἤ δύναμη κορμί, στοιχεῖα πού
συγκροτοῦν ἕνα ἰσόθεο πλάσμα. Σ’ αὐτούς κατεβαίνει ἡ χάρη τῶν θεῶν,
δίνοντας τους τήν ἀρετήν, παναπεῖ τήν ἡρωική ἀξιοσύνη, καί
στεφανώνοντας μέ τήν ἐπιτυχία τή δοξαστική ἐπιδοσή τους. Ὄνειρα
σκιῶν οἱ ἄνθρωποι, μά σάν ἔρθει θεόσταλτο πάνω τους φῶς,
λαμποντύνεται καί γλυκαίνει ἡ ζωή τους. Τά θεοδοτά ἀληθινά
χαρίσματα, το «θεόσταλτο» φῶς, οἱ ἔμφυτες ἀξιοσύνες, μονάχα αὐτά
εἶναι πού ἔχουν ἀληθινή τήν ἀξία: Παράδειγμα οἱ πολυθρύλητοι
ἥρωες, καί στήν κορφή τούς ὁ Ἡρακλῆς κι ὁ Ἀχιλλέας. Ὅσα
μαθαίνουνται χωρίς τή θεόθετη τούτη βάση, εἶναι ἄπλερα καί λειψά,
καί δέν ὁδηγάνε στό μεγάλο κατόρθωμα ποτέ τους. Τό συμπέρασμα
φυσικά εἶναι πώς τά θεοδοτά χαρίσματα τά’χουν μονάχα οἱ φύτρεςτων
εὐγενῶν, πού σημαίνει πώς ὁ λαϊκότερος ἄνθρωπος δέν ἔχει νά
περιμένει παρά τή λειψή ἀπόδοση πού τοῦ δίνουν οἱ μαθητές
ἀξιοσύνες. Ὡστόσο καί τά ἔμφυτα χαρίσματα τῶν εὐνοημένων ἀπό τούς
θεούς δέ φτάνουν μόνα τους ν’ἀποδώσουν. Χρειάζουνται τό μόχτο καί τόν
κίντυνο τῆς ἄσκησης, τό θαρρετό κατέβασμα στούς ἀγῶνες τῆς τιμῆς·
γιατί ἀλλιῶς ἀτονοῦν καί μαραίνουνται, ὅταν ὁ μόχτος τῆς ἄσκησης,
ὅταν ¨η φιλότιμη σύγκρουση μέ τά στοιχεῖα πού τά ἀναιροῦν, δέν
ἔρχεται νά τά ζωοποιήσει καί νά τά ἀκονίσει. Ὄνειρα σκιῶν οἱ
ἄνθρωποι, ναί, μά ὅταν ἔρθει ἀπάνού τους μία θεόσταλτη ἀχτίδα φωτός,
ἀπομένει σ’ αὐτούς νά ὑποστατώσουν τήν ὕπαρξή τους. Ἡ φιλότιμη «ἀρετη»,
πού τή βραβεύει ὁ θρίαμβος, σιγουρεύει, ὕστερα ἀπό τίς μπόρες,
μελιστάλαχτη τήν αἰθρία τῆς εὐδαιμονίας σ’ ὅση ἀπομένει ζωή·
καί παραπέρα χωρίζει τήν ὕπαρξη σέ δυό αἰώνιες, τή μιά, τιμημένη
ἀπό τους χθόνιους θεούς, ἀνάμεσα στούς ἠλυσιακούς ἥρωες, τήν ἄλλη
ἀνάμεσα στούς ζωντανούς, μέ τά χαραχτηριστικά πού τῆς δώσαν οἱ
ποιητές, θεοκίνητοι κ’ ἐτοῦτοι λειτουργοί της ἀθανασίας, καί πού
ἀνθοβολεῖ, σπέρμα ἀρεταῆς, στή στοργή τῶν ἀνθρώπων πού θα ’ρθοῦν. Ἡ
ἀνακύκληση τῶν ἰδεῶν αὐτῶν, μέσα ἀπό ἕνα ἱερόπρεπο ὕφος, ὅπου τό
κάθε νόημα βαθαίνει μέ τή φωτοσκίαση, μέ τό ζυγάρισμα καί μέ τούς
ἀπόηχους ἑνός προφητικοῦ λόγου, δίνει στόν Πίνδαρο τόν χαραχτήρα
τοῦ ἀποστόλου μίας νέας θρησκευτικότητας, τόν χαραχτήρα τοῦ
προφήτη, θά λέγαμε, ἤ διερμηνέα τῶν «ζώντων θεών», χαραχτήρα
ἀκόμη πού ρητά τόν ἀξιώνει γιά λόγου του καί πού τόν κυρώνει σάν
δωρητής, ὁ ἴδιος, τῆς ἀθανασίας. Ἡ οὐσία τῆς ἀποστολῆς αὐτής
φαίνεται νά κατεβαίνει ἀπό πολύ ἀρχαιότερες πηγές, ἀπ’ ὅπου καί τό
προελληνικό ὄνομά του.