ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του
Λάμπρου Κουλουμπαρίτση
« ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ»
Σύμφωνα με δοξογραφικές αναφορές, το έργο του Δημόκριτου του
Αβδηρίτη (460-370) φαίνεται πως ήταν αχανές. Εάν αυτό αληθεύει,
τότε ποτέ άλλοτε τόσο ευρύτατα πρωτοπόρα νόηση δεν
αντιμετωπίστηκε με τέτοια προκατάληψη. Δεν συντρέχει όμως λόγος
να αμφισβητήσουμε το μεγαλύτερο μέρος αυτού του έργου, παρόλο
που ενίοτε διατυπώθηκαν αντιρρήσεις για την ύπαρξη του
Λεύκιππου και άλλοτε του Δημόκριτου. Όπως και να έχει, ο
Δημόκριτος φαίνεται πως είχε πολυάριθμους μαθητές, των οποίων τα
ονόματα διέσωσε η δοξογραφική παράδοση, με κυριότερους τους
Ναυσιφάνη από την Τέω, Επίκουρο και Λου- κρήτιο. Συγκρίνοντας,
από την άλλη, τη σκέψη του με εκείνη των αντίπαλων ρευμάτων
-λ.χ. με το ρεύμα του πυθαγορισμού- παρατηρούμε πολλά σημεία
σύγκλισης: το ενδιαφέρον για το ζήτημα της ασυνέχειας, για τα
μαθηματικά και για την πράξη. Αρμόζει κυρίως να υπογραμμίσουμε
ότι η προβληματική περί νου όσο και περί δράσης είναι παρούσες
στην ατομική φιλοσοφία που ξεκίνησε ο Λεύκιππος ο Μιλήσιος αλλά
ανέπτυξε ο Δημόκριτος. Συνηθίζουμε να ανάγουμε τα πάντα στα
άτομα και το κενό, πράγμα που οφείλεται στη σημασία που
απέκτησε αυτή η προβληματική με την πάροδο του χρόνου, και
κυρίως στη σύγχρονη εποχή. Συχνά ξεχνάμε ότι ο Δημόκριτος
υπήρξε σπουδαίος ταξιδευτής και έτσι διέμεινε για ένα μεγάλο
διάστημα στην Αθήνα, όπου προφανώς ο ίδιος πέρασε απαρατήρητος,
αλλά όπου τουλάχιστον είχε την ευκαιρία να εκτιμήσει τα αγαθά
της δημοκρατίας. Εν ολίγοις, όλα δείχνουν ότι ο Δημόκριτος
υπήρξε ένας ολοκληρωμένος στοχαστής που αφιερώθηκε σε όλα τα
γνωστικά πεδία.
Δύσκολα διακρίνουμε πόσα οφείλει στον Λεύκιππο, που στάθηκε
εμπνευστής του. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι δανείστηκε από αυτόν
τρεις αρχές για να εξηγήσει την πραγματικότητα: τα ποικιλόμορφα
άτομα, τα σφαιρικά άτομα και το κενό. Οι δύο τελευταίες αρχές
παρουσιάζονται ως παράγοντες διαφοροποίησης των πρώτων. Η
ύπαρξη του κενού ως αρχέγονου τόπου χάρη στον οποίο μπορούν να
μετατοπιστούν τα άτομα ούτως ώστε να παραγάγουν πράγματα
σύμφωνα με συνδυασμούς επιβεβαιώνεται από το σύνολο των
δοξογράφων. Χωρίς οριστική απάντηση θα μείνει ωστόσο το ερώτημα
εάν το κενό προσελκύει άτομα που ήταν ανέκαθεν σε κίνηση ή
άτομα που άρχισαν να κινούνται σε μια συγκεκριμένη στιγμή με
περιδίνηση. Η δεύτερη προοπτική πλησιάζει τον Δημόκριτο προς τον
Αναξαγόρα, ενώ η πρώτη τον απομακρύνει ριζικά, καθιερώνοντας μια
εντελώς καινούργια νόηση που δεν συνδέεται καθόλου με το
παρελθόν. Αυτό είναι το μοναδικό σημείο που πρέπει να
συγκροτήσουμε από το όλο ερώτημα: από τη στιγμή που
παραδεχόμαστε ότι το κενό καθιστά δυνατή την κίνηση των ατόμων,
καθίσταται διαφοροποιητικό στοιχείο και ευνοεί τις διαφορές
σύμφωνα με συγκεκριμένους συνδυαστικούς τρόπους. Αυτή η
διαναγκαιότητα ανάμεσα στα άτομα και το κενό συνιστά τον τρόπο
σχέσης τους, παρόλο που το κενό καθαυτό δεν είναι τίποτα.
