ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ – ΚΛΑΣΣΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Η πόλη των Αθηνών, ευρισκόμενη περίπου στο μέσο του
λεκανοπεδίου της Αττικής, στο νοτιοανατολικό άκρο της
Στερεάς Ελλάδας, και σε κοντινή απόσταση από τη θάλασσα,
αναπτύχθηκε από πολύ νωρίς και βαθμιαία εξελίχθηκε σε
σπουδαίο πολιτισμικό κέντρο του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Στην πορεία αυτή σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν, εκτός των
κοινωνικοπολιτικών δυναμικών που έλαβαν χώρα στο πέρασμα των
αιώνων, η καίρια γεωγραφική της θέση, η ποικιλομορφία του
φυσικού της περιβάλλοντος, καθώς και το εξαιρετικό εύκρατο
κλίμα της περιοχής. Τόσο η σταδιακή διαμόρφωση του
πολεοδομικού ιστού και οι αναπλάσεις του αρχιτεκτονικού
τοπίου της πόλης, όσο και οι εν γένει μεταβολές που υπέστη η
φυσιογνωμία της αποτελούν γεννήματα μιας σειράς μακρόχρονων
διεργασιών και ζυμώσεων σε επίπεδο κοινωνικής σύνθεσης,
πολιτικής δραστηριότητας, οικονομικής οργάνωσης και
καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Α. ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ (1.150/1.100 - 900)
Όπως και στον υπόλοιπο ηπειρωτικό
ελλαδικό κόσμο, έτσι και στην Αττική η κατάρρευση του
Μυκηναϊκού καθεστώτος σήμανε την απαρχή μιας μακράς περιόδου
κοινωνικής αναστάτωσης και ποικίλων ζυμώσεων. Η ανασύσταση
της εικόνας της οικιστικής και κοινωνικής οργάνωσης στην
Αθήνα κατά την υπομυκηναϊκή φάση (13ος αι.) δεν είναι
εύκολη, καθώς η γνώση μας για την περίοδο περιορίζεται σε
λιγοστά ευρήματα που προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από
υλικά κατάλοιπα περιορισμένου αριθμού και έκτασης
(απομεινάρια ταφικών κτισμάτων και πηγάδια, χάλκινα
αντικείμενα, εργαλεία και όπλα από σίδηρο και, κυρίως,
αγγεία). Παράλληλα, παρατηρούνται οι πρώτες ενδείξεις
συστηματικής κατοίκησης βορείως της Ακροπόλεως, σε χώρο που
κατέλαβε η μετέπειτα Αγορά, ο οποίος συνέχισε να
χρησιμοποιείται και για τον ενταφιασμό νεκρών. Στους
υπομυκηναϊκούς (1.100 - 1.025) και πρωτογεωμετρικούς χρόνους
(1.025 - 900) το συγκροτημένο αυτό νεκροταφείο επεκτάθηκε
μέχρι το Δίπυλο και κατά τους γεωμετρικούς χρόνους (900 -
700) κάλυπτε όλη σχεδόν την έκταση της Αγοράς και του
Διπύλου. Πέραν τούτου, υπομυκηναϊκοί και γεωμετρικοί τάφοι
εντοπίστηκαν και σε έτερα σημεία της Αθήνας, στη συντριπτική
τους πλειονότητα εκατέρωθεν ή πλησίον οδών, ανακάλυψη που
συνέβαλε στον καθορισμό του οδικού δικτύου της πόλης. Ομοίως
και οι ιστορικές πηγές, που όμως υπήρξαν αντικείμενο
προπαγάνδας των αυτοκρατορικών χρόνων, δεν αναφέρονται σε
αυτή την περίοδο παρά μόνο στο πλαίσιο μιας μυθικής
αφήγησης, όπως συμβαίνει λ.χ. με τον – τόσο οικιστικού όσο
και πολιτικού χαρακτήρα – ‘συνοικισμό’ των αττικών κωμών του
Θησέα ή της καλλιέργειας της ιδέας ότι οι Αθηναίοι ήταν
αυτόχθονες και δεν γνώρισαν τη λεγόμενη ‘κάθοδο των
Δωριέων’. Ειδικότερα σε ό, τι αφορά στο πρώτο στοιχείο, τα
νεότερα ανασκαφικά ευρήματα τοποθετούν τον συνοικισμό στις
αρχές του 9ου αι. κι αφού έχει ολοκληρωθεί η εγκατάσταση
μερίδας του αθηναϊκού πληθυσμού στην Ιωνία μετά τα μέσα του
10ου αι. Η ανοδική τάση που παρουσιάζει ο αριθμός των τάφων
και των πηγαδιών από τον 10ο έως τον 8ο αι. είναι πιθανότατα
ενδεικτική της διαρκούς αύξησης του πληθυσμού της Αθήνας
κατά την περίοδο αυτή, ενώ το περιεχόμενο των τάφων φαίνεται
να υποδηλώνει μια κοινωνική διαστρωμάτωση ανάλογη με εκείνη
των αρχαϊκών χρόνων, οπότε η αριστοκρατική τάξη κατείχε τα
ηνία της πόλης. Φαίνεται ότι ήδη από την εποχή αυτή άρχισαν
να συντελούνται θεμελιώδεις πολιτικές και πολιτειακές
αλλαγές, οι οποίες θα επηρεάσουν ριζικά την πορεία της
Αθήνας στους αιώνες που ακολουθούν.
Β. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (900 - 750/700)
Ο 8ος αι. σηματοδοτείται από την ανάδυση και παγίωση ενός
νέου πολιτειακού μορφώματος, της πόλης - κράτους, ενώ
ταυτόχρονα εντείνονται οι επαφές του ελληνικού κόσμου με την
Ανατολή. Η γραφή επανέρχεται στην Ελλάδα έπειτα από σιωπή
πέντε περίπου αιώνων, και στην ίδια περίοδο τοποθετούνται οι
απαρχές της ελληνικής λογοτεχνίας (Όμηρος, Ησίοδος). Το ιερό
του Ομβρίου Διός στον Υμηττό και μία
γεωμετρική οινοχόη από τάφο του Κεραμεικού μας
προσφέρουν μερικά από τα πρωιμότερα δείγματα γραφής στην
Κυρίως Ελλάδα. Στη διαδρομή του 8ου αι. χτίζεται στην
Ακρόπολη ένας
μικρός ναός αφιερωμένος στην Αθηνά, στη θέση του παλαιού
μυκηναϊκού ανακτόρου, που ήταν πια ολότελα ερειπωμένο. Κοντά
στον ναό οι Αθηναίοι έδειχναν και τηρούσαν ευλαβικά αρχέγονα
«ιερά σημεία» θεϊκών παρουσιών, όπως την ελιά που είχε
φυτέψει η Αθηνά, τα σημάδια που είχε αφήσει στο βράχο η
τρίαινα του Ποσειδώνος, το Κεκρόπιον (ταφικό ιερό του
Κέκροπος), την «Ερεχθηίδα θάλασσα» και άλλα.
Στον 8ο και στον 7ο αι. ανάγονται οι παλαιότερες ενδείξεις
λατρείας σε πολλά από τα ιερά της Αττικής (ιερό
της Δήμητρος και της Κόρης στην Ελευσίνα,
ιερό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα,
ιερό της Αθηνάς στο Σούνιο), τα οποία στις προσεχείς
περιόδους εμπλουτίσθηκαν με την ανέγερση ναών και άλλων
κτισμάτων και κοσμήθηκαν με πλήθος γλυπτών και λοιπών
αναθημάτων. Ίχνη κατοίκησης έχουν ανακαλυφθεί στις παρυφές
της μετέπειτα Αγοράς, ενώ οι ταφές εξακολουθούν βορείως του
λόφου του
Αρείου Πάγου.
Η αυλαία του 8ου αι. χαρακτηρίζεται από την απότομη και
ξαφνική διακοπή της έντονης δραστηριότητας των χρόνων που
προηγήθηκαν στην Αθήνα. Το αρχαιολογικό μητρώο του 7ου αι.
είναι εξαιρετικά ισχνό εν συγκρίσει προς αυτό του 8ου αι. Ο
αριθμός των ταφικών κτισμάτων της Αθήνας και, γενικότερα,
της Αττικής είναι αισθητά μικρότερος σε σχέση με πριν.
Ανάλογη εικόνα λαμβάνουμε και σε ό,τι αφορά στα
πηγάδια/φρέατα, τα περισσότερα εκ των οποίων στην περιοχή
της μετέπειτα Αγοράς έπεσαν σε αχρησία, παρόλο που την ίδια
ώρα σημάδια έντονης χρήσης του χώρου παρουσιάζονται στα ιερά
του Ομβρίου Διός στον Υμηττό και της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα.
Τα στοιχεία συγκλίνουν προς την υπόθεση ότι περί τα τέλη του
8ου αι. η Αθήνα ταλανίσθηκε σοβαρά, ίσως από ξηρασία που
συνοδεύτηκε από λιμό και επιδημικές ασθένειες. Αναμφίβολο
πάντως είναι ότι η πόλη διήλθε από μια φάση αναταραχών και
μεγάλης παρακμής κατά τα χρόνια γύρω και αμέσως μετά το 700.
Είναι τότε που το πλήθος των εισηγμένων αγγείων στην Αθήνα
ξεπερνά κατά πολύ την παραγωγή της εξαγόμενης εντόπιας
κεραμεικής, φαινόμενο μοναδικό στην αθηναϊκή ιστορία πολλών
αιώνων.
Γ. ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (750/700 - 480/79)
Οι γραπτές μαρτυρίες που μας επιφύλαξε ο χρόνος για την
Αθήνα της Γεωμετρικής περιόδου είναι ελάχιστες και
παραμένουν λίγες και για την επόμενη περίοδο˙ μαζί με τις
προφορικές παραδόσεις που κληροδοτήθηκαν στις επόμενες
γενιές, φανερώνουν ωστόσο σημαντικές αλλαγές στο θεσμικό
πλαίσιο διακυβέρνησης της πόλης. Μέσα στην ώριμη φάση της
γεωμετρικής περιόδου (8ος αι.) αλλά κυρίως στις αρχές του
7ου αι. οι κάτοικοι της Αθήνας δεν συμμετείχαν ενεργά στον
αποικισμό που είχε εγκαινιάσει
μία σειρά άλλων ελληνικών πόλεων. Δεν θα ήταν ωστόσο άτοπο
να υποστηρίξει κανείς πως η Αθήνα γνώρισε έναν εσωτερικό
‘αποικισμό’, καθώς με τη λήψη σημαντικών ποσοτήτων πρώτων
υλών και την ανάπτυξη του τοπικού βιοτεχνικού κλάδου,
σταδιακά άρχισαν να διαμορφώνονται οι πρώτες οργανωμένες
συνοικίες του άστεως. Ο θάνατος του τελευταίου πατριαρχικού
βασιλιά της Αθήνας Κόδρου στα 684/3 σήμανε την οριστική
κατάργηση του θεσμού της βασιλείας. Από το επόμενο έτος η
άσκηση της εξουσίας πέρασε στα χέρια αιρετών αρχόντων
αριστοκρατικής καταγωγής, με κυρίαρχο διοικητικό σχήμα αυτό
των Εννέα Αρχόντων, ενώ το σώμα της εξ Αρείου Πάγου
Βουλής ασκούσε δικαστικά καθήκοντα.
Ο πληθυσμός της Αττικής εκείνη την περίοδο διαιρούνταν σε
τρία κοινωνικά και επαγγελματικά μεγέθη ή «έθνη» , τους «ευπατρίδες»
αριστοκράτες, τους «γεωμόρους» γεωργούς και τους τεχνίτες
«δημιουργούς». Από τους τελευταίους θα προκύψει μία εύρωστη
οικονομικά κατηγορία εμποροβιοτεχνών, η οποία,
δυσανασχετώντας για τις απαιτήσεις των μελών της
αριστοκρατικής τάξης, θα θελήσει να διεκδικήσει πολιτικά
δικαιώματα –δεν είναι τυχαίο ότι από αυτή την περίοδο και
μετά οι πηγές αναφέρονται στους Αθηναίους ως ένα ενιαίο
πολιτικό σώμα. Από τη διαφαινόμενη σύγκρουση θέλησε να
επωφεληθεί ο Κύλων και να εγκαθιδρύσει
τυραννίδα τη χρονιά που Επώνυμος Άρχων ήταν ο Μεγακλής, από
το γένος των Αλκμεωνιδών (636). Οι οπαδοί του όμως
σφαγιάστηκαν τη στιγμή που απομακρύνονταν από το βωμό της
Αθηνάς Πολιάδος. Το περιστατικό πέρασε στην ιστορία ως
«Κυλώνειο άγος» και στιγμάτισε τον Μεγακλή και τους
Αλκμεωνίδες απογόνους του, ανάμεσά τους και τον Περικλή.
Σύντομα μέρος μόνο από τις υφιστάμενες κοινωνικές αδικίες
αποκαταστάθηκε χάρη στο νομοθέτη Δράκοντα , ο οποίος επί άρχοντος
Αρισταίχμου (621/0) έλαβε την εντολή να καταγράψει τα παλαιά
έθιμα και να καταρτίσει μία γραπτή νομοθεσία, που
περιελάμβανε διατάξεις μεταρρυθμιστικού χαρακτήρα για το
πολίτευμα, καθώς και ποινικού-ιδιωτικού δικαίου. Τις
στρεβλώσεις της νομοθεσίας του κλήθηκε να ρυθμίσει ο
Σόλων, με καταγωγή από το αριστοκρατικό γένος των
Μεδοντιδών αλλά έμπορος στο επάγγελμα – όπως επίσης και
δεινός ποιητής –, που στα 594/3 εγκαινίασε μία σειρά από
μέτρα κοινωνικοοικονομικού και διοικητικού χαρακτήρα. Μία
από τις σημαντικότερες νομοθετικές πρωτοβουλίες του Σόλωνος
ήταν η εισαγωγή της «από τιμημάτων πολιτείας», ενός
τιμοκρατικού συστήματος φορολογίας με αποκλειστικό κριτήριο
τον περιουσιακό πλούτο. Οι Αθηναίοι χωρίστηκαν σε τέσσερις
τάξεις ανάλογα με το ύψος του ετήσιου εισοδήματός τους, τους
«πεντακοσιομέδιμνους», τους «τριακοσιομέδιμνους» ή «ιππείς»,
τους «διακοσιομέδιμνους» ή «ζευγίτες» και τους «θήτες».
