Τά
λογικά ἔργα τοῦ Ἀριστότελους ἦταν ἄραγε γνωστά στούς
ἀρχαίους στωικούς λογικούς; Οἱ ἰδέες τοῦ Ἀριστότελους περί
λογικῆς ἐπέδρασαν καθόλου στήν ἀνάπτυξη τῆς στωικῆς λογικῆς;
Τά στοιχεῖα πού διαθέτουμε γιά νά ἀπαντήσουμε σέ αὐτά τά
ἐρωτήματα δέν μᾶς ὁδηγοῦν σέ μιά ξεκάθαρη λύση. Ὑπάρχουν
πολλά κείμενα σχετικά μέ αὐτό τό ζήτημα πού συνηγοροῦν ὑπέρ
μιᾶς καταφατικῆς ἀπάντησης· ὅμως, καθώς τά προσεγγίζουμε, τά
βλέπουμε νά χάνονται σιγά-σιγά, ὅπως γίνεται μέ πολλούς
ἀντικατοπτρισμούς, καί νά μᾶς τραβοῦν δελεαστικά ἀκόμα πιό
βαθιά σέ ἕναν ὕπουλο βάλτο.
Τό πρόβλημα εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό, ἀφοῦ ἀφορᾶ τίς
ἱστορικές σχέσεις μεταξύ δύο ὑπέροχων μνημείων τῆς ἀρχαίας
ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς σκέψης στίς κορυφαῖες μορφές της· καί
ἐπιδέχεται κάποια συζήτηση. Στό μέρος I ἐκθέτω ὁρισμένες
γενικές σκέψεις. Στό μέρος II ἀσχολοῦμαι μέ τό προκαταρκτικό
ἐρώτημα, τοῦ ἄν θά μποροῦσαν, θεωρητικά, οἱ Στωικοί νά ἔχουν
διαβάσει Ἀριστοτέλη. Στό μέρος III συγκεντρώνω ἕνα δεῖγμα
ἀπό τίς ἐνδείξεις ὅτι οἱ Στωικοί ὄντως διάβασαν καί
μελέτησαν τόν Ἀριστοτέλη τους. Καί στά ὑπόλοιπα μέρη
ἐπιχειρῶ νά ἀποτιμήσω τήν ἀξία αὐτῶν τῶν ἐνδείξεων.
Ι
Τό ἐρώτημα μέ τό ὁποῖο ἀσχολοῦμαι εἶναι ἱστορικῆς φύσεως·
εἶναι ἐρώτημα πού ἀφορᾶ τή δυνατότητα διατύπωσης ἑνός
συγκεκριμένου εἴδους ἱστορικῆς ἐξήγησης. Δέν πρόκειται ἁπλῶς
γιά τό ζήτημα τοῦ ἄν οἱ Στωικοί εἶχαν διαβάσει Ἀριστοτέλη
καί εἶχαν γνώση τῶν περιπατητικῶν ἐπιτευγμάτων στή λογική·
πρόκειται γιά τό ζήτημα τοῦ ἄν ἡ γνώση αὐτή ἐπηρέασε τίς
δικές τους σκέψεις περί λογικῆς καί τούς ἔκἄνε νά σκεφτοῦν
μέ ἕναν τρόπο ἀντί μέ ἕναν ἄλλον. Σέ γενικές γραμμές, ψάχνω
νά βρῶ ἄν ὑπάρχουν ἀλήθειες τοῦ τύπου:
Ὁ Χρύσιππος στή λογική ὑποστήριξε ὅτι Α, ἐπειδή ὁ
Ἀριστοτέλης εἶχε ὑποστηρίξει ὅτι Β.
Παρ’ ὅλο πού θά ἐξακολουθήσω νά μιλάω μέ αὐτό τόν γενικό
τρόπο, νομίζω πώς ἀξίζει νά κάνω κάποια βήματα μέ στόχο τήν
ἀκρίβεια.
Πρῶτον, θά χρησιμοποιῶ συνήθως τά ὀνόματα «Χρύσιππος» καί «Ἀριστοτέλης»·
στήν πραγματικότητα, ὅμως, ἀσχολοῦμαι μέ τή δυνατότητα τῆς
ἐπίδρασης τοῦ ἀρχαίου Λυκείου στήν ἀρχαία Στοά, καί τά
ὀνόματα θά πρέπει νά τά ἐκλαμβάνουμε χαλαρά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι
ὅτι στή Στοά δέν εἶχε γίνει πολλή σοβαρή ἐργασία πάνω στή
λογική πρίν ἀπό τόν Χρύσιππο, καί ὅτι στό Λύκειο λίγο μόνο
προχώρησε ἡ λογική μετά τόν Ἀριστοτέλη·
ἔτσι δέν δημιουργεῖται σοβαρό πρόβλημα, ὅταν χρησιμοποιῶ τά
ὀνόματα τῶν σχολαρχῶν γιά νά δηλώσω τίς σχολές.
Δεύτερον, θέτοντας τό ζήτημα τῆς πιθανῆς ἐπίδρασης τοῦ
Ἀριστοτέλους, δέν ὑπονοῶ ὅτι δέν μπορεῖ νά ἀσκήθηκε ἄλλη
ἐπίδραση στή λογική τοῦ Χρύσιππου — οὔτε κἄν ὅτι δέν μπορεῖ
νά ὑπῆρξε κάποια ἄλλη ἐπίδραση ἐξίσου σημαντική. Αὐτά πού
ἔχουν εἰπωθεῖ κατά καιρούς γιά τή σπουδαιότητα τῆς «Διαλεκτικῆς
Σχολῆς» τά θεωρῶ ὑπερβολικά- ὡστόσο ὑποθέτω ὅτι ἄνθρωποι
ὅπως ὁ Διόδωρος ὁ Κρόνος καί ὁ Φίλων —Διαλεκτικοί ἡ
Μεγαρικοί, ὅπως θέλετε ὀνομάστε τους— ἄσκησαν κάποια
ἐπίδραση στή λογική τῆς Στοᾶς. Τό ἐρώτημά μου δέν εἶναι: «Ὁ
Ἀριστοτέλης ἄσκησε περισσότερο ἐπίδραση στόν Χρύσιππο ἤ ὁ
Διόδωρος;». Εἶναι μᾶλλον: «Ἐπέδρασε ὁ Ἀριστοτέλης στόν
Χρύσιππο;». Καί ἡ παροῦσα ἐργασία δέν ἔχει ἀπολύτως τίποτε
νά πεῖ γιά τό ἐντελῶς ἀνεξάρτητο ἐρώτημα: «Ἐπέδρασε ὁ
Διόδωρος στόν Χρύσιππο;».
Ἐπίσης, στόχος μου εἶναι νά ἐντοπίσω ἐπιδράσεις κάθε εἴδους,
εἴτε ἄμεσες εἴτε ἔμμεσες. Τό ἐρώτημα: «Αὐτό ὁ Χρύσιππος τό
διάβασε στόν Ἀριστοτέλη;» δέν εἶναι παρά στενογραφημένο τό
ἐρώτημα: «Αὐτό ὁ Χρύσιππος (ἤ κάποιος ἄλλος τῆς ἀρχαίας
Στοᾶς) τό διάβασε σέ κάποιο ἀρχαῖο περιπατητικό ἔργο, ἤ τό
διάβασε στό ἔργο κάποιου πού τό εἶχε διαβάσει σέ ἕνα
περιπατητικό ἔργο, ἤ μήπως τό ἄκουσε ἀπό κάποιον...;». Εἶναι
ἀλήθεια ὅτι ἐδῶ ὑπάρχουν πολλά διαφορετικά ἐνδεχόμενα· ὅμως
τά στοιχεῖα πού διαθέτουμε εἶναι σχεδόν πάντοτε πολύ
κακότροπα, γιά νά μᾶς ἐπιτρέψουν νά διακρίνουμε ποιό ἀπό
αὐτά ἀποτελεῖ τήν πραγματικότητα.
Τέταρτον, ἄν λέω ὅτι ὁ Χρύσιππος εἶπε αὐτό ἐ π ε ι δ ἡ ὁ
Ἀριστοτέλης εἶχε πεῖ ἐκεῖνο, αὐτό τό «ἐπειδή» τό ἐννοῶ
ἀρκετά γενικά. Δέν ἐννοῶ ὅτι ἡ παρατήρηση τοῦ Χρύσιππου
καθοριζόταν πλήρως καί ἀποκλειστικά ἀπό αὐτό πού εἶχε πεῖ ὁ
Ἀριστοτέλης, ἀλλά —καί αὐτό, πιστεύω, εἶναι προφανές— ὅτι
κάθε πλήρης ἐξήγηση τοῦ γιατί ὁ Χρύσιππος εἶπε αὐτό πού εἶπε
θά ἔχει τήν ὑποχρέωση νά ἀναφέρεται στό γεγονός ὅτι ὁ
Ἀριστοτέλης εἶπε αὐτό πού εἶπε. Οἱ παρατηρήσεις τοῦ
Ἀριστότελους ἀποτελοῦν μέρος τῆς ἐξήγησης τῶν παρατηρήσεων
τοῦ Χρύσιππου.
Τέλος, δέν θά κάνω διακρίσεις ἀνάμεσα στίς ἐκφράσεις «ὁ
Χρύσιππος ἔλεγε ὅτι Α», «ὑποστήριζε ὅτι Α», «ἀνακάλυψε ὅτι
Α» κτλ. Ἐδῶ ὑπάρχουν πάλι πολλά συγκεκριμένα ἐρωτήματα πού
μπορεῖ νά θέσει κἄνείς. Γιά παράδειγμα, ἄλλο πράγμα εἶναι νά
ρωτᾶς πώς ἔγινε καί ἔφτασε κάποιος νά υἱοθετήσει μιά ἐπί
μέρους σκέψη, καί ἐντελῶς ἄλλο νά ρωτᾶς γιατί τήν ἀποδέχτηκε
σταθερά ὡς ἀληθή. Ὅμως καί πάλι τά στοιχεῖα πού ἔχουμε εἶναι
πολύ κακότροπα γιά νά μᾶς ἐπιτρέψουν νά ἐπιμείνουμε ἐπωφελῶς
σέ τέτοιες διακρίσεις.
Μέ δύο λόγια, τό ἐρώτημά μου εἶναι ἄν μποροῦμε νά βροῦμε
ἀλήθειες σχετικές μέ τήν ἱστορία τῆς λογικῆς πού παίρνουν
τήν ἑξῆς μορφή:
Ὁ Χρύσιππος (ἤ κάποιος ἄλλος λογικός τῆς ἀρχαίας Στοᾶς)
ὑποστήριζε —ἤ κατέληξε νά ὑποστηρίζει ἤ ἐπέμενε νά
ὑποστηρίζει ἤ ἀνακάλυψε τήν ἰδέα κτλ.— ὅτι Α, ἐπειδή (δίχως
ἀμφιβολία ἀνάμεσα σέ ἄλλους λόγους, καί πιθανόν δί’ ἐμμέσου
δρόμου) ὁ Ἀριστοτέλης (ἤ κάποιος ἄλλος ἀρχαῖος
Περιπατητικός) εἶχε πεῖ ἤ ὑποστηρίξει ὅτι Β.
