Δεξιό και αριστερό
στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία
(το αντίστοιχο κεφάλαιο
στο έργο του
G.E.R.
LLOYD
«ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΕΠΙΣΤΗΜΗ» -
ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΙ
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το «Δεξιό και αριστερό στην ελληνική φιλοσοφία»
δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Journal of Hellenic Studies
το 1962. Όπως
επισημαίνω στην αρχή του άρθρου, την έμπνευσή μου την
οφείλω στο γάλλο ανθρωπολόγο Robert
Hertz, που με την κλασική του μελέτη «La
preeminence de la main droite» έδωσε το πρότυπο
σε μια ολόκληρη σειρά σπουδών σχετικά με τη χρήση των
διακρίσεων δεξιού/αριστερού σε ένα ευρύ φάσμα αρχαίων
και, ακόμη πιο ιδιαίτερα, σύγχρονων κοινωνιών. Ο
Rodney Needham, που μετέφρασε
τη μελέτη του Hertz στο
Death and the Right Hand [Ο
θάνατος και το δεξιό χέρι] το 1960, υπεύθυνος για μια
σειρά αναλυτικών μελετών πάνω στις διακρίσεις
δεξιού/αριστερού, ειδικά σε σχέση με τη μαρτυρία των
Μερού και των Νυόρο, ανέλαβε τη συλλογή και την έκδοση
μιας ομάδας συζητήσεων, στο Right and
Left [Δεξιό και αριστερό] το 1973, όπου
συμπεριλαμβάνεται και το δικό μου άρθρο στη μορφή που
αναδημοσιεύεται εδώ.
Στην εισαγωγή αυτής της συλλογής, ο
Needham επιχειρεί μια επισκόπηση του
status quaestionis μιας
επίμαχης για την εποχή εκείνη περιοχής της
ανθρωπολογικής έρευνας. Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε
επιμέρους ενστάσεις σε συγκεκριμένες ερμηνείες των
δεδομένων της επιτόπιας έρευνας, οι αντιδράσεις στην
έρευνα αυτή εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες. (1) Όσοι έχουν
ασχοληθεί με συγκριτικές μελέτες των διακρίσεων
δεξιού/αριστερού υπερτονίζουν τη σημασία τους και
υποθέτουν, εσφαλμένα, ότι η χρήση τέτοιων διακρίσεων
είναι ένα φαινόμενο γενικό, αν όχι μάλιστα καθολικό. (2)
Μελέτες σαν αυτές δεν διαχωρίζουν επαρκώς τις κατηγορίες
των υποκειμένων από τις κατηγορίες των παρατηρητών και,
πιο συγκεκριμένα, υπερσχηματοποιώντας τις απόψεις των
μελών της εκάστοτε κοινωνίας που μελετούν, οδηγούνται
στη διαστρέβλωσή τους.
Ξεκινώντας από την πρώτη κατηγορία αντιδράσεων, έχει
υποστηριχθεί ότι οι διακρίσεις δεξιού/αριστερού μπορούν
να έχουν σημασία μόνο σε ορισμένες κοινωνίες,
συγκεκριμένα σε κοινωνίες με έντονες ιεραρχικές
διαφοροποιήσεις, και ότι, άλλωστε, ένα σύστημα
πεποιθήσεων που θεωρείται δυαδικό και συμβολίζεται με τη
χρήση του δεξιού και του αριστερού, τις περισσότερες
φορές στην ουσία κρύβει μέσα του μια τριαδική ή άλλη
σύνθετη δομή σκέψης. Σε ό, τι αφορά τουλάχιστον το
ζήτημα της κοινωνικής δομής, το κύρος μιας δυαδικής
ανάλυσης είχε ήδη αμφισβητηθεί σε πολλές περιπτώσεις από
τον Levi-Strauss
(1956/1968). Από την άλλη ο Tcherkezoff
(1983/1987), ακλουθώντας τον
Dumont (1967/1980). στράφηκε
εναντίον των μελετών του δεξιού και αριστερού, λέγοντας
ότι υπεραπλουστεύουν τα δεδομένα και, πιο συγκεκριμένα,
αγνοούν τα ουσιαστικά ιεραρχικά και ασυμμετρικά στοιχεία
ταξινομήσεων που μπορούν να ερμηνευτούν βάσει του δεξιού
και του αριστερού.
Προχωρώντας στη δεύτερη και πιο ουσιαστική κατηγορία
αντιδράσεων, έχει διατυπωθεί η ένσταση ότι οι μελέτες
δεξιού/αριστερού εξαρτώνται περισσότερο από το πώς
σκέφτονται οι ερμηνευτές παρά τα μέλη των κοινωνιών που
εξετάζονται. Πιο συγκεκριμένα, ο Goody
(1977) υποστήριξε ότι η κοινή χρήση πινάκων
αντιθέτων σε αυτά τα συμφραζόμενα διαστρεβλώνει τα
αρχικά δεδομένα. Τέτοιοι πίνακες, τονίζει, αποτελούν ένα
γνωστό μέσο σε πρωτογράμματες κοινωνίες και πραγματικά
προϋποθέτουν ένα ορισμένο επίπεδο αλφαβητισμού: αν όμως
ισχύει κάτι τέτοιο, τότε η χρήση τους σε σχέση με
πολιτισμούς που είναι κυρίως προφορικοί είναι
προβληματική. «Η συγκρότηση ενός πίνακα αντιθέτων ανάγει
την προφορική πολυπλοκότητα σε γραφική (graphic)
απλότητα» (Goody 1977: 70).
Στην Εισαγωγή του στο
Right and Left
αλλά και σε μεταγενέστερες μελέτες του (ιδιαίτερα
στο Counterpoints [Αντιστίξεις], 1987), ο
Needham
απαντά σε αυτές και σε άλλες ενστάσεις που
διατυπώθηκαν σε σχέση τόσο με το δικό του έργο όσο και
με το έργο των συνεργατών του, και ταυτόχρονα προχωρεί
ακόμη περισσότερο την ανάλυση της λογικής που βρίσκεται
πίσω από τις δυαδικές ταξινομήσεις. Υπερασπίζεται τη
δική του ερμηνεία των δεδομένων που προέρχονται από τους
Μερού και τους Νυόρο, και αντικρούει τον ισχυρισμό ότι
οι πολικότητες του δεξιού/αριστερού αφορούν ειδικά
κοινωνίες με ιεραρχικό προσανατολισμό και εκφράζουν μια
ουσιαστικά ασυμμετρική σχέση. Στην κατηγορία ότι οι
δυαδικές ταξινομήσεις επιβάλλουν σχήματα που
διαστρεβλώνουν τις απόψεις του ίδιου του υποκειμένου με
το να τις υπερσυστηματοποιούν απαντά λέγοντας κατ’ αρχάς
ότι κατά τη διάγνωση συλλογικών αναπαραστάσεων ο
παρατηρητής θα πρέπει κατ’ ανάγκην να προχωρήσει πέρα
από τις ίδιες τις αναφορές του υποκειμένου και πως,
τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει και το
δικαίωμα να το κάνει. Στην πιο πρόσφατη σημαντική μελέτη
του για την αντίθεση, ο Needham
εξετάζει με κριτικό τρόπο τόσο την άποψη που
εντοπίζει την πηγή της σε κάποια εγγενή λειτουργία του
μυαλού όσο και εκείνη που την αποδίδει σε μια απλή
«αντανάκλαση» ζευγών που δίνονται από τη φύση (σημείο
που τονίζεται ιδιαίτερα σε συζητήσεις για το δεξιό και
το αριστερό). Μεγάλη σημασία δίνεται στη νοηματική
πολυπλοκότητα των σχέσεων που αντιμετωπίζονται ως
δυαδικά ζεύγη ή ως τρόποι αντίθεσης διαφόρων τύπων.
Αντιμετωπίζονται όμως τώρα όχι ως ένα σύνολο παραλλαγών
κάποιας ουσιαστικά απλής, βασικής σχέσης: η αντίθεση
είναι μάλλον εγγενώς πολυσθενική, «μια αυτοσχέδια έννοια
μεταμφιεσμένη ελκυστικά με την αμεσότητα μιας χωρικής
μεταφοράς» (1987: 228).
Σε ό, τι αφορά τα δεδομένα από την αρχαία Ελλάδα,
αρκετές αναφορές και σχόλια είχαν εμφανιστεί πριν από το
άρθρο του Hertz, ο οποίος
μάλιστα και χρησιμοποίησε κάποια από αυτά. Ο
Cuillandre και ο
Schuhl προχώρησαν την έρευνα
στον Όμηρο και τον Πλάτωνα αναφέροντας άμεσα τη μελέτη
του Hertz· σε αυτή τη μελέτη
αναφέρεται και το άρθρο των Leveque
και Vidal-
Naquet για τον Επαμεινώνδα, το
οποίο δημοσιεύτηκε το 1960 αλλά δυστυχώς δεν
συμπεριλήφθηκε στις αναφορές του άρθρου μου το 1962.
Στη δική μου συζήτηση είχα επιχειρήσει να δώσω μια πιο
γενική επισκόπηση του προβλήματος του δεξιού και του
αριστερού στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία-
δημοσίευσα στη συνέχεια ένα εκτενέστερο άρθρο για τη
χρήση του θερμού και του ψυχρού, του ξηρού και του υγρού
(στο Journal for Hellenic Studies
το 1964) και κατόπιν τη μονογραφία
Polarity and Analogy [Πολικότητα και Αναλογία] (1966). Το πρώτο μέρος αυτού
του βιβλίου λειτουργεί σε μια ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα
και επιχειρεί την ανάλυση της χρήσης αντιθέτων στην
ελληνική σκέψη γενικά.
Η δική μου παρέμβαση στην περιοχή αυτή προκάλεσε και
άλλες ενστάσεις, πέρα δηλαδή από εκείνες που είχαν
διατυπωθεί εναντίον της συλλογής του Needham. Πιο συγκεκριμένα, η κριτική εναντίον του
Polarity and Analogy τόνισε
ότι η χρήση σχέσεων όπως αυτές που θεωρούσα σημαντικές
ειδικά για την ελληνική σκέψη είναι αναπόφευκτη. Σε
τελευταία ανάλυση, η χρήση οποιασδήποτε γλώσσας
συνεπάγεται την αναγνώριση ομοιοτήτων και διαφορών:
οποιαδήποτε εφαρμογή γενικού όρου συγκεντρώνει όσα
αντικείμενα καλύπτει και τα χωρίζει από όλα τα υπόλοιπα.
Υποστηρίχτηκε έτσι πως το ελληνικό υλικό δεν παρουσιάζει
καμία εξαίρεση· ορισμένοι μάλιστα διατύπωσαν αμφιβολίες
για το αν το Polarity and Analogy
είχε θέμα - άποψη που εκπλήσσει βέβαια όσους
είναι εξοικειωμένοι με τα συγκριτικά δεδομένα των
ανθρωπολόγων.
Τόσο σε σχέση με αυτή την αντίδραση όσο και με τις δύο
κύριες κατηγορίες κριτικής που διατυπώθηκαν σε ό, τι
αφορά εθνογραφικές μελέτες στην περιοχή αυτή, τις οποίες
ανέφερα στην αρχή (σ. 59), μπορεί κανείς να ισχυριστεί
ότι τα δεδομένα για το δεξιό και το αριστερό στην αρχαία
Ελλάδα έχουν ειδικό ενδιαφέρον και ειδική σημασία, καθώς
μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε για να ελέγξουμε τόσο
τους ισχυρισμούς σχετικά με την ιεραρχική φύση της
αντίθεσης όσο και τις ενστάσεις που βασίζονται στη
διάκριση μεταξύ κατηγοριών υποκειμένων και παρατηρητών.
