Ἀρχαία ἑλληνική
φιλοσοφία καί ἰατρική
Δρ Κ.
ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
«Διό δή
μεταγειν τήν σοφίην ἔς τήν ἰητρικήν ἔς τήν σοφίην·
ἰηρός γάρ ἰσόθεος·
οὐ γάρ
πολλή διαφορή ἐπί τά ἕτερα».
(Ἱππ. Π.
Εὐσχημ. 5)
Ἄν ἐπεκτείνωμε καί στήν ἰατρική τόν ὁρισμό, πού ἔδωσε
ὁ Πλάτων στή φιλοσοφία, πρέπει νά δεχθοῦμε, ὅτι κι ἡ
ἰατρική εἶναι γνώση τοῦ «ὄντως ὄντος», μέ τή διάκριση
ὅτι, ἐνῷ καί γιά τίς δύο ἀναγκαία προϋπόθεση εἶναι ἡ
ἔρευνα τῶν αἰτίων καί τῶν ἀρχῶν τῶν ὄντων, γιά μέν τή
φιλοσοφία τό θέμα εἶναι ἀπεριόριστο, ἀφοῦ αὐτή
ἐνδιαφέρεται γιά τή σαφῆ γνώση ὅλων τῶν ὑπαρχόντων στή
φύση, γιά δέ τήν ἰατρική ἡ γνώση περιορίζεται μόνο
στόν ἄνθρωπο καί τό στενό του περιβάλλον.
Ἐάν, ἐξ ἄλλου, θυμηθοῦμε τό ἐπιτύμβιο ἐπίγραμμα τῶν
Ἀθηναίων στήν ἐπιτάφιο πλάκα τοῦ Πλάτωνα, τούς δύ'
Ἀπόλλωνα φύσ’ Ἀσκληπιόν ἠδέ Πλάτωνα, τόν μέν ἵνα
ψυχήν, δ’ ἵνα νά σῶμα σάοι,,
ἔχουμε τόν πλήρη ὁρισμό τῆς φιλοσοφίας καί τῆς
ἰατρικῆς. δηλ. τῆς μέν φιλοσοφίας σκοπός καί ἔργο
εἶναι ἡ διάσωση τῆς ψυχῆς ἀπό τή πίεση τῶν παθῶν, τῆς
δέ ἰατρικῆς ἡ διαφύλαξη τοῦ ὀργανισμοῦ ἀπό τίς
ἀρρώστιες καί νοσήσεις γενικά. Τοῦτο ὁ Δημοκριτος
διετύπωσε ὡς ἑξῆς: Ἰητρική μέν γάρ τάς νόσους ἀκέεται,
σοφίη δέ ψυχήν παθῶν ἀφαι- ρᾶται (βλ. Fragm.
Vors.,
Diels
καί Kranz, 152, 35).
Σοφία καί ἰατρική, μέ ἄλλα λόγια, εἶναι ἐπιστῆμες
χρήσιμες στό βίο τοῦ ἀνθρώπου, καί «οὐκ ἀλόγως οἱ
προβαλλόμενοι τήν σοφίην πρός πολλά εἶναι χρηοίμη,
ταύτην δή ἐν τῷ βίῳ» (Ἱππ., Π. Εὐσχ., 13,1).
Σοφία εἶναι ἐπιστήμη τοῦ καλοῦ καί τοῦ ὡραίου καί
ἰατρική ἐπιστήμη πού ἀποβλέπει στό νά καταστήσει
σῶμα καί ψυχή γερά, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά αἰσθάνεται τό
καλό καί τό ὡραῖο!
Ἡ ἰατρική καί ἡ φιλοσοφία στήν ἀρχαία 'Ἑλλάδα καί
ἐπί μακρούς αἰῶνες συνεβάδισαν ἀδελφωμένες καί ἡ
μεταξύ τους ἐπίδραση ὑπῆρξε γόνιμος καί θετική· καί ἡ
ἀλληλοβοήθεια γιά τήν κατάρτιση τῆς φιλοσοφικῆς
θεωρίας καί τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης. στενή καί
ἀναγκαία. Οἱ προσωκρατικοί λεγόμενοι φιλόσοφοι
ἔγιναν γνωστοί ὡς φυσιολόγοι ἤ Φυσικοί φιλόσοφοι,
γιατί σπούδασαν τήν ἐν γένει φύση, μαζί καί τήν φύση τοῦ
ἀνθρώπου, καί κυρίως τήν ἀνατομική καί τή
φυσιολογία, μέ τά πρῶτα γράμματα.