Αὐτή ἡ διατύπωσή σου μπουκώνει τό στόμα καί εἶναι ἀνιαρά
σχολαστική. Γι’ αὐτό:
Ὁ Χρύσιππος ὑποστήριξε ὅτι Α, ἐπειδή ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε
ὑποστηρίξει ὅτι Β.
Ζητήματα αὐτῆς τῆς γενικῆς μορφῆς ἀποτελοῦν τό ὑλικό της
ἱστορίας τῆς σκέψης- καί σέ ἀρκετές περιπτώσεις εἶναι ἀρκετά
εὔκολο νά ἀπαντηθοῦν. Ἔτσι —γιά νά πάρουμε ἕνα παράδειγμα
ἀπό τήν ὕστερη ἱστορία τῆς λογικής— ξέρουμε ὅτι ὁ Frege
ἐπέδρασε στόν Russell. Τό ξέρουμε ἀπό διάφορες βιογραφικές
πηγές· γιά παράδειγμα, ἀπό τήν ἀλληλογραφία τῶν δύο ἀνδρῶν.
Ὁ ἴδιος ὁ Russell μᾶς λέει, ρητά καί συχνά, ὅτι εἶχε τόν
Frege στό μυαλό του. Ἐπίσης, αὐτή τή φορά ἀπό τήν
ἀρχαιότητα, μποροῦμε νά δώσουμε μιά εὔλογη γενική εἰκόνα γιά
τίς ἐπιδράσεις πού δέχτηκε ὁ νεαρός Γαληνός καί ἀσχολήθηκε
μέ τή λογική μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀσχολήθηκε. Καί τή
γνώση μας —ἤ ἐν πάση περιπτώσει τήν εὔλογη πίστη μας— τήν
ὀφείλουμε στά αὐτοβιογραφικά γραπτά του ἴδιου του Γαληνοῦ.
Αὐτός εἶναι πού μᾶς λέει ρητά γιατί καί πῶς κατέληξε νά
στοχαστεῖ πάνω στούς «συλλογισμούς σχέσεων».
Στήν περίπτωση τῶν ἀρχαίων Στωικῶν δέν ἔχουμε καμία σχετική
αὐτοβιογραφική πληροφορία. Οἱ ἰσχνές λεπτομέρειες γιά
μεμονωμένα περιστατικά καί οἱ ὑπαινιγμοί πού ὑπάρχουν σέ
ἀναξιόπιστα ἀνέκδοτα δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά ἀνασυγκροτήσουμε
τήν πνευματική βιογραφία τοῦ Χρυσίππου. Ἡ ἐπίδραση καί ἡ
ἐξάρτηση σέ φιλοσοφικά ζητήματα εἶναι πάντοτε δύσκολο νά
ἀνακαλυφθοῦν, ἐν ἀπουσία θετικῶν βιογραφικῶν στοιχείων. Καί
στή λογική, λόγω τῆς φύσεως τοῦ ἀντικειμένου, τό πρόβλημα
εἶναι ἀκόμη πιό σοβαρό. Διότι ἐν ἀπουσία βιογραφικῶν
στοιχείων, θά διατυπώσουμε, νομίζω, ἁπλῶς μιά ὑπόθεση, ὅτι ὁ
X ἐπηρέασε τόν Ψ, ἄν πούμε ὅτι ἡ κ α λ ύ τ ε ρ η ἐ ξ ή γ
η σ η τοῦ ὅτι ὁ Ψ εἶπε ὅτι Α εἶναι ὅτι ὁ X εἶχε πεῖ ὅτι Β.
Ἀλλά στή λογική —καί εἰδικά στήν τυπική λογική— πάντοτε
ὑπάρχει μιά καλή ἐξήγηση στό ἴδιο τό ἀντικείμενο μελέτης.
Ἴσως ὁ Ψ εἶπε ὅτι Α ἁπλῶς διότι ἡ Α ἕπεται τῆς Β καί εἶναι
προφανέστατο ὅτι ἡ Β ἰσχύει.
Στήν περίπτωση τοῦ Frege καί τοῦ Russell θά εἴχαμε ἕναν
ἰσχυρό λόγο νά μιλήσουμε γιά ἐπίδραση, ἀκόμη καί χωρίς τά
βιογραφικά στοιχεῖα. Διότι μία ἀπό τίς κυριότερες
καινοτομίες τοῦ Russell στή λογική εἶναι ἡ θεωρία του περί
τύπων· καί ἡ θεωρία αὐτή μπορεῖ νά νοηθεῖ μόνο ὡς λύση στά
παράδοξα πού —ὅπως ὁ Russell ἀπέδειξε— ἰσοδυναμοῦσαν μέ
κατάρρευση τοῦ συστήματος τοῦ Frege. Γιατί ἡ λογική τοῦ
Russell περιλαμβάνει τήν ἄκομψη καί τόσο δυσνόητη θεωρία τῶν
τύπων; Διότι τό χωρίς τύπους σύστημα τοῦ Frege ἦταν
ἀσυνεπές. Ἄν τό σύστημα τοῦ Russell χαθεῖ καί ἀνακαλυφθεῖ
μετά ἀπό χίλια χρόνια λήθης του, οἱ μελλοντικοί ἱστορικοί
της λογικῆς θά ἔχουν ἕναν καλό λόγο γιά νά συνδέσουν τόν
Russell μέ τόν Frege καί νά ὑποστηρίξουν ὅτι ὑπάρχουν
μερικές ἀλήθειες τῆς μορφῆς:
Ό Russell ὑποστήριξε ὅτι Α, ἐπειδή ὁ Frege εἶχε ὑποστηρίξει
ὅτι Β.
Ξεκάθαρες περιπτώσεις σάν αὐτή εἶναι σπάνιες. Γιά ὅσες
περιπτώσεις δέν εἶναι ξεκάθαρες εἶναι δύσκολο νά κρίνουμε.
Γιά τόν Ἀριστοτέλη καί τούς Στωικούς τό καλύτερο πού
μποροῦμε νά περιμένουμε εἶναι λίγες μή ξεκάθαρες
περιπτώσεις.
Ἄς δοῦμε τήν ἀντίθεση πρός ἕνα ἐλαφρῶς νεώτερο παράδειγμα.
Δέχθηκε ἄραγε ὁ Frege ἐπιδράσεις ἀπό τόν George Boole ἤ ἀπό
τόν C. S. Peirce; Ἄν λαμβάναμε ὑπόψη τό περιεχόμενο καί τή
μορφή τοῦ Begriffsschrift, μᾶλλον θά εἰκάζαμε ἐπίδραση ἀπό
τόν Peirce — καί στό κάτω-κάτω εἶναι κοινός τόπος στήν
ἐπιστήμη ὅτι τή θεωρία τῆς ποσοτικοποίησης τήν ἀνακάλυψε καί
ὁ
Peirce
καί ὁ
Frege.
Στήν πραγματικότητα τά πράγματα ἦταν ἀλλιῶς: ὁ
Frege
δέν εἶχε διαβάσει τόν
Peirce
— ἐλάχιστοι τόν εἶχαν διαβάσει· ἤξερε ὅμως τόν
Boole,
καί τόν ἐνδιέφερε πάρα πολύ νά καταστήσει φανερό πόσο τό
δικό του σύστημα ἦταν ἀνώτερο ἀπό τοῦ
Boole.
Αὐτό δέν θά τό εἰκάζαμε ἀπό τά λ ο γ ι κ ά μέρη τοῦ
κειμένου τοῦ
Frege
πού ἔφτασε ὡς ἐμᾶς· τό γνωρίζουμε ἀπό τά ἱστορικά καί
βιογραφικά του μέρη.
Τό πρῶτο ἐρώτημα πρέπει νά εἶναι τό ἑξῆς: Μ π ο ρ ο ῦ σ α ν
οἱ ἀρχαῖοι Στωικοί νά ἔχουν διαβάσει κάτι ἀπό περιπατητική
λογική; Κάποτε ἦταν ἡ ὀρθόδοξη γραμμή νά πιστεύει κάποιος
ὅτι μέ τόν θάνατο τοῦ Θεοφράστου τά ἔργα τοῦ Ἀριστότελους —καί
τοῦ ἴδιου του Θεοφράστου— ἔπαψαν νά κυκλοφοροῦν, καί ὅτι ὁ
φιλοσοφικός κόσμος δέν τά ξαναπόκτησε παρά τόν 1ο αἰ. π.Χ.
Τά γραπτά του Ἀριστότελους δέν διαβάζονταν οὔτε ἀπό τους
Στωικούς οὔτε ἀπό ὁποιουσδήποτε ἄλλους φιλοσόφους της
ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς, διότι δέν ὑπῆρχαν γιά νά διαβαστοῦν καί
κατά συνέπεια οἱ ἀπόψεις του Ἀριστότελους δέν ἦταν παρά
ἐλάχιστα γνωστές σέ αὐτούς. Αὐτή ἡ ὀρθοδοξία σήμερα γενικά
ἀπορρίπτεται· ἀλλά ἀξίζει νά σκιαγραφήσουμε σύντομα τά
στοιχεῖα πού πείθουν ὅτι τά λογικά ἔργα τοῦ Ἀριστότελους
ἦταν γνωστά κατά τήν ἑλληνιστική περίοδο.
Ὁ Θεοφραστος καί ὁ Εὔδημος, στήν πρώτη γενιά μετά τόν
Ἀριστοτέλη, σίγουρα διάβαζαν τά ἔργα τοῦ δασκάλου τους. Καί
δέν εἶναι καθόλου εὔλογο νά ἀρνηθεῖ κανείς ὅτι καί
κατοπινότεροι Περιπατητικοί τά μελετοῦσαν — ἔτσι ὁ Στράτων,
πού ἐνδιαφερόταν γιά τά 'τοπικά’, εἶχε σίγουρα διαβάσει τά
ἔργα τοῦ Ἀριστότελους γιά τά 'τοπικά’.
Καί τά βιβλία δέν τά ἔβλεπαν μόνο ὅσοι εἶχαν κάρτα μέλους
τοῦ Περιπάτου. Ὁ Ἐπίκουρος ἀναφέρθηκε τουλάχιστον μία φορά
στά Ἀναλυτικά του Ἀριστότελους. Ἕνα ἀπόσπασμα μιᾶς ἐπιστολῆς
πού διασώθηκε σέ ἕνα ἔργο ἀπό τόν Φιλόδημο περιέχει
ἀδιαφιλονίκητα τά γράμματα ἀριστοτε καί ἀναλυτικά
— προφανῶς Ἀριστοτέλης καί Ἀναλυτικά.
Αὐτό τό ἀπομεινάρι ἀποδεικνύει λίγα πράγματα·
ὅμως δείχνει ὅτι ὁ Ἐπίκουρος ἤξερε γιά τά Ἀναλυτικά, καί
ἀποτελεῖ ἔνδειξη ὅτι ὁ Ἐπίκουρος εἶχε μᾶλλον διαβάσει τά
Ἀναλυτικά ἤ κάποια μέρη τους.
Εἶναι ἀπίθανο νά τοῦ ἄρεσε τοῦ Ἐπικούρου, πού ἦταν ἐχθρός
της τυπικῆς λογικῆς, αὐτό πού διάβασε. Ἄλλοι ἀντι-λογικοί,
διαφορετικῆς γραμμῆς, γνώριζαν κι αὐτοί τόν Ἀριστοτέλη τους.