Είναι βέβαιο πως το δεξιό και το αριστερό στην αρχαία
Ελλάδα χρησιμοποιούνται για να αποδώσουν ιεραρχικές
διακρίσεις σε πολλά συμφραζόμενα, και πιο συγκεκριμένα
σε ορισμένα αυστηρά φιλοσοφικά συστήματα. Θα πρέπει
ωστόσο εδώ να προσθέσουμε δύο θεμελιώδη σημεία: (1) δεν
υπάρχει καμία ομοιομορφία, καμία ορθοδοξία στην εφαρμογή
της πολικότητας δεξιού/αριστερού στη φιλοσοφία και την
επιστήμη της αρχαίας Ελλάδας, πολύ λιγότερο βέβαια στη
σκέψη και τον πολιτισμό της γενικότερα- (2) όπως έδειξα
στο Polarity and Analogy, δεν
μπορούμε να λέμε ότι όλες οι χρήσεις αντιθέτων στην
ελληνική σκέψη αποδίδουν μια ιεραρχική διαφοροποίηση ή
ότι εμπίπτουν στην κατηγορία που ονόμασα θρησκευτική
πολικότητα. Αντίθετα, οι ελληνικές μαρτυρίες δικαιώνουν
την άποψη του Needham σύμφωνα
με την οποία η χρήση αντιθέσεων και δυαδικών ζευγών
παίρνει ποικίλες μορφές. Οι μαρτυρίες αυτές δεν
περιορίζονται σε περιπτώσεις που μας επιτρέπουν να
εντοπίσουμε μια υποκείμενη ασυμμετρική δομή. Ακόμη, σε
ό, τι αφορά τους συσχετισμούς μεταξύ κοινωνικών δομών
και τρόπων σκέψης στην αρχαία Ελλάδα, ανεξάρτητα από
οποιαδήποτε ερμηνεία των πρώτων και αν δίνεται, είναι
ακριβώς η ποικιλία των δεύτερων που υπονομεύει όποιον
θελήσει να προτείνει ότι απλώς αντανακλούν - για να μην
ασχοληθούμε καν με το αν καθορίζονται από - τη δομή της
κοινωνίας που τις παρήγαγε.
Σε ό, τι αφορά τις διακρίσεις ανάμεσα στις κατηγορίες
των δρώντων υποκειμένων και των παρατηρητών, ένα
ενδιαφέρον στοιχείο του αρχαιοελληνικού υλικού είναι πως
υπάρχουν αρχαίοι Έλληνες που σχολιάζουν τον τρόπο με τον
οποίο οι ίδιοι χρησιμοποιούν τα αντίθετα. Το κατά πόσο
οι πίνακες αντιθέτων αποτελούν προϊόν των ανησυχιών
νεότερων σχολιαστών δεν χρειάζεται καν να μας
απασχολήσει. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης παρουσιάζει την
συστοιχίαν, δηλαδή τον πίνακα αντιθέτων που αποδίδει
στους Πυθαγορείους (βλ. σ. 76 και σημ. 15). Φυσικά ο
Αριστοτέλης συστηματοποιεί σε κάποιο βαθμό αυτές τις
πεποιθήσεις των Πυθαγορείων - και από την άποψη αυτή
μπορούμε να δούμε την πρακτική του ως παρόμοια με εκείνη
που αμφισβητούν οι σύγχρονοι εθνογράφοι. Το ουσιώδες
στοιχείο ωστόσο παραμένει: πρόκειται για μια
αρχαιοελληνική ερμηνεία αρχαιοελληνικών πεποιθήσεων. Η
ανάπτυξη των κατηγοριών αποτελεί εδώ έργο των ίδιων των
μελών της κοινωνίας, όχι των σύγχρονων παρατηρητών.
Σε πολλά από τα επιμέρους σημεία τους, οι ερμηνείες που
πρότεινα στη μελέτη μου για το δεξιό και το αριστερό
έχουν αμφισβητηθεί. Έτσι ο Kember
(1971) έχει προτείνει μια διαφορετική ανάγνωση
της μαρτυρίας των αναπαραγωγικών θεωριών του Παρμενίδη -
προβάλλοντας ενστάσεις στις οποίες επιχείρησα να
απαντήσω σε ένα σημείωμα στο Journal
for Hellenic Studies το 1972. O Byl
έχει διαφωνήσει με την εξήγηση που δίνω
στις απόψεις του Αριστοτέλη για τη θέση της καρδιάς (Byl,
1968 και 1980): το κλειδί της υπόθεσης, κατά τον
Byl, δεν βρίσκεται σε κάποιο
ενδιαφέρον για την πολικότητα δεξιού/αριστερού, αλλά
στην ειδική σημασία που αποδίδεται στο κέντρο. Θα πρέπει
σίγουρα να συμφωνήσουμε για τη σημασία αυτού του
παράγοντα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ακόμη και αν και οι
πολικότητες διατηρούν κάποιο ρόλο στη συζήτηση του'
Αριστοτέλη σχετικά με το γιατί η καρδιά δεν βρίσκεται
στο ακριβές κέντρο του σώματος.
Ωστόσο ενστάσεις που κατευθύνονται σε επιμέρους
λεπτομέρειες δεν επηρεάζουν σοβαρά τη στρατηγική σημασία
των βασικών ζητημάτων που θέτει η μελέτη μου. Θα
μπορούσα μάλιστα να πω ότι η σημασία τους είναι αυτή τη
στιγμή ακόμη μεγαλύτερη από ό, τι είχα ισχυριστεί το
1962. Το άρθρο μου έδινε ιδιαίτερη προσοχή σε
περιπτώσεις όπου το δεξιό και το αριστερό
χρησιμοποιούνται από φιλοσόφους και επιστήμονες με
τρόπους που θα μας φαίνονταν ίσως απροσδόκητοι· είχα
μάλιστα ισχυριστεί ότι, τουλάχιστον ώς ένα βαθμό, το
κλειδί για την κατανόηση αυτών των χρήσεων βρισκόταν σε
παραδοχές βαθιά διαδεδομένες στην ελληνική σκέψη, για
τις οποίες η εθνογραφική μαρτυρία προσφέρει εκτενείς
αναλογίες - πολλές μαρτυρίες για τις παραδοχές αυτές
αντλούμε, πέρα από τους εν λόγω φιλοσόφους ή
επιστήμονες, και από την ελληνική λογοτεχνία και τη
θρησκεία.
Η παρατήρηση που πρόσθεσα παραπάνω, ότι δηλαδή οι
αρχαίοι Έλληνες είχαν συνείδηση της χρήσης αυτών των
κατηγοριών, δεν είχε τονιστεί, στο αρχικό μου άρθρο, με
την έμφαση που πλέον μοιάζει να χρειάζεται. Αν κάτι
αποτελεί εξαίρεση, και είναι εξαιρετικά σημαντικό στο
ελληνικό υλικό, είναι το ότι οι αρχαίοι Έλληνες έχουν
συνείδηση των νοηματικών σχημάτων και της λογικής που
προϋποθέτουν και ότι τα αναλύουν ρητά. Η προτίμηση για
το δεξιό χέρι είναι γι’ αυτούς, όπως και για πολλούς
άλλους λαούς, μια βαθιά ριζωμένη παραδοχή που
εκδηλώνεται σε ένα ευρύ φάσμα συμφραζομένων, σε
θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές, σε τεχνικές
μαντείας, σε κοινωνικούς τύπους και ούτω καθεξής. Η
πολικότητα του δεξιού και του αριστερού γίνεται μοντέλο
για τη χρήση πολλών άλλων ζευγών αντιθέτων, και φορέας
έκφρασης της βασικής οργάνωσης μιας ευρείας ποικιλίας
φαινομένων. Στην κοσμολογία, σε θεωρίες που αξιώνουν να
είναι επιστημονικές -στην εμβρυολογία, στην ανατομία και
τη φυσιολογία, για παράδειγμα- σε ειδικούς τύπους
επιχειρηματολογίας, το δεξιό/αριστερό συχνά προσφέρει
ένα μέρος του εξηγητικού ή του θεωρητικού πλαισίου.
Αυτή η βαθιά ριζωμένη πεποίθηση, ωστόσο, γίνεται με τους
αρχαίους Έλληνες αντικείμενο ανάλυσης και κριτικής.
Υπάρχει αφ’ ενός μια αμφισβήτηση συγκεκριμένων
θρησκευτικών ή κοινωνικών τύπων - όπως όταν ο Πλάτων
διαμαρτύρεται λέγοντας πόσο γελοίο είναι το να
φασκιώνουν το αριστερό χέρι των παιδιών ώστε να
αποτρέπουν τη χρήση του (σ. 91 και σημ. 43) - πρακτική
που σίγουρα συνεχίστηκε για πολύ μετά τον Πλάτωνα. Αφ’
ετέρου ο Αριστοτέλης απέρριψε μια εμβρυολογική θεωρία
που βασιζόταν στις διακρίσεις δεξιού/αριστερού, ακριβώς
επειδή δεν συμφωνούσε με τα δεδομένα της ανατομίας (σσ.
79-80) και, όπως επισήμανα στο Polarity and Analogy, ήταν ο πρώτος που έδωσε μια
τυπική ανάλυση της ίδιας της λογικής της αντίθεσης,
διακρίνοντας τους διαφορετικούς της τρόπους και
καθορίζοντας τις συνθήκες της εγκυρότητας διαφορετικών
επιχειρηματολογιών που βασίζονται σε αντίθετα.
Όσα προηγήθηκαν αλλά και όσα προέκυψαν από αυτά τα
επιτεύγματα δημιουργούν κάποια κρίσιμα ερωτήματα γενικής
σημασίας. Ποιες είναι οι συνθήκες εκείνες που επιτρέπουν
σε μια κοινωνία, και ταυτοχρόνως την ωθούν, να
διερευνήσει τις θεμελιώδεις κατηγορικές παραδοχές πάνω
στις οποίες μπορούμε να πούμε ότι βασίζεται η ίδια της η
τάξη; Πώς μπορούν τα ίδια τα μέλη αυτής της κοινωνίας να
αναγνωρίσουν παραδοχές όπως αυτές; Ίσως αυτό να είναι
απλό ζήτημα σκέψης, ένα πρόβλημα που αφορά την ιστορία
της διανοητικότητας. Είναι ωστόσο σαφές ότι τα
διανοητικά χαρακτηριστικά δεν μπορούν να θεωρηθούν
αποκλειστικοί συντελεστές όταν αυτό που μας απασχολεί
άμεσα είναι βαθιά ριζωμένες θρησκευτικές και κοινωνικές
παραδοχές. Η συνειδητή ανάλυση του δεξιού/αριστερού και
άλλων αντιθέσεων στην αρχαία Ελλάδα προσφέρει μια
περίπτωση ελέγχου για τη μελέτη τέτοιων περιστάσεων και
συνθηκών σε μια αρχαία κοινωνία. Όπως έχω υποστηρίξει
και αλλού,
οι συντελεστές που θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε
προκειμένου να εξηγήσουμε τέτοιες συνθήκες περιλαμβάνουν
και τους οικονομικούς, τους τεχνολογικούς και ειδικά
τους κοινωνικο-πολιτικούς - στους οποίους θα πρέπει να
προσθέσουμε χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την
τεχνολογία της επικοινωνίας, ειδικά με την επίδραση των
τρόπων γραφής και τη διάδοση του αλφαβήτου. Θα ήταν
αδύνατον να επιχειρήσουμε εδώ να συνοψίσουμε αυτά τα
σύνθετα επιχειρήματα: αλλά αυτό που θα ήθελα να τονίσω
περισσότερο από ό, τι το 1962 είναι το γεγονός ότι
πράγματι υπάρχει κάτι που πρέπει να εξηγηθεί στον τρόπο
με τον οποίο αναπτύσσεται μια συνείδηση σε σχέση με το
ζήτημα των θεμελιωδών παραδοχών.