Παράλληλα, έως τις αρχές του 6ου αι. ο δήμος της Ελευσίνας,
ένας από τους μεγαλύτερους και ισχυρότερους της Αττικής, και
η ευρύτερη περιοχή του είχαν περιέλθει εξ’ ολοκλήρου στην
αθηναϊκή επικράτεια, ενώ και ο έλεγχος του πανελλήνιας
ακτινοβολίας ελευσινιακού ιερού από τους Αθηναίους στάθηκε
καθοριστικός παράγοντας για την εφεξής εδραίωση της δύναμης
των Αθηνών.
Στους κόλπους αυτών των προσπαθειών εντάσσεται και το
οικοδομικό πρόγραμμα που εφάρμοσε ο Σόλων διά της μεταθέσεως
της Αγοράς και συνέχισε ο Πεισίστρατος. Η νέα Αγορά, γνωστή
στην αρχαιότητα ως
Αγορά ή Κεραμεικός (εκ του ομωνύμου δήμου, επί του
οποίου ιδρύθηκε), ξεκίνησε την πορεία της ως επίκεντρο της
πολιτικής ζωής της Αθήνας κάπου στο ξημέρωμα του 6ου αι.
(σύμφωνα με το συσσωρευμένο υλικό που μας έχουν δώσει οι
τάφοι και τα πηγάδια της περιοχής). Για την ίδρυσή της
επελέγη ο εκτεταμένος προς ανατολάς του
Αγοραίου Κολωνού ομαλός χώρος, ανάμεσα στον Άρειο Πάγο
και στον
Ηριδανό, κοντά στην παλαιά
αγορά του Θησέως, όπου εκτεινόταν το αρχαιότατο
νεκροταφείο της πόλης. Δεν αποκλείεται ο χώρος αυτός να
χρησιμοποιείτο ακόμα και από τους προϊστορικούς χρόνους ως
τόπος συναθροίσεως και διευθέτησης κοινών ζητημάτων μεταξύ
των πολιτών. Την περιοχή διέσχιζε η κεντρική οδική αρτηρία
της πόλης, η οποία ένωνε την Αθήνα με τους γύρω δήμους και
με την υπόλοιπη Ελλάδα· στο ίδιο μέρος, κοντά στο
Ελευσίνιον, ή στην νοτιοανατολική πλευρά της Αθήνας
βρισκόταν η σημαντικότερη πηγή της πόλης, η ονομαστή
κρήνη Καλιρρόη.
Παραδόξως, οι αρχαιολογικές μαρτυρίες για τις τρεις πρώτες
δεκαετίες του 6ου αι. είναι περιορισμένες. Τα μόνα
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που μπορούν με σιγουριά να αποδοθούν
στον καιρό του Σόλωνος ανήκουν σε τάφους, φρέατα/πηγάδια και
οικίες, ενώ αξιοσημείωτη είναι η έλλειψη υπολειμμάτων ναών,
οικοδομημάτων δημόσιου χαρακτήρα ή άλλων μνημειακών
κατασκευών. Ένα από τα πρωιμότερα κτίρια της περιόδου, που
μνημονεύεται σε γραπτές πηγές κατοπινών χρόνων, θα πρέπει να
θεωρείται το
Πρυτανείον, το οποίο οι περιγραφές τοποθετούν κάπου στις
βόρειες υπώρειες της Ακροπόλεως, κάτω από τη μετέπειτα Θόλο
στη βόρεια πλευρά της Αγοράς, και πιθανότατα στέγαζε
αντίγραφα των Σολώνειων νόμων. Τα παλαιότερα παραδείγματα
κτισμάτων δημοσίου χαρακτήρα στην Αγορά εικάζεται ότι
απαντώνται στα
Κτίρια C και D (αρχές 6ου αι. και λίγο μετά τα μέσα του
6ου αι. αντίστοιχα), των οποίων τις θέσεις κατέλαβαν
μελλοντικά βεβαιωμένα δημόσια κτίρια. Τότε, όπως πιστεύουν
μερικοί ερευνητές, θα πρέπει να ιδρύθηκε και το ιερό της
Βραυρωνίας Αρτέμιδος στην Ακρόπολη. Το ενδεχόμενο ανέγερσης
νέου οχυρωματικού περιβόλου για την προστασία της πόλης κατά
την αυτή περίοδο παραμένει ανοιχτό, μολονότι καμία ένδειξη
δεν μας έχει σωθεί για την ύπαρξη του, ούτε είμαστε σε θέση
να γνωρίζουμε την ακριβή του οριοθέτηση. Σε γενικές γραμμές
η πόλη θα πρέπει να είχε μεγαλώσει σημαντικά πέριξ της
Ακροπόλεως και ιδίως προς τη βόρεια πλευρά της, συμπέρασμα
στο οποίο συναινεί και η προέκταση της Αγοράς προς την
κατεύθυνση αυτή.
Στο γειτονικό ιερό της Ελευσίνας χτίζεται στις αρχές του 6ου
αι. ένα από τα παλαιότερα θρησκευτικά κτίρια της Αττικής.
Πρόκειται για τον
κεντρικό θάλαμο που αφιερώθηκε στη λατρεία της Δήμητρας,
που ανθούσε τουλάχιστον για έναν αιώνα, και αργότερα
ενσωματώθηκε στο τεραστίων διαστάσεων Τελεστήριον των
κλασσικών χρόνων. Τέλος, στο
ιερό του Ποσειδώνος στο Σούνιο παρατηρούνται τα
πρωιμότερα δείγματα μνημειακής πλαστικής από την Αθήνα και
την Αττική, πολύ νωρίτερα από την εμφάνιση των πρώτων ναϊκών
οικοδομημάτων.
Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνος, λόγω ακριβώς του μετριοπαθούς
και εξισορροπιστικού χαρακτήρα τους, δεν κατάφεραν να
ανακόψουν πλήρως το κλίμα αναταραχής που είχε παγιωθεί τον
προηγούμενο αιώνα στην Αττική. Στα επόμενα χρόνια η
κοινωνική διαίρεση των κατοίκων της Αττικής έλαβε μια πιο
οργανωμένη μορφή. Συγκεκριμένα, οι «πεδιείς», δηλαδή αυτοί
που κατοικούσαν στους αγρούς, οι «παράλιοι», οι κάτοικοι των
ΝΑ ακτών της Αττικής, και οι «διάκριοι», οι κάτοικοι των
ορεινών περιοχών είχαν ενταχθεί στις αντίστοιχες παρατάξεις,
την αρχηγία των οποίων είχαν οι Λυκούργος, Μεγακλής, γιος
του Αλκμέωνος και της Αγαρίστης, και Πεισίστρατος,
αντίστοιχα.
Ο Πεισίστρατος καταγόταν από το γένος των Φιλαϊδών
και αποπειράθηκε συνολικά τρεις φορές (561/0, 559, 545) να
εγκαθιδρύσει καθεστώς τυραννίδας στην Αθήνα. Στην τρίτη του
απόπειρα πέτυχε τελικά τον σκοπό του στα 545 και κυβέρνησε
την Αθήνα για τα επόμενα δεκαοκτώ χρόνια.
Μετά το θάνατο του Πεισίστρατου στα 527 οι Αθηναίοι, έχοντας
εκτιμήσει το έργο του, ανέθεσαν την εντολή συνέχισης της
διακυβέρνησης στους γιους του, Ιππία, Ίππαρχο, Ηγησίστρατο
(γνωστότερος με το προσωνύμιο ‘Θεσσαλός’) και Ιοφώντα. Οι
απόγονοί του έγιναν γνωστοί ως «Πεισιστρατίδες». Ο
Ιππίας ήταν επικεφαλής του πολιτικού σχεδιασμού, ο Ίππαρχος
έγινε γνωστός για τις πνευματικές του ανησυχίες, ενώ ο
Ηγησίστρατος διέθετε πολεμικές αρετές. Το γεγονός που
κλόνισε την τυραννίδα τους ήταν η δολοφονία του Ιππάρχου στο
Λεωκόρειον της Αγοράς από τους
Αρμόδιο και Αριστογείτονα το 514. Τα κίνητρα της
δολοφονίας ήταν προσωπικά, καθώς ο Ιππίας είχε απαγορεύσει
στην αδελφή του Αρμοδίου να συμμετάσχει ως «κανηφόρος» στην
πομπή των Παναθηναίων του ίδιου έτους, ωστόσο το γεγονός ότι
μετά την οριστική ανατροπή της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών
οι Αθηναίοι ανακήρυξαν τους δύο νέους ένδοξους φορείς της
δημοκρατικής ιδέας («Τυραννοκτόνοι») και τους έστησαν
ανδριάντα στην Αγορά (490) υποδηλώνει ότι και πολιτικοί
λόγοι έπαιξαν ρόλο σε αυτή τη βίαιη πράξη. Ο Ιππίας
εξακολούθησε να κυβερνά για τα τρία επόμενα χρόνια,
χρησιμοποιώντας συχνότατα βία αλλά και ωθούμενος σε αύξηση
της φορολογίας, μιας και περσική εντολή του στέρησε την
εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του Παγγαίου όρους. Το 511 οι
Αλκμεωνίδες με την καίρια συνδρομή του Σπαρτιάτη βασιλιά
Κλεομένους Α΄ ώθησαν τον Ιππία στην εξορία .
Όλη αυτήν την περίοδο, η εικόνα της πόλης εμπλουτίζεται.
Δίνεται μεγάλη βαρύτητα στην εκτέλεση δημοσίων έργων, τα
οποία πλέον αποκτούν μνημειακές αναλογίες.
Στο ιερό της
Ακροπόλεως παρατηρείται, όπως και σε άλλα ιερά της
περιόδου αυτής, ζωηρή οικοδομική δραστηριότητα. Ανάμεσα στα
περισωθέντα λείψανα μπορούμε να διακρίνουμε αυτά δύο ναών
μεγάλων διαστάσεων: του
«αρχαίου νεώ» της Αθηνάς (529 - 520 – κατά μία μερίδα
μελετητών αυτή ήταν η δεύτερη φάση που γνώρισε ο ναός έπειτα
από μία προγενέστερη περί το 570)˙ του
Εκατόμπεδου (570 - 566), ο οποίος χτίστηκε στα νότια του
βράχου, δίπλα στον παλαιό ναό της Αθηνάς του 8ου αι., και
γνώρισε επίσης ανακατασκευές με λαμπρή κατάληξη τον
Παρθενώνα. Στο β΄τέταρτο αυτού του αιώνα θα πρέπει μάλλον να
αποδοθεί μία αναδιάρθρωση της
εισόδου της Ακροπόλεως προς δυσμάς και η ίδρυση
βωμού για τη λατρεία της Αθηνάς Νίκης σε σημείο πλησίον
αυτής. Παράλληλα με τον ή τους μεγάλους ναούς, βρέθηκαν στην
Ακρόπολη δομικά μέλη και αρχιτεκτονικά γλυπτά των μέσων του
6ου αι. ανήκοντα σε μικρότερα κτίσματα αδιευκρίνιστης θέσης
και λειτουργικότητας, τα
«οικήματα», τα οποία μορφολογικά παραπέμπουν στους
θησαυρούς των πανελληνίων ιερών και ίσως να εξυπηρετούσαν τη
φύλαξη προσφορών και πολύτιμων αντικειμένων. Άλλωστε, κατά
τον 6ο αι. ο χώρος της Ακροπόλεως άρχισε να πλημμυρίζει από
αναθήματα (π.χ.
«Κόρες») που ξεπερνούσαν σε πλούτο, μέγεθος και
καλλιτεχνικές αξιώσεις εκείνα των περασμένων χρόνων και
διατράνωναν την πολιτική ισχύ και την οικονομική ευμάρεια
της πόλης. Κάπου στα τέλη του 6ου αι., επί Πεισιστρατιδών ή
λίγο αργότερα, τοποθετείται επίσης η ίδρυση του
ιερού του Διονύσου Ελευθερέως και η ανέγερση
μικρού ναού προς τιμήν του θεού στη Νότια Κλιτύ της
Ακροπόλεως.
Κατά το β΄ και γ΄ τέταρτο του 6ου αι. η Αγορά επεκτείνεται
βαθμιαία προς ανατολάς και προς νότον. Προγενέστερα πηγάδια
καλύφθηκαν (σκεπάστηκαν) και παλαιότερες οικίες
κατεδαφίστηκαν προκειμένου στον μέχρι τότε οικιστικό και
ταφικό χώρο να ανεγερθούν νέα αρχιτεκτονήματα και άλλα
μνημεία. Ο
Βωμός των Δώδεκα Θεών (522/1) στη βορειοδυτική είσοδο
της Αγοράς, ο οποίος τοποθετήθηκε σε σημείο όπου
επικοινωνούσαν οι κυριότερες συγκοινωνιακές αρτηρίες της
πόλης, λειτουργούσε ως ορόσημο - αφετηρία για τη μέτρηση των
οδικών αποστάσεων. Σε πολύ κοντική απόσταση από τον Βωμό
εντοπίστηκαν ίχνη του
Λεωκορείου. Στο νότιο άκρο της δυτικής πλευράς το
Κτίριο F (550 - 525), που καταστράφηκε από τους Πέρσες
το 480, ίσως να χρησιμοποιήθηκε ως παλάτι ή αρχηγείο του
Πεισιστράτου και των διαδόχων του. Στη νοτιοδυτική γωνία του
τετραγώνου της Αγοράς βρισκόταν το
δικαστήριο της Ηλιαίας (μέσα 6ου αι.), ενώ στη
νοτιοανατολική γωνία, όπου κάποιες οικίες παρέμειναν σε
χρήση κατά το γ΄ τέταρτο του 6ου αι., χτίστηκε η
Νοτιοανατολική Κρήνη (530 - 520). Στο κέντρο της Αγοράς,
που στο σύνολό της φιλοξενούσε ποικίλα θεατρικά-χορευτικά
δρώμενα και εκθέσεις, χτίστηκε η κυκλική
Ορχήστρα (6ος αι.), εντός της οποίας λάμβαναν χώρα
δραματικοί και μουσικοί αγώνες. Κοντά σε αυτήν, στο χώρο τον
οποίο κατέλαβε πολύ αργότερα το Ωδείο του Αγρίππα, ενδέχεται
να υπήρχε το
ιερό του Διονύσου Ληναίου. Η
Οδός Παναθηναίων διέσχιζε διαγωνίως την Αγορά,
συνδέοντας τη βορειοδυτική πλευρά της πόλης με την Ακρόπολη.