Στό Πρός Μάξιμον περί δευτέρου καί τρίτου σχήματος,
ἔργο πού σῴζεται μόνο στά ἀραβικά, ὁ Θεμίστιος σημειώνει ὅτι:
«Ἄν ἀπορρίψουμε τήν ἀντιστροφή τῶν προκειμένων, ὅπως ἔκαναν
ὁ Εὐβουλίδης καί ὁ Μενέλαος, τότε εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά
ἀρνηθοῦμε ὅτι τά τελευταία σχήματα παράγονται ἀπό τό πρῶτο».
Τό κείμενο ἔχει διασωθεῖ πολύ λειψά· καί ἡ ἀξιοπιστία του
εἶναι ἀβέβαιη. Ὅμως ἀπό αὐτό προκύπτει ξεκάθαρα ὅτι ὁ
Εὐβουλίδης καί ὁ «Μενέλαος»
ἦταν ἐξοικειωμένοι μέ τά τεχνικά στοιχεῖα τῆς ἀριστοτελικῆς
θεωρίας περί συλλογισμοῦ. Αὐτό τό ἐπιβεβαιώνει καί τό
ἐπεξεργάζεται περισσότερο ὁ Ἀλέξανδρος Ἀφροδισιεύς. Στό
δοκίμιό του Περί ἀντιστροφῆς, πού κι αὐτό σῴζεται
μόνο σέ ἀραβική μετάφραση,
ὁ Ἀλέξανδρος ἀναφέρει ἀρκετά ἐκτεταμένα τίς ἀπόψεις του
Εὐβουλίδου γιά τήν ἀντιστροφή τῶν ἀποφατικῶν προτάσεων:
αὐτός ὑποστήριζε —ἤ τουλάχιστον ἐπιχειρηματολογοῦσε
σοφιστικά ἐναντίον τοῦ Ἀριστοτελους— ὅτι οἱ προτάσεις-Ε δέν
ἀντιστρέφονται καί ὅτι οἱ προτάσεις-Ο ἀντιστρέφονται
(«κανένα Α δέν εἶναι Β» δέν συνεπάγεται «κανένα Β δέν εἶναι
Α» καί «μερικά Α δέν εἶναι Β» συνεπάγεται «μερικά Β δέν
εἶναι Α»), Τό ἐπίπεδο της ἐπιχειρηματολογίας, κατά τό μέτρο
πού μποροῦμε νά κρίνουμε, δέν ἦταν ὑψηλό· ὅμως τό κείμενο
ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Εὐβουλίδης ἄσχολεῖτο μέ ὁρισμένα τεχνικά
θέματα πού βρίσκονται στήν καρδιά τῆς ἀριστοτελικῆς θεωρίας
περί συλλογισμοῦ καί καθιστᾶ εὔλογη τήν ὑπόθεση ὅτι εἶχε
μελετήσει τά Ἀναλυτικά τοῦ Ἀριστότελους.
Ἄν ὁ Εὐβουλίδης εἶχε ἐργαστεῖ πάνω στή λογική του
Ἀριστότελους, τότε πρέπει νά εἶναι μία ἐνδιαφέρουσα εἰκασία
τό ὅτι οἱ λεγόμενοι «Μεγαρικοί» λογικοί —ἀνάμεσά τους ὁ
Φίλων καί ὁ Διόδωρος ὁ Κρόνος— ἦταν ἐπίσης ἐξοικειωμένοι μέ
αὐτήν. Ὅμως, κατά τό μέτρο πού γνωρίζω, κανένα κείμενο δέν
μᾶς δίνει ἕνα θετικό λόγο γιά νά τό πιστέψουμε.
Στοιχεῖα γενικότερου εἴδους προέρχονται ἀπό τήν ἐργογραφία
στόν Βίον τοῦ Ἀριστοτέλους πού ἔχει γράψει ὁ
Διογένης. Ἡ ἐργογραφία αὐτή περιλαμβάνει τό βιβλίο
Κατηγορίαι (βιβλίο 141 στήν ἀρίθμηση τοῦ During), τό
Περί ἑρμηνείας (142), τά Ἀναλυτικά πρότερα (49:
σέ ἐννέα βιβλία) καί τά Ἀναλυτικά ὕστερα (50:
Ἀναλυτικά ὕστερα μεγάλα). Ἐπί πλέον, εἶναι σχεδόν
σίγουρο ὅτι ἀναφέρονται μέρη τῶν Τοπικῶν —ἄν ὄχι τά
ἴδια τά Τοπικά— (52, 55a, 55b, 57, 58, 59, 60)· καί
τό Περί ἐριστικῆς (27) ἴσως σχετίζεται μέ τούς
Σοφιστικούς ἐλέγχους. Ἡ προέλευση τῆς ἐργογραφίας εἶναι
ἀμφίβολη, καί ὑπάρχουν ἰδιαίτερες δυσκολίες μέ κάποια ἀπό τά
βιβλία πού μόλις ἀπαρίθμησα. Ἡ πιό εὔλογη ὅμως ἄποψη ἀνάγει
τήν ἐργογραφία στόν Ἔρμιππο καί στή βιβλιοθήκη τῆς
Ἀλεξάνδρειας στόν 3ο αἰ. π.Χ. Ἔτσι ὑπάρχουν στοιχεῖα ὑπέρ
τοῦ ὅτι ὁρισμένα γραπτά τοῦ Ἀριστότελους περί λογικῆς ἦταν
διαθέσιμα —διαθέσιμα ἔξω ἀπό τό Λύκειο— κατά τήν ἑλληνιστική
ἐποχή.
Μία ἀκόμη ἀποσπασματική μαρτυρία σχετικά μέ τή βιβλιοθήκη
τῆς Ἀλεξάνδρειας προέρχεται ἀπό τόν Φιλόπονο:
«Λένε ὅτι ὁ Πτολεμαῖος ὁ Φιλάδελφος [282-246] ἐνδιαφέρθηκε
πάρα πολύ γιά τά συγγράμματα τοῦ Ἀριστότελους, ὅπως καί γιά
ἄλλα συγγράμματα, καί ὅτι ἔδινε χρήματα σέ ὅσους τοῦ ἔφερναν
βιβλία τοῦ φιλοσόφου. Γι’ αὐτό μερικοί, θέλοντας νά πάρουν
χρήματα, ἔγραφαν τό ὄνομα τοῦ φιλοσόφου σέ διάφορες
πραγματεῖες καί τίς πήγαιναν στόν Βασιλιά. Γιά παράδειγμα,
λένε ὅτι στή Μεγάλη Βιβλιοθήκη βρέθηκαν σαράντα βιβλία τῶν
Ἀναλυτικῶν καί δύο τῶν Κατηγοριῶν Οἱ μελετητές
ἔκριναν ὅτι γνήσια ἔργα τοῦ Ἀριστότελους εἶναι τό παρόν
βιβλίο τῶν Κατηγοριῶν καί τέσσερα τῶν Ἀναλυτικῶν».
(Εἰς Κατηγ. 7.22-31)
Ἡ μαρτυρία εἶναι ἀρκετά ὕστερη καί ἀνεκδοτολογική· ἀλλά δέν
ὑπάρχει λόγος νά πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἁπλῶς μυθιστόρημα.
Τέτοια στοιχεῖα ἀποτελοῦν ἔνδειξη ὅτι κείμενα ἀπό τά λογικά
ἔργά τοῦ Ἀριστοτέλους ἦταν διαθέσιμα, μέ τή μιά μορφή ἡ τήν
ἄλλη, κατά τήν ἑλληνιστική περίοδο. Δίχως ἀμφιβολία τά
κείμενα τοῦ Ἀριστότελους φυλάσσονταν, μαζί μέ τά γραπτά τοῦ
Θεοφράστου, τοῦ Εὔδημου καί τῶν διαδόχων τους, στή
βιβλιοθήκη τοῦ ἴδιου τοῦ Λυκείου· καί ἀνεξαρτήτως τοῦ ἄν
αὐτή ἡ βιβλιοθήκη περιοριζόταν στά μέλη τῆς σχολῆς,
περιπατητικά ἔργα μποροῦσαν νά διαβαστοῦν καί ἀπό τους ἔξω.
Οἱ πραγματεῖες τοῦ Ἀριστοτέλους ποτέ δέν ἔφτασαν σέ
δημοτικότητα καί σέ διάδοση τούς διαλόγους τοῦ Πλάτωνος·
ἀλλά δέν ἦταν καί ἀπόρρητα ἔγγραφα, καί δέν ἦταν ἔργα πού
ἦταν ἀδύνατον νά τά βρεῖ κανείς.
Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά δέν ἀποδεικνύει ὅτι εἴτε ὅλο τό
Ὄργανον εἴτε ἕνα μέρος του ἦταν διαθέσιμο στόν Ζήνωνα ἤ
τόν Χρύσιππο.Ὡστόσο θά ἦταν παράλογο νά διαβεβαιώσουμε ὅτι
τό Ὄργανον δέν ἦταν διαθέσιμο στούς ἀρχαίους στωικούς
λογικούς. Ἕνα εὔλογο συμπέρασμα θά τό διατύπωνα περίπου ὡς
ἑξῆς: «Τά στοιχεῖα πού διαθέτουμε σήμερα, ἔτσι ὅπως εἶναι,
δείχνουν ὅτι τά λογικά ἔργα τοῦ Ἀριστότελους μποροῦσαν νά τά
ἔχουν διαβάσει ὁ Ζήνων καί ὁ Χρύσιππος, ἄν ἐνδιαφέρονταν νά
τά βροῦν». Αὐτό εἶναι ἕνα μετριοπαθές συμπέρασμα, ἀφοῦ ἀπό
αὐτό δέν ἕπεται ἀπολύτως τίποτε γιά τήν ἐπίδραση τοῦ
Ἀριστότελους στή στωική λογική. Ἄν ὅμως ἀπορρίψουμε αὐτό τό
συμπέρασμα, τότε δέν ὑπάρχουν παρά λίγα πράγματα ἀκόμη γιά
νά πούμε πάνω στό ζήτημα τῆς ἐπίδρασης.
III
Οἱ ἀρχαῖοι Στωικοί μποροῦσαν νά ἔχουν διαβάσει τό Ὄργανον.
Τό διάβασαν πράγματι; Ὁρισμένοι βρίσκουν ἑλκυστικό ἕνα
γενικό ἐπιχείρημα πού στηρίζεται στίς πιθανότητες. Ὁ
Χρύσιππος ἔζησε στήν Ἀθήνα, μιά ἀρκετά μικρή κοινότητα.
Ἐργάστηκε σέ αὐτήν, σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τό Λύκειο. Ἡξερε
ὅτι ἐκεῖ ὑπῆρχαν φιλόσοφοι, καί ὅτι αὐτοί οἱ φιλόσοφοι εἶχαν
παραγάγει κάποιο ἔργο πάνω στή λογική. Ὁ ἴδιος ἦταν ἐμβριθής
μελετητής τῆς λογικῆς. Εἶναι σίγουρο, λοιπόν, ὅτι θά εἶχε
προσπαθήσει νά μάθει τήν περιπατητική ἄποψη σχετικά μέ αὐτά
τά ζητήματα; Εἶναι σίγουρο ὅτι θά εἶχε στριμώξει σέ μιά
γωνιά ἕναν σύγχρονό του Περιπατητικό καί θά τόν ρωτοῦσε μέ
τίς ὧρες; Εἶναι σίγουρο ὅτι θά εἶχε καταβάλει κάποιες
μικρές, ἔστω, προσπάθειες γιά νά ρίξει μιά ματιά σέ αὐτά τά
περίφημα ἔργα τοῦ Ἀριστότελους, τοῦ Θεοφράστου καί τοῦ
Εὐδήμου;
Ὁμολογῶ ὅτι αὐτό τό ἐπιχείρημα τό βρίσκω ὄχι ἁπλῶς ἑλκυστικό,
ἀλλά καί ἀποπλανητικό. Ἀλίμονο, ὅμως, ἄλλοι ἀποπλανῶνται
λιγότερο εὔκολα — καί ἐν πάση περιπτώσει τά πραγματικά
στοιχεῖα εἶναι προτιμότερα ἀπό τίς γενικές πιθανότητες. Καί
ὑπάρχει ἀφθονία πραγματικῶν στοιχείων.