Σε σχέση τώρα με τις συνέπειες αυτής της ανεπτυγμένης
συνείδησης, θα πρέπει και πάλι οπωσδήποτε να τονίσουμε
τις σημαντικές επιπτώσεις του υλικού που προέρχεται από
την αρχαία Ελλάδα. Η συνειδητοποίηση του προβλήματος της
εγκυρότητας ορισμένων τύπων επιχειρήματος που βασίζονται
σε αντίθετα μπορεί να επιδρά ή και να μην επιδρά στην
πρακτική της επιχειρηματολογίας. Η ταύτιση των διαφόρων
τύπων εσφαλμένης συλλογιστικής δεν δίνει φυσικά από μόνη
της ένα τέλος στη χρήση σφαλμάτων αυτού του είδους ούτε
βέβαια στους εσφαλμένους συλλογισμούς γενικά. Από τη
στιγμή ωστόσο που διατυπώνονται κάποιοι κανόνες τυπικής
λογικής, μπορεί κανείς να τους επικαλεστεί, με σκοπό
ακριβώς να αμφισβητήσει ορισμένους τύπους επιχειρήματος.
Η ρητή διατύπωση της λογικής δομής της αντίθεσης δεν
ήταν μόνο αποτέλεσμα μιας ορισμένης δυνατότητας
αμφισβήτησης, αλλά και η ίδια οδήγησε έκτοτε στην
επέκταση αυτών των δυνατοτήτων.
Το θεμελιώδες ζήτημα στην καρδιά αυτής της ομάδας
προβλημάτων βρίσκεται ωστόσο ακόμη πιο βαθιά. Η
τυποποίηση της λογικής ήταν ένα επίτευγμα της αρχαίας
ελληνικής φιλοσοφίας, και εδώ η συμβολή του Αριστοτέλη
υπήρξε βασική. Αλλά ο Αριστοτέλης υπέθεσε πως η ανάλυσή
του ίσχυε για κάθε λόγο. Τα αξιώματά του, οι νόμοι της
ταυτότητας και του αποκλειομένου τρίτου, παρουσιάζονται
ως συνθήκες για την κατανόηση κάθε επικοινωνίας. Αυτό,
ωστόσο, υποθέτει πως η τυπική λογική δεν είναι τίποτε
άλλο από τη διατύπωση κανόνων που υπονοούνται στον άτυπο
λόγο. Ο χαρακτηρισμός αυτός κρύβει κάποια αλήθεια, ο
τρόπος όμως με τον οποίο θέτει το ζήτημα αφήνει
ανεξερεύνητες τις σχέσεις ανάμεσα σε αυτό που υπονοείται
και σε αυτό που νοείται αμέσως- δεν λέει τίποτα για τους
τρόπους με τους οποίους η τυπική ανάλυση του ίδιου του
γλωσσικού ενεργήματος προσδιορίζει το περιεχόμενο ή το
χαρακτήρα του· με δυο λόγια αποσιωπά την ανομοιότητα
μεταξύ των τροποποιήσιμων στοιχείων στην επικοινωνία και
εκείνων που αντιστέκονται στην τυποποίηση. Η τυπική
λογική εκπροσωπεί οπωσδήποτε την εξιδανίκευση των
συνθηκών επικοινωνίας και την αφαίρεση ορισμένων
στοιχείων της: ένα μεγάλο μέρος της επικοινωνίας,
ωστόσο, στην πράξη εξαρτάται από συνθήκες και παραδοχές
που σχετίζονται με εκείνα τα συμφραζόμενα του λόγου που
δεν καλύπτονται από την τυπική λογική του Αριστοτέλη - ή
οποιουδήποτε άλλου. Έτσι, από την άποψη αυτή, η τάση να
σχολιάζονται προ- ή μη τυπικές χρήσεις αντιθέσεων ως
συμπτωματικές ενός προ - ή μη λογικού σταδίου σκέψης
αντιστοιχεί σε μια θεμελιώδη παρανόηση της
πραγματολογικής πλευράς της επικοινωνίας.
Οι χρήσεις στις οποίες αναφέρεται η διάκριση
δεξιού/αριστερού, τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και αλλού,
προχωρούν πέρα από μια απλή ανάπτυξη ενός κατάλληλου
συνόλου συμβόλων, πέρα από τη χρήση τέτοιων διακρίσεων
για την απόδοση αξιολογικών κρίσεων και μάλιστα για την
απόδοση ακριβώς της έννοιας μιας διάκρισης των ίδιων των
αξιών. Πίσω από αυτές τις χρήσεις βρίσκονται ερωτήματα
που σχετίζονται με την ίδια τη συγκρότηση του νοήματος
και της διαύγειάς του. Δεν πρόκειται απλώς για ένα
ζήτημα ευκολίας στην παρουσίαση σύνθετου υλικού σε
σχηματική μορφή: ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται
ζεύγη όπως αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ενδεικτικός
των τύπων της ευκρίνειας που επιζητούνται και των
συνεπειών της αποδοχής τους. Δεν πρόκειται καθόλου για
μέρος μιας απόπειρας να ανακαλυφθούν κάποια καθολικά
χαρακτηριστικά του ανθρώπινου νου, της γλώσσας ή του
κόσμου. Κάθε τέτοιο εγχείρημα σε αυτό το πλαίσιο
αντιμετωπίζει την ένσταση ότι οι χρήσεις του δεξιού και
του αριστερού, καθώς και άλλων μερών, μπορεί να είναι
διαδεδομένες, δεν είναι όμως και καθολικές. Η πρόκληση
που μοιάζει να μας απευθύνει το υλικό που παρουσιάζουμε
με αυτό τον τίτλο είναι να μελετήσουμε πώς η ανθρώπινη
φαντασία θέτει σε χρήση αυτά που αναπαριστά ως δεδομένες
διακρίσεις με διαφορετικούς τρόπους και για
διαφορετικούς σκοπούς, πώς μετασχηματίζει αυτό που
διαμεσολαβείται και καθορίζεται κοινωνικά και
πολιτισμικά σε αυτό που εκείνη αποδέχεται ως φυσικό, και
τέλος πώς μπορεί (ενδεχομένως αλλά όχι απαραιτήτως) να
αποκτήσει συνείδηση αυτής ακριβώς της λειτουργίας της.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Byl, S.
(1968)
«Note sur
la place du cceur et la valorisation de la
ΜΕΣΟΤΗΣ
dans la
biologie d’Aristote», L'Antiquite Classique 37: 467-76.
(1980)
Recherches sur les grands traites biologiques
d'Aristote: sources ecrites et prejuges. Academie Royale
de Belgique, Memoires de la Classe des lettres 2η
σειρά
64.3. (Βρυξέλλες).
Dumont, L.
(1966/1980) Homo Hierarchicus,
αναθεωρημένη μτφρ.
του Μ.
Sainsbury
από τη γαλλ.
έκδ.
(αρχικά
1966. Παρίσι)
(Λονδίνο).
Goody, J.
(1977)
The
Domestication ot the Savage Mind
(Καίμπριτζ).
Kember, O. (1971) «Right and left in the sexual theories
of Parmenides», Journal of Hellenic Studies 91: 70-9.
Levi-Strauss, C. (1956/1968) «Les organisations
dualistes existent-elles?» (αρχικά
δημοσιευμένο στο
Bijdragen
tot de taallanden Volkenkunde, Deel 112 (1956), 99-128,
αναδημ.
στο
Anthropologie structural (Παρίσι,
1958), 147-80, μτφρ.
ως
Structural
Anthropology από
τους
C. Jacobson
και
B. G.
Shoepf (Λονδίνο,
1968), 132-63.
Lloyd, G.
E. R. (1964) «The hot and the cold, the dry and the wet
in Greek philosophy», Journal of Hellenic Studies 84:
92-106
(αναδημ.
στο
Studies in
Presocratic Philosophy,
επιμ.
D.
J. Furley and R. E. Allen,
τόμ.
I
(Λονδίνο,
1970), 255-80).
(1966)
Polarity and Analogy: Two Types of Argumentation in
Early Greek Thought
(Καίμπριτζ).
(1972)
«“Parmenides” sexual theories: a reply to Mr Kember»,
Journal of Hellenic Studies, 92: 178-9.
(1979)
Magic, Reason and Exprerience
(Καίμπριτζ).
(1990)
Demystifying Mentalities
(Καίμπριτζ).
Needham, R.
(1973) Introduction to Right and Left,
επιμ.
R.
Needham
(Σικάγο),
xi-xxix.
(1987)
Counterpoints
(Μπέρκλεϋ).
Tcherkezoff, S. (1983/1987) Dual Classification
Reconsidered, μτφρ.
από τον
M. Thom
του
Le Roi
Nyamwezi, la droite et la gauche
(Καίμπριτζ,
1983)
(Καίμπριτζ).
Δεξιό και αριστερό στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία
Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να εξετάσει το πώς οι
συμβολικές συνδηλώσεις του δεξιού και του αριστερού για
τους αρχαίους Έλληνες επηρέασαν διάφορες θεωρίες και
εξηγήσεις στην ελληνική φιλοσοφία του πέμπτου και του
τέταρτου αιώνα π.Χ. Το γεγονός ότι ορισμένες έκδηλες
φυσικές αντιθέσεις (π.χ. δεξιό και αριστερό, αρσενικό
και θηλυκό, φως και σκοτάδι, πάνω και κάτω) αποκτούν
συχνά ισχυρές συμβολικές συνδηλώσεις που αντιστοιχούν σε
θρησκευτικές κατηγορίες, όπως το αγνό και το μιασμένο,
το ευλογημένο και το καταραμένο, πιστοποιείται από την
ανθρωπολογία για πολλές κοινωνίες της εποχής μας.
Πιο συγκεκριμένα, ο Robert Hertz,
στο δοκίμιό του «La preeminence de la
main droite: etude sur la
polarite religieuse» (Hertz,
1909· 01 αναφορές σε αυτό παραπέμπουν στην αγγλική
μετάφραση των R. και
C. Needham,
1960), έχει ασχοληθεί με τη σημασία της διαδεδομένης
πίστης στην ανωτερότητα του δεξιού χεριού. Γνωρίζουμε
βέβαια ότι κάποιες παρόμοιες αντιλήψεις ασπάζονταν και
οι αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι συσχέτιζαν το δεξιό και το
αριστερό με την τύχη και την ατυχία αντιστοίχως, ή το
φως και το σκοτάδι με την ασφάλεια και το θάνατο.
Πιστεύω, ωστόσο, πως η επιβίωση ορισμένων τέτοιων
συνδηλώσεων στην ελληνική φιλοσοφία δεν έχει λάβει την
απαιτούμενη προσοχή. Θα ήθελα να τεκμηριώσω αυτή την
πλευρά της χρήσης αντιθέτων στην ελληνική φιλοσοφία, με
έμφαση στο πλέον ενδιαφέρον ζεύγος αντιθέτων, το δεξιό
και το αριστερό. Προτού περάσω στην εξέταση των ίδιων
των φιλοσόφων έκρινα αναγκαία δύο εισαγωγικά σημειώματα.
