Δημόκριτος
Σαράντος
Πάν
Ο Δημόκριτος του Ηγησιστράτου γεννήθηκε στα Άβδηρα της
Θράκης περί την 80ην Ολυμπιάδα (460 - 457
π.Χ.)· διεκρίνετο δε για την αξιοπρέπεια του, την
ελεγχόμενη αισιοδοξία και την λεπτή ειρωνεία, που ήταν
ζωγραφισμένη στο μονίμως χαμογελαστό πρόσωπο του, εξ ου
και ο χαρακτηρισμός του ως «Γελασίνου». Ανήσυχο
πνεύμα και φιλομαθής καθώς ήταν, ταξίδευσε σε πολλά
μέρη της γης και παρακολούθησε τις διδασκαλίες πολλών
φιλοσόφων και επιστημόνων, οι οποίοι, καθώς φαίνεται,
δεν τον ικανοποίησαν. Επανακάμψας στην πατρίδα του,
συναντήθηκε με τον Λεύκιππο, με τον οποίο συνδέθηκε
φιλικά και παρέμεινε μονίμως στην σχολή του. Ειρήσθω εν
παρόδω, ότι η εν Αθήναις επίσκεψη του αμφισβητείται και
κατά συνέπειαν το
«ἦλθον εἰς Ἀθήνας καί οὔ τις μέ ἔγνωκεν»
ελέγχεται ως πλαστό και ψευδές.
Ο Αβδηρίτης δεν δημιούργησε ιδιαίτερο φιλοσοφικό
σύστημα, αλλ’ ακολούθησε τις θεωρίες του Λευκίππου τις
οποίες συστηματοποίησε, επεξέτεινε και δημοσίευσε ως
κοινές κατακτήσεις τους. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο
Μέγας Διάκοσμος αποτελεί έργο του Μι-λησίου κι ο
Μικρός Διάκοσμος δικό του· κάτι τέτοιο ωστόσο από
πουθενά δεν προκύπτει. Το βέβαιο είναι λοιπόν, ότι η
«περί ἀτόμων καί κενοῦ
θεωρία»,
η κοσμολογία και η κοσμογονία αποτελούν κοινά έργα
αμφοτέρων τα υπόλοιπα ωστόσο συγγράμματα, που αγγίζουν
όλα σχεδόν τα θέματα του επιστητού, αποτελούν
αποκλειστικά έργα του ακάματου Δημοκρίτου.
Το σύμπαν είναι βέβαια άπειρο, «διότι καθόλου δεν
έχει δημιονργηθή από κάποιον»· οι κόσμοι όμως, που
επίσης είναι άπειροι, δημιουργούνται και καταστρέφονται
εξαιτίας της δίνης,
«ἥν ἀνάγκην ἔλεγον».
Εξυπακούεται ότι κι ο δικός μας κόσμος έχει ημερομηνία
γέννησης και φυσικά κάποτε θα καταστραφή. Όταν λοιπόν
χωρίστηκαν ο Ουρανός και η Γαία, γέννησαν κι έφεραν στο
φως όλα τα φυτά και τα ζώα, εφωδιασμένα μάλιστα με το
σπέρμα, που αποτελεί το στοιχείο αναπαραγωγή ς και
διαιώνισής τους. Αυτή είναι η θεωρία του Δημοκρίτου περί
της γενέσεως και της εξελίξεως των ειδών, την οποία
δανείσθηκε απ’ τον Εμπεδοκλή - έμμεσα ή άμεσα αδιάφορο.
Στο ερώτημα: «Γιατί από το σπέρμα εκάστου είδους δεν
γεννιέται οτιδήποτε» ο σοφός άπαντα: «Διότι το
σπερματικό υγρό προέρχεται απ’ όλο το σώμα κι απ’ τα
κυριώτερα μέρη του, όπως είναι τα κόκκαλα, οι σάρκες και
οι ίνες».
Η ψυχή είναι υλική εξάπαντος· σύγκειται όμως από
σφαιροειδή άτομα
«πυρός καί θερμοῦ»,
τα όποια λόγω του σχήματος τους δύνανται να διέρχωνται
δια μέσου όλων των άλλων ατόμων και όντων και να τα
θέτουν σε κίνηση, κινούμενα και τα ίδια-
«ἐστί δέ ἡ ψυχή ἐν παντί τῷ αἰσθανομένῳ σώματι».Η
αίσθηση και η νόηση αποτελούν λειτουργίες της ψυχής,
μεσω των οποίων επικοινωνεί με τον κόσμο. Στο ζήτημα των
αισθήσεων ο Δημόκριτος διαφοροποιείται του Λευκίππου.
Οι αισθήσεις κατ’ αυτόν δεν είναι αλάνθαστες·
απεναντίας, οι πληροφορίες που μας παρέχουν είναι
ασαφείς και ανακριβείς. Δύο ειδών γνώσεις έχουμε:
«ἡ μέν γνησίη, ἡ δέ σκοτίη· καί σκοτίης μέν τάδε
σύμπαντα ὄψις, ακοή, ὀδμή, γεῦσις καί ψαῦσις. Ὅταν ἡ
σκοτίη μηκέτι δύνηται (...) τότε ἐπιγίγνεται ἡ γνησίη,
ἅτέ ὄργανον ἔχουσα τοῦ νῶσαι λεπτότερον».
Η άποψή του αυτή είχε διαδοθή ευρύτατα κατά τους
αλεξανδρινούς και ρωμαϊκούς χρόνους· κυκλοφορούσε
μάλιστα κι ένα ανέκδοτο, που μιλούσε για κάποιον σοφό
που αυτοτυφλώθηκε, λέει, για να βλέπη καλύτερα,
απαλλαγμένος των ανακριβών πληροφοριών της οράσεως.