Παρομοίως, το κενό ενός δοχείου που δέχεται ένα υγρό δεν είναι
τίποτε και ωστόσο δεν είναι κενό μόνο και μόνο επειδή υπάρχει
το δοχείο. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτό το παράδειγμα του δοχείου
και στην ατομική φιλοσοφία έγκειται στο γεγονός ότι
προσδιορίζουν μια αντίθετη πραγματικότητα: στην ατομική
φιλοσοφία τα άτομα ανήκουν σε ένα ούτως ειπείν άπειρο κενό, το
οποίο δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί όπως το δοχείο, μιας και
η οριοθέτηση του Σύμπαντος επισυμβαίνει από τα ίδια τα άτομα.
Αυτό σημαίνει ότι, εάν το σύμπαν χωρίς τα άτομα ήταν ένα απόλυτο
μηδέν, και αν μάλιστα δεν υπήρχε κενό, το κενό περικλείει κατά
κάποιον τρόπο τα άτομα, εξασφαλίζοντάς τους έναν τόπο ανάπτυξης
που μπορεί να οριοθετήσει ένα, περισσότερα ή άπειρα σύμπαντα.
Από την άλλη, η παρουσία ατόμων οποιοσδήποτε υπόστασης
προϋποθέτει και ταυτόχρονα θεμελιώνει το κενό. Συνεπώς,
προτείνεται μια φυσική του ασυνεχούς, η οποία έχει εδραιωθεί
αντικειμενικά, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε μαθηματικούς
συμβολισμούς. Η γεωμετροποίηση των ατόμων την οποία μετέρχεται η
συγκεκριμένη ανάλυση δεν αποκλείει τη λειτουργικότητα
διαφορετικών μοντέλων, για παράδειγμα της γλώσσας, που μετήλθε ο
Δημόκριτος για να εξηγήσει τη διάρθρωση των πραγμάτων και να
δείξει ότι αυτά αποτελούνται από πραγματικά στοιχεία (γράμματα)
ο συνδυασμός των οποίων σχηματίζει πράγματα τα οποία ανήκουν,
όπως και η γλώσσα, στην τάξη του συμβατικού. Με ένα διάσημο
λογοπαίγνιο λοιπόν ο Δημόκριτος μας βεβαιώνει ότι το κενό είναι
μηδέν (τίποτε ή μη πράγμα) ενώ τα πράγματα είναι δεν
(πράγμα). Σύμφωνα με τη σαφέστερη σωζόμενη μαρτυρία (Γαληνός),
ο Δημόκριτος ισχυρίστηκε ότι σύμφωνα με την αλήθεια όλα τα
πράγματα (τα πάντα) είναι «πράγμα» (δεν) και «μη
πράγμα» (μηδέν) και υποστήριξε ότι ονομάζουμε «πράγματα»
τα άτομα και «μη πράγμα» το κενό. Χρησιμοποιώντας μια
μεταγενέστερη και αναχρονιστική γλώσσα, ο Φιλοφών ισχυρίστηκε
ότι για τον Δημόκριτο οι αρχές των όντων είναι το
«πλήρες» και το «κενό», που είναι αντίθετα μεταξύ τους, και ότι
τα είχε ορίσει με τους όρους δεν και ουδέν, όπου
το δεν δηλώνει το πλήρες και το ουδέν το κενό. Η
προκείμενη διολίσθηση της ορολογίας εκτρέπει τη σκέψη του
Δημόκριτου προς την κατεύθυνση μιας οντολογικοποίησης, την οποία
ήδη ακολουθεί ο Αριστοτέλης, καθώς ερμηνεύει την ατομική
φιλοσοφία με τρόπο που να την εντάσσει σε μια φυσική του πλήρους
και του κενού και να εντοπίζει τον αρνητικό χαρακτήρα του κενού,
το οποίο δεν αποκαλεί πλέον μηδέν αλλά ουδέν. Η
απόχρωση αυτή είναι σημαντική, καθώς το μηδέν αντικαθίσταται από
έναν όρο που συνδέεται περισσότερο με το μη είναι (ουδέν).
Ανακεφαλαιώνοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ζεύγος
δεν-μηδέν αδυνατεί ακόμη να εκληφθεί ως «πλήρες» ή «ον»,
παρόλο που αποτελεί την ιστορική τους προϋπόθεση, και τείνει
μάλλον προς την πρακτική του Ενός και του Πολλαπλού, όπως
δείχνει η ορολογία που χρησιμοποιεί ο Δημόκριτος για να
μεταφράσει τη δομή των ατόμων. Το γλωσσικό μοντέλο που
στηρίζεται στα γράμματα ως στοιχεία της γλώσσας ενισχύει αυτή
την άποψη. Θα δούμε εξάλλου ότι τόσο στον Πλάτωνα όσο και στον
Αριστοτέλη η έννοια του στοιχείου ανήκει περισσότερο στην
ενολογική παρά στην οντολογική πρακτική...