Στο πρώτο εξετάζω εν συντομία ορισμένα από τα στοιχεία
που μας προσφέρει η ανθρωπολογία - και τα οποία δείχνουν
τον τρόπο με τον οποίο ορισμένα ζεύγη αντιθέτων, σε
πολλές κοινωνίες της εποχής μας, σχετίζονται συνειρμικά
και συμβολικά με θρησκευτικές κατηγορίες. Το δεύτερο
σημείωμα περιλαμβάνει μια γενική περίληψη των μαρτυριών
σχετικά με παρόμοιους συσχετισμούς που μας σώζονται στην
προ-φιλοσοφική σκέψη της Ελλάδας.
I
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η ανωτερότητα του
δεξιού χεριού βασίζεται σε καθαρά ανατομικούς
παράγοντες. Όλοι δέχονται την ύπαρξη μιας λειτουργικής
ασυμμετρίας του εγκεφάλου, το ότι δηλαδή το αριστερό του
ημισφαίριο είναι, από ορισμένες απόψεις, πιο ανεπτυγμένο
από το δεξιό (το αν και κατά πόσο αυτό αποτελεί αιτία ή
αποτέλεσμα της μεγαλύτερης ανάπτυξης του δεξιού χεριού
είναι ένα ανοικτό ερώτημα).
Ακόμη όμως και αν υποθέσουμε ότι η βάση της ανωτερότητας
του δεξιού χεριού είναι σαφώς ανατομική, η αιτία της
επιμονής ορισμένων κοινωνικών όχι μόνο στη διατήρηση
αλλά και στην υπογράμμιση της διαφοράς μεταξύ των δύο
χεριών παραμένει ακαθόριστη. Αρκετές είναι οι κοινωνίες
στις οποίες αναφέρεται ως πρακτική ο ακρωτηριασμός του
αριστερού χεριού. Ο Evans-Pritchard,
παρατηρώντας ότι οι νέοι των Νουέρ δένουν το αριστερό
τους χέρι με μεταλλικούς κρίκους προκειμένου να το
αποσύρουν από κάθε δραστηριότητα για μακρές περιόδους,
θεώρησε πως η πεποίθηση που βρίσκεται πίσω από τέτοιες
πρακτικές των Νουέρ είναι πως «η δεξιά πλευρά είναι η
πλευρά του καλού ενώ η αριστερή η πλευρά του κακού».
Σύμφωνα με τον Hertz (1960:
100), το δεξιό θεωρείται συχνά ως έδρα της ιερής
δύναμης, «η πηγή κάθε καλού, ευνοϊκού και θεμιτού», ενώ
το αριστερό είναι η εγκόσμια πλευρά «που δεν έχει καμία
άλλη αρετή εκτός... από ορισμένες ανησυχητικές και
ύποπτες δυνάμεις». Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι το δεξιό
δεν είναι πάντα η ιερή πλευρά. Παρόλο που οι
περισσότερες κοινωνίες θεωρούν τη δεξιά πλευρά ως
σεβάσμια υπάρχουν και λαοί οι οποίοι αν και κατά κανόνα
δεξιόχειρες θεωρούν ως ευγενέστερη πλευρά την αριστερή:
οι Ζούνι
προσωποποιούν την αριστερή και τη δεξιά πλευρά θεωρώντας
τες αδελφούς θεούς, εκ των οποίων η αριστερή είναι ο
μεγαλύτερος και σοφότερος. Για τους αρχαίους Κινέζους,
πάλι, το αριστερό είναι ytαν,
και για το λόγο αυτό είναι ανώτερο, ενώ το δεξιό γιν,
και έτσι κατώτερο. Πιστεύω πως αυτή η αντιστροφή των
συνηθισμένων συνειρμών μάς μαθαίνει κάτι για το ρόλο όχι
τόσο των καθαρά φυσιολογικών αλλά μάλλον των κοινωνικών
παραγόντων που καθορίζουν τη στάση απέναντι στο δεξιό
και το αριστερό.
Πολλοί πρωτόγονοι λαοί ταυτίζουν τη δεξιά πλευρά με το
ιερό και το αγνό, και την αριστερή με το εγκόσμιο και το
μιασμένο, ενώ παρόμοιες συνδηλώσεις ισχύουν και για άλλα
ζεύγη αντιθέτων. Οι συνειρμοί του αρσενικού και του
θηλυκού στους Μαορί, για παράδειγμα, έχουν ήδη συζητηθεί
από τον Hertz (I960: 97). Πολύ
συνηθισμένη είναι η συσχέτιση της ημέρας, του φωτός και
της ανατολής με τις δυνάμεις της ζωής και του σθένους,
ενώ της νύχτας, του σκότους και της δύσης με τις
αντίθετες δυνάμεις, του θανάτου και της αδυναμίας.
Διαπιστώνουμε ακόμη ότι, πιθανόν ως φυσική συνέπεια
αυτής της τάσης ταύτισης ορισμένων ζευγών αντιθέτων με
το ιερό και το εγκόσμιο, ζεύγη όπως μέρα/νύχτα,
δεξιό/αριστερό και αρσενικό/θηλυκό συνδέονται ή
ταυτίζονται ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η μεταξύ τους
σχέση δεν είναι καθόλου έκδηλη. Ας αναφέρουμε ένα τέτοιο
παράδειγμα
από τον Evans-Pritchard,
που παρατηρεί ότι στους Νουέρ υπάρχουν δύο ζεύγη
αντιθέτων: στο ένα αντιστοιχεί η αριστερή πλευρά, η
αδυναμία, η θηλυκότητα και το κακό, στο άλλο η δεξιά
πλευρά, το σθένος, η αρρενωπότητα και η καλοσύνη· η
ανατολή συνδέεται με τη ζωή ενώ η δύση με το θάνατο,
αλλά η ανατολή συνδέεται και με το δεξιό και η δύση με
το αριστερό «εισάγοντας έτσι στην πολικότητα
αριστερού-δεξιού τις πολικές αναπαραστάσεις όχι μόνο της
ζωής και του θανάτου, αλλά και των βασικών σημείων της
ανατολής και της δύσης».
II
Οι ανθρωπολογικές μαρτυρίες δείχνουν πολύ καθαρά ότι σε
πολλές κοινωνίες της εποχής μας ορισμένες φυσικές
αντιθέσεις (ειδικά το δεξιό και το αριστερό) συχνά
συνδέονται με, ή συμβολίζουν, σημαντικές πνευματικές
κατηγορίες, π.χ. «ιερό» και «εγκόσμιο», «αγνό» και
«μιασμένο». Κάποιοι συνειρμοί των αρχαίων Ελλήνων
σχετικά με φυσικές αντιθέσεις είναι σίγουρα γνωστοί και
δεν χρειάζονται ιδιαίτερο σχολιασμό. Μια πολύ σημαντική
αντίθεση είναι η αντίθεση μεταξύ ουρανού και γης, χάρη
στις δύο θεμελιώδεις θρησκευτικές διακρίσεις που
συνδέονται μαζί τους, (1) τη διάκριση μεταξύ Ολυμπίων
και χθόνιων θεοτήτων
και (2) τη γενική διάκριση μεταξύ θεών και ανθρώπων,
μεταξύ επουρανίων και επιχθονίων.
Ένα άλλο σημαντικό ζεύγος αντιθέτων είναι το φως και το
σκοτάδι. Όπως έδειξε ειδικά ο Bultmann
(1948), το φως για τους αρχαίους Έλληνες
ήταν το σύμβολο της ευημερίας, της ευτυχίας, της
επιτυχίας, της δόξας στη ζωή και της ίδιας της ζωής (ενώ
το σκοτάδι και η νύχτα συνδέονταν γενικά με τα αντίθετά
τους). Ανάμεσα σε άλλα ζεύγη αντιθέτων που συνδέονταν με
τον ουρανό και τη γη ή το φως και το σκοτάδι, το πάνω
και το κάτω και το άσπρο και το μαύρο έχουν οπωσδήποτε
και από πολύ πρώιμα στάδια σημαντική συμβολική αξία.
Παρόλο που, όπως φαίνεται, δεν έχουμε λόγους να
πιστεύουμε ότι στις θρησκευτικές πρακτικές της πρώιμης
Ελλάδας η σχέση του αρσενικού και του θηλυκού ήταν πάντα
σχέση «ιερού» και «εγκόσμιου» (όπως προκύπτει κατά τον
Hertz από τις λατρευτικές
πρακτικές των Μαορί), θα πρέπει ίσως να επισημάνουμε ότι
οι γυναίκες θεωρούνταν συνήθως κατώτερες - ο Ησίοδος,
τουλάχιστον, δεν σταματά να περιγράφει την πρώτη
γυναίκα, την Πανδώρα, ως κακό (π.χ. Θεογονία 570, 585,
600, Έργα και ημέρες 57, 89), εννοώντας μάλιστα ότι από
αυτήν πηγάζουν όλα τα κακά της ανθρωπότητας.
Θα πρέπει ίσως να ασχοληθούμε κάπως λεπτομερέστερα με
τις συνδηλώσεις που αποκτούν το ίδιο το δεξιό και το
αριστερό στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Όλοι γνωρίζουμε ότι
για τους Έλληνες η δεξιά πλευρά είναι η τυχερή, η
αριστερή η κακορίζικη: οι οιωνοί που προέρχονται από τα
δεξιά είναι αίσιοι, εκείνοι που προέρχονται από τα
αριστερά κακοί, για παράδειγμα στον Όμηρο (π.χ. Ιλιάδα
24.315-21, Οδύσσεια 2.146-54).
Βλέπουμε, ωστόσο, πως η τυχερή κατεύθυνση από το
αριστερό προς το δεξιό τηρείται σε ένα μεγάλο φάσμα
δραστηριοτήτων, όπως κατά το σερβίρισμα του κρασιού στον
κύκλο μιας ομάδας καλεσμένων (Ιλιάδα 1.597, πρβλ.
Πλάτων, Συμπόσιο 223 κ.ε., και Οδύσσεια 21.141 κ.ε.,
όπου οι μνηστήρες δοκιμάζουν το τόξο του Οδυσσέα, ένας
ένας από τα αριστερά προς τα δεξιά) και στο τράβηγμα
κλήρου (στην Ιλιάδα 7.181 κ.ε. οι κλήροι περνούν από τα
αριστερά προς τα δεξιά μιας ομάδας πολεμιστών). Το δεξιό
χέρι χρησιμοποιείται για χαιρετισμό (π.χ. Οδύσσεια 1.120
κ.ε.), σπονδές (π.χ. Ιλιάδα 24.283 κ.ε.) ή για μια
επίσημη υπόσχεση (π.χ. Ιλιάδα 4.159).
Το αριστερό χέρι είναι, αντίθετα, κακορίζικο. Δύο από
τις λέξεις που δηλώνουν το αριστερό (εὐώνυμος
και αριστερός) είναι ευφημισμοί, και μία άλλη (σκαιός)
σημαίνει το «δυσοίωνο» (όπως στον Αίαντα του Σοφοκλή,
1225) και το «α-δέξιο» (π.χ. στους Σφήκες του
Αριστοφάνη, 1265 κ.ε.) - όπως και το γαλλικό «gauche»,
ενώ το αντίθετό του, δεξιός, σημαίνει «έξυπνος» ή
«επιδέξιος» (στην κυριολεξία «δεξιόχειρ»).