Γνωστή άλλωστε ήταν κι η φράση: «φτωχό λογικό! από 'μας
έλαβες τα πειστήρια σου κι εμάς προσπαθείς να καταβάλης·
η νίκη σου θ’ αποβή ήττα σου».
Η τύχη ήδη είχε εκπαραθυρωθή απ’ τον Λεύκιππο, σύμφωνα
με τον όποιο
«τά πάντα ἐκ λόγου γίγνονται καί ὑπ’ ἀνάγκης».
Ο Δημόκριτος θα κάνη ένα ακόμη βήμα και θα εκτοπίση τους
θεούς και τους δαίμονες, στους οποίους εναποθέτουν τις
ελπίδες τους
«οἱ ψυχάς βαρβάρους ἔχοντες»
κι οι ανόητοι. Δεν υπάρχουν μη φυσικά ή υπερφυσικά όντα·
ό,τι υπάρχει είναι «τα άτομα και το κενό» και τα φυσικά
οντά κατ’ επέκταση, απ’ τις απορροές των οποίων
δημιουργούνται τα «είδωλα», που προσκρούουν στα
αισθητήρια όργανα μας και προκαλούν τα αισθήματα...
Ωσαύτως δεν υπάρχει και μεταθανάτια ζωή, αφού η ψυχή,
υλική ούσα, διαλύεται μετά τον θάνατο στα εξ ων συνετέθη
σφαιρικά άτομα. Όσο ζούμε, ωστόσο, η ψυχή αποτελεί το
πραγματικό είναι μας, άρα και την πηγή κάθε ευ-δαιμονίας:
«εὐδαμονίη ψυχῆς καί κακοδαιμονίη· εύδαιμονίη οὐκ ἐν
βοσκήμασιν οἰκεῖ οὐδέ ἐν χρυςῷ· ψυχή οἰκητήριον
δαίμονος»
αποφαίνεται.
Ο Αβδηρίτης σοφός είν’ ό πρώτος που έγραψε πραγματεία
αφιερωμένη αποκλειστικά στην λογική· πρόκειται για τον
Κανόνα ή «περί λογικών κανόνα», όπως αναφέρεται στον
κατάλογο των έργων του. Εδώ η απαγωγική μέθοδος του
Ζήνωνος Ελεάτου αντικαθίσταται από την επαγωγική
τοιαύτη. Ως κριτήριο της αληθείας ή της αντιλήψεως των
αδήλων λαμβάνονται τα δεδομένα των αισθήσεων, νοούμενα
ως σκοτεινή αντανάκλαση των όντων
(«σκοτίη γνώμη»),
που αποτελούν πηγή της
«γνησίης γνώσης»,
ή οποία είναι και ουσία των όντων.
Η ηθική του Δημοκρίτου είναι έμπλεη αξιών, ιδανικών και
αξιολογικών κριτηρίων βρίσκεται δε σε απόλυτη αρμονία με
τις κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις του, που βασίζονται
επί των εννοιών της Ισορροπίας και της συμμετρίας:
«καλόν ἐν παντί τό ἴσον· ὑπερβολή δέ κίι ἔλλειψις οὔ μοι
δοκεῖ»
αποφαίνεται. Η συμμετρία της διαγωγή ς μας εν συνδυασμώ
προς τις μέτριες και λελογισμένες τέρψεις και ηδονές
διασφαλίζουν την αρμονική κατάσταση του θυμικού, τον
συναισθηματικού και του λογικού, της ψυχή ς με μια λέξη,
που είναι υπεύθυνη για την υγεία μας γενικώς.
Γνωρίζοντας ότι για τα σφάλματα μας φταίει η άγνοια,
συνιστά συγκαταβατικότητα και προτείνει «να βλέπουμε και
να διορθώνουμε τα δικά μας σφάλματα, αντί να κακίζουμε
για τα σφάλματα των άλλων».
Το μεγαλύτερο αγαθό για τον άνθρωπο είναι ή παιδεία
ασφαλώς, που
«για μεν
τους ευτυχισμένους αποτελεί κόσμημα, για τους δύσμοιρους
όμως καταφύγιο».
«Ἡ φύσις (εὐφυντία) καί ἡ διδαχή παραπλήσιόν ἐστί· καί
γαρ ἡ διδαχή μεταρυσμοῖ (μεταρρυθμίζει) τόν ἄνθρωπον,
μεταρυσμοῦσα δέ φυσιοποιεῖ».
Η διδαχή και οι ασκήσεις παίζουν μέγιστο ρόλο·
«περισσότεροι είν’ εκείνοι που γίνονται αγαθοί απ’ την
άσκηση παρά οι γεννημένοι αγαθοί»·
και
«καμμιά
τέχνη ή επιστήμη δεν μπορεί να κατακτηθή χωρίς μάθηση –
«διδαχή».
Αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι τάσσεται υπέρ της
πολυμάθειας. Γνωρίζει ότι
«τό διαλογίζεσθαί τι καλόν, εἶναι ἴδιον τοῦ θείου νοῦ»
κι ότι
«πολλοί λόγον μή μαθόντες ζῶσι κατά λόγον»·
γι’ αυτό συνιστά
«πολυνοΐην καί οὐ πολυμαθίην ἀσκέειν, διότι πολλοί
πολυμαθεῖς νοῦν οὐκ ἔχουσιν».
Ο Δημόκριτος, σοφός καθώς ήταν, αισθανόταν πολίτης όλης
της οικουμένης:
«Ἀνδρί σοφῷ πᾶσα γῆ βατή· ψυχῆς γάρ ἀγαθῆς πάτριος ὁ
ξύμπας κόσμος»
έλεγε.