Οἱ σχολιαστές τοῦ Ὀργάνου, ἀπό τόν Ἀλέξανδρο καί ἑξῆς,
ἀναφέρονται συχνά στούς Στωικούς, ἀντιδιαστέλλοντας σταθερά
τίς ἀπόψεις τους μέ τίς ἀπόψεις τῶν Περιπατητικῶν καί
παίρνοντας τό μέρος τῶν δευτέρων. Ἀναφέρονται σέ περίφημες
διαμάχες, ὅπως γιά παράδειγμα τό ζήτημα τοῦ ἄν ἡ λογική
εἶναι μέρος ἤ ὄργανον τῆς φιλοσοφίας, ἤ τό ζήτημα τῶν μερῶν
τοῦ λόγου καί τῆς λογικῆς σύνταξης, ἤ σχετικά μέ τήν ὀρθή
ὀνοματολογία τῶν λογικῶν στοιχείων.
Αὐτές τίς διαμάχες τίς παρουσιάζουν συχνά μέ σχηματική
μορφή. Ἡ ὀνομαστική εἶναι πτῶσις ἤ ὄχι; Σύμφωνα μέ
τόν Ἀμμώνιο, ὑπάρχουν δύο ἀπόψεις πάνω σέ αὐτό τό ζήτημα. Τή
μία τήν ὑπερασπίζουν ὁ Ἀριστοτέλης καί οἱ ἀπό τοῦ
Περιπάτου, τήν ἄλλη οἱ ἀπό τῆς Στοᾶς. Οἱ
Περιπατητικοί διατυπώνουν κάποια κατηγορία ἐναντίον τῆς
στωικῆς θέσης. Οἱ Στωικοί ἀπαντοῦν στήν κατηγορία. Οἱ
Περιπατητικοί ἀνταπαντοῦν ὅτι..., κ.ο.κ.
Ὁ Ἀμμώνιος ἐνδιαφέρεται γιά τήν οὐσία τῆς διαμάχης, ὄχι γιά
τήν ἱστορική της πορεία. Ὡστόσο τό κείμενό του δείχνει ὅτι
πρέπει, φυσιολογικά, νά ὑπῆρχε μία ἱστορική πραγματικότητα
πίσω ἀπό τήν ἀφηρημένη διαμάχη.
Καί ἀρκετά κείμενα εἶναι ξεκάθαρα ὡς πρός τήν ὕπαρξη
ἱστορικῆς διάστασης. Ἔτσι, στήν εἰσαγωγή τοῦ ὑπομνήματός του
στό ἔργο Κατηγορίαι ὁ Δέξιππος ἐρωτᾶ:
«Γιατί, λοιπόν, οἱ παλαιοί φιλόσοφοι παραδίδονταν σέ τόσο
πολλές καί ποικίλες ἔριδες μεταξύ τους σχετικά μέ τό βιβλίο
αὐτό του Ἀριστοτέλους πού τό λέμε Κατηγορίαι; Διότι
ἔχω διαπιστώσει ὅτι κανένα ἄλλο ζήτημα δέν ἔχει ἐγείρει
τόσες λογομαχίες οὔτε καί προκαλέσει τόσες συγκρούσεις ὄχι
μόνο μεταξύ τῶν Στωικῶν καί τῶν Πλατωνικῶν, πού προσπαθοῦν
νά κλονίσουν αὐτές τίς κατηγορίες τοῦ Ἀριστότελους, ἀλλά καί
μεταξύ τῶν ἴδιων τῶν Περιπατητικῶν».
(Εἰς
Κατηγ. 5.16-22)
Ὁ Δέξιππος ὑπαινίσσεται πραγματικές, ἱστορικές
ἀλληλοαπαντήσεις καί λέει ὅτι ὁρισμένοι Στωικοί ἄσκησαν
κριτική στή θεωρία τοῦ Ἀριστότελους γιά τίς κατηγορίες.
Ἐπίσης, σύμφωνα μέ τόν Βοήθιο:
«ὁρισμένοι, ἀνάμεσα στούς ὁποίους καί οἱ στωικοί, πίστευαν
ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἔννοοῦσε ὅτι τά futura contingentia δέν
εἶναι οὔτε ἀληθῆ οὔτε ψευδῆ».
(In De int. 208.1-3)
Στό χωρίο αὐτό ὑπονοεῖται ὅτι οἱ Στωικοί εἶχαν διαβάσει τό
κεφάλαιο 9 τοῦ Περί ἑρμηνείας καί εἶχαν διατυπώσει
μιά δική τους ἑρμηνεία.
Ὁ Ἀλέξανδρος ὑπονοεῖ ὅτι οἱ Στωικοί εἶχαν διαβάσει τά
Ἀναλυτικά πρότερα. Ὁ Ἀριστοτέλης ὑποστηρίζει ὅτι ἄν τό Β
ἕπεται τοῦ Α καί τό A εἶναι δυνατόν, τότε τό Β εἶναι δυνατόν
ἦταν πασίγνωστο ὅτι ὁ Χρύσιππος ὑποστήριζε ὅτι «τό ἀδύνατον
μπορεῖ νά ἕπεται τοῦ δυνατοῦ». Ὁ Ἀλέξανδρος ἀναφέρει ὅτι ὁ
Χρύσιππος:
«δέν λέει τίποτα ἐναντίον τῆς ἀπόδειξης πού συγκροτεῖ ὁ
Ἀριστοτέλης· ὅμως προσπαθεῖ νά δείξει ὅτι εἶναι ἐσφαλμένη,
μέσῳ κάποιων ψευδῶς συγκροτημένων παραδειγμάτων».
(Εἰς Ἀναλ. πρότ. 177.25-27)
Ὁ Ἀλέξανδρος δέν λέει ξεκάθαρα ὅτι ὁ Χρύσιππος εἶχε διαβάσει
τό ἐπιχείρημα τοῦ Ἀριστοτέλους· ἀλλά τό ὑπονοεῖ φανερά — καί
στό ἀντίστοιχο χωρίο τοῦ δικοῦ του ὑπομνήματος ὁ Φιλόπονος
εἶναι ἀκόμη πιό σαφής (Εἰς Ἀναλ. πρότ. 165.27-29).
Ἀρκετά παρακάτω, καί πιό εὐκρινῶς, ὁ Ἀλέξανδρος καταγράφει
μία σημαντική λογική ὀφειλή τοῦ Χρύσιππου στόν Ἀριστοτέλη. Ὁ
Ἀλέξανδρος βρίσκει μία ἀναφορά στά Ἀναλυτικά πρότερα,
στό 42a1, στό «λεγόμενο συνθετικό θεώρημα», πού εἶναι σέ
γενικές γραμμές τό ἑξῆς:
Ἄν τό «Α1, Α2, . . ., Αν : ἄρα Β» εἶναι ἔγκυρο ἐπιχείρημα
καί ἄν τό «Β, Γ1,, Γ2, . . ., Γμ : ἄρα Δ» εἶναι ἔγκυρο
ἐπιχείρημα, τότε τό «Α1, Α2, . . ., Αν , Γ1; Γ3, . .., Γμ :
ἄρα Δ» εἶναι ἔγκυρο ἐπιχείρημα (βλ. Εἰς Ἀναλ. πρότ. 274.
19-24). Αὐτό τό θεώρημα, σύμφωνα μέ τόν Ἀλέξανδρο:
«χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν ’Ἀριστοτέλη κατά τό μέτρο πού οἱ
ἀνάγκες τό ἀπαιτοῦσαν
ὅμως οἱ Στωικοί τό πῆραν ἀπό αὐτόν, τό χώρισαν, καί
συγκρότησαν ὅ,τι ὀνομάζουν τό δεύτερο, τρίτο καί τέταρτο
θέμα».
(Εἰς Ἀναλ. πρότ. 284.12-15)
Ἐδῶ, λοιπόν, ἀναφέρεται ὅτι οἱ Στωικοί διάβασαν τά
Ἀναλυτικά πρότερα, καί ὅτι παρήγαγαν ἀπό μιά ἀνακάλυψη
τοῦ Ἀριστότελους ἕνα χαρακτηριστικό στοιχεῖο τοῦ δικοῦ τους
λογικοῦ συστήματος.
Καί δέν περιορίστηκαν οἱ Στωικοί στά λογικά ἐκεῖνα ἔργα πού
βρῆκαν τόν δρόμο τῆς ἔνταξης στό Ὄργανον· μποροῦσαν
νά συμβουλεύονται ἔργα χαμένα γιά μᾶς ἐδῶ καί πολύ καιρό. Ὁ
Σιμπλίκιος ἀναφέρεται σέ ἕνα βιβλίο Περί ἀντικειμένων:
«Οἱ Στωικοί καυχῶνται γιά τό ἔργο πού ἔχουν κάνει στή
λογική· ὅμως (ὁ ἐξοχότερος ἀπό τους σχολιαστές τοῦ
Ἀριστότελους) ἐπιχειρεῖ νά δείξει ὅτι, τόσο σέ ἄλλα ζητήματα
ὁσο καί σέ αὐτό τῶν ἕναντίων, τίς ἀφετηρίες τους τίς ἔλαβαν
ὁλες ἀπό τόν Ἀριστοτέλη, ἀπό ἕνα βιβλίο του πού τό ἐπέγραψε
Περί ἀντικειμένων — τό βιβλίο περιέχει ἕναν τεράστιο
ἀριθμό ἀποριῶν, ἀπό τίς ὁποῖες οἱ Στωικοί παρέθεσαν ἕνα
μικρό μόνο μέρος».
(Εἰς Κατηγ. 387.18-22)
Στίς ἑπόμενες σελίδες ὁ Σιμπλίκιος ἀναφέρει στοιχεῖα ἀπό τό
περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, καί ἐπαναλαμβάνει τή θέση του
ὅτι οἱ Στωικοί πῆραν τίς «ἀφετηρίες» (ἀφορμαί) ἀπό
αὐτό. Καί κατονομάζει ρητά τόν Χρύσιππο (389.22· πρβ.
394.31). Ὁ τίτλος Περί ἀντικειμένων μᾶς εἶναι γνωστός
μόνον ἀπό τόν Σιμπλίκιο. Ἄλλοι ὅμως συγγραφεῖς ἀναφέρονται
σέ ἕνα ἔργο Περί ἐναντίων, πού θά μποροῦσε κάλλιστα
νά εἶναι τό ἴδιο. Ἐν πάση περιπτώσει δέν ὑπάρχει λόγος νά
ἀμφιβάλλουμε ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἔγραψε ἕνα ἔργο Περί
ἀντικειμένων
ἤ ὅτι ὁ Σιμπλίκιος ἀναφέρεται στό περιεχόμενό του μέ
ἱκανοποιητικό βαθμό ἀκρίβειας.