Πολλές φυσικές αντιθέσεις οδήγησαν τους αρχαίους Έλληνες
σε ισχυρούς συμβολικούς συνειρμούς. Αν και φυσικά δεν
μπορούμε να μιλήσουμε για συστηματικό πίνακα αντιθέτων
στον Όμηρο ή τον Ησίοδο, η εξέταση των συσχετισμών
μεταξύ των θετικών ή των αρνητικών πόλων πολλών τέτοιων
ζευγών αντιθέτων θα είχε πολύ ενδιαφέρον. Η ταύτιση του
φωτός, της ανατολής, του λευκού, του ουρανού και του
επάνω ή πάλι του σκότους, της δύσης, του μαύρου, της γης
και του κάτω αντιστοιχεί σε συγκεκριμένα γεγονότα της
παρατήρησης. Η σύλληψη άλλωστε της γης ως θηλυκού (ή ως
μητέρας) και του ουρανού ως γενεσιουργού αρσενικού
στηρίζεται σε μια προφανή αναλογία μεταξύ της ανάπτυξης
των φυτών και της σεξουαλικής αναπαραγωγής. Από την
άλλη, στην Ιλιάδα 12.238 κ.ε. διαπιστώνουμε ότι το δεξιό
ταυτίζεται με την ανατολή και τον ήλιο, το αριστερό με
την «καταχνιασμένη δύση». Η ταύτιση αυτή φαίνεται πιο
αυθαίρετη,
παρόλο που, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, ανάλογες με αυτή
απαντούν και σε άλλες κοινωνίες.
III
Ύστερα από αυτή τη σύντομη επισκόπηση των συμβολικών
συνδηλώσεων που χαρακτηρίζουν ορισμένα ζεύγη αντιθέτων
στην πρώιμη ελληνική γραμματεία συνολικά, θα πρέπει στη
συνέχεια να συζητήσουμε το πώς κάποιες από αυτές τις
αντιλήψεις ίσως να επέδρασαν στις θεωρίες των Ελλήνων
φιλοσόφων δεν εννοώ μόνο σε δόγματα θρησκείας ή ηθικής
αλλά και - ακόμη ειδικότερα - σε ορισμένες από τις
εξηγήσεις που εισήγαγαν για να εξηγήσουν τα διάφορα
σύνθετα φυσικά φαινόμενα. Σε αυτά τα συμφραζόμενα η
χρήση των αντιθέτων δεξιού και αριστερού είναι ιδιαίτερα
αξιοσημείωτη.
Τα ζεύγη δεξιό και αριστερό, αρσενικό και θηλυκό, φως
και σκοτάδι εμφανίζονται φυσικά στον πυθαγόρειο πίνακα
αντιθέτων (συστοιχία) που μας παραδίδει ο Αριστοτέλης
στα Μετά τα φυσικά Α.5 986a22
κ.ε.
Το ποια ομάδα ή ποιες ομάδες Πυθαγορείων μπορεί να
ασπάζονταν αυτό το δόγμα είναι αβέβαιο, και είναι
αδύνατον να χρονολογήσουμε τον πίνακα στη μορφή που
απαντά στον Αριστοτέλη. Αυτό που είναι σαφές πάντως
είναι ότι η ταξινόμηση του δεξιού, του αρσενικού και του
φωτός στη μια πλευρά, την πλευρά του καλού, και του
αριστερού, του θηλυκού και του σκότους στην άλλη, του
κακού, αντιστοιχεί σε αντιλήψεις που, με διαφορετική
πάντα έμφαση και με τρόπο έμμεσο απαντούν στους πιο
πρώιμους συγγραφείς της Ελλάδας. Αυτό το χαρακτηριστικό
του πυθαγόρειου πίνακα θα μπορούσε να ιδωθεί ως σαφής
έκφραση ή εκλογίκευση, σε ηθικούς όρους, κάποιων
ιδιαίτερα πρώιμων ελληνικών αντιλήψεων.
Και αλλού στην ελληνική φιλοσοφία, ορισμένα από αυτά τα
ζεύγη αντιθέτων συσχετίζονται μεταξύ τους σε χωρία που
βρίσκονται σε θρησκευτικά ή μυστικιστικά συμφραζόμενα. Ο
εσχατολογικός μύθος της Πολιτείας (614C
κ.ε.), για παράδειγμα, μας καλεί να φανταστούμε
τις ψυχές των ανθρώπων μοιρασμένες, από τους κριτές
τους, σε δύο ομάδες: οι δίκαιοι, πορεύονται προς τα
δεξιά, προς τα πάνω, διασχίζοντας τον ουρανό, φέροντας
μπροστά τους σημεία της κρίσης τους, και οι άδικοι
πηγαίνουν αριστερά, προς τα κάτω (μέσα στη γη) φέροντας
τα δικά τους σημεία στις πλάτες τους.
Ορισμένα όμως από τα αντίθετα αυτά εμφανίζονται και στην
ελληνική φιλοσοφία σε περιπτώσεις όπου σκοπός του
συγγραφέα είναι να εξηγήσει συγκεκριμένα φαινόμενα· θα
πρέπει, λοιπόν, τώρα να εξετάσουμε σε τι βαθμό οι
θεωρίες και οι εξηγήσεις που στηρίζονται σε αυτά τα
αντίθετα επηρεάζονται από προγενέστερες πεποιθήσεις και
προγενέστερες συνδηλώσεις.
Ας αρχίσουμε με μια ομάδα θεωριών που αποσκοπούν στην
εξήγηση της διαφοροποίησης των φύλων κατά τη γέννηση.
Οι θεωρίες που αποδίδονται τόσο στον Παρμενίδη όσο και
στον Αναξαγόρα στηρίζονται στην ιδέα της συσχέτισης του
αρσενικού με το δεξιό και του θηλυκού με το αριστερό.
Φαίνεται πως ο Παρμενίδης υποστήριζε ότι το φύλο του
παιδιού καθορίζεται από τη θέση του στη δεξιά ή την
αριστερή πλευρά της μήτρας της μητέρας του (τα αρσενικά
βρίσκονται στη δεξιά, τα θηλυκά στην αριστερή). Ο
Γαληνός παραθέτει το απόσπασμα 17 «στα δεξιά τα αγόρια,
στα αριστερά τα κορίτσια» και το ερμηνεύει με αυτή τη
σημασία (εις Επιδημιών VI 48, CMG
5 10.22, 119.12 κ.ε.· πρβλ. Αριστοτέλης, Περί
ζώων γενέσεως 763b 34-764al,
όπου, ωστόσο, δεν γίνεται αναφορά σε κάποιο συγκεκριμένο
συγγραφέα). Από τους άμεσους διαδόχους του Παρμενίδη, ο
Εμπεδοκλής υποστήριζε πως ο καθοριστικός παράγων είναι η
ζέστη της μήτρας,
από την άλλη όμως ο Αναξαγόρας μίλησε για κάποια διαφορά
μεταξύ δεξιού και αριστερού, μολονότι, αντίθετα με τον
Παρμενίδη, θεωρούσε ότι ο καθοριστικός παράγων είναι η
πλευρά του σώματος από όπου προέρχεται το σπέρμα του
πατέρα (Αριστοτέλης, Περί ζώων γενέσεως 763b30
κ.ε.· πρβλ. 765a3 κ.ε.)· Μια
παραλλαγή αυτής της θεωρίας εμφανίζεται στην ιπποκρατική
πραγματεία Περί επικνήσιος, από την οποία καταλαβαίνουμε
πολύ συγκεκριμένα ότι ο δεξιός όρχις είναι υπεύθυνος για
τα αρσενικά παιδιά, ενώ ο αριστερός για τα θηλυκά (κεφ.
31, Littre VIII 500.8 κ.ε.)·
Άλλες ιπποκρατικές πραγματείες χρησιμοποιούν την εκδοχή
του Παρμενίδη,
ή προτείνουν άλλες συσχετίσεις ανάμεσα στο αρσενικό
έμβρυο και τη δεξιά πλευρά του σώματος της μητέρας.
Πρόκειται οπωσδήποτε για μια εντυπωσιακή σειρά θεωριών.
Παρά την ύπαρξη εναλλακτικών προτάσεων σχετικά με το
ποιο μέρος του σώματος ή το ποιος γονέας καθορίζει το
φύλο του παιδιού, όλοι αυτοί οι συγγραφείς υποθέτουν ότι
το αρσενικό συνδέεται με το δεξιό όπως και το θηλυκό με
το αριστερό. Μιλήσαμε πιο πάνω για την τάση ταύτισης των
θετικών και αρνητικών πόλων των διαφόρων ζευγών
αντιθέτων (και οι μαρτυρίες μας γι’ αυτό δεν προέρχονται
μόνο από τους αρχαίους Έλληνες αλλά και από άλλους
λαούς). Ενδιαφέρον είναι έτσι το γεγονός ότι αυτές οι
δοκιμαστικές εξηγήσεις του φύλου παίρνουν τη μορφή
εφαρμογών της θεωρίας που εντοπίζει την προέλευση του
αρσενικού στο δεξιό και του θηλυκού στο αριστερό. Δεν
μπορούμε να προσδιορίσουμε τι είδους στοιχεία
χρησιμοποίησαν (αν χρησιμοποίησαν) ο Παρμενίδης και
άλλοι, προ- κειμένου να υποστηρίξουν τις θεωρίες τους
(δεν αποκλείεται και η κατασκευή φανταστικών στοιχείων,
βλ. παρακάτω, για τον Αριστοτέλη, Περί ζώων γενέσεως 765a25
κ.ε.). Φαίνεται όμως πως οι προγενέστερες συμβολικές
συσχετίσεις συνέβαλαν στην ενίσχυση της σύνδεσης μεταξύ
των θετικών ή ανώτερων όρων, δηλαδή του αρσενικού με το
δεξιό. Ας σημειώσουμε ότι, αντίθετα με τη θεωρία των
Ελλήνων, οι αρχαίοι Κινέζοι (που τιμούσαν το αριστερό
περισσότερο από ό, τι το δεξιό) μας δίνουν δείγματα
στοχαστών που πιστεύουν πως αν το έμβρυο βρεθεί στα
αριστερά της μήτρας θα γίνει αγόρι, αν βρεθεί στα δεξιά
κορίτσι - θεωρία δηλαδή που, αν και αντίθετη από αυτή
των Ελλήνων, παραμένει συνεπής προς τους δικούς τους
συνειρμούς του αριστερού και του δεξιού.
Ορισμένοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι και ιπποκρατικοί
συγγραφείς εισάγουν μια ομάδα θεωριών που αποτελείται
από απόπειρες συσχετίσεων του αρσενικού και του θηλυκού
με το δεξιό και το αριστερό. Παρόμοιες θεωρίες όμως
συνεχίζουν να εμφανίζονται στη φιλοσοφία του τέταρτου
αιώνα, στον ίδιο τον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης πράγματι
απορρίπτει την ιδέα ότι το δεξιό και το αριστερό
καθορίζουν κατά οποιονδήποτε τρόπο το φύλο του παιδιού.