Δύο επιγραφές από την Ακρόπολη κάνουν μνεία για μια λίγο
πριν το 550 επισκευή του
«Δρόμου» της Αγοράς, απ’ όπου διερχόταν η μεγάλη πομπή
κατά την τέλεση της εορτής των Παναθηναίων. Η αρχή του
δρόμου πρέπει να βρισκόταν λίγο βορειότερα του Βωμού των
Δώδεκα Θεών, προ των εκεί ευρισκομένων
«Ερμών», και το τέρμα του πλησίον του Ελευσινίου.
Συγχρόνως με την ανέγερση νέων οικοδομημάτων, επιχειρήθηκε
εξωραϊσμός ολόκληρου του χώρου της Αγοράς. Κατά το τελευταίο
τέταρτο του 6ου αι. κατασκευάστηκε στη δυτική πλευρά της
Αγοράς για την αποχέτευση των ομβρίων υδάτων μεγάλος
υπόνομος, που κατέληγε στον Ηριδανό ποταμό. Έτσι, κατά τη
διάρκεια του β΄ ημίσεος του 6ου αι. η Αγορά απέκτησε τη
βασική μορφή της, επί του σχεδίου της οποίας θα εξελιχθεί
στους επόμενους αιώνες.
Νοτιοανατολικά της Ακροπόλεως, στην περιοχή του Ολυμπιείου,
οι Πεισιστρατίδες ξεκίνησαν την οικοδόμηση του πελώριου
ναού του Ολυμπίου Διός, ανταγωνιζόμενοι τα γιγαντιαία
ναϊκά οικοδομήματα της Σάμου, της Εφέσου και της Μιλήτου. Ο
ναός έμεινε ημιτελής και πρακτικά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ
μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους (επί αυτοκράτορα Αδριανού, 2ος
αι. μ.Χ.). Σε κοντινή από το Ολυμπιείο απόσταση, πλησίον της
κοίτης του
Ιλισσού, κατασκευάστηκε ένα υψίστης για την Αθήνα
σημασίας αρδευτικό έργο, η περίφημη
Εννεάκρουνος (κρήνη με εννέα κρουνούς), στην οποία
διοχετεύθηκαν τα ύδατα της κρήνης Καλιρρόης. Στην ίδια
πλευρά της πόλης αφιερώθηκε από τον Πεισίστρατο τον Νεώτερο
μνημειακός
βωμός στον Πύθιο Απόλλωνα (522/1 π.Χ.). Στα νοτιοδυτικά
του μεταγενέστερου ναού του Δελφινίου Απόλλωνος και σε επαφή
με αυτόν βρισκόταν το
«Δικαστήριον επί Δελφινίω», υστεροαρχαϊκό κτίσμα (περί
το 500), το οποίο δέχθηκε επισκευές κάπου στα τέλη 4ου -
αρχές 3ου αι.
Η διεύρυνση της αθηναϊκής επιρροής στην ελληνική πολιτική
σκηνή κατά το β΄ ήμισυ του 6ου αι. καθρεφτίζεται με ανάγλυφο
τρόπο και στους Δελφούς. Η αριστοκρατική οικογένεια των
Αλκμεωνιδών, ανταγωνιστική των τυράννων, επιζητώντας να
αποκομίσει πολιτικά οφέλη από την ενεργό ανάμειξή της στα
αθηναϊκά πράγματα και στις εξωτερικές υποθέσεις, ανέλαβε τη
χρηματοδότηση μεγάλου μέρους των εργασιών για την οικοδόμηση
του πέμπτου
ναού του Απόλλωνος (του επωνομαζόμενου ‘ναού των
Αλκμεωνιδών’) μεταξύ των ετών 525-505, μετά την καταστροφή
του προκατόχου του ναού από πυρκαγιά το 548.
Εν αντιθέσει προς τη δημόσια αρχιτεκτονική, ο αριθμός και η
μορφή των ιδιωτικών οικιών της περιόδου δεν είναι δυνατόν να
προσδιοριστεί παρά μόνο κατά προσέγγιση. Με εξαίρεση λίγα
και σποραδικά ερείπια καθ’ όλη την έκταση της βόρειας
πλευράς του Αρείου Πάγου, δεν έχουν έρθει στο φως άλλα ίχνη
οικιών στην άμεση γειτονία της Αγοράς. Το ίδιο περιορισμένες
είναι και οι γνώσεις μας για τη ρυμοτομία της αρχαϊκής
Αθήνας. Συγκεκριμένο πολεοδομικό σχέδιο δεν φαίνεται να
υπήρχε· οι δρόμοι της πόλης ήταν ως επί το πλείστον στενοί
και ακανόνιστοι, ενώ οι κάτοικοι έκτιζαν τα σπίτια τους
αυθαιρέτως (συμπέρασμα που προκύπτει και από τις
αυστηρότατες οικοδομικές διατάξεις που εξέδωσε ο Ιππίας).
Φαίνεται ότι από τις αρχές του 6ου αι. τα περισσότερα σημεία
ταφής είχαν μετατοπιστεί εκτός των τειχών της πόλης˙ το
μοναδικό οργανωμένο (οικογενειακό) νεκροταφείο των χρόνων
αυτών έχει εντοπιστεί στα δυτικά του Αρείου Πάγου. Από τα
μέσα του αιώνα κι έπειτα εμφανίζεται συγκροτημένο
νεκροταφείο στον έξω Κεραμεικό, κοντά στο Δίπυλο.
Η περιφέρεια της υπόλοιπης Αττικής έτυχε ιδιαίτερης προσοχής
από τους τυράννους. Το παλαιό ιερό της Δήμητρος στην
Ελευσίνα περιβλήθηκε από μεγάλο περιμετρικό τείχος, ενώ στο
ιερό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα χτίστηκε ένας πρώιμος ναός
για τη λατρεία της θεάς και τον δήμο του
Θορικού κόσμησε το παλαιότερο γνωστό
θέατρο της Αττικής (ύστερος 6ος αι.). Τον 6ο αι.
ιδρύθηκαν από την πολιτεία και τα τρία πιο ονομαστά
Γυμνάσια της αρχαίας Αθήνας (της
Ακαδημείας, του
Λυκείου και του
Κυνοσάργους), σε αρκετή απόσταση έξω από την πόλη.
Με όλες αυτές τις επεμβάσεις και τις μετατροπές, η Αθήνα
αρχίζει κατά τον 6ο αι. να παίρνει πλέον συγκεκριμένη μορφή
ως πόλη. Με το τέλος της τυραννίδας και με την εμπειρία που
είχε αποκτήσει από κάθε μορφή πολιτειακής μεταβολής, την
πορεία μετάβασης προς τη σταθερότητα και, τελικά, τη
δημοκρατία επρόκειτο να αναλάβει να πραγματοποιήσει ο γιος
του Μεγακλή και εγγονός του Αλκμέωνος Κλεισθένης .
Αφού εξουδετέρωσε τον κύριο πολιτικό του αντίπαλο Ισαγόρα,
ο Κλεισθένης στα 508/7 εγκαινίασε μια σειρά από ριζοσπαστικά
μέτρα: συγκεκριμένα, κατέταξε τους Αθηναίους σε δέκα φυλές
από τα ονόματα ηρώων της Αττικής και διαίρεσε τη χώρα σε
τρεις ζώνες (άστυ, παραλία, μεσογαία) και επιμέρους τριάντα
«τριττύες» ή δήμους, με τρεις δήμους να αναλογούν σε κάθε
φυλή, ενώ διεύρυνε και τον αριθμό των Αθηναίων πολιτών
παραχωρώντας πολιτικά δικαιώματα σε σημαντικό αριθμό
μετοίκων. Με αυτόν τον τρόπο ο Κλεισθένης πέτυχε ώστε οι
ελεύθεροι πολίτες της Αθήνας να συνενωθούν σε φυλές και
δήμους χωρίς κοινωνικές διακρίσεις και να συντονιστούν στην
κοινή προσπάθεια για πρόοδο της πόλης τους.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από το σχέδιο της κοινωνικής
και πολιτικής αναδιοργάνωσης της Αττικής. Σε ό,τι αφορά στον
ίδιο τον αστικό χώρο, όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα
συντελείται μία ραγδαία πληθυσμιακή και οικιστική ανάπτυξη
που δυστυχώς με την εκκένωση της πόλης και τη μεταφορά του
πληθυσμού στην Τροιζήνα, τη Σαλαμίνα και την Αίγινα και τη
συνακόλουθη περσική καταστροφή του 480/479 δεν μπορεί να
αποτυπωθεί στο σύνολό της. Γνωρίζουμε από τα ανασκαφικά
δεδομένα ότι στην κάτω πόλη χτίστηκαν καινούρια δημόσια
οικοδομήματα για να στεγάσουν τους διάφορους κλάδους του
νέου πολιτεύματος, με αποτέλεσμα η Αγορά να καταστεί μόνιμα
πλέον πολιτικό κέντρο της Αθήνας. Τα όρια της Αγοράς
καθορίστηκαν επισήμως από μαρμάρινες ενεπίγραφες στήλες,
τους
«όρους» (περί το 500), που τοποθετήθηκαν στα σημεία
εισόδου του χώρου και εξυπηρετούσαν πρακτικές και
θρησκευτικές σκοπιμότητες. Το
Παλαιό Βουλευτήριον (περί το 500), κατά μήκος της
δυτικής πλευράς, προοριζόταν για τη στέγαση των μελών της
αθηναϊκής Βουλής των Πεντακοσίων. Στη βορειοδυτική γωνία της
Αγοράς, η
Βασίλειος Στοά (περί το 500 – κατ’ άλλους στα μέσα του
6ου αι. ή ακόμη και μετά το 480) αποτέλεσε την έδρα του
άρχοντος-βασιλέως, του δεύτερου στην ιεραρχία αξιωματούχου
της πόλης· κοντά της χτίστηκε και ο περίτεχνος
Βωμός της Αφροδίτης Ουρανίας (περί το 500), δεν ξέρουμε
όμως αν συνοδευόταν από κάποιο ναϊκό κτίσμα. Ένας νέος τόπος
σύναξης των πολιτών ιδρύθηκε στο λόφο της
Πνυκός, όπου στο εξής θα συνεδρίαζε η Εκκλησία του δήμου
σε τακτά χρονικά διαστήματα. Τέλος, εκτός από τον «αρχαίο
νεώ» της Αθηνάς στα νότια του μεταγενέστερου Ερεχθείου, που
κατά πολλούς τοποθετείται σε αυτά τα χρόνια, πληθώρα
αναθημάτων κόσμησαν την Ακρόπολη.
Μετά τα γεγονότα της Ιωνικής Επανάστασης (499-493), όπου η Αθήνα
μαζί με την Ερέτρια είχαν περιορισμένης έκτασης αλλά σε
διπλωματικό επίπεδο άριστης διαχείρισης συμβολή, και την
άλωση της Μιλήτου διαφάνηκε ότι η
ελληνοπερσική σύγκρουση βρισκόταν προ των πυλών. Ωστόσο,
μετά τη μάχη των Θερμοπυλών και το πέρας των Μηδικών
πολέμων και την τελική νίκη επί των Περσών με επικεφαλής
επιφανείς άνδρες όπως ο Μιλτιάδης στον Μαραθώνα
και ο Θεμιστοκλής στο Αρτεμίσιο και
ιδιαίτερα τη Σαλαμίνα και ο Ξάνθιππος στη Μυκάλη , οι Αθηναίοι
κατέδειξαν ότι αποτελούσαν την πλέον υπολογίσιμη δύναμη στον
ελλαδικό χώρο και καλούνταν τώρα να εφαρμόσουν μία νέα
συνεργασία σε πανελλήνιο επίπεδο για την οριστική απώθηση
του Περσικού κινδύνου αλλά και να προωθήσουν τη
δημοκρατία , δεδομένου ότι προ των
Μηδικών τα τυραννικά πολιτεύματα αποτελούσαν το πλειοψηφικό
ρεύμα ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις. Με την ανακάλυψη ήδη
στα 483/2 νέας φλέβας αργύρου στα μεταλλεία του Λαυρίου,
που τους επέτρεψε να δημιουργήσουν ένα πανίσχυρο στόλο, οι
Αθηναίοι ήταν πλέον σε θέση να κινήσουν τα νήματα της
κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο με όχημα την οικονομική ισχύ
και να θέσουν τις βάσεις δημιουργίας της Α΄ Αθηναϊκής ή
Δηλιακής Συμμαχίας (478). Ωστόσο, πραγματικό κλίμα
δημοκρατίας θα κυριαρχήσει στην αθηναϊκή πολιτική σκηνή μόνο
στη δεκαετία του 460, με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτου (462) και του
Περικλέους.
Στον απόηχο της αποφασιστικής σημασίας κατίσχυσης των
Ελλήνων επί των Περσών στο Μαραθώνα (490) χτίστηκαν στην
Αθήνα μία σειρά από οικοδομήματα εις ανάμνηση της σπουδαίας
νίκης.
Στο πεδίο του Μαραθώνα, όπου διεξήχθη η μεγάλη σύγκρουση, οι
νεκροί Αθηναίοι αποτεφρώθηκαν και θάφτηκαν στο σημείο όπου
έπεσαν· ένας ογκώδης σωρός επικάλυψε εν είδει τύμβου τα
απομεινάρια τους (Τύμβος
των Μαραθωνομάχων), ενώ παράλληλα στήθηκε τρόπαιο νίκης
στην ίδια περιοχή. Ένα δεύτερο ταφικό σύνολο, το οποίο
ανευρέθη στην παρακείμενη τοποθεσία Βρανά, έχει ταυτιστεί με
επιφύλαξη με τον
Τύμβο των Πλαταιέων, συμμάχων των Αθηναίων στο Μαραθώνα.