Κοινός στόχος, λοιπόν, φιλοσοφίας καί ἰατρικῆς εἶναι
ἡ ἀνεύρεση καί σπουδή τῶν αἰτιῶν καί ἀρχῶν τῶν φυσικῶν
ὄντων καί γεγονότων, πού διέπουν τήν ὕπαρξή τους καί
κατ’ ἐξοχήν τήν γέννηση καί ὕπαρξη τῶν ζώντων ὄντων,
στήν τάξη τῶν ὁποίων ἀνήκει ὁ ἄνθρωπος.
Πιό συγκεκριμένα ἡ φιλοσοφία, ὡς φυσική ἐπιστήμη,
ἐνδιαφέρεται γιά τήν σωστή γνώση τῶν φυσικῶν ὄντων καί
κυρίως γιά τή γνώση τῶν Φυσικῶν στοιχείων (φυσική
φιλοσοφία), ἀλλά καί τῶν ἠθικῶν νόμων (ἠθική
φιλοσοφία), πού διέπουν τή ζωή τῶν ὄντων καί πρό παντός
τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ ἡ ἰατρική περιορίζεται στή γνώση τῆς
ἀνατομικῆς καί φυσιολογικῆς ὑφῆς του ἀλλά καί τῆς
παθολογικῆς καταστάσεως αὐτοῦ, καί κυρίως γιά τά
αἴτια, πού διατσράσσουν τήν ἁρμονία τῆς ὑγείας του.
Ἡ ἰατρική ἀναπτύχθηκε μέσα στούς κόλπους τῆς
προσωκρατικῆς φιλοσοφίας, ὅπως τή γνωρίζουμε. Τό
εἶδος αὐτό τῆς φιλοσοφίας, ὅπως διαμορφώθηκε ἀπό τούς
ἀρχαίους Ἕλληνες σοφούς καί κυρίως ἀπό τό Θαλῆ τό
Μιλήσιο (585 π.Χ.), τόν Ἀναξαγόρα (511-545-π.Χ.), τόν
Ἀναξιμένη (588-524 π.Χ.), τόν Πυθαγόρα (580 π.Χ.) καί τόν
σπουδαῖο μαθητή του Ἄλκμέωνα (540 π.Χ.), τόν Ἡράκλειτο
(535-475), τόν Ἐμπεδοκλῆ (495 435 π.Χ.) καί ἄλλους, σκοπό
εἶχε νά διερευνήσει ὅλα τά φαινόμενα, πού ἀναφέρονται
στή σπουδή τῶν ἐπί μέρους ὄντων. Καί γιά τήν ἑρμηνεία
τους ἀναπτύχθηκαν δύο τάσεις, τοῦ μονισμοῦ καί τοῦ
δυϊσμοῦ, καί στηρίχτηκαν δύο θεωρίες, πού
ἀντιμαχότανε ἡ μία τήν ἄλλη, δηλαδή ἡ μηχανική, πού
πίστευε στή μοναρχία τῆς ὕλης, σύμφωνα μέ τήν ὁποία
ὅλα τά γινόμενα καί γεγονότα, πού ἀναφέρονται στά
ὄντα τῆς φύσεως, εἶναι προϊόντα μιᾶς φυσικῆς
δυνάμεως καί ἐνεργείας, πού παρίστανται ὡς
ἀντιδρῶσες (νόμος ἀνολέθρου τῆς ὕλης).