Στρέφεται εναντίον της θεωρίας του σχηματισμού των δύο
φύλων σε διαφορετικά σημεία της μήτρας στο Περί ζώων
γενέσεως IV.],
και στο σημείο αυτό αναφέρεται στην αποφασιστική
μαρτυρία των διατομών: «εξάλλου τα αρσενικά και τα
θηλυκά δίδυμα συχνά βρίσκονται στο ίδιο μέρος της
μήτρας: παρατήρηση που έχουμε κάνει πολλές φορές κατά
τις τομές όλων των ζωοτόκων, τόσο των χερσαίων όσο και
των ψαριών» (Περί ζώων γενέσεως 764a33
κ.ε.). Ενδιαφέρον έχουν και τα σχόλια του Αριστοτέλη για
τη θεωρία που καθορίζει το φύλο βάσει του εάν το σπέρμα
προέρχεται από τον δεξιό ή τον αριστερό όρχι. Στο Περί
ζώων γενέσεως 765a25 κ.ε. μιλά
για τους υποστηρικτές ορισμένων θεωριών, κατά τις οποίες
η αφαίρεση των όρχεων του αρσενικού γονέα επιφέρει
συγκεκριμένα αποτελέσματα (όλοι οι απόγονοι, δηλαδή, θα
ανήκουν στο ίδιο φύλο): «ωστόσο δεν λένε αλήθεια:
ξεκινώντας από το πιθανό (ἐκ
τῶν εἰκότων) μαντεύουν αυτό που θα συμβεί και
προϋποθέτουν ότι είναι έτσι, προτού καν το δουν στην
πραγματικότητα». Πρόκειται σίγουρα για σπουδαίο βήμα. Τη
στιγμή που άλλοι έμεναν ικανοποιημένοι με την υπόθεση
ότι τα αρσενικά σχηματίζονταν στη δεξιά πλευρά της
μήτρας και τα θηλυκά στην αριστερή, ο Αριστοτέλης
χρησιμοποιεί τις διατομές για να δείξει ότι αυτό δεν
αποτελεί απόλυτο κανόνα.
Κρίνοντας από αυτά τα χωρία θα μπορούσαμε να πούμε πως
προκαταλήψεις για το δεξιό και το αριστερό ή άλλα τέτοια
αντίθετα δεν έθιγαν τον Αριστοτέλη. Κάτι τέτοιο όμως
ασφαλώς δεν ισχύει - αξίζει, έτσι, να μελετήσουμε
προσεκτικά τη χρήση των αντιθέτων στον Αριστοτέλη,
συγκεκριμένα του δεξιού και του αριστερού, του πάνω και
του κάτω, του μπροστά και του πίσω.
Για τον Αριστοτέλη, δεξιό και αριστερό, πάνω και κάτω,
μπροστά και πίσω δεν είναι απλώς όροι σχετικοί. Το
δεξιό, το πάνω και το μπροστά θεωρούνται οι
ἀρχαί,
οι αφετηρίες δηλαδή ή οι αρχές όχι μόνο των τριών
διαστάσεων, του εύρους, του μήκους και του βάθους
αντιστοίχως (Περί ουρανού 284b24
κ.ε.) αλλά και των τριών τύπων αλλαγής των ζωντανών
οργανισμών, της κατά τόπον κίνησης, της αύξησης και της
αίσθησης (Περί ουρανού 284b25
κ.ε.). Στο Περί πορείας ζώων, κεφ. 4, 705b29
κ.ε., για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης επιχειρεί να
θεμελιώσει το ότι στα ζώα κάθε κατά τόπον κίνηση
συντελείται από τα δεξιά. Οι αποδείξεις του γι’ αυτό
είναι κυρίως (1) ότι οι άνθρωποι κουβαλούν φορτία στον
αριστερό ώμο, (2) ότι στο περπάτημα ξεκινούν με το
αριστερό πόδι - και στις δύο περιπτώσεις, κατά τον
Αριστοτέλη, η πλευρά που αρχίζει την κίνηση είναι η
δεξιά - και (3) ότι, όταν αμύνονται, χρησιμοποιούν τα
δεξιά άκρα.
Καθώς υποθέτει ότι η κίνηση της ουράνιας σφαίρας (την
οποία θεωρεί ζωντανή) πρέπει να γίνεται «από τα δεξιά»
και επί τα δεξιά,
στο Περί ουρανού 285b22 κ.ε.
συνάγει ότι το βόρειο ημισφαίριο, όπου ζούμε, είναι το
κατώτερο από τα δύο. Άλλωστε, επειδή το «προς τα πάνω»
ορίζεται σε σχέση με το μέρος από όπου παρέχεται η τροφή
και από όπου αρχίζει η ανάπτυξη (π.χ. Περί πορείας ζώων
705a32 κ.ε.), το «πάνω» τμήμα
των φυτών θα είναι εκεί που βρίσκονται οι ρίζες τους, κι
έτσι ο Αριστοτέλης θεωρεί πως τα φυτά είναι «ανάποδα»
(π.χ. Περί ζώων μορίων 686b31
κ.ε., Περί πορείας ζώων 705b6,
πρβλ. Περί ζώων μορίων 683b 18
κ.ε., σχετικά με τα οστρακοειδή). Το δεξιό, λοιπόν, το
πάνω και το μπροστά καθορίζονται από ορισμένες
λειτουργίες, ο Αριστοτέλης όμως τα θεωρεί πολυτιμότερα
από τα αντίθετά τους. Έτσι, στο Περί πορείας ζώων 706bl2
κ.ε., λέει ότι
ἡ μέν γάρ
ἀρχή τίμιον, τό δ’ ἄνω τοῦ κάτω καί τό πρόσθεν τοῦ
ὄπισθεν καί τό δεξιόν τον άριστεροῦ τιμιώτερον.
Η αντίληψη αυτή γίνεται μάλιστα σημαντικό δόγμα της
ανατομίας, μια που ο Αριστοτέλης πιστεύει πως «συνολικά,
εκτός αν παρεμβληθεί κάποιο σημαντικότερο αντικείμενο,
αυτό που είναι καλύτερο και αξίζει περισσότερο τείνει να
βρίσκεται πάνω και όχι κάτω, μπροστά και όχι πίσω, και
στα δεξιά και όχι στα αριστερά» (Περί ζώων μορίων 665a22
κ.ε.). Χρησιμοποιεί την αρχή αυτή για να εξηγήσει τις
σχετικές θέσεις της τραχείας και του οισοφάγου (Περί
ζώων μορίων 665al8 κ.ε.) και
του «μεγάλου αγγείου του αίματος» (ἡ
μεγάλη φλέψ)
και της αορτής (Περί ζώων μορίων 667b34
κ.ε.),
καθώς και για να δώσει μια εξήγηση της λειτουργίας του
διαφράγματος (για να διακρίνει τα ευγενέστερα, ανώτερα
μέρη του σώματος, από τα λιγότερο ευγενή, κατώτερα μέρη:
Περί ζώων μορίων 672b22 κ.ε.)·
Η πίστη, θα έλεγε κανείς σχεδόν το πείσμα, που δείχνει ο
Αριστοτέλης όταν επιμένει στην αντίληψή του για την
ουσιαστική ανωτερότητα του δεξιού προς το αριστερό
φαίνεται στην εξήγηση που δίνει για τη θέση της καρδιάς.
Θεωρεί πως το όργανο αυτό αποτελεί αρχή της ζωής και
πηγή κάθε κίνησης και αίσθησης του ζώου (Περί ζώων
μορίων 665a11 κ.ε.). Στο Περί
ζώων μορίων 665b] 8 κ.ε. λέει
ότι η καρδιά στον άνθρωπο «βρίσκεται στο μέσο περίπου
του σώματος, αλλά πιο πολύ προς το πάνω παρά προς το
κάτω μισό, και πιο πολύ προς τα εμπρός παρά προς τα
πίσω. Γιατί η φύση όρισε το πολυτιμότερο μέρος στην
πολυτιμότερη θέση (ἐν
τοῖς γάρ τιμιωτέροις τό τιμιώτερον καθίδρυσεν ή φύσις),
όποτε αυτό δεν εμποδίζεται από κάποιον ανώτερο σκοπό».
Αντιμετωπίζοντας το δύσκολο πρόβλημα που προκύπτει από
το γεγονός ότι η καρδιά βρίσκεται στην αριστερή πλευρά
του σώματος και όχι στη δεξιά, που είναι η πολυτιμότερη,
ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται πως αυτό συμβαίνει για να
«εξουδετερωθεί η ψυχρότητα της αριστερής πλευράς» (Περί
ζώων μορίων 666b6 κ.ε.). Στην
περίπτωση αυτή, όταν δηλαδή αντιμετωπίζει ένα προφανές
και σημαντικό γεγονός που μοιάζει να αντικρούει τη
θεωρία του για την ανωτερότητα και τη μεγαλύτερη
ευγένεια της δεξιάς πλευράς, δεν εγκαταλείπει τη θεωρία
του, αλλά επικαλείται μια δεύτερη, αυθαίρετη υπόθεση,
την (καθαρά φανταστική) γενική διάκριση της θερμοκρασίας
των δύο πλευρών του σώματος.
Εξηγώντας τη θέση της καρδιάς στον άνθρωπο, ο
Αριστοτέλης αναφέρεται στη διαφορά θερμότητας μεταξύ της
δεξιάς και της αριστερής πλευράς του σώματος. Στον
άνθρωπο η καρδιά τείνει ελαφρά προς τα αριστερά, επειδή
η αριστερή πλευρά του σώματος είναι στην προκειμένη
περίπτωση ιδιαίτερα ψυχρή (π.χ. Περί ζώων μορίων 666b9
κ.ε.). Αλλού αναφέρεται και στις διαφορές στη θερμότητα
και την καθαρότητα του αίματος, όταν εξηγεί τη γενική
ανωτερότητα των επάνω μερών του σώματος σε σχέση με τα
κάτω, του αρσενικού ζώου σε σχέση με το θηλυκό, και της
δεξιάς πλευράς του σώματος σε σχέση με την αριστερή
(Περί ζώων μορίων 648a2-13).
Στο Περί ζώων μορίων 670b 17
κ.ε. ο Αριστοτέλης εξηγεί ως ένα βαθμό την «υδατώδη»
ποιότητα της σπλήνας σε ορισμένα ζώα, επικαλούμενος τη
γενικά «υγρότερη και ψυχρότερη φύση της αριστερής
πλευράς» του σώματος.
Και συνεχίζει: «καθένα από τα αντίθετα χωρίζεται ανάλογα
με την οικεία του στήλη (συστοιχία), καθώς το δεξιό
αντιτίθεται στο αριστερό και το θερμό αντιτίθεται στο
ψυχρό: και είναι στοιχισμένα (σύστοιχα) μεταξύ τους κατά
τον τρόπο που περιγράψαμε» (δηλαδή το δεξιό και το
αριστερό βρίσκονται στη μία στήλη, το αριστερό και το
ψυχρό στην άλλη) (Περί ζώων μορίων 670b20
κ.ε.). Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η θεωρία που
υποστηρίζει ότι η δεξιά πλευρά του σώματος είναι
θερμότερη από ό, τι η αριστερή αναφέρεται στο Περί ζώων
γενέσεως IV. 1, όπου ο Αριστοτέλης συζητεί τον καθορισμό
του φύλου του εμβρύου. Αν και, όπως έχουμε ήδη δει, στο
κεφάλαιο αυτό αντικρούει έντονα προγενέστερες θεωρίες,
κατά τις οποίες το φύλο του παιδιού καθορίζεται από το
μέρος της μήτρας στο οποίο συλλαμβάνεται, ολοκληρώνοντας
την ανάλυση των αντιλήψεων των προδρόμων του, στο Περί
ζώων γενέσεως 765a34 κ.ε.
παραδέχεται ότι «το να υποθέτει κανείς ότι η αιτία του
αρσενικού και του θηλυκού είναι η θερμότητα και το κρύο,
ή η έκκριση (ἡ
ἀπόκρισις, δηλαδή το σπέρμα) που προέρχεται
από τη δεξιά ή την αριστερή πλευρά του σώματος, δεν
είναι παράλογο (ἔχει
τινά λόγον)»: η δεξιά πλευρά του σώματος
είναι θερμότερη από την αριστερή, και το θερμότερο
σπέρμα, όντας πιο «επεξεργασμένο», είναι πιο γόνιμο από
το ψυχρό, και γι’ αυτό μάλλον πιο κατάλληλο για την
παραγωγή αρσενικών. Μολονότι στη συνέχεια (b4
κ.ε.) λέει πως «το να μιλά κανείς έτσι μοιάζει με το να
ζητά την αιτία από μια υπερβολικά μεγάλη απόσταση», κάτω
από τη δική του θεωρία στεγάζει, ως ένα βαθμό, κάποιες
προγενέστερες απόψεις.