Θά μποροῦσαν νά προσαχθοῦν καί ἄλλα χωρία. Ἄν τά
ἀποσπασματικά στοιχεῖα πού συγκεντρώθηκαν στό προηγούμενο
μέρος τῆς ἐργασίας δείχνουν ὅτι τά λογικά ἔργα τοῦ
Ἀριστότελους ἦταν διαθέσιμα στούς Στωικούς, τότε τά κείμενα
τῶν σχολιαστῶν —λαμβανόμενα κυριολεκτικά— μᾶς διαβεβαιώνουν
ὅτι μέσα στή σκιά τῆς Στοᾶς τά γραπτά αὐτά ἀναζητοῦνταν,
δέχονταν κριτική καί λεηλατοῦνταν.
Καί ἐάν χρειαζόμαστε ἐπιβεβαίωση, μπορεῖ νά μᾶς τήν δώσει ὁ
Πλούταρχος, ἡ μᾶλλον ὁ ἴδιος ὁ Χρύσιππος, τόν ὁποῖο ὁ
Πλούταρχος παραθέτει κατά λέξη.
Στό τρίτο βιβλίο τοῦ ἔργου του Περί διαλεκτικῆς, σέ
μία ἑνότητα γραμμένη φανερά μέ σκοπό νά ὑπερασπίσει τή
μελέτη τῆς διαλεκτικῆς ἐναντίον πολλῶν συκοφαντῶν της,
ὁ Χρύσιππος ἐπικαλεῖται τήν πρακτική τοῦ Ἀριστοτέλους: ὁ
Ἀριστοτέλης ἔπαιρνε τή διαλεκτική στά σοβαρά, καί θά ἦταν
καλύτερο νά γίνουμε ἁμαρτωλοί μαζί μέ τόν Ἀριστοτέλη παρά νά
εἴμαστε ἐνάρετοι μαζί μέ ἄνδρες κατώτερους.
Εἶναι ἕνα χτυπητό χωρίο, πού ἐντυπωσίασε τόν Πλούταρχο. Ὁ
Χρύσιππος δέν λέει ξεκάθαρα ὅτι εἶχε διαβάσει τό Ὄργανον
τοῦ Ἀριστότελους· ἀλλά ἕνας εὐφυής ἀναγνώστης τῶν λόγων τοῦ
Πλουτάρχου σίγουρα θά σχημάτιζε τήν ἐντύπωση ὅτι τό εἶχε
διαβάσει. Καί ἡ γνώμη αὐτή ταιριάζει μέ τά ἄλλα σπαράγματα
στοιχείων πού ἔχουμε συγκεντρώσει ὡς τώρα.
Ἕνα τελευταῖο χρυσίππειο ἄχυρο γιά αὐτή τήν πλίθα τῆς
ὑπόθεσής μας. Ὁ κατάλογος τῶν λογικῶν ἔργων τοῦ Χρύσιππου,
πού μᾶς διασῴζει ὁ Διογένης Λαέρτιος καί πού προέρχεται ἀπό
ἔγκυρη πηγή, περιλαμβάνει ἀρκετά πολεμικά ἡ κριτικά κείμενα.
Κανένα ἀπό αὐτά δέν ἀναφέρεται ρητά στούς Περιπατητικούς·
ὅμως δύο ἀναφέρονται στούς «ἀρχαίους» (οἱ ἀρχαῖοι).
Ταυτόχρονα, μεταγενέστερα κείμενα χρησιμοποιοῦν συχνά αὐτή
τήν προσωνυμία γιά νά ἀναφερθοῦν στούς Περιπατητικούς.
Εἶναι πειρασμός ἡ σκέψη ὅτι αὐτή ἡ μεταγενέστερη χρήση ἔχει
τήν καταγωγή της στόν Χρύσιππο. Καί ἐν πάση περιπτώσει εἶναι
εὔλογη ἡ σκέψη ὅτι οἱ «ἀρχαῖοι» τούς ὁποίους ὑπαινίσσεται ὁ
Χρύσιππος μπορεῖ νά εἶναι οἱ ἀρχαῖοι Περιπατητικοί — ὁ
Ἀριστοτέλης, ὁ Θεοφραστος κι ὁ Εὔδημος.
IV
Τό κείμενο πού παραθέτει ὁ Πλούταρχος δέν μᾶς δίνει
συγκεκριμένα στοιχεῖα γιά συγκεκριμένες καί καθορισμένες
γραμμές ἐπίδρασης — τό πολύ - πολύ μας κάνει νά νομίζουμε
ὅτι τέτοια στοιχεῖα ὑπῆρχαν κάποτε, καί μᾶς ἐνθαρρύνει νά τά
ἀναζητήσουμε. Καί ἐδῶ οἱ ζητοῦντες θά εἶναι καί εὑρίσκοντες-
διότι τά συγκεκριμένα στοιχεῖα βρίσκονται, καί μάλιστα σέ
ποσότητα, στά χωρία ἐκεῖνα τῶν Ἑλλήνων σχολιαστῶν τοῦ
Ὀργάνου πού ἀναφέρονται στίς Στωικές ἀπόψεις. Αὐτά εἶναι
τά καίρια κείμενα, καί σέ αὐτά εἶναι πού στηρίζεται κατά τό
μεγαλύτερο μέρος ἡ ἔρευνα.
Ὡστόσο ἐνδείκνυται νά ξεκινήσουμε κοιτώντας πιό προσεκτικά
τό χωρίο τοῦ Πλουτάρχου. Τό παραθέτω πλῆρες:
«Στό τρίτο βιβλίο τοῦ Περί διαλεκτικῆς, ἀφοῦ ὑπαινιχθεῖ ὅτι
ἡ διαλεκτική ἐμελετᾶτο θερμά ἀπό τόν Πλάτωνα καί τόν
Ἀριστοτέλη καί ἀπό τους ὀπαδούς τους ὡς τόν Πολέμωνα καί τόν
Στράτωνα, καί προπαντός ἀπό τόν Σωκράτη, κι ἀφοῦ προσθέσει
ὅτι θά ἦταν κανείς εὐτυχής νά σφάλει μαζί μέ αὐτούς τους
πολυάριθμους καί προικισμένους ἀνθρώπους, συνεχίζει μέ τά
ἑξῆς λόγια:
" Ἄν εἶχαν μιλήσει γιά αὐτά τά θέματα, περιστασιακά, θά
μποροῦσε κανείς νά ἀγνοήσει τή διαλεκτική. Ἀφοῦ ὅμως αὐτοί
μίλησαν γιά αὐτά στά σοβαρά, σάν νά εἶναι ἡ διαλεκτική μία
ἀπό τίς σημαντικότερες καί ἀπολύτως ἀπαραίτητες ἀνθρώπινες
ἱκανότητες, δέν εἶναι πιθανόν νά κάνουν ἕνα τόσο μεγάλο
σφάλμα — ἄν εἶναι γενικά ἄνθρωποι τοῦ διαμετρήματος πού
πιστεύουμε πώς εἴναι”.
Τότε γιατί, Χρύσιππε —θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς—, ἐσύ ὁ
ἴδιος δέν σταματᾶς οὔτε στιγμή νά πολεμᾶς τόσο προικισμένους
καί πολυάριθμους ἀνθρώπους, καί νά ἀποδεικνύεις —ὅπως
νομίζεις— ὅτι πλανήθηκαν στά μεγαλύτερα καί σημαντικότερα
ζητήματα; Σίγουρα, δέν μπορεῖ νά ἔγραψαν μέ περισσή φροντίδα
σχετικά μέ τή διαλεκτική, ἐνῷ ἔγραψαν περιστασιακά καί
ἐπιπόλαια σχετικά μέ τίς πρῶτες ἀρχές, τόν σκοπό τῆς ζωῆς,
τούς θεούς καί τή δικαιοσύνη, περιοχές στίς ὁποῖες ἐσύ
χαρακτηρίζεις τίς παρατηρήσεις τούς τυφλές, αὐτοαντιφατικές
καί πλήρεις μυρίων ἄλλων σφαλμάτων;».
(Περί στωικῶν ἔναντ. 1045F-1046B)
Τό χωρίο εἶναι αὔταρκες· τά συμφραζόμενα δέν ἔχουν νά μᾶς
προσφέρουν τίποτα γιά τήν κατανόησή του.
Ἡ πρώτη ἐπισήμανση πού ἔχω νά κάνω εἶναι ἀρνητική. Σέ ὅλο
του τό δοκίμιο ὁ Πλούταρχος προσπαθεῖ νά βρεῖ τίς 'ἀντιφάσεις’
τῶν Στωικῶν. Ἀναφέρεται στίς ἀπόψεις τοῦ Χρύσιππου γιά τή
διαλεκτική, μόνο καί μόνο διότι τόν ἐμπλέκουν σέ μία ἀκόμη 'ἀντίφαση’.
Ἡ ὑποτιθέμενη ἀντίφαση εἶναι ἡ ἑξῆς: ὁ Χρύσιππος ἐπαινεῖ
τούς Ἀκαδημεικούς καί τούς Περιπατητικούς γιά τή διαλεκτική
τους δεινότητα, ἀλλά καί τούς ἐπιτίθεται ἀκατάπαυστα γιά
ἄλλα ἐξίσου σημαντικά ζητήματα. Ὅμως αὐτό δέν εἶναι ἀντίφαση·
καί ἀκόμη κι ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Χρύσιππος ἐπαινοῦσε τόν
Ἀριστοτέλη καί τόν κύκλο του ὡς λογικούς, ἐνῶ τους ἐπετίθετο
γιά χρήση κ α κ ῶ ν ἐ π ι χ ε ι ρ η μ ά τ ω ν ἄλλου,
εἴμαστε πολύ μακριά ἀπό αὐτό πού ὁποιοσδήποτε σύγχρονος
λογικός θά ἀποκαλοῦσε ἀντίφαση. Στό κάτω-κάτω εἶναι γεγονός
—ἕνα ἀρκετά θλιβερό ἀλλά ἐξίσου πραγματικό γεγονός— ὅτι
πολλοί εἰδήμονες λογικοί εἶναι ἀπελπιστικότατα κακοί στή
συγκρότηση ἐπιχειρημάτων. Ἐν πάση περιπτώσει, εἶναι φανερό —καί
πρέπει νά ἦταν φανερό καί στόν Πλούταρχο— ὅτι θά
ἀποδεικνυόταν πώς ὑπάρχει μία πολύ καταστροφικότερη ἀντίφαση,
ἄν μποροῦσε νά δειχθεῖ ὅτι ὁ Χρύσιππος καί ἐπαινεῖ καί
κατακρίνει τούς μεγάλους προγενεστέρους του φιλοσόφους γ ι α
τ ί ς ἀ π ό ψ ε ι ς τ ο υ ς γ ι ά τ ή δ ι α λ ε κ τ ι
κ ή: «Ὁ Ἀριστοτέλης ἦταν μεγάλος λογικός» — «Ἡ θεωρία τοῦ
Ἀριστοτέλους περί συλλογισμῶν ἦταν ἐκ θεμελίων ἐσφαλμένη».