Ἡ ἄλλη θεωρία, πού ἀναπτύχθηκε ὡς ἀντίδραση στή
μηχανική, εἶναι ἡ τεχνολογική, πού πρέσβευε
στήν ἔμφρονα σκοπιμότητα τῆς ἐνεργείας. Θιασῶτες
αὐτῆς ἦταν ὁ Ἀναξαγόρας, ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων, ὁ
Ἀριστοτέλης, ὁ Πλωτῖνος, πού παραδεχότανε, ὅτι τή
δημιουργία τοῦ κόσμου καί τῶν ὄντων γενικά δέν
ἀποτέλεσε μία ἁπλή μείξη τῶν διαφόρων φυσικῶν
στοιχείων, ἀλλά εἶναι ἔργο φρονήσεως καί ἐχέφρονος
δημιουργικῆς δυνάμεως, πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τά
ὑλικά στοιχεῖα, ὅπως αὐτό διευκρινίζεται κυρίως στό
Τίμαιο τοῦ Πλάτωνα. Καί τήν λογική αὐτή δύναμη ὁ
Ἀναξαγόρας τή κάλεσε Νοῦν.
Ἀλλά καί ὁ Ἀριστοτέλης, δεχόμενος τήν αὐτή ἰδέα,
ὑποστηρίζει, ὅτι ἡ πρώτη ὕλη τῶν ὄντων, πού θεωρεῖται
ἀγέννητη, ἄφθαρτη καί ἄμορφη, πῆρε συγκεκριμένη
μορφή «τῇ βουλήσει ἔμφρονος - προνοίας», ἤτοι τοῦ
νοῦ: «Νοῦν δή τις εἰπών ἐνεῖναι, καθάπερ ἐν τοῖς ζώοις
καί τῇ φύσει τό αἴτιον τοῦ κόσμου καί τῆς τάξεως πάσης»
(Ἄριστ., Μετά τά Φυσ., Α. 3. 384β, 8· καί Φυσ., 1250 β. 24).
Σύμφωνα μέ τόν Θ. Βορέα (Εἰσ. εἰς τήν Φιλοσ., 208), «ἐν
τῷ νῷ τούτῳ ἤ εἰς τήν ἔμφρονα πρόνοιαν πρυτανεύει ἡ
ἀρχή τῆς ἐντελεχείας, καθ' ἥν ἡ πρώτη ὕλη φέρεται πρός
τό ὄν καί λαμβάνει ἑκάστοτε τήν μορφήν του. Γίνεται δέ
τοῦτο πολλῷ μᾶλλον ἐν τοῖς ὀργανισμοῖς, ὅπου τό δυνάμει
ἐνυπάρχον ἐν τῇ πρώτῃ ὕλῃ ἀναπτύσσεται κατά νόμους
ἀπαράβατους καί λαμβάνει τελείαν αὐτοῦ μορφήν καί
ἀποβαίνει ἐντελέχεια».
Τό φιλοσοφικό σύστημα τῶν πρόσωκρατικῶν φιλοσόφων
καί κατ’ ἐξοχήν τῶν τοῦ β’ ἡμίσεος του 5ου π.Χ. αἰῶνα δέν
περιορίζεται μόνο στή γνώση τῆς γενέσεως τῶν ὄντων καί
τῆς τύχης των, ἀλλά ἁπλώνεται στή γνώση «παντός
ἐπιστη- τοῦ, ὑπέρ τοῦ παντός», ἤτοι τό ἀντικείμενο
τῆς φιλοσοφικῆς ἐρεύνης των εἶναι περί τοῦ Θεοῦ, τοῦ
δικαίου, τῆς ρητορικῆς, τῆς γενέσεως τοῦ ἀνθρώπου καί
τῆς προελεύσεώς του, καί περί τῆς ἐπιδράσεως τῶν
πολλῶν παθογόνων παραγόντων, ἤτοι ἡ ἔρευνά τους
στρέφεται καί πρός τήν ἰατρικήν, πού τή σπουδάζουν
κυρίως ἀπό θεωρητική ἄποψη. Ἀλλά καί οἱ ἠθικοί
λεγόμενοι φιλόσοφοι, Πλάτων, Ἀριστοτέλης, Σωκράτης
καί ἄλλοι, ἀποδίδουν βασική σημασία στή σπουδή τῆς
ἰατρικῆς, ὡς φυσικῆς ἐπιστήμης.