Μια προσεκτικότερη όμως εξέταση της θεωρίας της
αυξημένης θερμότητας της δεξιάς πλευράς του σώματος
φέρνει στην επιφάνεια την αδυναμία του επιχειρήματος του
Αριστοτέλη. Σύμφωνα με το Περί ζώων μορίων 666b6
κ.ε., η καρδιά του ανθρώπου βρίσκεται στα αριστερά, έτσι
ώστε να αντισταθμίζεται η ψυχρότητα της αριστερής
πλευράς του σώματος. Αλλού όμως ο Αριστοτέλης
ισχυρίζεται πως ο παράγοντας από τον οποίο εξαρτάται
αυτή η διαφορά της θερμοκρασίας είναι η ίδια η καρδιά.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Περί τα ζώα ιστορίαι και του
Περί ζώων μορίων,
η καρδιά. στα περισσότερα μεγάλα ζώα, έχει τρεις
κοιλίες, εκ των οποίων η δεξιά είναι η μεγαλύτερη και
περιέχει το πιο άφθονο και θερμότερο αίμα·
μάλιστα στο Περί ζώων μορίων 667al
κ.ε., για παράδειγμα, επικαλείται το γεγονός αυτό
ως αιτία της μεγαλύτερης θερμότητας που υπάρχει σε
ολόκληρη τη δεξιά πλευρά του σώματος. Μπορούμε να
εντοπίσουμε μια ανωμαλία στον ισχυρισμό ότι (1) η καρδιά
του ανθρώπου βρίσκεται στα αριστερά, ώστε να
αντισταθμίζει το υπερβολικό ψύχος της πλευράς αυτής, τη
στιγμή που (2) η ίδια η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ των
δύο πλευρών του σώματος αντιμετωπίζεται ως αποτέλεσμα
κάποιας διαφοράς θερμοκρασίας του αίματος μεταξύ των
αριστερών και των δεξιών κοιλιών της καρδιάς. Ο άνθρωπος
δεν θεωρείται σε καμία περίπτωση το μοναδικό είδος στο
οποίο οι κοιλίες της καρδιάς είναι άνισες σε μέγεθος,
και ωστόσο μόνο στον άνθρωπο (όπως πιστεύει ο
Αριστοτέλης) η καρδιά βρίσκεται μετατοπισμένη προς τα
αριστερά. Ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, θα περιμέναμε
πως το αποτέλεσμα της μετατόπισης της καρδιάς από την
κεντρική θέση που κατέχει σε όλα τα άλλα είδη των ζώων
είναι η θέρμανση της πλευράς προς την οποία
μετατοπίζεται. Αντί όμως να συμπεραίνει πως στον άνθρωπο
η αριστερή πλευρά είναι θερμότερη, σε σχέση με τη δεξιά,
από ό, τι στην περίπτωση ενός αλόγου ή ενός βοδιού, ο
Αριστοτέλης πιστεύει πως η αριστερή πλευρά στον άνθρωπο
είναι ιδιαίτερα ψυχρή. Υποστηρίζει πως η διαφορά στη
θερμοκρασία μεταξύ των δύο πλευρών του σώματος είναι
ιδιαίτερα μεγάλη στον άνθρωπο, η ιδέα όμως αυτή, παρά το
γεγονός ότι βρίσκεται σε συμφωνία με το γενικό του δόγμα
ότι οι διακρίσεις δεξιού/αριστερού στους ανθρώπους είναι
έντονες, παραμένει βέβαια μια αστήρικτη υπόθεση.
Για τον Αριστοτέλη το δεξιό, το πάνω και το μπροστά
είναι αφετηρίες ή αρχές, και έτσι ανώτερα και
ευγενέστερα από τα αντίθετά τους. Πιστεύει, ακόμη, πως η
δεξιά πλευρά είναι από τη φύση της πιο ενεργητική και
δυνατότερη από την αριστερή, όχι μόνο στον άνθρωπο αλλά
και, εν είδει γενικού κανόνα, σε ολόκληρο το ζωικό
βασίλειο. Στο Περί ζώων μορίων 684a27
κ.ε. προβαίνει στην εξής γενίκευση: «όλα τα ζώα έχουν
από τη φύση τους την τάση να χρησιμοποιούν περισσότερο
τα δεξιά τους άκρα για τις δραστηριότητές τους».
Ας δούμε τώρα σε τι βαθμό ο Αριστοτέλης τροποποιεί τη
θεωρία του της διάκρισης δεξιού και αριστερού ενόψει των
λεπτομερών παρατηρήσεων του σε διάφορα βιολογικά είδη -
ή κατά πόσο στη διατύπωση των συμπερασμάτων του
προσπερνά ή διαστρεβλώνει τα γεγονότα. Αν και ως γενικό
κανόνα ορίζει πως τα δεξιά άκρα είναι δυνατότερα από τα
αριστερά, επισημαίνει και ορισμένες εξαιρέσεις. Στο Περί
ζώων μορίων 684a32 κ.ε.
παρατηρεί ότι το αν η δεξιά ή η αριστερή δαγκάνα του
αστακού είναι μεγαλύτερη είναι τυχαίο, στη συνέχεια όμως
λέει ότι η αιτία αυτού του πράγματος είναι ότι οι
αστακοί είναι παραμορφωμένοι, και δεν χρησιμοποιούν τις
δαγκάνες τους για τον φυσικό τους σκοπό αλλά για να
κινούνται (a35-bl).
Χωρία πάλι όπως το Περί πορείας ζώων 7I4b8
κ.ε. δείχνουν ότι ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει πως σε
τάξεις όπως εκείνη των οστρακοειδών το δεξιό και το
αριστερό δεν διακρίνονται με σαφήνεια (παρόλο που
αναλύοντας τη μέθοδο της κίνησής τους επιχειρεί να
ορίσει μια λειτουργική διάκριση μεταξύ δεξιού και
αριστερού)·
και πάλι όμως προβάλλει ως λόγο για την έλλειψη
διαφοροποίησης μεταξύ δεξιού και αριστερού στα
οστρακοειδή το ότι αποτελούν παραμορφωμένη τάξη (π.χ.
Περί πορείας ζώων 714b 10
κ.ε.). Ωστόσο, κάποιες από τις θέσεις του Αριστοτέλη
σχετικά με τη διαφοροποίηση δεξιού και αριστερού στα ζώα
χρειάζονται διευκρίνιση. Ο Ogle
επισημαίνει πως η παρατήρηση στο Περί ζώων μορίων
684a26 κ.ε. ότι «σε όλες τις
καραβίδες και στα καβούρια η δεξιά δαγκάνα είναι
μεγαλύτερη και δυνατότερη» (από ό, τι η αριστερή) είναι
«μια θέση υπερβολικά απόλυτη».
Πιο σημαντική ίσως είναι η αδυναμία του Αριστοτέλη να
ξεπεράσει την ακράδαντη πίστη του και να αναγνωρίσει ότι
η καρδιά βρίσκεται προς τα αριστερά του σώματος και σε
άλλα είδη εκτός από τον άνθρωπο (Περί ζώων μορίων 666b6
κ.ε.· πρβλ. Περί τα ζώα ιστορίαι 496al4
κ.ε., 506b32 κ.ε.)· Οπωσδήποτε
ο Αριστοτέλης θα είχε λεπτομερή και άμεση γνώση το.)ν
εσωτερικοί οργάνων σε πολλά είδη ζώων. Σε αρκετά όμως
από τα είδη για τα οποία μάλιστα ισχυρίζεται πως
γνωρίζει την εσωτερική τους ανατομία,
η καρδιά, όπως και στον άνθρωπο, βρίσκεται προς τα
αριστερά.
Οι γνώσεις του Αριστοτέλη τόσο για τα εξωτερικά όσο και
για τα εσωτερικά όργανα των ζώων και τη συμπεριφορά τους
ξεπερνά κατά πολύ τις γνώσεις των προδρόμων του. Ένα από
τα αποτελέσματα της μεγάλης του πείρας στις διατομές
ήταν και η εδραίωση της θέσης ότι αρσενικά και θηλυκά
έμβρυα σχηματίζονται σε οποιαδήποτε πλευρά της μήτρας,
αριστερή είτε δεξιά, σε όλα τα ζωοτόκα. Οι παρατηρήσεις
του για πολλά κατώτερα είδη (ιδιαίτερα για τα
καρκινοειδή) είναι εντυπωσιακά ακριβείς και λεπτομερείς.
Μια όμως από τις απόψεις που δεν παύει να υποστηρίζει
είναι ότι το δεξιό είναι από τη φύση και την ουσία του
ανώτερο από το αριστερό. Πιστεύει ότι αυτό ισχύει στον
άνθρωπο, και ο άνθρωπος είναι ο κανόνας βάσει του οποίου
κρίνει το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο. Όπως λέει, για
παράδειγμα, στο Περί πορείας ζώων 706al9
κ.ε., ο άνθρωπος είναι «από όλα τα ζώα το πιο σύμφωνο
προς τη φύση», ενώ κατά το Περί ζώων μορίων 656al0
κ.ε., μόνο στον άνθρωπο «τα φυσικά μέρη βρίσκονται στις
«φυσικές» τους θέσεις, και το πάνω μέρος του ανθρώπου
είναι στραμμένο προς το πάνω μέρος του σύμπαντος».
Ο λόγος που δίνει για την απουσία κάποιας φανερής
διάκρισης μεταξύ δεξιού και αριστερού σε ορισμένα είδη
είναι, λοιπόν, το ότι είναι ελαττωματικά ή
«παραμορφωμένα» ζώα. Δεν πιστεύει μόνο στην ύπαρξη αυτού
που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε φυσιολογική διάκριση
μεταξύ δεξιού και αριστερού -η δεξιά πλευρά είναι
θερμότερη από την αριστερή-, αλλά και στο ότι, κάνοντας
αυτή τη διάκριση, η φύση υλοποιεί έναν σημαντικό σκοπό.
Η διάκριση μεταξύ δεξιού και αριστερού είναι ένα ιδεώδες
που εκδηλώνεται στον άνθρωπο καλύτερα από οπουδήποτε
αλλού: όπως λέει ο Αριστοτέλης στο Περί ζώων μορίων 706a21
κ.ε. «... τά δεξιά ἐν τοῖς ἀνθρώποις μάλιστα δεξιά ἐστιν».
Θα μπορούσε έτσι κανείς να πει ότι οι σημαντικές γνώσεις
του Αριστοτέλη πάνω σε διαφορετικά βιολογικά είδη
αποσκοπούν περισσότερο στην ενίσχυση παρά στην
αποδυνάμωση της πίστης του στη φυσική ανωτερότητα και τη
μεγαλύτερη ευγένεια της δεξιάς πλευράς.
Έχουμε πια περιγράψει την ιστορία αυτής της πίστης στην
εγγενή ανωτερότητα της δεξιάς πλευράς, χρησιμοποιώντας
μαρτυρίες ενός πλήθους ελλήνων στοχαστών ως τον
Αριστοτέλη.
