ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Η προϊστορία και οι απαρχές
Δείτε
και εδώ
(το αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του
G.E.R.
LLOYD
«ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ»
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΛΗ ΩΣ ΤΟΝ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Πολλοί θεωρούν ότι η επιστήμη άρχισε με τους αρχαίους Έλληνες. Τί
σημαίνει όμως αυτό; Τί σημαίνει, αλήθεια, να ισχυρίζεται κανείς ότι η
επιστήμη έχει κάποια αφετηρία; Αν υιοθετήσουμε μια συγκεκριμένη αντίληψη
περί του τί εστί επιστήμη και δεχθούμε, όπως ο Crowther. ότι πρόκειται για «το σύστημα συμπεριφορών μέσω του
οποίου ο άνθρωπος αποκτά έλεγχο του περιβάλλοντος του», όλες οι
κοινωνίες, σύγχρονες και αλλοτινές, κατείχαν τις στοιχειώδεις αρχές τις
επιστήμης. Συνήθως, όμως, η επιστήμη ορίζεται πιο στενά, όχι ως σύστημα
συμπεριφορών, αλλά ως σύστημα γνώσεων. Ο Clagett.
π.χ., θεωρεί ότι εμπεριέχει, αφ’ ενός. «τη μεθοδική και συστηματική
κατανόηση, περιγραφή ή/και εξήγηση των φυσικών φαινομένων» και, αφ’
ετέρου, «τα εργαλεία που είναι αναγκαία για το εγχείρημα αυτό», με
ιδιαίτερη μνεία στη λογική και στα μαθηματικά.
Αλλά είχε πράγματι η επιστήμη, έτσι όπως την ορίσαμε, μια συγκεκριμένη
χρονική και χωρική αφετηρία, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο;
Οι περισσότεροι μελετητές της αρχαίας επιστήμης φαίνεται να συγκλίνουν
στην άποψη αυτή. Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που υποστήριξε ότι η
αναζήτηση το)ν αιτίων των πραγμάτων άρχισε με τον Θαλή τον Μιλήσιο. Ο
Θαλής και οι δύο έτεροι Μιλήσιοι φιλόσοφοι, ο Αναξίμανδρος και ο
Αναξιμένης. άντλησαν αναμφισβήτητα σε μεγάλο βαθμό από προγενέστερες
αντιλήψεις και πεποιθήσεις, ελληνικές και μη, αλλά η σκέψη τους -όπως
είναι γενικά παραδεκτό- σηματοδοτεί μια σαφή ρήξη με το παρελθόν,
γεγονός που συνάδει με την άποψη ότι τόσο η φιλοσοφία όσο και η
επιστήμη, όπως τις αντιλαμβανόμαστε σήμερα, έχουν την αφετηρία τους
στους εν λόγω στοχαστές. Για να αξιολογήσουμε τη συγκεκριμένη
ερμηνευτική προσέγγιση πρέπει να εξετάσουμε πόσο πρωτότυπη και ξεχωριστή
υπήρξε εν τέλει η συνεισφορά των Μιλησίων φιλοσόφων. Πρώτα όμως πρέπει
να δούμε τί έχει να αντιτάξει και η άλλη πλευρά. Ο κόσμος του Θαλή δεν
μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί πρωτόγονος, ορισμένα δε από
τα επιτεύγματα των πολιτισμών της Εγγύς Ανατολής, με τους οποίους
βρισκόταν σε επαφή η Μίλητος, συνδέονται άμεσα με το ζήτημα που μας
απασχολεί.
Ας αρχίσουμε από την τεχνολογία. Στη διάρκεια της 4ης και της 3ης π.Χ.
χιλιετίας καταγράφηκε μια σειρά σημαντικότατων τεχνολογικών εξελίξεων
στη Λεκάνη του Νείλου και στη Μεσοποταμία, ενώ ανάλογη πρόοδος
σημειώθηκε επίσης στην Κοιλάδα του Ινδού και στην Κίνα. Όλα αυτά έχουν
εξιστορηθεί από συγγραφείς σαν τους Gordon Childe
και Forbes.
Η ιστορία της μεταλλουργίας ανάγεται στην επινόηση μεθόδων εξαγωγής
μετάλλων από ορυκτά και, ακόμη παλαιότερα, στις πρώτες απόπειρες χρήσης
λίθινων εργαλείων για την κατεργασία των μετάλλων που απαντούν αυτούσια
στη φύση. Οι τεχνικές της σφυρηλάτησης, της τήξης και της χύτευσης ήταν
γνωστές πριν από το 3000 π.Χ., ενώ λίγο αργότερα επιτεύχθηκε η παραγωγή
κραμάτων χαλκού, αρχικώς όχι με κράση δύο καθαροί μετάλλων, αλλά με τήξη
του χαλκοφόρου μεταλλεύματος μαζί με ορυκτό ενός ή περισσότερων άλλων
μετάλλων: κασσιτέρου, αντιμονίου, αρσενικού, μολύβδου και ψευδαργύρου. Η
κλωστοϋφαντουργία ανάγεται επίσης στους προϊστορικούς χρόνους. Η
δεξιοτεχνία των Αιγυπτίων υφαντουργών είναι ολοφάνερη στα διασωθέντα
δείγματα της δουλειάς τους. Ορισμένα από τα λευκά είδη που ανακαλύφθηκαν
στους βασιλικούς τάφους της Αβύδου και ανάγονται στην Πρώτη Δυναστεία
(περίπου 3000 π.Χ.) διαπιστώθηκε ότι έχουν πυκνότητα ύφανσης 160
x 120 ανά ίντσα. Μια τρίτη επινόηση με
σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία των πρώτων κοινωνιών ήταν η
αγγειοπλαστική. Σε ένα πρώτο στάδιο, τα αγγεία πλάθονταν απευθείας με το
χέρι, ενώ η χρήση του κεραμικού τροχού ανάγεται γενικά γύρω στο 3250
π.Χ.· φαίνεται, μάλιστα, ότι η χρήση της αρχής του τροχού στα οχήματα
τοποθετείται μεταγενέστερα, ίσως γύρω στο 3000 π.Χ. Ακόμη μεγαλύτερης
σημασίας για την ανάπτυξη του αστικού πολιτισμού υπήρξε η εξέλιξη του
τομέα της γεωργίας - η καλλιέργεια των διαφόρων δημητριακών και η
ανάπτυξη τεχνικών άρδευσης και εξημέρωσης των ζώων, σε συνδυασμό με την
ανακάλυψη μεθόδων συντήρησης και παρασκευής της τροφής. Τέλος, η ίδια η
γραφή είναι επινόηση που χρονολογείται γύρω στα μέσα της 4ης π.Χ.