Αὐτό τουλάχιστον μυρίζει ἀντίφαση.
Γιατί ὁ Πλούταρχος δέν ἔπιασε τόν Χρύσιππο ἀπό τόν λαιμό;
Ἦταν καλά διαβασμένος, καί εἶχε τήν πιό ὀξεία ὄσφρηση γιά νά
ἀνακαλύπτει ἀντιφάσεις στόν Χρύσιππο. Τό γεγονός, λοιπόν,
πώς δέν λέει ὅτι ὁ Χρύσιππος καί ἐπαινοῦσε καί κατέκρινε
τούς μεγάλους προγενεστέρους του φιλοσόφους γιά τίς ἀπόψεις
τους σχετικά μέ τή διαλεκτική δείχνει ὅτι δέν γνώριζε κανένα
κείμενο στό ὁποῖο νά ἀσκοῦσε ὁ Χρύσιππος μιά τέτοια κριτική·
κατά τό μέτρο πού γνώριζε ὁ Πλούταρχος, ὁ Χρύσιππος δέν
ἀσκοῦσε κριτική στήν ἀριστοτελική λογική, οὔτε τήν ἀπέρριπτε,
ἄν καί ἐπετίθετο ἀκατάπαυστα στήν ἀριστοτελική ἠθική. Ἀπό
αὐτό δέν ἕπεται ὅτι ὁ Χρύσιππος δέν εἶχε στήν πραγματικότητα
ἀσκήσει κριτική στή λογική τοῦ Ἀριστότελους, οὔτε πολύ
περισσότερο ὅτι δέν εἶχε διαβάσει τή λογική του Ἀριστοτέλους.
ὅμως ἀξίζει νά ἐπιμείνουμε ἀκόμη λίγο στήν ἀρνητική
ἐπισήμανση.
Δεύτερον, ἄς ἐξετάσουμε τό ἀντικείμενο πού ὑπερασπίζεται ὁ
Χρύσιππος. Εἶναι ἡ διαλεκτική. Ὥς τώρα, λοιπόν, ἔγραφα σάν
νά ἦταν ἡ ἀρχαία διαλεκτική τό ἴδιο πράγμα μέ τή σύγχρονη
λογική- καί σέ πολλές περιπτώσεις αὐτή ἡ ἐξομοίωση εἶναι
σχετικά ἀβλαβής. Ὅμως, ἄν καί ἡ στωική διαλεκτική σίγουρα
περιλαμβάνει αὐτό πού λέμε λογική, ἀγκαλιάζει καί ἄλλα
πράγματα — μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι καί ἡ γνωσιολογία.
Ἄν ὁ Χρύσιππος ἐπαινοῦσε τή διαλεκτική τῶν ἀρχαίων, δέν
ἕπεται ἀπό αὐτό ὅτι ἐπαινοῦσε τή λ ο γ ι κ ή τους — δέν
ἕπεται ὅτι γνώριζε κάτι γιά τή λογική τους.
Τρίτον, ἄς δοῦμε τούς μάρτυρες πού ἐπικαλεῖται ὁ Χρύσιππος
γιά νά ὑπερασπίσει τή διαλεκτική. Βέβαια ἔχουμε τόν κατάλογο
στήν παράφραση τοῦ Πλουτάρχου καί ὄχι τίς λέξεις τοῦ ἴδιου
τοῦ Χρύσιππου· ὅμως δέν ὑπάρχει λόγος νά ἀμφιβάλλουμε γιά
τήν ἀκρίβεια τῆς παράφρασης, τουλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ τά
ὀνόματα. Οἱ μεγάλοι διαλεκτικοί, λοιπόν, ἦταν: ὁ Πλάτων καί
ὁ Ἀριστοτέλης· ἡ Ἀκαδημία ὡς τόν καιρό τοῦ Πολέμωνος· τό
Λύκειο ὡς τόν καιρό τοῦ Στράτωνος· «καί προπαντός ὁ
Σωκράτης».
Ἄν μᾶς ζητοῦσαν νά φτιάξουμε ἕναν κατάλογο τῶν μεγάλων
λογικῶν πρίν ἀπό τόν Χρύσιππο, θά δίναμε μόνον ἕνα ὄνομα:
Ἀριστοτέλης. Ἄν μᾶς πίεζαν νά δειχθοῦμε πιό γενναιόδωροι, θά
προσθέταμε τόν Θεόφραστο καί τόν Εὔδημο (καί ἀναμφίβολα τόν
Διόδωρο τόν Κρόνο καί τόν Φίλωνα). Ποτέ δέν θά σκεφτόμασταν
τόν Πλάτωνα ὡς λογικό, οὔτε φτιάχτηκε καμία λογική —μέ τή
σημερινή σημασία τῆς λέξης— στήν ἀρχαία Ἀκαδημία μετά τόν
Πλάτωνα. Ὅσο γιά τόν Σωκράτη, κανένας μας δέν θά φανταζόταν
νά τόν συμπεριλάβει στούς λογικούς. Ὁ δικός μας κατάλογος
τῶν λογικῶν θά ἦταν ἐντελῶς διαφορετικός ἀπό τόν κατάλογο
τῶν διαλεκτικῶν πού ἔφτιαξε ὁ Χρύσιππος. Ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι
ὁ μοναδικός ἀστέρας στόν πρῶτο κατάλογο· στόν δεύτερο εἶναι
ἁπλῶς ἕνας ἀπό τους πολλούς παῖκτες, καί ὄχι ὁ λαμπρότερος.
Μήπως ὁ Χρύσιππος ἀποδεχόταν κατά τρόπο ἐσφαλμένο
ἀνιστορικές ἀπόψεις γιά τήν πρώιμη πορεία τῆς λογικῆς;
Σίγουρα ὄχι. Ὁ δικός του κατάλογος τῶν λογικῶν διαφέρει ἀπό
τόν δικό μας, διότι ὁ Χρύσιππος δέν ἐνδιαφέρεται νά
ἀπαριθμήσει λογικούς — δέν σκέφτεται καν τή λογική ἐν
προκειμένω. Ὁ Πλάτων, πού μελέτησε τό θέμα τῆς διαίρεσης,
ἦταν γι’ αὐτό καθηγητής τῆς λογικῆς· ὁ Σωκράτης, πού πίεζε
γιά ὁρισμούς καί ἐπέμενε στίς ἐρωταποκρίσεις, ἦταν γι’ αὐτό
πρωταθλητής τῆς διαλεκτικῆς. Ὅσο γιά τόν Ἀριστοτέλη, ἡ
ἐργασία του στή λογική θά μποροῦσε ὄντως νά τόν κάνει
διαλεκτικό — ἀλλά τό ἴδιο θά μποροῦσε καί τό ἐνδιαφέρον του
γιά τή διαίρεση, τόν ὁρισμό, τά σοφίσματα καί τή διαλεκτική
διαμάχη. Τέτοιες διαλεκτικές σπουδές ἀναμφίβολα συνεχίστηκαν
στήν ἀρχαία Ἀκαδημία καί στό ἀρχαῖο Λύκειο. Καί εἶναι
σίγουρα αὐτές οἱ διαλεκτικές σπουδές καί ὄχι εἰδικά οἱ
λογικές σπουδές πού θά πρέπει νά ὑπαινίσσεται ὁ Χρύσιππος.
Τιμώντας τόν Ἀριστοτέλη ὡς δάσκαλο τῆς διαλεκτικῆς, δέν εἶχε
καθόλου στόν νοῦ τοῦ τούς συλλογισμούς.
Ὡστόσο εἶναι σίγουρο ὅτι τό κείμενο τό ὁποῖο παραθέτει ὁ
Πλούταρχος μᾶς πληροφορεῖ πώς ὁ Χρύσιππος εἶχε διαβάσει
τουλάχιστον κάτι ἀπό τόν Ἀριστοτέλη — πιθανόν τό Ὄργανον,
κάτι ἀπό λογική ἤ διαλεκτική; Ὄχι. Ἄν ρωτήσουμε ποιά γραπτά
ὑπαινίσσεται ἐδῶ ὁ Χρύσιππος, ἡ ἀπάντηση εἶναι ξεκάθαρη:
κανένα. Ὁ Σωκράτης δέν ἔγραψε τίποτα· συνεπῶς, ἀναφέροντας
τόν Σωκράτη ὡς τόν διαλεκτικό par excellence, ὁ Χρύσιππος
δέν μπορεῖ νά ὑπαινίσσεται κανένα γραπτό κείμενο. Τό ἴδιο
εἶναι ἀναμφίβολα ἀληθινό καί γιά τά ἄλλα πρόσωπα τοῦ
καταλόγου· ὁ Χρύσιππος σίγουρα γνώριζε —ἦταν κοινή γνώση—
ὅτι οἱ ἄνθρωποι πού ἀναφέρει εἶχαν μέ ποικίλους τρόπους μιά
ἰδιαίτερη σχέση μέ τή διαλεκτική· τό κείμενο ἀπό τό Περί
διαλεκτικῆς δέν ὑπονοεῖ κανένα ἀπό τά γραπτά τους καί
δέν μᾶς λέει ὅτι ὁ Χρύσιππος γνώριζε κάποιο ἀπό τά γραπτά
τους.
Τό χωρίο τοῦ Πλουτάρχου, πού φαίνεται νά ὑπόσχεται τόσο
πολλά, μᾶς λέει τόσο λίγα. Σίγουρα δέν μᾶς λέει ὅτι ὁ
Χρύσιππος εἶχε διαβάσει τό Ὄργανον. Δέν δείχνει οὔτε
κἄν ὅτι ὁ Χρύσιππος εἶχε ὁποιαδήποτε γνώση ἤ ἐνδιαφέρον γιά
τήν περιπατητική λογική.
V
Ἄν τό χωρίο ἀπό τό Περί διαλεκτικῆς δέν μᾶς λέει.
τίποτε σαφές, οἱ τίτλοι τῶν βιβλίων μήπως μᾶς λένε τίποτε;
Λένε κάτι, μόνον ἄν ἡ φράση οἱ ἀρχαῖοι ἀναφέρεται στούς
Περιπατητικούς. Ἀναφέρεται σέ αὐτούς;
Πρῶτον, ὑπάρχει ἕνα ἀκόμη ἀποσπασματικό στοιχεῖο νά
προσαγάγουμε. Διότι ἡ φράση ἅπαντα καί σέ ἕνα ἄλλο
χρυσίππειο χωρίο πέρα ἀπό τους δύο τίτλους. Στό τέταρτο
βιβλίο τοῦ Περί βίων ὁ Χρύσιππος παρατηροῦσε:
«Κατ’ ἀρχάς λοιπόν ὑποστηρίζω, σύμφωνα μέ αὐτό πού σωστά
λένε οἱ ἀρχαῖοι, ὅτι τά θεωρήματα τοῦ φιλοσόφου εἶναι τριῶν
εἰδῶν: τά λογικά, τά ἠθικά καί τά φυσικά».
(Περί στωικῶν ἐναντ. 1035Α)
Τώρα, στά Τοπικά ὁ Ἀριστοτέλης σημειώνει ὅτι:
«Ὑπάρχουν [...] τριῶν εἰδῶν προτάσεις καί προβλήματα:
ὑπάρχουν ἠθικές προτάσεις, φυσικές προτάσεις καί λογικές
προτάσεις» (105Μ9-2Ί).