Οι Πυθαγόρειοι τοποθετούσαν το δεξιό στην πλευρά του
πέρατος και του καλού, το αριστερό στην αντίθετη πλευρά
του απείρου και του κακού. Ο Παρμενίδης, ο Αναξαγόρας
και αρκετοί ιπποκρατικοί συγγραφείς υπέθεταν πως η
διαφορά μεταξύ αρσενικού και θηλυκού έπρεπε να
προέρχεται από μια διαφορά μεταξύ δεξιού και αριστερού,
και συσχέτιζαν τους ανώτερους και τους κατώτερους πόλους
αυτών των δύο ζευγών αντιθέτων. Ο Αριστοτέλης δηλώνει
ρητά ότι το δεξιό είναι η αρχή της κίνησης, και ότι
είναι καλύτερο και ευγενέστερο από το αντίθετό του -
μάλιστα χρησιμοποιεί αρκετά αυτή τη θεωρία για την
εξήγηση φαινομένων όπως η θέση διαφόρων οργάνων στο
σώμα. Οι συγγραφείς που μοιάζουν να υιοθετούν τη φυσική
ανωτερότητα της δεξιάς πλευράς δεν θεωρούνται πάντα
επηρεασμένοι από τους Πυθαγορείους. Αν και η σχέση του
Παρμενίδη προς τους Πυθαγορείους μπορεί κάλλιστα να
υπήρξε στενή, οι θεωρίες του Αναξαγόρα δεν έχουν πολλά
στοιχεία άμεσης πυθαγόρειας επίδρασης. Οι ιπποκρατικές
πραγματείες Επιδημίες II και VI σε γενικές γραμμές δεν
περιέχουν πυθαγόρειες αντιλήψεις. Η χρήση της λέξης
σύστοιχα, «στοιχισμένα», από τον Αριστοτέλη, σε σχέση με
τη δική του θεωρία των ζευγών δεξιού και αριστερού,
θερμού και ψυχρού, στο Περί ζώων μορίων 670b22,
θυμίζει καθαρά τον τρόπο με τον οποίο αναφέρεται στις
πυθαγόρειες αρχές όπως οργανώνονται στις σύστοιχες
στήλες (κατά συστοιχίαν: Μετά τα φυσικά 986a22
κ.ε.)· και όμως σε αρκετές περιπτώσεις στην εξήγηση των
Πυθαγορείων γι’ αυτά και άλλα σχετικά αντίθετα αντι-
παραβάλλει ρητά τη δική του
- ενώ πολλές από τις λεπτομερείς βιολογικές του θεωρίες
που βασίζονται στη διάκριση μεταξύ δεξιού και αριστερού
είναι ασφαλώς πρωτότυπες. Φαίνεται έτσι πως η πίστη στην
εγγενή ανωτερότητα της δεξιάς πλευράς δεν αποτελεί
αποκλειστικά δόγμα των Πυθαγορείων. Σε ό, τι αφορά
μάλιστα ορισμένα από τα στοιχεία του, ο πυθαγόρειος
πίνακας των αντιθέτων απλώς ορίζει και διατυπώνει ρητά
εξαιρετικά παλιές και σίγουρα διαδεδομένες πίστεις των
Ελλήνων.
Ανεξάρτητα από το αν δεχόμαστε τη γενική θεωρία του
Hertz ότι στην πρωτόγονη σκέψη
ορισμένες φυσικές αντιθέσεις συχνά αντιστοιχούν στις
κατηγορίες του «ιερού» και του «εγκόσμιου», θα πρέπει να
παραδεχθούμε ότι για τους αρχαίους Έλληνες, όπως και για
πολλούς άλλους λαούς, αντιθέσεις όπως του ουρανού και
της γης, του φωτός και του σκότους, του πάνω και του
κάτω, του δεξιού και του αριστερού, αποκτούν ισχυρές
συμβολικές συνδηλώσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι αξίες που
αποδίδονται στα αντίθετα δεξιό και αριστερό μοιάζουν να
επηρεάζουν κάποιες από τις θεωρίες στις οποίες
εμφανίζονται, στο πλαίσιο της ελληνικής φιλοσοφίας τον
πέμπτου και του τέταρτου αιώνα. Συνηθισμένη ήταν η
υπόθεση ότι το δεξιό είναι κατ’ ουσίαν διαφορετικό και
ανώτερο από το αριστερό, το ένα καλό, το άλλο κακό·
συχνά πάλι το ένα συνδέθηκε με την αρρενωπότητα, το άλλο
με τη θηλυκότητα, το ένα τιμήθηκε, το άλλο όχι. Οι
κοινωνικοί παράγοντες που υπεισέρχονται οτη μεγαλύτερη
ανάπτυξη του ίδιου του δεξιού χεριού δεν πέρασαν
απαρατήρητοι από τους έλλη- νες φιλοσόφους: ειδικά ο
Πλάτων προσέχει τον τρόπο με τον οποίο η παιδική αγωγή
συμβάλλει στη μεγαλύτερη χρήση του δεξιού χεριού.
Ωστόσο η άποψη ότι το δεξιό είναι «από τη φύση του»
ανώτερο, δυνατότερο και ευγενέστερο από το αριστερό
διατηρήθηκε. Στον Αριστοτέλη η διάκριση μεταξύ δεξιού
και αριστερού συλλαμβάνεται όχι απλώς ως φυσιολογικό
γεγονός, αλλά ως ιδεώδες, το οποίο «σπάζεται το ζωικό
βασίλειο, αλλά επιδεικνύει παραδειγματικά ο άνθρωπος.
Ακόμη και η λεπτομερής γνώση των διαφόρων βιολογικών
ειδών, σε πολλά από τα οποία η διάκριση δεξιού και
αριστερού δεν υπάρχει ή δεν είναι έντονη, δεν κατόρθωσε
να ξεριζώσει την πίστη του Αριστοτέλη ότι το δεξιό είναι
φυσικά ισχυρότερο και πιο άξιο από το αριστερό:
αντίθετα, η γνώση αυτή τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η
διάκριση μεταξύ δεξιού και αριστερού σηματοδοτεί την
ανωτερότητα και τη μεγαλύτερη τελειότητα του ανθρώπου σε
σχέση με τα άλλα ζώα.
Τα στοιχεία της δογματικής πίστης και της εμπειρικής
παρατήρησης είναι στενά συνυφασμένα στην ιστορία των
θεωριών που βασίζονται στο δεξιό και το αριστερό. Το
στοιχείο της δογματικής υπόθεσης εμφανίζεται κατ’ αρχάς
στη δεισιδαιμονική πίστη ότι το δεξιό είναι το «τυχερό»
και το αριστερό το «κακορίζικο». Είδαμε όμως πως η
υπόθεση ότι το δεξιό είναι κατ’ ουσίαν διαφορετικό και
ευγενέστερο από το αριστερό διαπερνά την ελληνική
φιλοσοφία ως τον Αριστοτέλη. Ωστόσο πολλοί φιλόσοφοι και
εισηγητές ιατρικών θεωριών στην Ελλάδα ασχολήθηκαν
διεξοδικά με την παρατήρηση, ιδιαίτερα στη βιολογία. Οι
παρατηρήσεις αυτές μερικές φορές οδήγησαν στην απόρριψη
μιας συγκεκριμένης θεωρίας που βασιζόταν στην πίστη στην
ανωτερότητα της δεξιάς πλευράς, όπως όταν οι διατομές
του Αριστοτέλη απέδειξαν ότι τα αρσενικά και τα θηλυκά
δεν σχηματίζονται πάντα στα δεξιά και τα αριστερά της
μήτρας αντιστοίχως. Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, όταν
τα αποτελέσματα της παρατήρησης δεν ταίριαζαν με απόψεις
που είχαν ήδη διατυπωθεί (για παράδειγμα, όταν γινόταν
φανερό πως η καρδιά του ανθρώπου βρίσκεται προς τα
αριστερά), οι απόψεις αυτές δεν εγκαταλείπονταν:
αντίθετα, διατηρούνταν και οδηγούσαν στην εισαγωγή άλλων
δογματικών υποθέσεων προκειμένου να εξηγηθούν τα
φαινόμενα. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι ίσως το γεγονός
ότι ο Αριστοτέλης, ο οποίος διεξήγαγε τις πιο διεξοδικές
και αυστηρές βιολογικές έρευνες στην αρχαιότητα,
υποστήριξε, παρ’ όλ’ αυτά, μια θεωρία διάκρισης του
δεξιού και του αριστερού που οφείλει πολλά στις
παραδοσιακές συμβολικές συνδηλώσεις αυτών των αντιθέτων
για τους αρχαίους Έλληνες.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Boeckh, A.
(1852) llntersuchungen iiber das kosmische System des
Platon
(Βερολίνο).
Braunlich,
A. F. (1936) «“To the Right” in Homer and Attic Greek»,
American Journal of Philology 57: 245-60.
Bultmann,
K. (1948) «Zur Geschichte der Lichtsymbolik im
Altertum», Philologus 97: 1-48.
Cuillandre,
J. (1943) La Droite et la gauche dans les poemes
homeriques
(Ρεν).
Darbishire,
H. D. (1895) Reliquiae philologicae
(Καίμπριτζ).
Evans-Pritchard, E. E. (1956) Nuer Religion
(Οξφόρδη).
(1960) Εισαγωγή στο
Hertz I960.
Granet.
M.
(1934) La Pensee chinoise
(Παρίσι).
(1953) «La
Droite et la gauche en Chine», Etudes sociologiques sur
la Chine
(Παρίσι).
263-78.
Guthrie, W.
K. C. (1950) The Greeks and their Gods
(Λονδίνο).
Heath, T.
L. (1913) Aristarchus of Samos
(Οξφόρδη).
Hertz, R.
(I960) «La Preeminence de la main droite: etude sur la
polarite religieuse», Revue philosophique 68 (1909):
553-80' μτφρ.
R.
και
C. Needham
στο
Death and
the Right Hand
(Λονδίνο,
1960), 89- 113
και
155-60.
Kroef, J.
M. van der (1954) «Dualism and symbolic antithesis in
Indonesian society», American Anthropologist 56: 847-62.
Lesky, E.
(1951) Die Zeugurtgs- und Vererbungslehren der Antike
und ihr Nachwirken
(Βισμπάντεν).
Leveque,
P., και
Vidal-Naquet, P. (1960) «Epaminondas Pythagoricien ou le
probleme tactique de la droite et de la gauche»,
Historia 9: 294- 308.
Ogle, W.
(1912) Aristotle, De Partibus Animalium.
Τόμ.
V
του
The Works
of Aristotle Translated into English
(Οξφόρδη).
Schuhl, P.
M. (1948) «Platon et la preeminence de la main droite»,
Cahiers Internationaux de Sociologie 4: 172-6.
Thompson,
D’A. W. (1910) Aristotle, Historia animalium.
Τόμ.
IV
του
The Works
of Aristotle Translated into English
(Οξφόρδη).
Για τη διάκριση αυτή βλ. Guthrie, 1950: 113 κ.ε.
Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στο Περί ουρανού ΙΙ.2,
όπου ο Αριστοτέλης συμφωνεί με την πυθαγόρεια
ιδέα ότι το δεξιό και το αριστερό ισχύουν για το
σύμπαν συνολικά (284b6
κ.ε.), αλλά υιοθετεί την αντίθετη άποψη,
λέγοντας ότι εμείς ζούμε στο κατώτερο ημισφαίριο
και στα «αριστερά», και όχι, όπως έλεγαν οι
Πυθαγόρειοι, στο ανώτερο ημισφαίριο και στα
«δεξιά» (285b23
κ.ε.). Αποδοκιμάζει επίσης τους Πυθαγορείους
επειδή αναγνώρισαν ως αρχές μόνο το δεξιό και το
αριστερό και όχι και το πάνω και το κάτω, το
μπροστά και το πίσω (285a10
κ.ε.· πρβλ. τη δική του άποψη που διατυπώνεται
στο 284b20
κ.ε.).