χιλιετίας.
Μόνον εικασίες μπορεί να γίνουν για το πώς προέκυψαν αυτά τα τεχνολογικά
επιτεύγματα. Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι η τύχη πρέπει να
συνέβαλε σε πολλές ανακαλύψεις. Στην περίπτωση της αγγειοπλαστικής,
π.χ., μπορεί κάποιος να παρατήρησε ότι ένα κομμάτι πηλού που είχε μείνει
κατά τύχην στη φωτιά απέκτησε νέες ιδιότητες. Ακόμη και στην περίπτωση
αυτή όμως δεν πρέπει να υποτιμάται το άλμα δημιουργικής φαντασίας που
απαιτήθηκε προκειμένου να εκτιμηθούν οι δυνατότητες της νέας ουσίας και
να βρεθεί τρόπος αξιοποίησής της. Παραπέμπω τον αναγνώστη στην περίπτωση
της πενικιλλίνης. Πόσες φορές, άραγε, είχε αναπτυχθεί το συγκεκριμένο
είδος μούχλας σε τρυβλία καλλιεργειών πριν ανακαλυφθεί από τον Αλέξανδρο
Φλέμινγκ; Η ανάπτυξη των μεταλλουργικών και κλωστοϋφαντουργικών
τεχνικών, ιδίως, πρέπει να προέκυψε έπειτα από μια μακρά και επίπονη
διαδικασία μάθησης με τη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους. Οι τεχνίτες
παρατηρούσαν τα διαφορετικά αποτελέσματα που έδινε ο συνδυασμός
διαφορετικών μεταλλευμάτων σε διαφορετικές αναλογίες και είναι βέβαιο
ότι, συχνά, τροποποιούσαν σκοπίμως τις αναλογίες αυτές δοκιμάζοντας
διάφορες τεχνικές εξαγωγής μετάλλων με τήξη ορυκτών. Πειραματίζονταν, με
τη γενική, μη τεχνική έννοια της λέξης, δεδομένου ότι τα πειράματά τους
δεν αποσκοπούσαν στον έλεγχο κάποιας θεωρίας, αλλά στη βελτίωση του
τελικού προϊόντος της εργασίας τους, στην επίτευξη ενός ανθεκτικότερου,
σκληρότερου ή καθαρότερου κράματος.
Υποστηρίζεται συχνά ότι, παρά τη μεγάλη συμβολή τους στην πρόοδο του
πολιτισμού, οι τεχνολογικές αυτές εξελίξεις δεν ήταν προϊόν επιστήμης
αλλά εικασιών και τυχαίων γεγονότων. Ωστόσο, παρ’ όλο που δεν προέκυψαν
μετά από συνειδητό θεωρητικό στοχασμό, μαρτυρούν μια εξαιρετικά
ανεπτυγμένη ικανότητα παρατήρησης και αξιοποίησης της πείρας. Τα
ανθρωπολογικά δεδομένα έρχονται να ενισχύσουν τα ευρήματα των
προϊστορικών αρχαιολόγων. Ο μεγάλος Γάλλος ανθρωπολόγος Κλωντ
Αεβί-Στρως, ιδίως, ανέδειξε τον σύνθετο και λεπτομερή χαρακτήρα πολλών
από τα ταξινομικά συστήματα που απαντούν σε πρωτόγονες κοινωνίες. Ένα
συγκεκριμένο παράδειγμα από το βιβλίο του Άγρια Σκέψη
αφορά τη φυλή των Hanunoo των Φιλιππίνων, οι
οποίοι διακρίνουν κάπου 461 ζωολογικούς τύπους, μεταξύ αυτών 60 είδη
ψαριών και 85 είδη μαλακίων. Αν και η βάση επί της οποίας γίνεται η
διάκριση των κατηγοριών δεν αντιστοιχεί στην προσέγγιση της σύγχρονης
ζωολογίας, είναι βέβαιο ότι τέτοιου είδους ταξινομήσεις προϋποθέτουν
μεγάλη παρατηρητικότητα.
Η τεχνολογία σημείωσε εκπληκτική πρόοδο στη διάρκεια της 4ης και της 3ης
π.Χ. χιλιετίας. Ωστόσο, δύο άλλοι τομείς, καθοριστικοί για τους αρχαίους
πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής συνδέονται πιο στενά με την πρώιμη αρχαία
ελληνική επιστήμη. Πρόκειται, αφ’ ενός, για την ιατρική και, αφ’ ετέρου,
για τα μαθηματικά και την αστρονομία. Είναι αλήθεια ότι τόσο η
αιγυπτιακή όσο και η μεσοποταμιακή ιατρική κυριαρχούνταν από τη μαγεία
και τις δεισιδαιμονίες. Από ασσυριακές kui βαβυλωνιακές πινακίδες ιατρικού περιεχομένου προκύπτει ότι η πρόγνωση
βασιζόταν, σε μεγάλο βαθμό, στη μαντεία και ότι κύριος στόχος της
θεραπείας ήταν ο εξορκισμός των κακοποιών πνευμάτων που πιστευόταν ότι
προξενούσαν τις περισσότερες νόσους. Πάπυροι ανάλογου περιεχομένου από
την Αίγυπτο δείχνουν ότι και εκεί η θεραπεία βασιζόταν σε μαγικές
επικλήσεις kui ξόρκια που συνδυάζονταν με απλά
«γιατρικά» φυτικής ή ανόργανης προέλευσης. Πάντως, από κάποιες απόψεις
τουλάχιστον, η αιγυπτιακή ιατρική είχε προχωρήσει πέρα από τα λαϊκά
γιατροσόφια.