Ὁ Χρύσιππος, λοιπόν, εἶχε σίγουρα αὐτό τό χωρίο τῶν
Τοπικῶν κατά νοῦ, ὥστε «οἱ ἀρχαῖοι», τουλάχιστον ἐδῶ, νά
μποροῦν νά ταυτιστοῦν μέ τόν ἴδιον τόν Ἀριστοτέλη; Καί σέ
αὐτή τήν περίπτωση, μόνο ἡ Ἀρχή τῆς Οἰκονομίας θᾶ μᾶς
ὁδηγήσει νά ἑρμηνεύσουμε «τούς ἀρχαίους» τῶν τίτλων τῶν
βιβλίων μέ τόν ἴδιον τρόπο.
Τί μποροῦμε νά ἀντιτάξουμε σέ αὐτό τό ἰδιαίτερα νόστιμο
συμπέρασμα; Ἕνα ἀκόμη χωρίο μπορεῖ νά προσαχθεῖ ὡς μάρτυρας:
«Ζήνων: Λένε ὅτι οἱ ἔννοιες δέν εἶναι οὔτε τινά οὔτε [...]
καί οἱ ἀρχαῖοι τίς ὀνομάζουν ἰδέας».
(Στοβαῖος, Ἐκλογαί I, 136)
Ὁ Ζήνων σίγουρα ἔχει κατά νοῦ τόν Πλάτωνα καί σίγουρα ὄχι
τόν Ἀριστοτέλη: οἱ «ἀρχαῖοι» του εἶναι ἤ ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων ἤ
ἀλλιῶς ἡ ἀρχαία Ἀκαδημία. Καί σέ αὐτή τήν περίπτωση, γιατί
νά μή σκεφτοῦμε ὅτι «οἱ ἀρχαῖοι» του Χρύσιππου εἶναι καί οἱ
Ἀκαδημεικοί;
Σέ τελευταία ἀνάλυση, ἡ τριχοτομία πού ἀναφέρεται στό
Περί βίων δέν εἶναι ἀποκλειστικά ἀριστοτελική· ἀντιθέτως,
κατοπινότερες πηγές τήν ἀποδίδουν στήν ἀρχαία Ἀκαδημία —
στόν Ξενοκράτη, ἤ ἀκόμη καί στόν Πλάτωνα. Οἱ «ἀρχαῖοι» πού
ἀναφέρονται ἐδῶ εἶναι κατά πάσα πιθανότητα Ἀκαδημεικοί. Καί
τό ἴδιο ἤ κάτι παρόμοιο ἰσχύει καί γιά ἕναν τουλάχιστον ἀπό
τους τίτλους τῶν βιβλίων στό Ὅτι οἱ ἀρχαῖοι ἐνέκριναν τή
διαλεκτική ὡς θέμα σοβαρό, μαζί μέ τίς ἀποδείξεις γιά αὐτό
τό γεγονός, ὁ Χρύσιππος σίγουρα θά ἐπεκαλεῖτο τούς
μεγάλους ἄνδρες πού μνημονεύει στό χωρίο ἀπό τό Περί
διαλεκτικῆς — οἱ ἀρχαῖοι θά εἶναι οἱ ἑξῆς (ἤ τουλάχιστον
θά περιλαμβάνουν τούς ἑξῆς): ὁ Πλάτων καί οἱ Ἀκαδημεικοί ὡς
τόν Πολέμωνα, ὁ Ἀριστοτέλης καί οἱ Περιπατητικοί ὡς τόν
Στράτωνα, «καί προπαντός ὁ Σωκράτης». Δέν ὑπάρχει λόγος νά
ὑποπτευθοῦμε καμιά ἰδιαίτερη ἀναφορά στόν Ἀριστοτέλη.
Αὐτό εἶναι πειστικό ὡς ἕνα βαθμό· εἶναι πειστικό ὅσον ἀφορᾶ
τόν τίτλο Ὅτι οἱ ἀρχαῖοι... ὅμως δέν μποροῦμε νά
δώσουμε πολλή βαρύτητα στό ἀπόσπασμα ἀπό τόν Στοβαῖο·
καί ἴσως ὑπάρχουν περιθώρια γιά νά ἀμφιβάλουμε καί γιά τό
κείμενο ἀπό τό Περί βίων. "Ὁπως καί νά εἶναι, ἄξι-
ζεῖ νά σημειώσουμε ὅτι ἐδῶ ὁ Χρύσιππος δέν ἀναφέρεται, σαφῶς,
στή γνωστή τριμερή διαίρεση τῆς φ ι λ ο σ ο φ ί α ς —
μᾶλλον ἀναφέρεται σέ μία τριμερή διαίρεση τῶν φ ι λ ο σ ο φ
ι κ ῶ ν θ ε ω ρ η μ ά τ ω ν. Τά Τοπικά μας δίνουν
ἕνα παράλληλο χωρίο, καί κανένα ἄλλο κείμενο δέν μᾶς δίνει
τίποτα σχετικό. Ἐν τούτοις θά ἦταν παράλογο νά ἐπιμένουμε
ὅτι ὁ Χρύσιππος ἔχει ἐδῶ κατά νοῦ τά Τοπικά· διότι θά
ἦταν παράλογο νά σκεφτοῦμε ὅτι εἶχε κατά νοῦ κάποιο
συγκεκριμένο χωρίο ἀπό τά γραπτά τῶν «ἀρχαίων» —
ὑπαινίσσεται γενικά κάτι πού τό θεωρεῖ κοινό τόπο.
Μένει τώρα ὁ δεύτερος τίτλος βιβλίου: Λύση σύμφωνα μέ τούς
ἀρχαίους... Εἶναι φανερό, ἀπό τή θέση αὐτοῦ τοῦ ἔργου στόν
κατάλογο, ὅτι ἡ «λύση» ἦταν λύση τοῦ παράδοξου τοῦ Ψεύτη.
Ταυτόχρονα γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεόφραστος ἔγραψε ἕνα ἔργο μέ
τρία βιβλία Περί τοῦ ψευδομένου (Διογένης Λαέρτιος V
49). Δέν ξέρουμε κανέναν πρίν ἀπό τόν Χρύσιππο πού νά ἔχει
γράψει γιά αὐτό τό θέμα. Ἴσως ἄλλοι νά ἔχουν γράψει τόμους
γιά τό ψεύδεσθαι — οἱ πληροφορίες μας στήν καλύτερη
περίπτωση ἁπλῶς μπαλώνουν τό πρόβλημα τῆς ἄγνοιάς μας. Καί
δέν ἀποκλείεται ὁ Χρύσιππος νά ἀναφέρεται σέ κάποιον
συγγραφέα αὐτῶν τῶν λησμονημένων ἔργων. Ἀλλά τό νά κάνουμε
ὑποθέσεις πρός αὐτή τήν κατεύθυνση δέν ὁδηγεῖ πουθενά. Καί
μέ βάση τά στοιχεῖα πού διασώθηκαν μοῦ φαίνεται εὔλογο νά
πιστεύω, ἄν καί ὄχι μέ βεβαιότητα, ὅτι ὁ Χρύσιππος εἶχε
διαβάσει τό ἔργο τοῦ Θεοφράστου γιά τόν ψευδόμενο καί ὅτι
ἔγραψε γιά τή λύση του — καί σίγουρα ἐναντίον της.
Δέν συμπεραίνω ἀπό αὐτό ὅτι ὁ Χρύσιππος διάβασε μετά μανίας
το ὑπόλοιπο του λογικοῦ oeuvre τοῦ Θεοφράστου, οὔτε πολύ
περισσότερο ὅτι διάβασε μέ προσοχή τό Ὄργανον τοῦ
Ἀριστότελους. Ἀλλά δέν πιστεύω ὅτι δέν εἶχε δεῖ κανένα
περιπατητικό ἔργο.
VI
Τά κείμενα τῶν σχολιαστῶν εἶναι δύσκολο νά τά ἀποτιμήσουμε·
μία ἀποσπασματική προσέγγιση εἶναι ἡ μόνη μέθοδος. Ἐδῶ θά
κάνω δύο γενικά σχόλια, καί μετά θά ἐξετάσω τρία
συγκεκριμένα κείμενα.
Τό πρῶτο γενικό σχόλιο εἶναι κοινοτοπία· ὅταν οἱ σχολιαστές
ἀναφέρονται σέ διαφωνίες μεταξύ Στωικῶν καί Περιπατητικῶν,
πολλές φορές δέν ἀναφέρονται —ἤ δέν χρειάζεται νά τούς
ἑρμηνεύουμε σάν νά ἀναφέρονται— σέ πραγματικές, ἱστορικές
διαμάχες. Οἱ ἀρχαῖοι μελετητές, ὅπως καί οἱ σύγχρονοι, τό
βρίσκουν παιδαγωγικά χρήσιμο νά παρουσιάζουν μιά θεωρητική
διαφορά σάν ἱστορική διαμάχη: τά ὑπέρ καί τά κατά μιᾶς
ἀφηρημένης ἐπιχειρηματολογίας παρουσιάζονται σάν τά
ἑκατέρωθεν 'στριμώγματα' μιᾶς συγκεκριμένης συζήτησης. Ἀλλά
ἡ συγκεκριμένη συζήτηση εἶναι —ἤ μποροῦμε συχνά νά
ὑποθέσουμε ὅτι εἶναι— μιά εὐχάριστη φανταστική κατασκευή. «Οἱ
Περιπατητικοί λένε ὅτι... Οἱ Στωικοί ἀπαντᾶνε ὅτι...». Δέν
χρειάζεται νά ἑρμηνεύσουμε αὐτό τό «ἀπαντᾶνε» σάν νά
σημαίνει μιά ἀπάντηση πού δόθηκε πραγματικά σέ κάποια στιγμή
τῆς ἱστορίας ἀπό κάποιον συγκεκριμένο Στωικό σέ κάποια
συγκεκριμένη περιπατητική πρόκληση. Ἡ 'ἀπάντηση’ εἶναι ἡ
βιτρίνα: ὁ σχολιαστής ἐννοεῖ μόνον ὅτι μιά δεδομένη στωική
ἄποψη μποροῦμε νά τήν δοῦμε σάν ἀπόρριψη μιᾶς δεδομένης
περιπατητικῆς θέσης.
Εἶναι ἀναμφισβήτητο, ὑποθέτω, ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ
ψευδοϊστορία εἶναι ἕνα κοινό συστατικό της ἀρχαίας καί
σύγχρονης συγγραφικῆς πρακτικῆς. (Καί θά πρόσθετα ἴσως ὅτι
εἶναι ἕνα ἀπολύτως σεβαστό συστατικό — κατά τό μέτρο πού δέν
τό παίρνουμε γιά πραγματική ἱστορία). Ἄν δέν εἶναι πάντοτε
εὔκολο νά εἴμαστε σίγουροι γιά τό πού καί πότε εἶναι παρόν,
ὁρισμένες τουλάχιστον φορές ἡ φανταστική κατασκευή εἶναι
ὁλοφάνερη. Ἔτσι στό σχόλιό του γιά τόν ἀριστοτελικό ὁρισμό
τοῦ συλλογισμοῦ στά Ἀναλ. πρότ. 24Μ8-20, ὁ Ἀμμώνιος
παρατηρεῖ ὅτι:
«εἶπε ἑτερόν τί τῶν κειμένων, λόγω τῶν στωικῶν
ἐκείνων συλλογισμῶν
πού τούς ὀνομάζουν εἴτε διφορουμένους εἴτε ἀδιαφόρως
περαίνοντας».