Καί ἔτσι, ἀμφότερες, φιλοσοφία καί ἰατρική,
ἀδελφωμένες ἀνθίζουν ὡς πραγματικές ἐπιστῆμες στήν
Ἑλλάδα· ἀνδρώθηκαν καί διαδόθηκαν πρός πᾶσαν
κατεύθυνσιν, ὡς τό Φῶς τοῦ ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος.
Ἡ ἰατρική εἶναι ἀρχαιοτέρα τῆς φιλοσοφίας, ἀλλά ἡ
φιλοσοφία εἶναι ἡ μητέρα τῆς ἐπιστημονικῆς
ἰατρικῆς, πού σέ καμμία ἄλλη χώρα δέν γιγαντώθηκε
τόσο, ὅσο στήν Ἑλλάδα. Κι οἱ βόρειοι λαοί, σάν
βάρβαροι, ἀλλά καί «πλήρεις θυμοῦ καί ρώμης»
(Ἀριστ., Πόλ. V II. 7) πλημύρρισαν ἀπό τήν ἑλληνική
φιλοσοφία καί ἰατρική, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι δέν ἦταν ἱκανοί
v‘ ἀναπτύξουν δική τους ἐπιστήμη, ὅπως κι’ οἱ Ἀσιάτες
πού, ἄν καί ἦταν ἱκανοί πρός παιδείαν, ἐν τούτοις
ἀποδείχτηκαν ἀνίκανοι νά φιλοσοφήσουν.
Ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Χείρωνος Κενταύρου, ἐμπειρικοῦ
ἰατροῦ καί τοῦ Ἀσκληπιοῦ, μαθητοῦ καί αὐτοῦ μεγάλου
ἐμπειρικοῦ ἰατροῦ καί μέχρι τῆς ἐμφανίσεως τῆς
φιλοσοφίας στήν Ἑλλάδα, ἀπό τόν Θαλῆ τό Μιλήσιο,
παρεμβάλλεται ἕνα μεγάλο κενό (Μεσαίων της
Ἰατρικῆς). Ἀλλά κατά τόν 6ο π.Χ. αἰῶνα στόν Κρότωνα τῆς
Κάτω Ἰταλίας παρουσιάζεται ὁ φιλόσοφος Πυθαγόρας
κι ἡ σχολή του, στήν ὁποία διαφαίνεται τάση ἀξιόλογη
ἐπιστημονικῆς πλέον ἰατρικῆς, γιατί μέχρι τή στιγμή
αὐτή δέν ὑπῆρχε κάν ἰατρική ἐπιστήμη, ἀλλά
ἐπικρατοῦσαν διάφορα θεραπευτικά συστήματα μέ βάση
τήν ἐμπειρική ἰατρική, παντός εἴδους τσαρλατανισμός.
Στή σχολή ὅμως τοῦ Πυθαγόρα προβάλλει ἕνα σύστημα
ἐξελιγμένης ἰατρικῆς, καί κυρίως ἀπό τό φιλόσοφο
Ἄλκμέωνα τόν Κροτωνιάτη, πού τόν ἀκολουθεῖ ὁ
Ἱπποκράτης ὁ Κῶος. Στήν πυθαγόρειο, λοιπόν,
φιλοσοφία ἡ ἰατρική ἀπέκτησε θετικώτερο
περιεχόμενο καί παρουσιάστηκε ὡς πραγματική
ἐπιστήμη.
Οἱ προσωκρατικοί φιλόσοφοι, ὅπως εἴπαμε, ἀπό τῆς
παιδικῆς τους ἡλικίας, μαζί μέ τά πρῶτα γράμματα, τή
γραμματική, τή ρητορική καί τή φιλοσοφία, σπούδαζαν
συστηματικά καί τήν ἀνατομική, στό πλαίσιο τῆς
γενικῆς φυσιολογίας. Ἔτσι, μηδέ τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ
Ἀριστοτέλη καί τοῦ Δημοκρίτου ἑξαιρουμένων,
σπούδασαν συστηματικά τήν ἰατρική καί μέ τίς γνώσεις
τους ὠφέλησαν θετικά τήν ἐπιστημονική ἰατρική. Καί
ἀκόμα μέ τίς γνώσεις πού ἀπέκτησαν, ἀπό τίς συχνές
περιοδεῖες τους (περιοδευταί), πλούτισαν τό
περιεχόμενο τῆς ἰατρικῆς μέ γνώσεις γιά τή Φύση τοῦ
ἀνθρώπου, γιά τίς ἀρρώστιες, γιά τή θεραπεία τους μέ νέα
καί ἀποτελεσματικά φάρμακα, πού συνάθροισαν στίς
περιοδεῖες τους αὐτές.