Ο περίφημος πάπυρος του Έντγουιν Σμιθ, που χρονολογείται γύρω στο 1600
π.Χ. αλλά περιλαμβάνει πολύ παλαιότερο υλικό, παραθέτει 48 περιστατικά
κλινικής χειρουργικής που αφορούν τραύματα στο κεφάλι και στο άνω μέρος
του σώματος. Η περιγραφή του κάθε περιστατικού περιλαμβάνει τον τίτλο,
την εξέταση, τη διάγνωση, τη θεραπεία και την επεξήγηση δύσκολων
ιατρικών όρων. Ο τόνος της όλης περιγραφής είναι συγκροτημένος. Οι
υποδεικνυόμενες θεραπευτικές αγωγές είναι συνήθως απλές και σαφείς: η
οδηγία «επιχρίετε το τραύμα με λίπος» αποτελεί χαρακτηριστικό
παράδειγμα. Αναγνωρίζεται δε ότι σε μερικές περιπτώσεις η θεραπεία είναι
αδύνατη. Πρόκειται για τον μοναδικό σωζόμενο πάπυρο αυτού του είδους,
που μαρτυρεί, όμως, ότι οι Αιγύπτιοι επιχείρησαν από πολύ ενωρίς να
καταγράψουν τα εμπειρικά δεδομένα που σχετίζονταν με συγκεκριμένα
περιστατικά, τακτική που έμελλε εν πολλοίς να υιοθετήσουν και οι
συγγραφείς της Ιπποκρατικής Συλλογής. Πάντως, ακόμη και στο κείμενο
αυτό, που, γενικά, αποφεύγει σε αξιοσημείωτο βαθμό τη μαγεία και τη
δεισιδαιμονία, ο συντάκτης επικαλείται, κάποια στιγμή, την επέμβαση του
υπερφυσικού παράγοντα. Το 9ο περιστατικό, που είναι ούτως ή άλλως
ιδιαίτερο αφού απουσιάζει τελείως η διάγνωση και σχεδόν τελείως η
εξέταση, κλείνει με τον εξορκισμό που πρέπει να διαβαστεί, προ- κειμένου
να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της θεραπείας.
Η ανάπτυξη των μαθηματικών και η εφαρμογή τους στην αστρονομία υπήρξαν,
μακροπρόθεσμα, ακόμη πιο σημαντικές από την ιατρική. Το κύριο επίτευγμα
των Αιγυπτίων στον τομέα αυτό ήταν η επινόηση εκείνου που έχει
χαρακτηριστεί ως το μόνο ευφυές ημερολόγιο στην ιστορία του ανθρώπου.
Χώρισαν το έτος σε 365 ημέρες, δηλαδή σε δώδεκα μήνες των 30 ημερών, συν
πέντε συμπληρωματικές ημέρες, μια πολύ πιο αποτελεσματική διευθέτηση από
τα σεληνιακά -ή, ακριβέστερα, «σεληνοηλιακά» ημερολόγια των Βαβυλωνίων
και από τα διάφορα, πολλές φορές ασυνάρτητα, πολιτικά ημερολόγια που
χρησιμοποιούσαν οι ελληνικές πόλεις-κράτη.
Στόχος αυτών των βαβυλωνιακών και ελληνικών ημερολογίων ήταν να
διασφαλίζουν τον συγχρονισμό των μηνών με τις παρατηρούμενες φάσεις της
σελήνης. Αλλά, καθώς το διάστημα που μεσολαβεί από μια νέα σελήνη ώς την
επόμενη δεν αντιστοιχεί σε ακέραιο αριθμό ημερών, οι μήνες είχαν
διάρκεια 29 ή 30 ημερών. Επίσης, το γεγονός ότι το ηλιακό έτος δεν
διαιρείται σε ακέραιο αριθμό πλήρων σεληνιακών μηνών είχε ως αποτέλεσμα
μια πολύ πιο σοβαρή περιπλοκή. Ενώ ένα κοινό έτος αποτελούνταν από 12
τέτοιους μήνες, με την προσθήκη μεμονωμένων ημερών σε ορισμένους από
αυτούς, σε μερικά έτη «παρεμβαλλόταν» ένας ολόκληρος μήνας προκειμένου
να εξακολουθήσει το ημερολόγιο να συμβαδίζει λίγο-πολύ με τις εποχές.
Περί τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα οι Έλληνες αστρονόμοι είχαν κατορθώσει
να υπολογίσουν με σχετική ακρίβεια τον αριθμό εμβόλιμων μηνών που
χρειάζονταν σε έναν κύκλο 19 ετών, ενώ την ίδια περίπου εποχή το
βαβυλωνιακό ημερολόγιο ρυθμιζόταν, ουσιαστικά, σύμφωνα με ένα
προκαθορισμένο σχήμα. Ωστόσο, και στην Ελλάδα, παρά τις προόδους της
αστρονομίας, το αθηναϊκό και τα άλλα πολιτικά ημερολόγια παρέμεναν μη
συστηματικά’ και η παρεμβολή ημερών και μηνών ανήκε στην αρμοδιότητα των
δικαστών. Ακόμη και στην ύστερη αρχαιότητα, οι Έλληνες αστρονόμοι
χρησιμοποιούσαν κατά προτεραιότητα το αιγυπτιακό ημερολόγιο στους
υπολογισμούς τους.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι Βαβυλώνιοι είχαν ξεπεράσει κατά πολύ τους
Αιγυπτίους τόσο στα μαθηματικά όσο και στην αστρονομία. Πρώτον, το
βαβυλωνιακό σύστημα αρίθμησης βασιζόταν στη λεγόμενη θεσιακή αρχή,
δηλαδή η διάταξη των αριθμών καθόριζε τη σχετική αξία τους. Οι
Αιγύπτιοι, όπως και οι Ρωμαίοι, χρησιμοποιούσαν διαφορετικά σύμβολα για
τους αριθμούς 1, 10, 100, 1000 κ.λπ. και παρίσταναν τον αριθμό 44 με
τέσσερα σύμβολα του 10 και τέσσερα σύμβολα της μονάδας. Μπορούμε εδώ να
αντιδιαστείλουμε το δεκαδικό μας σύστημα, το οποίο βασίζεται επίσης στον