Ο Μιλτιάδης, ηγέτης του ελληνικού στρατού κατά την
αναμέτρηση, ο οποίος ενδέχεται να ετάφη επίσης στο πεδίο της
μάχης, αφιέρωσε στο ιερό του Διός στην Ολυμπία ένα
χάλκινο κράνος ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς το θεό.
Έξαρση γνωρίζει μετά το 490 η λατρεία διαφόρων ελασσόνων
θεοτήτων, ημιθέων και ηρώων (π.χ. Θησεύς, Πάν, Νέμεσις), οι
οποίοι θεωρήθηκαν από τους Αθηναίους ότι στάθηκαν αρωγοί των
Ελλήνων κατά τη διάρκεια της μάχης του Μαραθώνα. Ένας από
αυτούς ήταν και ο
Πάν, στη λατρεία του οποίου αφιερώθηκε μικρό
σπήλαιο στη βόρεια κλιτύ της Ακροπόλεως. Ο Ηρακλής, που
ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην Αθήνα ήδη από τα χρόνια του
Πεισιστράτου και των διαδόχων του, απέκτησε επιπλέον
σύνδεσμο με τον Μαραθώνα· όχι μόνον οι Αθηναίοι είχαν
στρατοπεδεύσει στο
ιερό του Ηρακλέους πριν από τη μάχη, αλλά και η πηγή της
περιοχής βαφτίστηκε
Μακαρία από το όνομα της θυγατέρας του Ηρακλέους.
Στην Ακρόπολη ανεγείρεται σύντομα μετά το 490 προς τιμήν της
θεάς Αθηνάς ο
Προ-Παρθενών, προκάτοχος του Παρθενώνος και στην ίδια
θέση που κατέλαβε αργότερα εκείνος. Το
ιερό του Διός Πολιέως επάνω στο βράχο θα πρέπει να
ιδρύθηκε κάπου μέσα στα χρόνια αυτά. Αντιθέτως, μειωμένη
κινητικότητα παρατηρείται στην Αγορά.
Εκτός του Μαραθώνος, σημαντικά αθηναϊκά έργα συναντάμε και
στην υπόλοιπη Αττική αλλά και εκτός αυτής. Στο Σούνιο
εγκαινιάζεται η οικοδόμηση του
ναού του Ποσειδώνος, το δέ
ιερό της Νεμέσεως στον Ραμνούντα κοσμείται με έναν
μικρό δωρικό ναό, μέσα στον οποίο μάλλον φυλασσόταν το
μαρμάρινο άγαλμα της Νεμέσεως του Αγορακρίτου. Στο
πανελλήνιο ιερό των Δελφών αφιερώνεται κατ’ αυτούς τους
χρόνους ο
Θησαυρός των Αθηναίων (κατ’ άλλους ήδη από το 507),
καθώς και χάλκινα αγάλματα που απεικόνιζαν τον Απόλλωνα, την
Αθηνά, παλαιούς βασιλείς της Αθήνας και τον στρατηγό
Μιλτιάδη κατά μήκος της Ιεράς Οδού.
Δ. ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (480/79 - 323)
Η εκ νέου περσική εισβολή του 480 στην ερημωμένη Αθήνα
επέφερε τεράστιας κλίμακας καταστροφές, τις οποίες επέτεινε
μία δεύτερη δήωση της πόλης από τον αρχιστράτηγο των Περσών
Μαρδόνιο λίγο μετά (479) τη νίκη των Ελλήνων στη ναυμαχία
της Σαλαμίνας το 480. Ο περίβολος που προστάτευε την πόλη
γεκρεμίστηκε. Σοβαρότατες ζημιές προκλήθηκαν σε όλους τους
μεγαλοπρεπείς ναούς («αρχαίος νεώς», Προ-Παρθενών, πρώιμος
ναός της Αθηνάς Νίκης;, «οικήματα») και στα αναθήματα
(Κόρες, άλλα γλυπτά, κτλ.) της Ακροπόλεως, ενώ η κάτω πόλη
εμφανίζει σαφή δείγματα σχεδόν πλήρους ισοπέδωσης, με όλα τα
δημόσια κτίρια της Αγοράς (Βουλευτήριον, Βασίλειος Στοά,
Κτίριο F, Νοτιοανατολική Κρήνη) να κείτονται τώρα σε
συντρίμμια. Ανάλογη ήταν και η κατάσταση και σε άλλες
περιοχές της Αττικής: το Τελεστήριον της Ελευσίνας, ο
ημιτελής ναός του Ποσειδώνος στο Σούνιο και ο μικρός
αρχαϊκός ναός του Ραμνούντος κατεδαφίστηκαν επίσης.
Ύστερα από τη θριαμβευτική νίκη των Ελλήνων στις Πλαταιές
και στη Μυκάλη (479) και την οριστική απομάκρυνση του
περσικού κινδύνου, η σταδιακή ανάδειξη της Αθήνας σε ηγέτιδα
δύναμη και οι νέες απαιτήσεις που παρουσιάστηκαν
δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός νέου
κύκλου έντονης οικοδομικής δραστηριότητας στην πόλη. Η
σταδιακή αύξηση του πληθυσμού, η εισροή και αφομοίωση ξένων
στοιχείων από την δεκτική σε εξωτερικά ερεθίσματα αθηναϊκή
κοινωνία και οι πολιτικές πρακτικές που υιοθετήθηκαν
επηρέασαν σε μέγιστο βαθμό τη μορφή και τους στόχους των
έργων που τέθηκαν σε εφαρμογή.
Στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν τους Περσικούς
πολέμους, ελάχιστα μη αμυντικά έργα πραγματοποιήθηκαν·
προτεραιότητα δόθηκε στην οχύρωση της πόλης και στην
ανοικοδόμηση των οικιστικών κέντρων, ενώ τα πολύ λίγα νέα
κτίρια αποτέλεσαν κατά κανόνα αποκύημα της ιδιωτικής
πρωτοβουλίας. Εξαιρέσεις αποτελούν η
Στοά των Αθηναίων στους Δελφούς (478 ή μόλις το 456) –
το μόνο γνωστό αθηναϊκό έργο εκτός Αττικής από την περίοδο
αυτή – και ο
πώρινος ναός της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη, μνημεία
μέσω των οποίων οι πολίτες εξέφρασαν τη συγκρατημένη
υπερηφάνειά τους για τις περιφανείς επιτυχίες της πόλης.
Με εισήγηση του Θεμιστοκλέους η Αθήνα και το βόρειο τμήμα
της Ακροπόλεως περικλείονται βιαστικά με νέο τείχος (Θεμιστόκλεια
οχύρωση, 478), για το οποίο χρησιμοποιήθηκαν ως
οικοδομικό υλικό κομμάτια προγενέστερων κτισμάτων και
αναθημάτων. Με την ανοικοδόμηση των τειχών, ο Κεραμεικός
χωρίστηκε εφεξής σε δύο μέρη, στον «Έξω Κεραμεικό» (εκτός
τον τειχών), που συνέχισε να λειτουργεί ως χώρος ταφής των
νεκρών, και στον «Έσω Κεραμεικό» (εντός των ορίων της
πόλης), που κοσμήθηκε σταδιακά με διάφορα κτίρια δημόσιου
χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ο Θεμιστοκλής πείθει τους Αθηναίους
να συμπληρώσουν και την οχύρωση των λιμένων του Πειραιά,
εγχείρημα που ο ίδιος είχε ξεκινήσει ως άρχων το 493/2 και
το οποίο θα φέρει σε πέρας ο Κίμων μετά την παρέλευση λίγων
ετών. Παράλληλα, θέσπισε φοροαπαλλαγές υπέρ της ευνοϊκής
εγκατάστασης μετοίκων στην Αθήνα. Συντελέστηκε έτσι μία
ραγδαία μετατροπή του αγροτικού πληθυσμού της Αττικής σε
αστικό της Αθήνας – πολιτική που εφάρμοσε ο έτερος ισχυρός
πολιτικός άνδρας της εποχής ο Αριστείδης – και τελικά σε
‘επαγγελματικό’, υπό την έννοια του ότι όλοι οι πολίτες της
δημοκρατίας συντηρούνταν από το δημόσιο ταμείο, με συνέπεια
να είναι σε θέση να αφιερωθούν στην άσκηση του πολιτικού
έργου της πόλης.
Γύρω στα χρόνια αυτά, οπωσδήποτε πριν τον εξοστρακισμό του
Θεμιστοκλέους το 472, τοποθετείται και η ανέγερση του
ναού της Αρτέμιδος Αριστοβούλης στο δήμο της Μελίτης,
στα δυτικά της Αγοράς.
Οι ναοί της Ακροπόλεως και τα άλλα ιερά οικοδομήματα της
Αττικής αφέθηκαν σε ερειπιώδη κατάσταση και δεν
αντικαταστάθηκαν σχεδόν για μία γενιά, προφανώς προς
συμμόρφωση με τον όρκο που είχαν δώσει οι Αθηναίοι στις
Πλαταιές να μην παλινορθώσουν τα κατεστραμμένα κτίρια ούτε
να χτίσουν νέα για να διατηρηθεί ζωντανή η θύμιση του
πολέμου και των καταστροφών που προξένησε. Ελάχιστα ήταν τα
κτίρια που επισκευάστηκαν με πρόχειρο τρόπο (όπως ο «αρχαίος
νεώς» της Αθηνάς), προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχεια
της λατρείας ή γενικότερα να παραταθεί η χρήση τους όπου
κρινόταν απαραίτητο. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα
λείψανα της Ακροπόλεως παρέμειναν ως ιερά κειμήλια και
θάφτηκαν επί τόπου, γεμίζοντας τις κοιλότητες του βράχου και
προετοιμάζοντας το τέμενος για την πιο λαμπρή περίοδό του.
Δύο ακόμη αταύτιστα μικρά ιερά της Αθήνας, ένας
μικρός σηκός στα νοτιοανατολικά του περιβόλου του
τεμένους του Διονύσου Ελευθερέως στη Νότια Κλιτύ της
Ακροπόλεως και ένας μεγαλύτερος σε ένα ευρύτερο
τριγωνικό τέμενος της Μελίτης (ιερό του Ηρακλέους
Αλεξικάκου;
τέμενος του Διονύσου εν Λίμναις;) είναι δυνατόν να
προέρχονται από τα χρόνια ανάμεσα στο 479 και 468. Στην
Αγορά το Πρυτανείον διαμορφώθηκε χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα σε
αίθουσα που χρησιμοποίησε μονάχα το κεντρικό μέρος του για
την κάλυψη θεσμικών αναγκών. Έργα γίνονται και στα ιερά του
Ποσειδώνος και της Αθηνάς στο Σούνιο, στον δέ δήμο της Φλύας
(περίπου στη περιοχή του σημ. Χαλανδρίου) επισκευάζεται το
λεγόμενο
Τελεστήριον των Μεγάλων Θεών.
Η συνολική όψη της Αθήνας διατηρήθηκε σχεδόν απαράλλακτη,
δίνοντας την ίδια προσθετική εικόνα με αυτή του παρελθόντος,
που παρουσίαζε ανώμαλη διάρθρωση των δομικών στοιχείων, με
τις διαδρομές των οδών να παραμένουν προσαρμοσμένες στις
τοπογραφικές ιδιομορφίες της πόλης. Αρκετές κατεστραμμένες
οικίες επιδιορθώθηκαν και άλλες ξαναχτίστηκαν επάνω στα
παλαιά τους θεμέλια· τα πιο πολλά σπίτια της περιόδου
εξακολούθησαν να υπάρχουν εντός του προϋπάρχοντος οδικού
δικτύου, ενώ σποραδικά μόνο μπορούμε να μιλάμε για
προσπάθεια συστηματικότερης διαμόρφωσης του οικιστικού
περιβάλλοντος. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ο Πειραιάς, όπου
εφαρμόσθηκαν νέοι σχεδιαστικοί πειραματισμοί και
υλοποιήθηκαν καινοφανείς αρχιτεκτονικές προτάσεις.
Η νίκη των αθηναϊκών δυνάμεων στον Ευρυμέδοντα ποταμό (470) απέφερε σημαντικά
οικονομικά οφέλη στην Αθήνα, γεγονός που επέτρεπε την
ανετότερη και συστηματικότερη οργάνωση των διαφόρων
δραστηριοτήτων. Ακόμη περισσότερες ελληνικές πόλεις-κράτη
εκδήλωσαν την επιθυμία να ενταχθούν στο πλευρό της Δηλιακής
Συμμαχίας, την ίδια στιγμή που η Πελοποννησιακή Συμμαχία, με
τη Σπάρτη να προβάλλει ως το αντίπαλο δέος, προσπαθούσε να
οργανώσει την αντίσταση στη νέα – αθηναϊκή στην ουσία – τάξη
πραγμάτων. Ο Κίμων, ευνοώντας φιλόδοξα οικοδομικά
προγράμματα, έδωσε έμφαση σε έργα που απέβλεπαν στην
εξυπηρέτηση οργανικών αναγκών της πόλης, στον εξωραϊσμό της
και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Δεν έλειψαν έργα που
σχετίζονταν με τις μνήμες των Περσικών πολέμων, όπως ο
ναός της Ευκλείας Αρτέμιδος (468 - 461), που χτίστηκε
στη Βόρεια Κλιτύ της Ακροπόλεως, κοντά στο Ελευσίνιο.
Κατά τους χρόνους αυτούς προχωρεί η οικοδόμηση των
Μακρών Τειχών (Φαληρικό και Βόρειο τείχος, 459 - 456),
μέσω των οποίων επετεύχθη η ασφαλής επικοινωνία της Αθήνας
με τα επίνεια του Φαλήρου και του Πειραιά. Ταυτοχρόνως,
οχυρώνεται και το νότιο μέρος της Ακροπόλεως, το οποίο είχε
μείνει ατείχιστο (Κιμώνειο τείχος).