Καί ἔτσι ἡ ἰατρική ὠφελήθηκε ἀπό τίς φιλοσοφικές
σχολές μέ πολλούς τρόπους, γιατί μέ τήν ἐνδελεχή ἔρευνα
τῶν φαινομένων καί γεγονότων τῆς φύσεως καί τῆς ζωῆς
προσπορίστηκε θετικές γνώσεις καί θετικώτερο
περιεχόμενο. Ζωἡ, γένεση, θάνατος δέν ἦταν εὔκολο νά
κατανοηθοῦν χωρίς τό ἐρευνητικό πνεῦμα, χωρίς
δηλαδή τή Φιλοσοφία, πού ἀποτελεῖ τήν λυδία λίθο
ὅλης τῆς γνώσεως. Τοῦτο φανερώνει, ἐπαναλαμβάνουμε,
πώς ἡ ἰατρική τήν ἐπιστημονικότητα ἀπέκτησε ἀπό τή
φιλοσοφική ἔρευνα καί σκέψη. Φυσικά, αὐστηρῶς
ἐπιστημονική χροιά στήν ἰατρική προσέδωσε ὁ
Ἱπποκράτης, τοῦ ὁποίου ἡ διάνοια ἀναδείχτηκε μέ τά
νάματα τῆς προσωκρατικῆς φιλοσοφίας. Οἱ
προσωκρατικοί, μέ ἄλλα λόγια, ἔδειξαν τήν
ἐπιστημονική ὁδό, πού τήν ἀκολούθησε ὁ σοφός τῆς Κῶ
καί ὁδήγησε τήν ἰατρική στήν ἐπιστημονική πρόοδο.
Ἀλλά καί ἡ φιλοσοφία ὠφελήθηκε ἀπό τήν ἐξέλιξη τῆς
ἰατρικῆς, γιατί ἀπό τά πρῶτα της βήματα τήν ἀπασχολεῖ
ἡ ὑψηλή ἰδέα, ἀπό ποῦ προῆλθε ὁ ἄνθρωπος, ποιό εἶναι
τό νόημα τῆς συλλήψεως καί διαμορφώσεως τοῦ ἐμβρύου
μέσα στή μήτρα, ποιά δύναμη τό ὠθεῖ νά τελειοποιηθῆ
στόν ἔξω κόσμο, ποιοί νόμοι διέπουν τή ζωή του καί τή ζωἡ
τοῦ ἀνθρώπου γενικά, ποιά ἡ ἀνατομική ὑφή του, ποιός ὁ
φυσιολογικός ρυθμός τῶν διαφόρων ὀργανικῶν
λειτουργιῶν, ἀλλά καί ποιά τά αἴτια τῆς φθορᾶς, τοῦ
θανάτου τοῦ ἀνθρώπου. Καί γιά ὅλα αὐτά τήν ἀπάντηση
ἔλαβε ἀπό τήν ἰατρική, καί τήν ἀπορία ἔλυσεν ὁ μέγας
Ἱπποκράτης, ὁ ὁποῖος μέ τόν Περί φύσεως ἀνθρώπου
λόγον του, ἤτοι περί τῆς γνώσεως τῆς συνόλου
φύσεως, προσέδωκε θετικώτερο περιεχόμενο πρῶτα
στήν ἰατρική, ἔπειτα στή φιλοσοφία καί ἀκολούθως στή
ψυχολογία καί τήν παιδαγωγική.