θεσιακό συμβολισμό και στο οποίο ο αριθμός 11 δεν αναλύεται σε 1 συν 1
αλλά σε 1 επί 10 συν 1. Την ίδια ακριβώς αρχή χρησιμοποιούσαν και οι
Βαβυλώνιοι, θεωρώντας όμως ως βάση το 60 και όχι το 10: το σύμβολο της
μονάδας ακολουθούμενο από το σύμβολο του 10 παριστάνει τον αριθμό 70 (60
+ 10) και ούτω καθεξής. Ορισμένα από τα πλεονεκτήματα του θεσιακού
συστήματος γίνονται προφανή, αν εξετάσει κανείς πώς αντιμετωπίζονται οι
υποδιαιρέσεις της μονάδας. Στον θεσιακό συμβολισμό η αριθμητική πράξη
0,4 x 0,12 αντιμετωπίζεται όπως ακριβώς το 4
χ 12, ενώ η ίδια αυτή πράξη είναι πιο πολύπλοκη αν χρησιμοποιηθούν κοινά
κλάσματα (2/5 x 3/25). Στην πραγματικότητα, οι
Αιγύπτιοι δυσκόλευαν ακόμη περισσότερο τα πράγματα αναλύοντας όλα τα
κλάσματα, με εξαίρεση το 2/3, σε κλάσματα με αριθμητή το ένα: το 0,4,
π.χ., δεν το χειρίζονταν ως 2/5 αλλά ως 1/3 + 1/15. Εκτενή σφηνοειδή
κείμενα της 2ης π.Χ. χιλιετίας αποδεικνύουν ότι οι Βαβυλώνιοι είχαν ήδη
σημειώσει αξιοζήλευτη πρόοδο όχι μόνο στον τομέα των αμιγώς αριθμητικών
υπολογισμών, αλλά και στην άλγεβρα και, ειδικότερα, στον χειρισμό των
εξισώσεων δευτέρου βαθμού.
Τα υπάρχοντα στοιχεία για την αρχαία βαβυλωνιακή αστρονομία είναι πολύ
πιο αποσπασματικά. Η πλειονότητα των σωζόμενων σφηνοειδών κειμένων
χρονολογείται στην εποχή των Σελευκιδών (χονδρικά, στους τρεις
τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες), αλλά φαίνεται ότι τα ουράνια
φαινόμενα αποτελούσαν αντικείμενο παρατήρησης και καταγραφής από τα μέσα
περίπου της 2ης π.Χ. χιλιετίας. Μία από τις πρόκες σχετικές συλλογές
αφορά τον αριθμό εμφανίσεων και εξαφανίσεων της Αφροδίτης, που
καταγράφηκαν επί σειρά ετών στη διάρκεια της βασιλείας του Αμμισαντούκα
(Ammisaduqa, γύρω στο 1600 π.Χ.), ενώ περί τον
8ο π.Χ. αιώνα πραγματοποιούνταν ήδη συστηματικές παρατηρήσεις ορισμένων
ουράνιων και μετεωρολογικών φαινομένων για λογαριασμό της βασιλικής
Αυλής. Τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο μεγάλος αστρονόμος Πτολεμαίος απέκτησε
πρόσβαση στα πληρέστατα αρχεία των εκλείψεων από τη βασιλεία του
Ναβονασσάρου (Nabonassar) και εξής και
χρησιμοποίησε το πρώτο έτος της βασιλείας του Βαβυλώνιου βασιλιά (747
π.Χ.) ως βάση για όλους τους αστρονομικούς υπολογισμούς του. Τέτοιου
είδους παρατηρήσεις προορίζονταν αρχικά είτε για αστρολογική χρήση - για
την πρόβλεψη της τύχης του βασιλείου ή του βασιλιά - είτε για την
κατάρτιση του ημερολογίου, που βασιζόταν στις παρατηρήσεις της πρώτης
και τελευταίας εμφάνισης της Σελήνης.
Η ορθότητα αυτών των πρώιμων παρατηρήσεων των Βαβυλωνίων δεν πρέπει να
υπερεκτιμάται: πολλά από τα φαινόμενα με τα οποία ασχολήθηκαν
συντελούνται κοντά στον ορίζοντα, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη
την παρατήρησή τους. Εξ άλλου, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί με
ακρίβεια η χρονική στιγμή κατά την οποία εφάρμοσαν μΐ(ί συστηματική
μαθηματική θεωρία στα αστρονομικά δεδομένα. Ο Otto
Neugebauer (1899-1990), η μεγαλύτερη σύγχρονη αυθεντία στη
βαβυλωνιακή αστρονομία, πιστεύει ότι αυτό δεν μπορεί να έγινε πριν από
το 500 π.Χ. Ωστόσο, μπορούμε να συναγάγουμε με βεβαιότητα δύο
συμπεράσματα. Το πρώτο είναι ότι οι Βαβυλώνιοι είχαν πραγματοποιήσει
εκτεταμένες παρατηρήσεις ενός περιορισμένου αριθμού ουράνιων φαινομένων
πολύ πριν από τη απαρχή της αρχαίας ελληνικής επιστήμης. Δεύτερον, με τα
στοιχεία που είχαν συλλέξει μπορούσαν να προβλέπουν ορισμένα φαινόμενα.
Σε καμία χρονική στιγμή δεν ήταν σε θέση, όπως εξ άλλου και κανένας
άλλος στην αρχαιότητα, να προβλέπουν με ακρίβεια ηλιακές εκλείψεις
ορατές σε ένα δεδομένο σημείο στην επιφάνεια της Γης: οι δυνατότητές
τους εξαντλούνταν στον αποκλεισμό ή στην πιθανολόγηση μιας ηλιακής
έκλειψης. Αντίθετα, μπορεί να είχαν τη δυνατότητα να προβλέπουν τις
εκλείψεις της Σελήνης, καθώς οι προβλέψεις αυτές δεν βασίζονταν σε
κάποιο γεωμετρικό μοντέλο των ουράνιων σωμάτων, αλλά σε αμιγώς
αριθμητικές πράξεις, δηλαδή σε υπολογισμούς από περιοδικούς πίνακες που
είχαν συνταθεί με βάση παλαιότερες παρατηρήσεις.