Παρότι δεν επιδιώχθηκε συνέχιση των εργασιών στον Παρθενώνα,
η αναμόρφωση του βράχου της Ακροπόλεως στα πλαίσια του
κιμώνειου οικοδομικού προγράμματος δεν μπορεί να νοηθεί
ανεξάρτητα από το σχεδιασμό ανέγερσης του μεγάλου ναού της
Αθηνάς. Μερικοί μάλιστα μελετητές θεωρούν ότι τώρα αρχίζει
το χτίσιμο του νέου Παρθενώνος, που θα διακοπεί με τον
θάνατο του Κίμωνος και θα συνεχιστεί από τον Περικλή. Στον
καιρό του Κίμωνος αποδίδεται και η διαμόρφωση της
Κλεψύδρας, υπόγειας κρήνης σημαντικών διαστάσεων στη
βορειοδυτική πλαγιά της Ακροπόλεως.
Έπειτα από την επιτυχή έκβαση της αθηναϊκής εκστρατείας στη
Σκύρο, ο Κίμων αποφάσισε τη μετακομιδή των λειψάνων του
Θησέως από το νησί στην ίδια την Αθήνα, όπου ιδρύθηκε για τη
στέγασή τους το
Θησείον λίγες εκατοντάδες μέτρα ανατολικά της Αγοράς.
Στο χώρο της Αγοράς ανεγέρθηκαν αρκετά σημαντικά
οικοδομήματα. Το καλύτερα γνωστό είναι η
Πεισιάνακτος Στοά ή Ποικίλη Στοά (475 - 450), που
επιτελούσε ποικιλία λειτουργιών και διακοσμήθηκε με πίνακες
ζωγραφικής που αναπαριστούσαν σκηνές από τους μυθικούς και
ιστορικούς στρατιωτικούς άθλους των Αθηναίων. Αμέσως πίσω
από τη στοά, μέσα σε ένα στενό δρομάκι, ένας επιμελώς
κατασκευασμένος
υδαταγωγός (περ. 475-450), παρόμοιος με αυτόν που
τροφοδοτούσε τη Νοτιοανατολική Κρήνη, σχεδιάστηκε για να
μεταφέρει νερό έξω από την πόλη προς τα βορειοδυτικά,
οδηγώντας απευθείας προς την κατεύθυνση της Ακαδημείας, της
οποίας το Γυμνάσιο δέχθηκε επεμβάσεις βελτιωτικού χαρακτήρα.
Άλλα οικοδομήματα στο χώρο της Αγοράς ήταν: η
Θόλος ή Σκιάς (470 - 460), νοτίως του Νέου Βουλευτηρίου
και του Μητρώου, η οποία χρησίμευε ως χώρος εστίασης και
έδρα της εκτελεστικής επιτροπής (Πρυτάνεις) της Βουλής· η
Στοά των Ερμών, όπου εκτίθεντο οι τρεις
«Ερμές» (Ερμαϊκές στήλες) που είχε αφιερώσει ο Κίμων για
να γιορτάσει τη νίκη του στη Σκύρο, βρισκόταν στο σημείο της
κύριας, βορειοδυτικής εισόδου της Αγοράς αλλά δεν έχει
αναγνωριστεί μέχρι σήμερα· πιθανόν είναι να ταυτιζόταν με
μία από τις Ποικίλη και Βασίλειο Στοά. Ενδεικτική της
απόπειρας εξωραϊσμού την Αθήνας κατά την περίοδο αυτή είναι
και η δενδροφύτευση της Αγοράς και της Ακαδημείας, στην
οποία προέβη ο Κίμων.
Εν σχέσει με τα περίχωρα των Αθηνών,
μία από τις πολλές εκδοχές του Τελεστηρίου και
μία εκ των φάσεων του οχυρωματικού περιβόλου της Ελευσίνας
έχουν επίσης αποδοθεί στα χρόνια της διακυβέρνησης της πόλης
υπό την καθοδήγηση του Κίμωνος. Δύο εξωτερικές ιωνικές
κιονοστοιχίες προστέθηκαν στην ανατολική και νότια πλευρά
του ναού της Αθηνάς στο ιερό της θεάς στο Σούνιο. Έργα
παρατηρούνται και στο ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος στη
Βραυρώνα, αλλά και εκτός Αττικής. Στη Δήλο ανεγείρεται από
τους Αθηναίους ο
δεύτερος ναός του Απόλλωνος (μετά το 478 - μετά το 303
αντίστοιχα) ανάμεσα στον οίκο των Ναξίων και στον πρώτο,
πώρινο ναό του θεού.
Την ίδια στιγμή, η νίκη της Σπάρτης στη Τανάγρα (457) επιτάχυνε τις
εξελίξεις, με συνέπεια να μεταφερθεί το συμμαχικό ταμείο από τη Δήλο στην Αθήνα
(454). Η Δηλιακή Συμμαχία απορρόφησε τους κραδασμούς από τη
σύγκρουσή της με την Πελοποννησιακή όλο το παραπάνω διάστημα
(461 - 446), όχι πάντως χωρίς απώλειες, αφού η ειρήνη του
Καλλία μεταξύ Αθήνας-Περσίας
(449) δεν ήταν αρκετή να αποσοβήσει τον θάνατο του Κίμωνα
στην Κύπρο (446) και την ήττα στην Κορώνεια (447), με την
οποία η Συμμαχία απώλεσε τον έλεγχο της Βοιωτίας. Παρ’ όλ’
αυτά, ο ρόλος της Αθήνας παραμένει κυρίαρχος στα ελληνικά
πράγματα χάρη στη σύναψη τριακονταετούς συνθήκης ειρήνης με τη Σπάρτη (445). Το
επόμενο χρονικό διάστημα εκμεταλλεύτηκε ο Περικλής ώστε να προωθήσει μέτρα
και πολιτικές σε ποικίλους τομείς, ενώ εκ παραλλήλου τίθεται
σε εφαρμογή ένα άνευ προηγουμένου οικοδομικό και
καλλιτεχνικό πρόγραμμα .
Με την έναρξη του νέου αυτού προγράμματος, που τηρήθηκε
μάλλον απρόσκοπτα και αφορούσε κυρίως τα σπουδαιότερα ιερά
της Αττικής (Ακρόπολη, ιερό της Δήμητρας και της Κόρης στην
Ελευσίνα), υπάρχουν ενδείξεις ότι κάποια παλαιότερα έργα
εγκαταλείφθηκαν. Πολλά από τα σημαντικά έργα που έγιναν σε
αυτό το διάστημα φαίνεται να μην συνδέονται – τουλάχιστον
όχι άμεσα – με την πολιτική του Περικλέους, και είναι
απολύτως λογικό να υποθέσει κανείς ότι, πέραν της εκτελέσεως
δημοσίων έργων κοινωφελούς χαρακτήρα, εκδηλώθηκαν και άλλες
πρωτοβουλίες, που αντιπροσώπευαν παράλληλες ή αποκλίνουσες
από τις δικές του τάσεις.
Με την ανέγερση του λεγόμενου Νοτίου Τείχους ή δια μέσου
τείχους (446 - 443) μεταξύ του Βορείου και του Φαληρικού
Τείχους ολοκληρώνεται η οικοδόμηση των Μακρών Τειχών.
Ακρογωνιαίος λίθος του περίκλειου οικοδομικού προγράμματος
ήταν η Ακρόπολη, όπου η νέα χωροταξική οργάνωση φαίνεται να
συντελέσθηκε καθ’ όλη την επιφάνεια του ιερού βράχου βάσει
προδιαγεγραμμένου σχεδίου. Η καινούρια οικοδομική φάση
εγκαινιάστηκε το 447 με την έναρξη της ανέγερσης του
Παρθενώνος (447 - 432), που ήδη πριν από τη συμπλήρωσή
του (438) στέγαζε στο σηκό του το
χρυσελεφάντινο λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου
φιλοτεχνημένο από τον Φειδία. Στα νότια του Παρθενώνος
πρέπει να βρισκόταν και ένα
εργαστήριο (;), που προφανώς εξυπηρετούσε τον ναό. Ο
Βωμός της Αθηνάς, που υπήρχε στην Ακρόπολη από τα χρόνια
του Ομήρου για τη λατρεία της θεάς και του Ερεχθέως, στα
ανατολικά του μεταγενέστερου «αρχαίου νεώ», συνέχισε να
χρησιμοποιείται, εξυπηρετώντας πλέον τις λατρευτικές ανάγκες
του νέου ναού της θεάς (Παρθενών). Τον Παρθενώνα ακολούθησαν
άλλες κατασκευές: τα
Προπύλαια του Μνησικλέους (437 - 432), η μνημειακή
είσοδος προς δυσμάς, κατέλαβαν την θέση των παλαιότερων με
ελαφρώς διαφορετικό προσανατολισμό των αξόνων τους· έργα στα
ανατολικά των Προπυλαίων (434 - 432), που προφανώς
αποσκοπούσαν στην αναδιάρθρωση του δυτικού τμήματος της
Ακροπόλεως ανάμεσα σε αυτά και στον Παρθενώνα, ώστε να
καταστεί δυνατή η ανέγερση των Προπυλαίων· ο μαρμάρινος
ναός της Αθηνάς (Απτέρου) Νίκης (437 - 424, κατ’ άλλους
426 ή αργότερα - λίγο πριν το 421)· το
Ερέχθειον (421 - 415 και 409/8), που αποτελούσε τον
κατεξοχήν ιερό χώρο του βράχου, και στα δυτικά αυτού το
Πανδρόσειον· το
ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος· η
Χαλκοθήκη (μέσα 5ου αι., με προσθήκες του 4ου αι. ή α΄
δεκαετία 4ου αι.)· το
ιερό του Πανδίονος σε σημείο όπου πιθανώτατα υπήρχε
παλιότερο ιερό που θάφτηκε κάτω από τις επιχώσεις των αρχών
του 5ου αι.· αναμόρφωση του ιερού του Διός Πολιέως
βορειοανατολικά του Παρθενώνος· το
Αρρηφόριον (5ος αι.)· το κολοσσιαίο
χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου (περ. 465-450). Το
νότιο τείχος της Ακροπόλεως συμπληρώνεται, ενώ το
Εννεάπυλον εξαφανίζεται και τη θέση του παίρνει ευρεία
ανηφορική οδός με αφετηρία την Οδό Παναθηναίων και απόληξη
το χώρο πρό των Προπυλαίων. Γύρω από την Ακρόπολη και κατά
μήκος του
Περιπάτου, τα παλαιά ιερά επισκευάζονται και ιδρύονται
νέα, κοντά στα οποία ξεφυτρώνουν και διάφορα άλλα κτίσματα.
Στους νοτιοανατολικούς πρόποδες του βράχου οικοδομήθηκε το
Ωδείον του Περικλέους (447 - 443/2), στο οποίο τελούνταν
κατ’ αρχάς μουσικοί και αργότερα και θεατρικοί αγώνες.
Η έντονη στροφή προς τις θρησκευτικές-λατρευτικές δομές, με
αποκορύφωμα την Ακρόπολη, συνοδεύτηκε από μία αντιστρόφως
ανάλογη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την κάτω πόλη, που
τώρα εμφανίζεται μερικώς παραμελημένη. Η Αγορά έτυχε
περιορισμένης προσοχής, που μεταφράστηκε κυρίως σε κτίρια
θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως η
Στοά του Διός Ελευθερίου (430 - 420) και ένα μικρό
τριγωνικό ιερό (της Εκάτης;) στη νοτιοδυτική γωνία της
Αγοράς, το οποίο πρέπει να υπήρχε εκεί από τον 7ο αι. και
ανακαινίστηκε (γ΄ τέταρτο 5ου αι.). Ο μικρός τετραγωνικός
περίβολος στο σταυροδρόμι της βορειοδυτικής γωνίας της
Αγοράς (γ΄ τέταρτο 5ου αι.) ταυτίστηκε με το Λεωκόρειον, τον
οίκο των θυγατέρων του Λεώ (= λαού), που στο παρελθόν
θυσιάστηκαν για τη σωτηρία της πόλης εν καιρώ μεγάλης
επιδημίας. Το Λεωκόρειον βρισκόταν σε χρήση ήδη από τον 6ο
αι.· στα τέλη του 4ου αι. έπαψε να χρησιμοποιείται, όμως
διατηρούνται ενδείξεις για συνέχιση της λατρείας και σε
μεταγενέστερους χρόνους. Στα νότια της αγοράς, πλάι στο
δρόμο που οδηγούσε προς τη συνοικία στα δυτικά του Αρείου
Πάγου, ανευρέθη ένα πώρινο οικοδόμημα των μέσων του 5ου αι.,
ανεξακρίβωτης ταυτότητας. Κατ’ ουσίαν τα μόνα οικοδομήματα
καθαρά κοσμικού-διοικητικού χαρακτήρα της εποχής του
Περικλέους είναι το τραπεζοειδούς σχήματος
Στρατηγείον (;), λίγο νοτιότερα της Θόλου, το οποίο
λειτουργούσε ως έδρα των δέκα Αθηναίων στρατηγών και το
Ιππαρχείον, όπου λάμβαναν χώρα δραστηριότητες επίσης
στρατιωτικού χαρακτήρα. Τα κατάλοιπα ενός οικοδομήματος των
μέσων του 5ου αι., έξω από τη νοτιοδυτική γωνία της Αγοράς
έχουν αποδοθεί από μια μερίδα μελετητών στην κατά τα άλλα
άγνωστη
δημόσια φυλακή της Αθήνας, ενώ άλλοι θεωρούν ότι
πρόκειται για κτίριο εμπορικού χαρακτήρα ή για ξενώνα.
Ανάμεσα στα μνημεία της κάτω πόλης εξέχουσα θέση κατέχει ο
εντυπωσιακός μαρμάρινος ναός που στεφανώνει τον λόφο του
Αγοραίου Κολωνού στα δυτικά της Αγοράς, το καλούμενο
Ηφαιστείον. Πρόκειται για τον αρτιότερα σωζόμενο αρχαίο
ναό επί ελληνικού εδάφους. Αν και δεν εντασσόταν – υπό την
αυστηρή έννοια του όρου – στο ευρύτερο πρόγραμμα
ανοικοδόμησης, είναι σχετικά σύγχρονος με άλλα περίκλεια
κτίσματα (κάπου μεταξύ 460 και 450 - 448), ενώ σε υστερότερη
φάση ανήκουν η συμπλήρωση της ανωδομής του (περί το 420) και
η τοποθέτηση των
λατρευτικών αγαλμάτων του Ηφαίστου και της Αθηνάς (421 -
415). Μεταξύ των οικιών κοντά στην νοτιοδυτική γωνία του
Ηφαιστείου εικάζεται ότι βρισκόταν άλλο ιερό, το
Ευρυσάκειον.
