ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΛΩΝ
(αντίστοιχο
κεφάλαιο στο έργο του
Walter Friedrich Otto
«ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ»)
Φαντάζεται
κανείς εύκολα το πώς από την ιδέα ενός τέτοιου θεού μπόρεσαν να
προκόψουν μυστηριώδεις μυήσεις και δόγματα. Ωστόσο, δεν
επιθυμούμε να ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο και δεν θίγουμε
καθόλου οποιαδήποτε μυστικιστική προοπτική ούτε την ορφική
παράδοση στο σύνολό της. Ένα άλλο, πολύ σημαντικώτερο στον όλον
της ελληνικής θρησκείας, φαινόμενο, απαιτεί ακόμη την προσοχή
μας.
Ο Διόνυσος κείται μακρυά από την ομηρική θρησκεία, μολονότι το
πρόσωπο και οι τύχες του ήταν γνωστά στον ποιητή (βλ. ανωτ. σ.
61 κ.ε.). Είναι άλλου τύπου απ’ ό,τι οι γνήσιοι Ολύμπιοι. Ως
γιος μιας θνητής μητέρας μοιάζει να ανήκη στον κύκλο των
υπερανθρώπων, όπως ο Ηρακλής, που έπρεπε πρώτα να γίνουν άξιοι
του ουρανού. Έτσι λέγεται επίσης ότι ανέσυρε την μητέρα του από
τον Άδη και ανέβηκε μαζί της στον ουρανό (πβ. Απολλόδ. 3,38.
Σχόλ. εις τους Αριστοφ. Βχτρ.
330· μετά από ένδοξη ζωή ο Οράτιος,
Carm.
3,3,13, τον βάζει να εισέρχεται εκεί πάνω στο άρμα του που
σέρνουν τίγρεις). Και όμως διακρίνεται από όλους όσους είχαν
θνητή μητέρα- γιατί γεννήθηκε για δεύτερη φορά από το
σώμα του Δία. Εξ ου και είναι πέρα για πέρα ένας θεός, ο θεός
της διττότητας, όπως το εκφράζει με τόση ομορφιά και αλήθεια ο
μύθος της γέννησης. Και ως γνήσιος θεός σημαίνει έναν ολόκληρο
κόσμο, το πνεύμα του οποίου επιστρέφει διαρκώς με νέες μορφές
και συνδέει το υψηλό με το αφανές, το ανθρώπινο με το ζωικό, το
φυτικό και το στοιχειακό σε μια αιώνια ενότητα. Αυτός όμως ο
κόσμος, λόγω του γήινου, του διττού του χαρακτήρα και της
συνάφειάς του με τον θάνατο, διακρίνεται από τα βασίλεια όπου
εξουσιάζουν οι ολύμπιοι θεοί. Έχουν στήσει τους θρόνους τους
στο διαυγές ύψος, ψηλά πάνω απ’ τη σφαίρα όπου κυβερνά η
αρχέγονη δύναμη των στοιχείων. Γι’ αυτό ζητεί κανείς μάταια τον
Διόνυσο εκεί όπου αυτοί μόνοι βασιλεύουν.
Η ολυμπιακή όμως θρησκεία δεν απέρριψε και δεν καταδίκασε ποτέ
τα γήινα όντα αλλά πάντοτε ανεγνώριζε την αξία τους. Έτσι οι
πλέον σημαντικές ωθήσεις για την ζωογόνηση της διονυσιακής
λατρείας ξεκίνησαν από τον δελφικό Απόλλωνα. Επί πλέον: ο ίδιος
ο Διόνυσος οικούσε στους Δελφούς με τον Απόλλωνα και μπορούσαν
μάλιστα τα πράγματα να δίνουν την εντύπωση ότι όχι απλώς είχε εξ
ίσου με τον Απόλλωνα αυτό το δικαίωμα αλλά ότι ήταν κατ’ ουσίαν
ο άρχοντας του ιερού τόπου.
Ο Απόλλων συμμετείχε με τον Διόνυσο, στο δελφικό εορταστικό
έτος: κατά τους χειμερινούς μήνες αντί του παιάνα ακουγόταν ο
διονυσιακός διθύραμβος. Ο Διόνυσος όμως απήλαυε και εκτός της
χειμερινής περιόδου μεγάλων τιμών στους Δελφούς. Τα τύμπανα από
τα αετώματα του ναού του Απόλλωνα παρίσταναν από τη μια πλευρά
τον Απόλλωνα με την Λητώ, την Άρτεμι και τις Μούσες, από την
άλλη τον Διόνυσο με τις Θυιάδες, τον μαινόμενο λοιπόν θεό (Παυσαν.
10,19,4). Μια τόσο καλά πληροφορημένη πηγή όπως ο Πλούταρχος
(Περί Φυγής
9) δηλώνει ότι η συμμετοχή του Διονύσου στους Δελφούς δεν ήταν
καθόλου μικρότερη από αυτήν του Απόλλωνα. Θα μπορούσε μάλιστα
κανείς να υποθέση ότι υπήρχε στους Δελφούς πριν από τον Απόλλωνα
(Σχόλ. Πινδ. υπόθ. Πυθ.,
πβ.
Rohde,
Ψυχή
II 54,2). Μια αγγειογραφία περί το 400 π.Χ. δείχνει τον Απόλλωνα
και τον Διόνυσο να τείνουν τα χέρια ο ένας προς τον άλλο
(Comte-rend.
1861. Πίν. 4). Για την στενή σχέση των δυο θεών θα μπορούσαν να
αναφερθούν πολλές ακόμη μαρτυρίες. Η θεολογική, τέλος, έρευνα
τους έχει μάλιστα ταυτίσει (πβ. Μακρόβ.
Sat.
1,18, 1 κ.ε. κ.α.).(Λήψη ολόκληρου του
αρχελιου)