Πάντως, παρά τα επιτεύγματα των λαών της Εγγύς Ανατολής στους τομείς της
ιατρικής, των μαθηματικών και της αστρονομίας, μπορεί και πάλι εύλογα να
υποστηριχθεί ότι ο Θαλής υπήρξε ο πρώτος επιστήμων-φιλόσοφος. Στη
συνέχεια θα εξετάσουμε τί σημαίνει αυτός ο ισχυρισμός και σε ποιο βαθμό
θεμελιώνεται. Κατ’ αρχάς, δεν πρέπει να θεωρείται ότι αυτό που επέτυχαν
οι Μι- λήσιοι ήταν ένα πλήρως ανεπτυγμένο σύστημα έρευνας με καθορισμένη
μεθοδολογία και με εύρος που κάλυπτε το σύνολο αυτού που σήμερα
ονομάζουμε φυσική επιστήμη. Οι έρευνές τους περιορίζονταν σε ένα πολύ
μικρό φάσμα θεμάτων. Δεν ήταν σε θέση να συλλάβουν την έννοια της
«επιστημονικής μεθόδου». Είναι δύσκολο ακόμη και να διατυπώσει κανείς τα
προβλήματα που τους απασχόλησαν χωρίς να χρησιμοποιήσει, π.χ., τις
έννοιες «ύλη» και «ουσία», παρ’ όλο που οι όροι αυτοί δεν καθιερώθηκαν
ούτε, πολύ περισσότερο, ορίστηκαν με σαφήνεια πριν από τον 4ο π.Χ.
αιώνα. Ωστόσο, υπάρχουν δύο σημαντικά γνωρίσματα που διακρίνουν τις
θεωρίες των Ιώνων φιλοσόφων από εκείνες των προγενέστερων στοχαστών,
Ελλήνων και μη. Το πρώτο είναι η ανακάλυψη της φύσης και το δεύτερο η
εφαρμογή της ορθολογικής κριτικής και της αντιπαράθεσης απόψεων.
Λέγοντας «ανακάλυψη της φύσης» εννοώ τη σύλληψη της διάκρισης ανάμεσα
στο «φυσικό» και στο «υπερφυσικό», δηλαδή την παραδοχή ότι τα φυσικά
φαινόμενα δεν είναι προϊόντα τυχαίων ή αυθαίρετων επιδράσεων, αλλά
χαρακτηρίζονται από κανονικότητα και διέπονται από προσδιορισμός
ακολουθίες αιτίου και αιτιατού. Πολλές από τις θεωρίες που αποδίδονται
στους Μιλησίους παραπέμπουν έντονα σε προγενέστερους μύθους, αλλά η
διαφορά τους από τις μυθικές περιγραφές έγκειται στο ότι απουσιάζει από
αυτές οποιαδήποτε επίκληση σε υπερφυσικές δυνάμεις. Οι πρώτοι φιλόσοφοι
ήταν κάθε άλλο παρά αθεϊστές. Πράγματι, στον Θαλή αποδίδεται η ρήση
«πάντα πλήρη θεών είναι»
. Αλλά, ενώ η ιδέα του θείου εμφανίζεται συχνά στις κοσμολογίες τους, το
υπερφυσικό στοιχείο δεν εμπλέκεται στις ερμηνείες τους.
Ένα απλό παράδειγμα, που διασαφηνίζει τα παραπάνω είναι η θεωρία των
σεισμών που αποδίδεται στον Θαλή. Φαίνεται ότι ο Θαλής πίστευε ότι η Γη
επιπλέει στο νερό και ότι οι σεισμοί προκαλούνται όταν η Γη κλυδωνίζεται
από κύματα που δονούν το νερό πάνω στο οποίο επιπλέει. Η ιδέα ότι η Γη
επιπλέει στο νερό απαντά σε αρκετούς βαβυλωνιακούς και αιγυπτιακούς
μύθους, ενώ σπέρματα της θεωρίας του Θαλή βρίσκουμε ακόμη και στην
ελληνική μυθολογία, αφού η αντίληψη ότι ο Ποσειδών, θεός της θάλασσας,
ευθύνεται για τους σεισμούς ήταν κοινός τόπος μεταξύ των αρχαίων
Ελλήνων. Παρά την απλοϊκότητα της, η θεωρία του Θαλή για τους σεισμούς
αποτελεί μια φυσιοκρατική ερμηνεία, χωρίς αναφορά στον Ποσειδώνα ή σε
άλλες θεότητες. Κατ' αρχάς, λοιπόν, για να παραφράσουμε μια ρήση του
Farrington, οι Μιλήσιοι «αφήνουν απ’ έξω τους
θεούς»: ενώ στον Όμηρο και στον Ησίοδο οι αστραπές ή οι σεισμοί
ερμηνεύονται, τουλάχιστον τις περισσότερες φορές, ως αποτέλεσμα της
οργής του Δία ή του Ποσειδώνα, οι Μιλήσιοι αποκλείουν οποιαδήποτε- τε
επίκληση στις βουλές των θεών. στους έρωτες, στα μίση, στα πάθη και σε
άλλα, εν πολλοίς ανθρώπινα, κίνητρά τους. Κατά δεύτερον, ενώ ο Όμηρος
περιγράφει συνήθως έναν συγκεκριμένο σεισμό ή μια συγκεκριμένη αστραπή,
οι Μιλήσιοι επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους όχι σε μια συγκεκριμένη
εκδήλωση του φαινομένου αλλά στους σεισμούς και στις αστραπές εν γένει.
Οι έρευνές τους αφορούσαν κατηγορίες φυσικών φαινομένων, χαρακτηρίζονταν
δηλαδή από ένα ιδιαίτερο γνώρισμα της επιστήμης, το γεγονός ότι διερευνά
το γενικό και ουσιώδες, αντί του επιμέρους και επουσιώδους.