Στον Κεραμεικό, εντοπίστηκε μεταξύ άλλων μνημείων το
ιερό των Τριτοπατρέων (Τριτοπατρείον) χάρη σε
ενεπίγραφους «όρους» των τελών του 5ου αι. Επιγραφικά
στοιχεία εντός του ιερού τεμένους πιστοποιούν την ύπαρξή του
ήδη από τον 6ο αι. Εξέχουσα σημασία απέκτησε στην Αθήνα του
Περικλή και το καλούμενο
«Δημόσιον Σήμα», «Πολυάνδριον» ή απλώς «Μνήμα», χώρος
πασίγνωστος και άρρηκτα συνδεδεμένος με τον Κεραμεικό κατά
την αρχαιότητα, εκτεινόμενος μπροστά από το Δίπυλο στο
κράσπεδο του δρόμου που οδηγούσε στην Ακαδημεία, ο οποίος
αποτέλεσε τον επίσημο χώρο ταφής των Αθηναίων νεκρών των
πολέμων.
Στην περιοχή του Ιλισσού, νοτίως του Ολυμπιείου,
οικοδομήθηκε στα μέσα του 5ου αι. (περ. 450) ο
ναός του Δελφινίου Απόλλωνος (;). Ένας μικρός ναός στην
αριστερή όχθη του ποταμού, χρονολογούμενος στα 445 - 435,
έχει ταυτιστεί από την έρευνα είτε με το
ιερό της Αρτέμιδος Αγροτέρας είτε με το
«Μητρώον εν Άγραις», όπου παραδίδεται ότι τελούνταν τα
μικρότερα, προπαρασκευαστικά των Μεγάλων Ελευσινίων
μυστήρια. Κάπου εκεί κοντά ενδέχεται να βρισκόταν και το
ιερό της «Αφροδίτης εν Κήποις» (440 - 430;), η θέση του
οποίου παραμένει αταύτιστη από τη σύγχρονη έρευνα.
Στο πλησιέστερο προς την πόλη Γυμνάσιο των Αθηνών, το
Λύκειο, εκτελούνται σημαντικές εργασίες. Ασαφείς επιγραφικές
πληροφορίες και αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν ότι διάφορα
κοινωφελή έργα μικρότερης κλίμακας (κατασκευή βαλανείων,
επισκευές κρηναίων οικοδομημάτων) πραγματοποιήθηκαν εντός
του άστεως, με σκοπό την κάλυψη ορισμένων βασικών αναγκών,
όπως της έλλειψης επαρκούς υδροδότησης. Ιδιαίτερη επιμέλεια
έδειξαν οι Αθηναίοι και για τον καλλωπισμό της πόλης τους
μέσω της διαμόρφωσης εκτεταμένων αλσών και κήπων στην Αγορά,
στα τρία μεγάλα Γυμνάσια και αλλού. Το
ιερό του Δηλίου Απόλλωνος στο Φάληρο (432/1) είναι
δυνατόν να αποτέλεσε μέρος ενός ελάσσονος οικοδομικού
προγράμματος, για την ευόδωση του οποίου φαίνεται ότι
συνεισέφεραν από κοινού το δημόσιο και ιδιωτικοί φορείς. Στα
έργα μικρότερης κλίμακας που έγιναν έπειτα από πρόταση και
υπό την εποπτεία του Περικλέους συμπεριλαμβάνεται και η
«Στοά Αλφιτόπωλις» στον Πειραιά, χώρος αποθήκευσης και
εμπορίας των εισαγόμενων στην Αθήνα σιτηρών.
Η εμβέλεια του περίκλειου οικοδομικού προγράμματος δεν ήταν
δυνατόν να αφήσει ανεπηρέαστη την υπόλοιπη Αττική. Στο ιερό
της Ελευσίνας, ο χώρος του τεμένους επεκτάθηκε προς νότον
και ακολούθως ο περίβολος του πρώιμου 5ου αι. προεκτάθηκε
για την καλύτερη τείχισή του· το
Τελεστήριον, ο ναός της μυστηριακής λατρείας της
Δήμητρας και της Κόρης, που ήδη μετρούσε αρκετές δεκαετίες
ζωής και είχε γνωρίσει διαφορετικές οικοδομικές φάσεις μέχρι
την καταστροφή του από τους Πέρσες, ανακατασκευάστηκε
λαμβάνοντας τεράστιες διαστάσεις. Στο ακρωτήριο του Σουνίου,
την ανέγερση του
νέου ναού του Ποσειδώνος (περ. 449/8 - 440) ακολούθησε
κατά το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. αναμόρφωση ολόκληρου
του ιερού, στο δέ ιερό της Αθηνάς χτίστηκε ο
δεύτερος ναός προς τιμήν της θεάς. Ο
νέος ναός της Νεμέσεως στον Ραμνούντα (πριν το 450/49,
εργασίες γίνονταν ακόμα στις δεκαετίες του 430 και 420), του
οποίου η κατασκευή διακόπηκε εξαιτίας του Πελοποννησιακού
Πολέμου το 431, έμεινε πρακτικά ατέλειωτος αλλά λειτούργησε
κανονικά για μεγάλο διάστημα. Στο β΄ ήμισυ του 5ου αι.
ανάγεται και η επίσης ανολοκλήρωτη
Στοά του Θορικού, κτίριο ασυνήθιστης μορφής και ελλιπώς
μελετημένο.
Εν κατακλείδι, ένας ακόμη δωρικός μαρμάρινος
ναός οικοδομήθηκε στην Αττική σε αυτή την περίοδο. Κατά
τους ρωμαϊκούς χρόνους (1ος αι. μ.Χ.) μεταφέρθηκε
κυριολεκτικά ολόκληρος από τον τόπο όπου κατ’ αρχάς
βρισκόταν (τις Αχαρνές ή την Παλλήνη) στην Αγορά, όπου
ξαναχτίστηκε πάνω σε καινούρια θεμέλια και αφιερώθηκε στη
λατρεία
του Άρεως (440).
Για τις
ιδιωτικές κατοικίες της περιόδου δεν ξέρουμε πολλά. Ο
κύριος όγκος τους συγκεντρωνόταν γύρω από την Ακρόπολη και
την Αγορά, καταλαμβάνοντας σχεδόν όλη την έκταση της πόλης.
Φαίνεται ότι κατά το γ΄ τέταρτο του 5ου αι. η Αθήνα είχε επεκταθεί τόσο
πολύ, ώστε να φθάσει τα όρια του νέου οχυρωματικού
περιβόλου. Στις παραμονές του Πελοποννησιακού Πολέμου, στο
τρίγωνο που σχηματίζουν το τείχος και η Ιερά Πύλη,
ανεγέρθηκε ως ιδιόκτητο σπίτι το λεγόμενο
Οικοδόμημα Ζ (Ζ1, περί το 430), το οποίο διαδέχθηκαν τα
οικοδομήματα Ζ2 (δ΄ τέταρτο 5ου αι.) και Ζ3 (μέσα 4ου αι.)
καθώς και δύο άλλα κτίσματα (Ζ4 και Ζ5) μέσα στον 3ο αι.
Παρόλο που μπορεί κανείς να διακρίνει κοινά γενικά
χαρακτηριστικά των αθηναϊκών οικιών, το σχήμα τους
εμφανίζεται ακανόνιστο, η εσωτερική τους διάταξη ποικίλλει
και η πυκνότητά τους στα διάφορα σημεία της πόλης είναι
ανομοιογενής. Σε αντίθεση με τον Πειραιά, όπου οι συνθήκες
επέτρεψαν την κατάρτιση και εφαρμογή ενός κανονικού
ρυμοτομικού σχεδίου, και παρά τη συνεχή αύξηση του
πληθυσμού, η πόλη της Αθήνας εξακολούθησε να στερείται
οργανωμένου πολεοδομικού συστήματος και να αναπτύσσεται κατά
τρόπο ελεύθερο και ακαθόριστο.
Ωστόσο ούτε και αυτή η σχετικά ανέφελη περίοδος κράτησε για
πολύ. Η διαμάχη Κέρκυρας και Κορίνθου το 433 και το Μεγαρικό
Ψήφισμα αποτέλεσαν τις αφορμές – αλλά όχι τα αίτια – για την
κήρυξη του Πελοποννησιακού Πολέμου (431). Η εισβολή
των Σπαρτιατών στην Αττική το επόμενο έτος και ο λοιμός που
ακολούθησε ήταν μοιραία για την τύχη πολλών Αθηναίων,
επιφανών ή μη, ανάμεσά τους και του Περικλή .
Ιδιαίτερα ο λοιμός που ενέσκηψε στην Αθήνα (429 και 427/6)
επέφερε σοβαρές αναταραχές, αποσυντόνισε την πόλη και
επηρέασε αρνητικά τις εξελίξεις. Το φιλόδοξο πρόγραμμα του
Περικλέους ανεστάλη προσωρινά, με αποτέλεσμα πολλά
οικοδομήματα να παραμείνουν ημιτελή (Προπύλαια, ναός της
Νεμέσεως στο Ραμνούντα, κ.ά.) ή να καθυστερήσει σημαντικά η
ολοκλήρωσή τους (Ερέχθειον, Ηφαιστείον, Τελεστήριον της
Ελευσίνος).
Στη δυτική πλευρά της Ακροπόλεως, ακριβώς κάτω από τον πύργο
της Αθηνάς Νίκης, βρέθηκαν ίχνη που τεκμηριώνουν την ύπαρξη
ιερού της Αφροδίτης Πανδήμου, πλησίον του οποίου
διαπιστώθηκαν
δίδυμες λατρείες, αυτές της Γης Κουροτρόφου και της Δήμητρας
Χλόης. Στη βόρεια κλιτύ εντοπίζονται το
ιερό της Αφροδίτης και του Έρωτος, το
σπήλαιο της Αγλαύρου και δυτικώτερα, ανάμεσα στο σπήλαιο
του Πανός και την Κλεψύδρα, τα
σπήλαια του Απόλλωνος Υποακραίου και του Ολυμπίου Διός.
Στη νότια πλαγιά του βράχου, μεταξύ του Ωδείου του
Περικλέους και του ανατολικού τμήματος του
Πελαργικού τείχους ιδρύθηκε από τον ιδιώτη Τηλέμαχο το
ιερό του Ασκληπιού και της Υγιείας (420). Δυτικά του
Ασκληπιείου αναφέρεται από τον Παυσανία η ύπαρξη ενός
ναού της Θέμιδος και του
τάφου του Ιππολύτου, υιού του Θησέως· αμφότερα τα
μνημεία δεν έχουν αποκαλυφθεί. Μεταξύ του Ασκληπιείου και
του ναού της Θέμιδος υπήρχε ένα μικρό
κρηναίο οικοδόμημα. Στην ίδια μεριά, λίγο χαμηλότερα,
βρέθηκε χώρος οριοθετημένος από μία απλή περίφραξη,
αφιερωμένος στη Νύμφη (Νυμφαίο),
μαζί με έναν βωμό από ακατέργαστους λίθους του 650 - 625 (ο
πρωιμότερος γνωστός βωμός της Αθήνας). Το Διονυσιακό Θέατρο
του 5ου αι. δεν έχει επιβιώσει. Ακόμη, στην περιοχή του
Ιλισσού τοποθετείται το
ιερό του Κόδρου, του Νηλέως και της Νύμφης Βασίλης (β΄
ήμισυ 5ου αι., περ. 418/7).
Εκτός από τις διάφορες νέες λατρευτικές εγκαταστάσεις,
συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου η οικοδόμηση
εντός των τειχών της πόλεως, με έμφαση στις δημόσιες
κατασκευές. Η Βασίλειος Στοά, που είχε υποστεί βλάβες
εξαιτίας της περσικής εισβολής, δέχτηκε επισκευές μέσα στον
5ο αι., ίσως και σε αυτή την περίοδο. Κατά τα έτη 416/5 –
409/6 ένα
Νέο Βουλευτήριον χτίστηκε στην Αγορά, στα δυτικά του
παλαιότερου. Η λατρεία της μητέρας των θεών Ρέας, την οποία
στέγαζε πρωτύτερα αρχαϊκός ναός αμέσως βορείως του Παλαιού
Βουλευτηρίου, ο οποίος καταστράφηκε με την περσική εισβολή,
μεταφέρθηκε στο Παλαιό Βουλευτήριον, που μετωνομάσθηκε σε
Μητρώον (409 - 405). Έτσι, το σύμπλεγμα του Μητρώου, το
Βουλευτηρίου και της Θόλου αποτέλεσε κυριολεκτικά τον πυρήνα
της αθηναϊκής δημοκρατίας, στεγάζοντας νευραλγικές
διοικητικές λειτουργίες. Με το Μητρώον και τη μόνιμη
αρχειακή συλλογή του συνδεόταν και το χαμένο πλέον
Βάθρο των Επωνύμων Ηρώων (περ. 420;), το οποίο
χρησιμοποιήθηκε για την εφήμερη ενημέρωση των πολιτών και
την τήρηση προσωρινών αρχείων· από το μνημείο έχει
διατηρηθεί μόνο ένα μέρος των θεμελιώσεων. Βορείως του
Παλαιού Βουλευτηρίου (Μητρώου), στην ανατολική κατωφέρεια
του Αγοραίου Κολωνού, ιδρύθηκε αυτά τα χρόνια το
Συνέδριον, ένας επιπλέον τόπος συνάθροισης των πολιτών
που παρέμεινε σε χρήση έως τον ύστερο 4ο αι. Πλήν των
κτιρίων πολιτικού, διοικητικού και νομοθετικού χαρακτήρα,
ανεγέρθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια στην Αγορά: η
Νότια Στοά Ι (430 - 420), κατά μήκος της νότιας πλευράς,
επιτελούσε εμπορικό ρόλο· δύο κτιριακά συμπλέγματα, στη
βορειοδυτική και στη νοτιοανατολική γωνία της Αγοράς
αντίστοιχα, είναι πιθανό να ανήκαν σε
δικαστήρια. Έξω από τα όρια της Αγοράς απαντώνται και
ιδιωτικά κτίρια, όπως
εργαστήρια μεταλλοτεχνίας και γλυπτικής-μαρμαροτεχνίας,
υποδηματοποιεία και οινοποιεία.