Μέ ἄλλους λόγους, μέ τή κατανόηση τῆς κατασκευῆς καί
λειτουργίας τοῦ σωματοψυχικοῦ συνόλου, ἤτοι τῆς
φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καί μάλιστα τῆς ἰδίας φύσεως κάθε
ἀνθρώπου, δηλ. τῆς ἰδιοσυστασίας καί ἰδιοσυγκρασίας,
πού κατευθύνονται ἀπό τήν ἰδιαίτερη λειτουργία τῶν
φυσικῶν στοιχείων ὕδατος, γῆς, καί μέ τήν ἐπενέργεια
τῶν φυσικῶν δυνάμεων, ἤτοι τοῦ θερμοῦ, ψυχροῦ, ξηροῦ,
ὑγροῦ, ἀλλά κυρίως μέ τή δύναμη τῶν διαφόρων χυμῶν,
ὅπως αἵματος, φλέγματος καί κιτρίνης ἤ ὠχρᾶς χολῆς καί
μέλανος, δυνήθηκε ἡ ἰατρική καί ἡ φιλοσοφία ν'
ἀντιληφθοῦν ποιά ἀκριβῶς εἶναι ἡ σχέση καί ἡ θέση τοῦ
μικρόκοσμου (ἄνθρωπος) πρός τόν μακρόκοσμο (σύνολος
φύση), ὅπως πάλι ποιά ἡ θέση τοῦ μέρους τοῦ σωώματος πρός
τόν σύνολο ὀργανισμό, σώματος καί ψυχῆς, πού εἶναι ὅτι
καί τά δύο ὑπόκεινται στούς ἴδιους νόμους τῆς γενέσεως
καί τῆς φθορᾶς.
Σῶμα καί ψυχή, ἐξ ἄλλου, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ
Ἱπποκράτους, ἀποτελοῦν ἕνα ἁρμονικό σύνολο. Καί γιά
νά κατανοήσει κανείς τά συμβαίνοντα στό σῶμα, πρέπει
νά λάβει ὑπ' ὄψη του τά συμβαίνοντα στήν ψυχή καί
ἀντίστροφα. «Ψυχῆς οὖν φύσιν, ἀξίως λόγου
κατανοῆσαι, οἴει δυνατόν εἶναι ἄνευ τῆς τοῦ ὅλου
φύσεως;» διερωτᾶται ὁ Πλάτων στό Φαῖδρο του. «Τό
τοίνοιν σκόπει περί φύσεως τί ποτε λέγει ὁ Ἱπποκράτης
καί ὁ ἀληθής λόγος».
Καί μόνο μέ τίς ἰατρικές γνώσεις, τονίζει ὁ πατήρ τῆς
ἰατρικῆς, θά δυνηθοῦμε νά κατανοήσουμε τή σχέση τοῦ
σωματο-ψυχικοῦ συνόλου, γιατί μέ τοῦτο θά γνωρίσουμε
τή βιολογική δύναμη, πού διέπει τίς φυσιολογικές
λειτουργίες. Ἀλλά καί τήν παθολογική ἐπίδραση τῶν
νοσογόνων παραγόντων.
Καί γιά νά γίνει ἀκόμη σαφέστερο τό πῶς ἡ ἰατρική τοῦ
Ἱππόκρατους ὠφέλησε τήν φιλοσοφία καί γενικά τίς
ἐπιστῆμες, καθώς καί τή ψυχολογία καί παιδαγωγική,
ἀρκεῖ νά ἀναφέρουμε ποιά ἐξέλιξη πῆραν, μέ τή
ταξινόμηση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου σέ διάφορες
κράσεις καί μάλιστα σέ ὡρισμένους ἰ δ ι ο σ υ σ τ α τ
ι κ ο ύ ς τύπους, στήν ὁποία καί ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη
ἀποδίδει βασική σημασία (Ἰδιοσυστ. τύπος, Kretsohner
βλ. τό ἐμόν, Ἱππ., π. Φύοεως ἀνθρ.-περί Χυμῶν,
εἰς «Ἰατρικήν Βίβλον», Β.1-1951).
περιοδικό
«ΔΑΥΛΟΣ»,
τ. 17