Το δεύτερο διακριτικό γνώρισμα στο οποίο αναφέρθηκα είναι η πρακτική της
αντιπαράθεσης απόψεων. Στο σημείο αυτό πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Οι
περισσότερες πληροφορίες μας για το έργο των προσωκρατικών φιλοσόφων
προέρχονται από πολύ μεταγενέστερες πηγές, πολλές από τις οποίες δίνουν
μια υπεραπλουστευμένη εικόνα για τη συνέχεια του πρώιμου αρχαιοελληνικού
θεωρητικού στοχασμού. Αυτό ισχύει κυρίως για τις συνοπτικές διαδοχές
φιλοσόφων του τύπου «ο Α δίδαξε τον Β, ο Β δίδαξε τον Γ, ο Γ δίδαξε τον
Δ» που απαντούν συχνά στα έργα των δοξογράφων - συγγραφέων που συνέλεγαν
και κατέγραφαν τα δόγματα των φιλοσόφων. Ακόμη και οι κρίσεις του
Αριστοτέλη πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη. Όταν ο Σταγειρίτης
υποστηρίζει, π.χ., ότι οι περισσότεροι Προσωκρατικοί ασχολήθηκαν με ένα
και μόνον πρόβλημα, αυτό που ο ίδιος ονομάζει υλική «αρχή» των
πραγμάτων, πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν περιγράφει απλώς, αλλά ερμηνεύει
τις αντιλήψεις των προγενεστέρων του.
Έχουμε, πάντως, στη διάθεσή μας βάσιμα στοιχεία ότι πολλοί από τους
πρώιμους Έλληνες φιλοσόφους είχαν γνώση και άποψη ο ένας για τις ιδέες
του άλλου. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό προκύπτει από τα λεγάμενα των
ίδιων των φιλοσόφων, όταν αυτά μνημονεύονται αυτολεξεί από
μεταγενέστερους συγγραφείς. Έτσι, από τους φιλοσόφους μετά τον
Παρμενίδη, τόσο ο Εμπεδοκλής όσο και ο Αναξαγόρας υιοθέτησαν την
παρμενίδεια αρχή ότι τίποτε δεν μπορεί να προέλθει από το μη ον και την
επαναδιατύπωσαν με όρους που απηχούν την ορολογία του ίδιου του
Παρμενίδη. Παλαιότερα, ο Ηράκλειτος αναφέρεται επανειλημμένα στους
προγενέστερους και στους σύγχρονους με αυτόν φιλοσόφους, ιδιαίτερα στο
απόσπασμα 40.
όπου παρατηρεί με καυστικότητα ότι «η πολυμάθεια δεν συντελεί στην
κατανόηση των πραγμάτων. Γιατί αλλιώς θα τη δίδασκε στον Ησίοδο και στον
Πυθαγόρα, καθώς και στον Ξενοφάνη και στον Εκαταίο».
Τέλος, ακόμη παλαιότερα, ένα από τα ποιήματα του Ξενοφάνη διακωμωδεί
εμφανώς την πυθαγόρεια θεωρία της μετεμψύχωσης - δηλαδή την πεποίθηση
ότι κάθε άνθρωπος ή ζώο που πεθαίνει ξαναγεννιέται σε ένα άλλο ζωντανό
πλάσμα. Πρόκειται για το ποίημα 7, στο οποίο ο Ξενοφάνης διηγείται πώς ο
Πυθαγόρας σταμάτησε έναν άνθρωπο που χτυπούσε τον σκύλο του λέγοντάς
του: «Σταμάτα να τον χτυπάς. Είναι η ψυχή ενός φίλου μου - αναγνώρισα τη
φωνή του».
Οι συγγραφείς ιατρικών συγγραμμάτων παρέχουν επίσης πολύτιμα πρόσθετα
στοιχεία σχετικά με την ώσμωση των ιδεών στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα. Ο
συγγραφέας τού Περί
ἀρχαίης ἰητρικῆς εξανίσταται εναντίον εκείνων που ενσωμάτωναν
κοσμολογικές θεωρίες του συρμού στην ιατρική και, στο κεφάλαιο 20,
αναφέρεται συγκεκριμένα στο έργο του Εμπεδοκλή. Η πραγματεία
Περί φύσιος ἀνθρώπου
παραθέτει μάλιστα και κάποιες από τις συζητήσεις που είχαν διεξαχθεί με
αντικείμενο τα θεμελιώδη συστατικά του ανθρώπου. «Ενώ συζητούν οι ίδιοι
άνθρωποι μπροστά στο ίδιο ακροατήριο», λέει ο συγγραφέας (κεφάλαιο 1),
«δεν υπάρχει περίπτωση να βγει νικητής στον λόγο τρεις φορές στη σειρά ο
ίδιος άνθρωπος»
,
ενώ σε άλλο σημείο κατονομάζει τον φιλόσοφο Μέλισσο.
Οι περισσότερες άμεσες πηγές μας αφορούν τον 5ο π.Χ. αιώνα ή και
μεταγενέστερες περιόδους, είναι όμως ασφαλές να υποθέσουμε ότι αυτή η
παράδοση της κριτικής και της αντιπαράθεσης απόψεων μπορεί να αναχθεί
έως και την εποχή των Μιλησίων. Αυτό προκύπτει από τον χαρακτήρα των
ανταγωνιστικών θεωριών που οι τελευταίοι διατύπωσαν για επιμέρους
θέματα, π.χ. γιατί - όπως πιστευόταν - η Γη παραμένει ακίνητη, καθώς και
για το μείζον ζήτημα της «ἀρχῆς»
των πραγμάτων εν γένει (βλέπε κεφάλαιο 2). Αλλά με ποιον τρόπο επηρέασε
αυτή η παράδοση της κριτικής την εξέλιξη της επιστήμης; Μπορούμε και εδώ
να παραβάλουμε τους Μιλησίους με τους προγενέστερους στοχαστές. Μεταξύ
των θεμάτων που απασχόλησαν τη μυθολογία της Εγγύς Ανατολής και της
αρχαίας Ελλάδας περιλαμβάνονται, π.χ., τα ζητήματα ποια ήταν η αρχή του
κόσμου, πώς ο Ήλιος περιφέρεται γύρω από τη Γη ή πώς ο ουρανός παραμένει
στη θέση του, αλλά οι μύθοι που πραγματεύονταν καθένα από τα θέματα αυτά
ήταν ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο. Οι Αιγύπτιοι, π.χ., είχαν διάφορες
δοξασίες για τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται ο ουρανός. Μια άποψη
τον ήθελε να στηρίζεται σε πασσάλους, μια άλλη να τον υποβαστάζει ένας
θεός, μια τρίτη να στηρίζεται σε τοίχους, ενώ, σύμφωνα με μια τέταρτη
άποψη, ο ουρανός ήταν μια αγελάδα ή μια θεά της οποίας τα πόδια και τα
χέρια ακουμπούσαν στη Γη. Ένας αφηγητής που εξιστορούσε κάποιον από τους
παραπάνω μύθους δεν ήταν υποχρεωμένος να λαμβάνει υπ’ όψιν άλλες
πεποιθήσεις σχετικά με τον ουρανό και είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα
προβληματιζόταν για τυχόν αντιφάσεις μεταξύ τους. Ούτε, υποθέτουμε,
θεωρούσε ότι η δική του εξήγηση ανταγο)νιζόταν τις άλλες, υπό την έννοια
ότι μπορεί να ήταν λιγότερο ή περισσότερο ορθή ή βάσιμη από μια άλλη
άποψη.