Με αφορμή ίσως τον ίδιο το λοιμό ανατέθηκαν ένα άγαλμα του
Απόλλωνος Αλεξικάκου, έργο του Καλάμιδος, και ένα άλλο προς
τιμήν του Ηρακλέους Αλεξικάκου στο ιερό του ήρωα στην Αγορά.
Τον ίδιο καιρό, η λατρεία του Ασκληπιού εισήχθη στον Πειραιά
μαζί με αυτή της Βένδιδος, ιαματικής θεότητας θρακικής
προέλευσης.
Σημαντικής μεταχείρισης έτυχε και η Άρτεμις· το ιερό της στη
Βραυρώνα κοσμήθηκε με μια εντυπωσιακή
δωρική στοά (στα χρόνια γύρω από το 425), ενώ σύγχρονα
της στοάς είναι δυνατόν να θεωρηθούν μία φάση του ναού της
Αρτέμιδος και μια γέφυρα που χτίστηκε πάνω από τον Ερασινό
ποταμό. Μάλιστα, υστερότερη επιγραφή μας πληροφορεί για την
επισκευή τουλάχιστον επτά μνημείων του ιερού. Στον δέ Ωρωπό,
το
ιερό του θεοποιημένου ήρωα Αμφιαράου (Αμφιαράειο), στον
οποίο αποδίδονταν επίσης ιαματικές ιδιότητες, αποκτά για
πρώτη φορά μνημειακή μορφή με την ανέγερση ενός μικρού ναού
και δυό βωμών (β΄ ήμισυ 5ου αι. π.Χ.). Στην περιοχή του
Δαφνίου φαίνεται πως υπήρχαν ακόμη δύο
ιερά, αφιερωμένα στον Απόλλωνα και στην Αφροδίτη.
Ενδεικτική της περιρρέουσας ατμόσφαιρας που δημιούργησε στην
Αθήνα ο λοιμός και της έξαρσης της λατρείας ιαματικών
θεοτήτων είναι και η κατάσταση στη Δήλο, γενέτειρα του
Απόλλωνος, της οποίας το ιερό βρισκόταν αυτή την εποχή υπό
τον αθηναϊκό έλεγχο. Θέλοντας να εξευμενίσουν τον κατά
παράδοση καταστροφέα-λυτρωτή θεό, οι Αθηναίοι ανέσκαψαν και
μετέφεραν όλες τις ταφές στη γειτονική Ρήνεια και έχτισαν
έναν
νέο δωρικό ναό (περί το 425) για να κοσμήσουν το ιερό.
Κορυφαία γεγονότα της μετά τον Περικλή περιόδου ήταν η
ανάδειξη του Κλέωνος με τα γεγονότα της
Πύλου και της Σφακτηρίας (425) και η Νικίειος Ειρήνη (421). Εάν ο
Πελοποννησιακός Πόλεμος στην πρώτη του φάση, τον
Αρχιδάμειο Πόλεμο (431 - 421), έδωσε τη
λαβή στη Σπάρτη να διακηρύξει προς εχθρούς και συμμάχους ότι
αυτή ήταν η δύναμη που θα αποπειραθεί να καθυποτάξει την
‘τυραννική’ Αθήνα και να ‘ελευθερώσει’ την Ελλάδα, σε
επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο τα αποτελέσματα αυτής
της φάσης των συγκρούσεων ήταν ήσσονος σημασίας σε σχέση με
την ταπεινωτική ήττα που υπέστησαν οι Αθηναίοι στην
εκστρατεία στη Σικελία (415 - 413). Στη διάρκεια του
δευτέρου μισού του πολέμου, η οχύρωση της Δεκέλειας στη
βορειοανατολική Αττική από τους Σπαρτιάτες, έπειτα από
συμβουλή του Αλκιβιάδους, συνέστησε πρώτου μεγέθους απειλή
για την Αθήνα. Κατά συνέπεια, δόθηκε μεγάλο βάρος στην
τείχιση της πόλης ώστε να αντέξει τις εχθρικές πιέσεις. Η
δυτική πρόσβαση στην Αθήνα είχε ήδη προστατευθεί πριν την
έναρξη του πολέμου με την οικοδόμηση του ισχυρού τείχους της
Ελευσίνας, το ίδιο και η βορειοδυτική πρόσβαση μέσω του
περιβόλου της Οινόης. Με αφετηρία το 413 και εξής οχυρώθηκαν
και άλλοι δήμοι της ανατολικής παράκτιας ζώνης της Αττικής
προκειμένου να εξασφαλισθεί ο ελεύθερος διάπλους των
θαλάσσιων δρόμων προς την Εύβοια και τον Εύξεινο Πόντο·
έτσι, τείχη ανεγέρθηκαν στο Σούνιο (412), στον Ραμνούντα
(μάλλον το 412) και στον Θορικό (411).
Το ολιγαρχικό καθεστώς των Τετρακοσίων που ακολούθησε στα 411
έδωσε πρόσκαιρα την ελπίδα στην Αθήνα να ανακάμψει με
στρατιωτικές επιτυχίες σε επιχειρήσεις στις Κυνός Κεφαλές
(411), την Κύζικο (410) και τις Αργινούσες (406),
ωστόσο η συμφωνία Σπάρτης-Περσίας το 407 και η μάχη στους
Αιγός Ποταμούς (405) σήμαναν το οριστικό τέλος τόσο του
αθηναϊκού όσο και του σπαρτιατικού ονείρου για θριαμβευτική
επικράτηση: του αθηναϊκού γιατί το ολιγαρχικό καθεστώς του
Θηραμένη και των Τριάκοντα Τυράννων που ακολούθησε
τη λήξη του Πολέμου (404/3) αποδείχτηκε ιδιαιτέρως σκληρό
στις πολιτικές και πρακτικές του, του σπαρτιατικού γιατί
επανέφερε στο επιχειρησιακό και διπλωματικό προσκήνιο – και
στο παρασκήνιο – τον περσικό παράγοντα. Το 404 σήμανε τόσο
τη στρατιωτική ήττα της Αθήνας, όσο και το τέλος μιας
ανεπανάληπτης περιόδου πολιτικής, οικονομικής, πνευματικής
και γενικότερης πολιτιστικής ακμής της πόλης, που διήρκεσε
περίπου πενήντα χρόνια (πεντηκονταετία ).
Μετά το τέλος του Πολέμου (404) και έως την αυλαία του 5ου
αι. δεν παρατηρείται αξιόλογη οικοδομική δραστηριότητα στην
Αθήνα. Χαρακτηριστικότερο όλων είναι το παράδειγμα της
Ακροπόλεως, όπου έκτοτε και έως το τέλος της αρχαιότητας δεν
προστέθηκε κανένα δημόσιο οικοδόμημα, με εξαίρεση τον μικρό
μονόπτερο ναό της Ρώμης και του Αυγούστου (τέλη 1ου αι.
μ.Χ.). Οι Αθηναίοι εξαναγκάζονται από τους Λακεδαιμονίους να
γκρεμίσουν όλα
τα τείχη της πόλης (του Άστεως, του Πειραιώς και τα
Μακρά Τείχη) και να διαλύσουν το στόλο τους. Από την άλλη
πλευρά, οι Τριάκοντα Τύραννοι δεν διέθεταν αρκετή δύναμη,
ώστε να προωθήσουν οποιοδήποτε σοβαρό οικοδομικό πρόγραμμα.
Σύμφωνα με τα όσα παραδίδουν οι πηγές, εγκατέστησαν το
αρχηγείο τους στη Θόλο και φρόντισαν για την αναδιάταξη του
χώρου της Πνυκός, όπου προηγουμένως συνερχόταν η Εκκλησία
του δήμου. Μαζί με αυτά, γνωρίζουμε ότι περίπου 1.400 άτομα
θανατώθηκαν από τους Τριάκοντα έπειτα από δίκες που
διεξήχθησαν στη Βασίλειο Στοά.
Το 403, η αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Αθήνα από τον
Θρασύβουλο και η γρήγορη ανάρρωση της πόλης από τα δεινά του
πολέμου δημιούργησαν νέες προϋποθέσεις ανάπτυξης. Ωστόσο, η
προσήλωση των Αθηναίων στην προσπάθεια να διατηρήσουν τη
θέση τους στο ελληνικό πολιτικο-στρατιωτικό γίγνεσθαι σε
σχέση με τη Σπάρτη και τη Θήβα και να επιτύχουν συμφέρουσες
ισορροπίες σε επίπεδο συμμαχιών για τον έλεγχο της διοίκησης
του ιερού των Δελφών στέρησε την πόλη από αξιοπρόσεχτα
οικοδομικά σύνολα.
Οι Σπαρτιάτες που έπεσαν μαχόμενοι σε βοήθεια των
ολιγαρχικών της Αθήνας θάφτηκαν σε περίβλεπτη θέση εντός του
μεγάλου ταφικού χώρου (Τάφος
των Λακεδαιμονίων που πλαισίωνε το μήκος του δρόμου που
οδηγούσε από το Δίπυλο στην Ακαδημεία, όπου ο Πλάτων είχε
στεγάσει την ομώνυμη σχολή του. Το
Νομισματοκοπείον (περί το 400) στη νοτιοανατολική γωνία
της Αγοράς, κοντά στη Νότια Στοά Ι και ίσως σε σχέση με
αυτή, είναι ένα από τα λίγα δείγματα οικοδομικής
δραστηριότητας στην Αθήνα της τελευταίας δεκαετίας του 5ου
αι. Στα χρόνια γύρω από το 400 τοποθετείται και η ανέγερση
του
Πομπείου στην περιοχή του
Κεραμεικού, ανάμεσα στο
Δίπυλο και στην
Ιερά Πύλη, από την οποία εκκινούσε η
Ιερά Οδός (μήκους 21-22 χλμ.) με κατάληξη το ιερό της
Δήμητρος στην Ελευσίνα.
Εάν για την Αθήνα ο 5ος αιώνας σήμαινε τον χαρακτηρισμό της
ως ‘αυτοκρατορία’ και οι ελληνιστικοί χρόνοι ως ‘σχολή’, ο
4ος αιώνας ήταν κάτι ενδιάμεσο: η δημοκρατία αποκαταστάθηκε
το 403 με τον Θρασύβουλο και οι αλλαγές που επέφερε αυτή η
πολιτειακή μεταβολή έγιναν αναντίρρητα δεκτές από τους
Αθηναίους και με ομαλό τρόπο. Ήταν τόσος ο πόθος της
μεταβολής, ώστε, σε αντίθεση με το παρελθόν, όπου οι αλλαγές
πάντοτε σχετίζονταν με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν
αναδείχτηκε κανένας καινούριος πρωταγωνιστής στο πολιτικό
προσκήνιο. Ωστόσο, οι μόνιμοι κάτοικοί της – που πλέον
ανέρχονταν σε 36.000 που ζούσαν σε 6.000 κατοικίες – δεν θα
απολάμβαναν την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην πόλη τους
για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κι αυτό γιατί στο διπλωματικό
επίπεδο η Αθήνα των Κόνωνα-Ιφικράτη σύντομα αναγκάστηκε να
αντιμετωπίσει το σπαρτιατικό στρατόπεδο στον
Βοιωτικο-Κορινθιακό Πόλεμο του 395 - 387 -τώρα όμως με
νέο σύμμαχο έναν παλαιό εχθρό, την Περσία, υπό το πρίσμα της
Ειρήνης του Βασιλέως ( «Ανταλκίδειος»387). Ειδικά στη
ναυμαχία της Κνίδου (394) ο Κόνων αναδείχτηκε
αληθινός ηγέτης ενός στόλου που ήταν κατά βάση
χρηματοδοτούμενος από τους Πέρσες. Όλα αυτά τα γεγονότα
άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους σε πολυάριθμα ταφικά
μνημεία του Κεραμεικού· η
επιτύμβια στήλη του Δεξίλεω (394/3) είναι ένα από τα πιο
αντιπροσωπευτικά. Την επαύριο της νίκης των Αθηναίων επί των
Λακεδαιμονίων στη ναυμαχία της Κνίδου, τα τείχη της πόλης
ξαναχτίζονται από τον Κόνωνα .
Η συνεχής αντιδικία με τη Σπάρτη σήμανε για την Αθήνα την
απόπειρα δημιουργίας της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας το
378, η οποία στην τελική της αποτίμηση χαρακτηρίστηκε από
ανάμεικτα αποτελέσματα, παρά τους πανηγυρικούς λόγους
ρητόρων όπως ο Ισοκράτης. Σε αυτήν είχε προσχωρήσει η
ανερχόμενη δύναμη Θήβα, έως τη στιγμή που ηττήθηκε από τη
Σπάρτη στα Λεύκτρα (371), με συνέπεια να
επισπευσθεί η σύγκλιση Αθήνας-Σπάρτης, παρά την
επιθετικότητα που είχε επιδείξει η αθηναϊκή πλευρά με τη
διπλή απόπειρα ανακατάληψης της Αμφίπολης και την
εγκατάσταση κληρουχίας στη Σάμο (366). Αναφορικά με τα
πολεοδομικά δεδομένα της περιόδου, η ίδρυση της Β΄ Αθηναϊκής
Συμμαχίας το 378 δεν ήταν αρκετή για την Αθήνα, που δεν είχε
συνέλθει πλήρως από τα όσα είχαν προηγηθεί. Έτσι, κατά τη
διάρκεια της πρώτης πεντηκονταετίας του 4ου αι. η οικοδομική
δραστηριότητα στην πόλη είναι φτωχή. Ο υπολογίσιμος αλλά
δευτερεύων ρόλος της Αθήνας στην αρένα της εξωτερικής
πολιτικής και ο έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στους
Σπαρτιάτες, τους Θηβαίους και τους Θεσσαλούς για την
πρωτοκαθεδρία στην Ελλάδα κατέστησε απαραίτητη την τείχιση
του χάσματος, που είναι γνωστό ως Δέμα, ανάμεσα στα όρη της
Πάρνηθας και του
Αιγάλεω προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος εισβολής
εχθρικών δυνάμεων στην Αττική μέσω της πεδιάδας της
Ελευσίνας.