Η προσέγγιση των πρώτων Ελλήνων φιλοσόφων παρουσιάζει μια θεμελιώδη
διαφορά. Πολλοί από αυτούς εγκύπτουν στα ίδια προβλήματα και ερευνούν τα
ίδια φυσικά φαινόμενα, θεωρείται όμως εμμέσως πλην σαφώς ότι οι διάφορες
θεωρίες και εξηγήσεις που προβάλλουν είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους.
Κίνητρό τους ήταν να βρεθεί η καλύτερη εξήγηση, η επαρκέστερη θεωρία,
γεγονός που τους υποχρέωνε να ελέγχουν τη βασιμότητα των ιδεών τους, τις
αποδείξεις και τα επιχειρήματα που τις στήριζαν, καθώς και τα αδύνατα
σημεία των θεωριών των αντιπάλων τους. Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι
παρέμεναν, βεβαίως, εξαιρετικά δογματικοί: παρουσίαζαν τις θεωρίες τους
όχι ως πειραματικές ή προσωρινές εξηγήσεις, αλλά ως οριστικές λύσεις στα
εξεταζόμενα προβλήματα. Πάντως, σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται πως είχαν
συνειδητοποιήσει ότι οι θεωρίες πρέπει να ελέγχονται και να
αξιολογούνται με βάση τα στοιχεία που προσκομίζονται για τη θεμελίωσή
τους· και η αρχή αυτή αποτελεί, μπορούμε να πούμε, την αναγκαία
προϋπόθεση για επίτευξη προόδου στη φιλοσοφία αλλά και στην επιστήμη.
Όσο, όμως, αναδεικνύεται η πρωτοτυπία και η σπουδαιότητα της συμβολής
των Μιλησίων φιλοσόφων τόσο προβάλλει πιο επιτακτική η ανάγκη να
διερευνηθεί γιατί η εξέλιξη αυτή συντελέστηκε στον συγκεκριμένο τόπο
κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά
δύσκολο και αμφιλεγόμενο ερώτημα. Σε άλλες εποχές, θα ήταν ίσως του
συρμού να επικαλεστούμε απλώς την ιδιοφυία του κάθε φιλοσόφου, να
μιλήσουμε για «ελληνικό θαύμα» και να μείνουμε εκεί: αυτό όμως δεν
ερμηνεύει, αλλά μάλλον περιγράφει το φαινόμενο που πρέπει να εξηγήσουμε.
Από την άλλη πλευρά, μια αυτονομιστική ερμηνεία αποδεικνύεται εξίσου
ανεπαρκής. Η Μίλητος υπήρξε αναμφίβολα μια πλούσια πόλη μέχρι την
καταστροφή της από τους Πέρσες το 494 π.Χ.: η άνθησή της οφειλόταν, αφ’
ενός, στις βιοτεχνικές δραστηριότητές της (ειδικότερα στην παραγωγή
μάλλινων υφασμάτων) και, αφ’ ετέρου, στο εμπόριο, ενώ φημιζόταν και για
τις αποικίες που είχε ιδρύσει. Ωστόσο, αυτά, αν και ενδεχομένως
αναγκαία, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν και ικανή συνθήκη για την εκεί
εμφάνιση των πρώτων φιλοσόφων. Σε τελική ανάλυση, η Μίλητος δεν υπερείχε
σε επίπεδο υλικής ευμάρειας από πολλές άλλες πόλεις, ελληνικές και μη,
της εποχής εκείνης. Χωρίς να ισχυριζόμαστε ότι το πρόβλημα αυτό θα
μπορούσε να αναλυθεί επαρκώς στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, ορισμένες
πτυχές του είναι δυνατόν να εξεταστούν εν συντομία.