Η μάχη στη Μαντίνεια (362) παράλληλα με τις
εξελίξεις στο νησιωτικό χώρο με το Συμμαχικό Πόλεμο (358 - 355) που επέφερε
την εκ νέου διάλυση της Συμμαχίας και το ξέσπασμα του Γ΄
Ιερού Πολέμου, αποσυντόνισαν τη συνοχή της αθηναϊκής
διπλωματίας, με αποτέλεσμα, όταν ο Δημοσθένης επιχειρήσει
να στρέψει για πρώτη φορά το 351 την προσοχή στην επερχόμενη
απειλή από τον Βορρά, και συγκεκριμένα στον Φίλιππο Β΄ της
Μακεδονίας, να είναι πολύ αργά για να μετατρέψει την
κατάσταση δραματικά υπέρ της. Η Φιλοκράτειος Ειρήνη(346),
αμέσως μετά την οριστική απώλεια της Αμφίπολης, μόνο
πρόσκαιρα επέφερε στους Αθηναίους μία αίσθηση χαλάρωσης.
Η ευημερία επανήλθε στην Αθήνα μόλις στα μέσα του 4ου αιώνα,
όταν η συστηματική εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρίου
απέφερε σημαντικά οικονομικά οφέλη. Τον καιρό της βασιλείας
του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας (359 - 336) και του υιού του
Αλεξάνδρου του Μεγάλου (336 - 323), νέα μεγαλεπήβολα
οικοδομικά προγράμματα βρίσκονταν εν εξελίξει, με την
κρατική μέριμνα να εστιάζεται και πάλι στην περιοχή κοντά
στον περίγυρο της Ακροπόλεως.
Ύστερα από την ήττα των συνασπισμένων αθηναϊκών και θηβαϊκών
δυνάμεων από τα στρατεύματα του Φιλίππου Β΄ στη Χαιρώνεια
(338) και υπό την απειλή της μακεδονικής εξάπλωσης,
πρωταρχικό μέλημα των Αθηναίων ήταν η ενίσχυση των αμυντικών
έργων της πόλης. Ίσως τότε να προστέθηκε με βιασύνη στις
προϋπάρχουσες οχυρώσεις το εξώτερο τείχος ή προτείχισμα,
εκτός της οριογραμμής του παρόντος περιβόλου, και μαζί με
αυτό μία στεγνή τάφρος.
E. ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (323 – )
Η μάχη της Χαιρώνειας, μολονότι δεν ήταν
καταδικαστική για τον θεσμό της πόλης-κράτους γενικότερα ή
της Αθήνας ειδικότερα, οπωσδήποτε πάντως σήμανε το τέλος
μιας εποχής. Η Αθήνα του Ευβούλου και του Λυκούργου
στις επόμενες δεκαετίες που ακολούθησαν ήταν μία διαφορετική
Αθήνα, που πάσχιζε να βρει έναν καινούριο ρόλο να
διαδραματίσει στα ελληνικά πράγματα. Με όχημα την παιδεία
και τη μετατροπή της σε καθαρά πνευματική εστία, κατόρθωσε
να διατηρήσει ένα μέρος της παλαιάς λάμψης της και να
προετοιμαστεί όσο το δυνατόν καλύτερα για την επικείμενη
δραματική περίοδο του Λαμιακού Πολέμου και της μελλούμενης
Μακεδονικής κατάκτησης.
Στο γ΄ τέταρτο του 4ου αι., ενόσω ο Αλέξανδρος είχε ήδη
στρέψει την προσοχή του στην Ανατολή εκστρατεύοντας εναντίον
των Περσών, η Αθήνα διήνυε μια περίοδο σχετικής ηρεμίας και
οικονομικής άνθισης. Υπό την καθοδήγηση του Ευβούλου,
άρχισαν να γίνονται πράξη καινούρια σχέδια για την
ανοικοδόμηση παλαιότερων κτισμάτων και την ανέγερση νέων, τα
οποία ολοκλήρωσε στη συνέχεια ο Λυκούργος, παρέχοντας στην
πόλη δομές κατάλληλες για τη στέγαση ποικίλων θρησκευτικών,
στρατιωτικών και άλλων πολιτισμικών δραστηριοτήτων. Με τα
ονόματά τους έχουν σχετιστεί και άλλα, μικρότερης εμβέλειας
προγράμματα, για τα οποία δυστυχώς δεν έχουμε ξεκάθαρες
μαρτυρίες.
Στη Νότια Κλιτύ της Ακροπόλεως το ιερό του Ασκληπιού
εμπλουτίστηκε με την προσθήκη βωμού, ενός μικρού ναού και
μίας επιβλητικής διώροφης στοάς. Το μεγάλο
Θέατρο του Διονύσου αναμορφώθηκε, ενώ ένας δεύτερος ναός
χτίστηκε – σε σημείο διαφορετικό από τον πρώτο – προς τιμήν
του θεού στο ιερό του (ύστερος 4ος αι.), το οποίο γέμισε με
δεκάδες τρόπαια θεατρικών και μουσικών αγώνων. Με το
Διονυσιακό Θέατρο συνδεόταν εμμέσως και η
Οδός Τριπόδων, η οποία οδηγούσε από το ιερό του Διονύσου
Ελευθερέως προς τα ανατολικά και γύρω από την Ακρόπολη με
κατεύθυνση προς το Πρυτανείον. Κατά μήκος της οδού στήθηκαν
μια σειρά από τρίποδες που είχαν απονεμηθεί ως βραβεία στους
χορηγούς νικηφόρων θεατρικών παραγωγών· από αυτά μόνο το
Χορηγικό Μνημείο του Λυσικράτους (335/4) σώζεται σήμερα
σε καλή κατάσταση.
Ο βασικός τόπος συνάθροισης των Αθηναίων, η Πνύξ, που
βρισκόταν σε χρήση από τα τέλη του 6ου αι. και είχε δεχτεί
επεμβάσεις την περίοδο των Τριάκοντα Τυράννων (404/3),
γνώρισε μια τρίτη οικοδομική φάση (345/0 – 335/0). Μία
μεγάλη κλιμακωτή εξέδρα, το
Βήμα, λαξεύθηκε πάνω στην επιφάνεια του λόφου στα
νοτιοδυτικά για την ανετώτερη εξυπηρέτηση των ομιλητών και
ένα ισχυρό αναλημματικό τείχος υψώθηκε για την καλύτερη
στήριξη του σημείου συγκέντρωσης του ακροατηρίου. Στο σύνολο
προστέθηκαν και δύο στοές, προφανώς για τη στέγαση των
παρευρισκομένων, οι οποίες δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ.
Στην Αγορά, όπου το ενδιαφέρον για καινούριες κατασκευές
παρουσιάζεται μειωμένο και σε αυτή την περίοδο, ανεγείρονται
αρκετά κτίσματα. Ο
ναός του Απόλλωνος Πατρώου στη δυτική πλευρά (β΄ ήμισυ
4ου αι., ίσως περί το 330), ανάμεσα στη Στοά του Διός
Ελευθερίου και στο Μητρώον, εδράζεται στα απομεινάρια ενός
προγενέστερου κτιρίου του 6ου αι., το οποίο είναι πιθανόν να
ανήκει σε έναν αρχαϊκό πρόδρομο του ναού. Τα ερείπια ενός
μικρού κτίσματος, συγχρόνου του ναού του Απόλλωνος, ανάμεσα
στον ναό και στην Στοά του Διός έχουν αναγνωρισθεί ως
ναΐσκος αφιερωμένος στην λατρεία του Διός Φρατρίου και της
Αθηνάς Φρατρίας. Κοντά στο 330 χτίστηκε και το δεύτερο
Μνημείο-Βάθρο των Επωνύμων Ηρώων κατά μήκος της δυτικής
πλευράς, στη θέση όπου απαντάται σήμερα. Βάσιμες φαίνονται
οι εκτιμήσεις ότι μία σειρά από ορθογωνικά κτίσματα στη
βορειοανατολική γωνία, μερικά εκ των οποίων έμειναν ημιτελή,
ανήκαν σε δικαστήρια. Για τη μέτρηση του χρόνου των λόγων
που εκφωνούνταν στα δικαστήρια ενδέχεται να χρησίμευε ένα
σπάνιο δείγμα μνημειακού
υδραυλικού ρολογιού (κλεψύδρα) που βρέθηκε στις
ανασκαφές (β΄ ήμισυ 4ου αι.). Το μοναδικό παράλληλό του
απαντάται στον Ωρωπό, όπου μάλιστα διατηρήθηκε σχεδόν
ανέπαφο. Μία νέα εγκατάσταση ύδρευσης, η
Νοτιοδυτική Κρήνη, κατασκευάστηκε στα 350 - 325 στη
νοτιοδυτική γωνία του τετραγώνου της Αγοράς. Εάν δέ λάβουμε
υπ’ όψιν την περίσσεια φροντίδα, με την οποία οι Αθηναίοι
επιδόθηκαν στην κατασκευή και άλλων αρδευτικών έργων, είναι
λογικό να υποθέσουμε ότι κατά το β΄ ήμισυ του 4ου αι. η πόλη
αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα ξηρασίας: μία ακόμη δημόσια
κρήνη χτίστηκε δίπλα στην πύλη του Διπύλου (ίσως στη θέση
παλαιότερης κρήνης του 5ου αι.) και ένας νέος αγωγός νερού
φτιάχτηκε για την τροφοδοσία της πόλης από πηγές στους
πρόποδες της Πάρνηθας.
Πολλοί από τους αθλητικούς αγώνες των Παναθηναίων, που έως
την περίοδο αυτή φιλοξενούνταν μαζί με θεατρικά δρώμενα στην
Αγορά, μεταφέρθηκαν στη νοτιοανατολική πλευρά της Αθήνας,
κοντά στον ποταμό Ιλισσό. Εκεί, σε μία φυσική χαράδρα μεταξύ
δύο λόφων χτίστηκε το
Παναθηναϊκό Στάδιο, του οποίου οι κατασκευαστικές
λεπτομέρειες δεν μπορούν να καθοριστούν με ακρίβεια εξαιτίας
του υπερκείμενου μαρμάρινου σταδίου του 2ου αι. μ.Χ. Στην
ίδια περιοχή, βορείως του ιερού του Κόδρου, του Νηλέως και
της Νύμφης Βασίλης, ανασκάφηκαν λείψανα των τελών του 4ου
αι. που ταυτίστηκαν από κάποιους με το
«Δικαστήριον επί Παλλαδίω». Μεγάλη έμφαση δόθηκε και
στην ανάπτυξη του Γυμνασίου του Λυκείου, όπου το 335 ο
Αριστοτέλης ίδρυσε τη φιλοσοφική του σχολή.
Ο Πειραιάς, το κύριο επίνειο της Αθήνας, εφοδιάστηκε στα
χρόνια του Ευβούλου και του Λυκούργου με στρατιωτικές
εγκαταστάσεις. Τα λιμάνια του (Κάνθαρος, Ζέα, Μουνιχία)
πλαισιώθηκαν από
υπόστεγα που προορίζονταν για την προστασία των τριήρεων
του αθηναϊκού στόλου προς αντικατάσταση των παλαιότερων
κατασκευών, που οι Αθηναίοι είχαν αναγκαστεί να διαλύσουν
υπό το καθεστώς των Τριάκοντα Τυράννων. Με τα έργα αυτά
σχετίζεται η πελώρια
Σκευοθήκη της Ζέας, όπου αποθηκεύονταν τα αποσπώμενα
μέρη των πλοίων (πανιά και σχοινιά). Μεγάλο ενδιαφέρον για
την ανάπτυξη του Πειραιά επέδειξε και ο Δημήτριος ο Φαληρεύς
(317 - 307).
Ανάλογη σπουδή εκδηλώθηκε και για την προστασία των χερσαίων
αθηναϊκών δυνάμεων. Τα οχυρωματικά έργα στις περιοχές που
είχαν τειχιστεί ήδη από τα χρόνια του Πελοποννησιακού
Πολέμου (Ελευσίνα, Ραμνούς, Θορικός, Οινόη, Σούνιο, Φυλή,
Δεκέλεια, Πάνακτον, Ελευθερές) διατηρήθηκαν· κοντά σε αυτά
προστέθηκαν νέες συμπληρωματικές ή βοηθητικές εγκαταστάσεις.
Τέλος, ένα τεράστιο μαρμάρινο προσθώο προστέθηκε στην
ανατολική πρόσοψη του Τελεστηρίου της Ελευσίνας (πιθανόν να
άρχισε στη δεκαετία του 350 και να ολοκληρώθηκε αργότερα από
τον Λυκούργο), ενώ επιγραφικά στοιχεία μας πληροφορούν για
περιποιήσεις του συστήματος ύδρευσης του ιερού του Αμφιαράου
και για επισκευές μίας κρήνης στον Ωρωπό. Με όλα τα παραπάνω
έργα ολοκληρώθηκε η χωροταξική οργάνωση της Αθήνας παρά την
απειλή που κόμιζαν οι επερχόμενες καταστάσεις (Δημήτριος ο
Πολιορκητής, Γαλατικός κίνδυνος).
Στην αυγή του 3ου αιώνα, με την ταυτόχρονη αποκρυστάλλωση
του πολεοδομικού ιστού της πόλης και την άνθιση όλων των
εκφάνσεων της πνευματικής και φιλοσοφικής ζωής (Επίκουρος,
Ζήνων), η Αθήνα κατόρθωσε να διατηρήσει ένα σημαντικό μέρος
από την προηγούμενη ταυτότητά της και να κατοχυρώσει την
παρουσία της στο νέο περιβάλλον που διαμορφώθηκε μετά το
θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
ΠΗΓΗ:
http://www.eie.gr/archaeologia/gr/chapter_more_2.aspx