Ας αρχίσουμε επαναδιατυπώνοντας με ακρίβεια το φαινόμενο που πρέπει να
ερμηνευθεί. Αυτό που επέτυχαν οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι δεν ήταν, ας το
επαναλάβουμε, ένα πλήρως ανεπτυγμένο σύστημα γνώσεων. Κάτι τέτοιο θα
είχε πράγματι δικαίως θεωρηθεί «θαύμα». Το επίτευγμά τους ήταν ότι
αποτίναξαν τις υπερφυσικές ερμηνείες των φυσικών φαινομένων και
καθιέρωσαν την εφαρμογή της ορθολογικής κριτικής και της αντιπαράθεσης
απόψεων στον χώρο αυτό. Για να γίνει κατανοητό το υπόβαθρο της εξέλιξης
αυτής, πρέπει να ανατρέξουμε όχι μόνο στους οικονομικούς παράγοντες,
αλλά επίσης, και πιο συγκεκριμένα, στις πολιτικές συνθήκες που
επικρατούσαν στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Εδώ διαγράφεται πιο ανάγλυφα
η αντίθεση ανάμεσα στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και στους μεγάλους
αρχαίους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής. Η διαφορά, ωστόσο, δεν έγκειται
στο γεγονός ότι η Ελλάδα ζούσε σε συνθήκες μεγαλύτερης ηρεμίας και
σταθερότητας από ό,τι η Λυδία, η Βαβυλώνα και η Αίγυπτος. Αντίθετα, η
περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από μεγάλες πολιτικές ανακατατάξεις στο
σύνολο του ελληνικού κόσμου και, όπως πολλές άλλες ελληνικές πόλεις, η
Μίλητος υπήρξε θέατρο σκληρών κομματικών αντιπαραθέσεων και βρέθηκε κατά
διαστήματα υπό την εξουσία τυράννων. Αλλά, ενώ για τις υπερδυνάμεις της
Εγγύς Ανατολής μια καθεστωτική αλλαγή δεν σήμαινε συνήθως τίποτε
περισσότερο από μια αλλαγή δυναστείας, κοσμογονικές αλλαγές συντελούνταν
στην πολιτική και κοινωνική διάρθρωση των ελληνικών πόλεων. Στη διάρκεια
του 7ου και του 6ου π.Χ. αιώνα έκανε την εμφάνισή του και εδραιώθηκε ο
θεσμός των πόλεων-κρατών, αναπτύχθηκε μια νέα πολιτική συνείδηση και
πραγματικά δοκιμάστηκαν διάφορες μορφές πολιτεύματος, από την τυραννία
ως τη δημοκρατία περνώντας από την ολιγαρχία. Οι πολίτες κρατών σαν την
Αθήνα, την Κόρινθο ή τη Μίλητο όχι μόνο είχαν συχνά λόγο στη διοίκηση
της πόλης τους αλλά μετείχαν και σε έναν ζωηρό διάλογο γύρω από το
γενικό ζήτημα του βέλτιστου τρόπου διακυβέρνησης.
Αλλά ούτε αυτό αρκεί για να εξηγήσουμε γιατί, από όλες τις αναδυόμενες
ελληνικές πόλεις-κράτη, η Μίλητος ήταν εκείνη που έμελλε να γεννήσει
τους πρώτους φιλοσόφους και πρέπει πραγματικά να παραδεχθούμε ότι με
βάση τις σημερινές μας γνώσεις δεν μπορεί να δοθεί οριστική απάντηση στο
ερώτημα αυτό. Τα κύρια γνωρίσματα της οικονομικής και πολιτικής
κατάστασης στη Μίλητο απαντούσαν, λιγότερο ή περισσότερο, και σε πολλές
άλλες ελληνικές πόλεις. Αλλά, ακόμη και αν δεν βρισκόμαστε πιο κοντά
στην ερμηνεία του φαινομένου αυτού σε σχέση με παλαιότερες εποχές,
μπορούμε τουλάχιστον σήμερα να το εντάξουμε στο πλαίσιο μιας ευρύτερης
εξέλιξης. Η ελευθερία με την οποία οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι αμφισβήτησαν
προγενέστερες αντιλήψεις και έκριναν ο ένας τον άλλο μπορεί να
παραλληλιστεί με το πνεύμα με το οποίο οι πολίτες των αναπτυσσόμενων
πόλεων-κρατών διαλέγονταν, συζητούσαν για την καλύτερη μορφή
πολιτεύματος.
Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα είναι αρκετά διαφωτιστικό. Αν και μπορεί να
θεωρηθεί παρακινδυνευμένη, η σύγκριση του Θαλή με τον σύγχρονό του
ποιητή και νομοθέτη Σόλωνα αποκαλύπτει τελικά ορισμένες ενδιαφέρουσες
ομοιότητες μεταξύ τους. Πρέπει κατ’ αρχάς vu σημειωθεί ότι οι δραστηριότητες του ίδιου του Θαλή δεν περιορίζονταν στη
θεωρητική ενατένιση. Αρκετές από τις διηγήσεις που αφορούν το άτομό του
σχετίζονται με την ενασχόλησή του με τις επιχειρήσεις και την πολιτική:
έτσι. ο Ηρόδοτος (I, 170) αναφέρει ότι ο φιλόσοφος συμβούλευσε τους
Ίωνες συμπολίτες του να ιδρύσουν ένα κοινό συμβούλιο και να ενωθούν σε
ομοσπονδία. Τόσο ο Θαλής όσο και ο Σόλων περιλαμβάνονταν σταθερά στους
καταλόγους των Επτά Σοφών που συνέτασσαν οι αρχαίοι Έλληνες, καταλόγους
οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από την έντονη παρουσία νομοθετών και
πολιτικών ανδρο>ν. Ο Σόλων ήταν, βέβαια, ξακουστός κυρίως για τις
μακρόπνοες πολιτικές μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε στην Αθήνα το 594 π.Χ.
και είμαστε πάρα πολύ τυχεροί που έχουν διασωθεί κάποια από τα ποιήματά
του στα οποία αναφέρεται στους στόχους και στις αρχές που τον
καθοδήγησαν. Τα ποιήματα αυτά δείχνουν ότι ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη
για τις απόψεις του, ενώ βασικό στοιχείο της μεταρρύθμισής του ήταν η
δημοσίευση των νόμων ώστε να αποτελούν κτήμα όλων των Αθηναίων. Στις
πολύ διαφορετικές σφαίρες δράστηριότητάς τους, μπορεί να υπο- στηριχθεί
ότι ο φιλόσοφος Θαλής και ο νομοθέτης Σόλων είχαν τουλάχιστον δύο κοινά
σημεία: πρώτον, αποποιούνταν αμφότεροι κάθε επίκληση στο υπερφυσικό
στοιχείο σε σχέση με τις ιδέες τους και, δεύτερον, αποδέχονταν τις αρχές
της ελεύθερης συζήτησης και της πρόσβασης των πολιτών στις πληροφορίες
βάσει των οποίων πρέπει να κρίνεται ένα άτομο ή μια ιδέα. Η ουσιαστική
συμβολή των Μιλησίων υπήρξε η επικράτηση ενός νέου κριτικού πνεύματος
στη στάση του ανθρώπου έναντι του φυσικού κόσμου, φαινόμενο που όμως
πρέπει να θεωρείται αντίστοιχο, και παρεπόμενο, της ταυτόχρονης
ανάπτυξης της πρακτικής της ελεύθερης αντιπαράθεσης απόψεων και της
ανοιχτής συζήτησης στο πεδίο της πολιτικής και του δικαίου σε όλη την
έκταση του ελληνικού κόσμου.