(Εἰς Ἀναλ. πρότ. 27.35-36)
Δηλαδή ὁ Ἀριστοτέλης ἐπέμενε ὅτι τό συμπέρασμα ἑνός
συλλογισμοῦ πρέπει νά εἶναι κάτι ξέχωρο ἀπό κάθε προκείμενή
του, προκειμένου νά ἐξασφαλίσει ὅτι ὁρισμένα ἐπιχειρήματα
πού δέχονταν οἱ Στωικοί δέν κατατάσσονται στούς
συλλογισμούς. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Ἀριστοτέλης διατύπωσε τόν
ὁρισμό του μέ τό ἕνα μάτι στόν στόχο τῆς προγραφῆς
συγκεκριμένων στωικῶν ἐπιχειρημάτων.
Δέν θά ὑποθέσουμε ὅτι αὐτή ἡ πρόταση τοῦ ὑπομνήματος τοῦ
Ἀμμωνίου μᾶς δίνει βάσιμα στοιχεῖα γιά μία προφητική
ἀντίδραση τοῦ Ἀριστοτέλους ἐναντίον τῆς στωικῆς λογικῆς. Δέν
θά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἔλεγε: «Δέν θά συμπεριλάβω
κανένα ἀπό αὐτά τά ἀπαράδεκτα στωικά ἐπιχειρήματα». Οὔτε καί
ὁ Ἀμμώνιος περιμένει ἀπό μᾶς νά ἑρμηνεύσουμε τά λόγια του μέ
ἱστορικό τρόπο· ἡ ἱστορική ἀπόχρωση πού ἔχει τό κείμενό του
—ὁμολογουμένως ἁπαλή στή συγκεκριμένη περιπτωση— εἶναι μόνο
διακοσμητική.
Ἡ τεχνική τοῦ Ἀμμωνίου —ἄν αὐτή ἡ λέξη δέν εἶναι ὑπερβολική—
εἶναι παντοῦ ἡ ἴδια μέ αὐτήν πού εἴδαμε ἐδῶ. Δέν ἔχουμε οὔτε
γιά μιά στιγμή τόν πειρασμό νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης
ἔβαλλε κατά τῶν Στωικῶν — οὔτε ὅτι ὁ Ἀμμώνιος ἤθελε νά
ὑποθέσουμε πώς ὁ Ἀριστοτέλης ἔβαλλε κατά τῶν Στωικῶν. Ἀλλοῦ,
λοιπόν, δέν χρειάζεται νά ὑποθέσουμε —καί δέν χρειάζεται νά
ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἀμμώνιος ἤθελε νά ὑποθέσουμε— ὅτι οἱ
Στωικοί ἔβαλλαν κατά τοῦ Ἀριστότελους.
Ἡ δεύτερη γενική ἐπισήμανση εἶναι ἐξίσου κοινότοπη. Οἱ
σχολιαστές ἀναφέρονται συχνά στούς «Στωικούς» γενικά· ρητές
ἀναφορές σέ συγκεκριμένους Στωικούς, ἀκόμη καί στόν
Χρύσιππο, εἶναι σχετικά σπάνιες. Ἔτσι, δέν δικαιούμαστε νά
ἐκλάβουμε τήν ἀπροσδιόριστη ἀναφορά στούς Στωικούς ὡς
ἀναφορά στήν Ἀ ρ χ α ί α Στοά. Σέ τελευταία ἀνάλυση, οἱ
πηγές μας εἶναι ὅλες πολύ κατοπινές — ἡ παλαιότερη εἶναι ὁ
Ἀλέξανδρος· καί τότε πού ἔγραφε αὐτός, ὁ Χρύσιππος εἶχε
πεθάνει ἀπό αἰῶνες καί ὁ Στωικισμός εἶχε ἐξελιχθεῖ
πολύμορφα. Ἀκόμη καί ἄν ἡ λογική δέν ἦταν ἕνα σταθερό μέρος
τοῦ Στωικισμοῦ, ὑπάρχουν στοιχεῖα πού δείχνουν ὅτι τό θέμα
αὐτό δέν πέθανε μέ τόν Χρύσιππο· ὑπῆρξαν καί μεταγενέστεροι
Στωικοί λογικοί, οἱ ὁποῖοι δέν παπαγάλισαν ἁπλῶς αὐτά πού
εἶπε ὁ λογικός του Θεοῦ.
Μιά ἀναφορά στούς «Στωικούς» μπορεῖ κάλλιστα νά προέρχεται
ἀπό κάποιο ἔργο (περισσότερο προσιτό ἀλλά καί πιό σύγχρονο)
αὐτῶν τῶν ἐπιγόνων.
Ἔτσι, ξέρουμε ὅτι κάποιος Ἀθηνόδωρος ἔγραψε ἕνα ἔργο μέ
τίτλο Κατά τῶν τοῦ Ἀριστότελους κατηγοριῶν καί ὁ
περίφημος Στωικός τῶν αὐτοκρατορικῶν χρόνων, ὁ Λεύκιος
Ἀνναῖος Κορνοῦτος, ἔγραψε Κατά Ἀθηνοδώρου καί Ἀριστοτέλους
καί ἔθιξε τά ἴδια θέματα στή Ρητορική του.
Πρόσφατα μάθαμε ἀπό ἕναν Ὀξύρρυγχο πάπυρο ὅτι ὁ Κορνοῦτος
ἔγραψε ἕνα ἔργο Περί ἑκτῶν — ἕνα ἔργο πού σίγουρα θά
ἔθιγε κάποια θέματα λογικῆς καί τή διαμάχη μεταξύ
Περιπατητικῶν καί Στωικῶν σχετικά μέ τήν ἔννοια ἕξις.
Πόσο περισσότερο ἀσχολήθηκαν μέ τή λογική αὐτοί, ἄλλα καί
ἄλλοι συγγραφεῖς, δέν ξέρουμε· οὔτε μαθαίνουμε πολλά γιά τίς
λογικές σπουδές τοῦ Ποσειδωνίου, τόν ἀριστοτελικότερο ὅλων
τῶν Στωικῶν. ὅμως ἡ γενική εἰκόνα εἶναι σαφής: κατά τό μέτρο
πού οἱ διαμάχες μεταξύ Περιπατητικῶν καί Στωικῶν εἶναι
γνήσια ἱστορικές διαμάχες, ἡ ἱστορία τους μᾶλλον εἶναι
μεταγενέστερη (ἴσως πολύ μεταγενέστερη) του 100 π.Χ. Κατά τό
μέτρο πού αὐτό ἀληθεύει, δέν μποροῦμε νά ἐπικαλεστοῦμε τίς
διαμάχες πού καταγράφουν οἱ σχολιαστές ὡς τεκμήριο τοῦ ὅτι ὁ
Ἀριστοτέλης ἐπέδρασε στήν πρώιμη ἀνάπτυξη τῆς στωικῆς
λογικῆς. Μιά διαμάχη πού ἀντανακλᾶ τή σκέψη τοῦ Ποσειδωνίου
ἤ τοῦ Ἀθηνοδώρου ἤ τοῦ Κορνούτου δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τή
μελέτη τῆς λογικῆς τοῦ Χρυσίππου.
Ἐδῶ μπορῶ νά παραθέσω ἕνα κείμενο ἀπό τό Περί κράσεως
τοῦ Ἀλεξάνδρου, παρ’ ὅλο πού δέν ἀναφέρεται ἐξειδικευμένα σέ
λογικά ζητήματα. Συζητώντας τίς ἀπόψεις τῶν ἀπό της Στοᾶς
σχετικά μέ τό ζήτημα τῆς κράσεως, ὁ Ἀλέξανδρος παρατηρεῖ
ὅτι:
«ἡ γνώμη σχετικά μέ τήν κράση πού φαίνεται νά εὐνοεῖται
περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη μεταξύ τους, εἶναι αὐτή τοῦ
Χρύσιππου. Διότι ἀπό τους διαδόχους του μερικοί συμφωνοῦν μέ
τόν Χρύσιππο, ἐνῷ ἄλλοι —παρ’ ὅλο πού ἀργότερα εἶχαν τήν
εὐκαιρία νά ἀκούσουν καί τή γνώμη τοῦ Ἀριστοτέλους—
ἐπαναλαμβάνουν κι αὐτοί πολλά ἀπό ὅσα εἶπε αὐτός γιά τήν
κράση. Ἀνάμεσα στούς δεύτερους εἶναι ὁ Σωσιγένης, φίλος τοῦ
Ἀντιπάτρου».
(Περί κράσ. 216.7-12)
Ὁ,τι καί νά κάνουμε μέ τή φράση «ἀργότερα εἶχαν τήν εὐκαιρία
νά ἀκούσουν»,
τό μήνυμα τοῦ Ἀλεξάνδρου εἶναι σαφές: ὁ Χρύσιππος δούλευε
χωρίς νά γνωρίζει τόν Ἀριστοτέλη· οἱ μεταγενέστεροι Στωικοί
ἔμαθαν τίς ἀπόψεις τοῦ Ἀριστότελους — ἀλλά δέν καρπώθηκαν
τίποτε ἀπό αὐτές. Ὁποιαδήποτε διαμάχη μεταξύ Στωικῶν καί
Περιπατητικῶν σχετικά μέ τήν κρᾶσιν —ἄν πιστέψουμε
τήν ἱστορία τοῦ Ἀλεξάνδρου— πρέπει νά ἐμφανίστηκε, τό
νωρίτερο, μία γενιά μετά τόν Χρύσιππο. Αὐτό πού λέει ὁ
Ἀλέξανδρος γιά τήν κρᾶσιν θά μποροῦσε, μέ βάση αὐτά
πού γνωρίζουμε, νά ἀληθεύει καί γιά τή λογική. Σέ τελευταία
ἀνάλυση πρέπει νά μήν ξεχνᾶμε τό γεγονός ὅτι οἱ
μεταγενέστεροι Στωικοί συζητοῦσαν λογικά θέματα, γνώριζαν τά
γραπτά τοῦ Ἀριστοτέλους, καί παρετίθεντο κι αὐτοί μέ τή
σειρά τους ἀπό τους ὕστερους σχολιαστές τοῦ Ὀργάνου.
VI
Τά τρία ἐπί μέρους κείμενα πού θά ἐξετάσω προέρχονται ὅλα
ἀπό ἕνα ἔργο, τό ὑπόμνημα τοῦ Ἀλεξάνδρου στά Ἀναλυτικά
πρότερα. Ἐπιλέγω αὐτό τό ἔργο, διότι εἶναι τό παλαιότερο
καί ἴσως καί τό καλύτερο ἀπό τά ὑπομνήματα πού ἀφοροῦν τό
θέμα μου. Ὅποιες δυσκολίες βρίσκει κανείς μέ τόν Ἀλέξανδρο,
αὐξάνονται καί δέν μειώνονται μέ μεταγενέστερους καί
ἐλάσσονες συγγραφεῖς.
Ἕνα ἀπό τά μικρά δοκίμια πού ὁ Ἀλέξανδρος περιέλαβε στό
ὑπόμνημά του ἀφορᾶ τήν ἄρνηση.
Θέμα συζήτησης εἶναι οἱ ἁπλές προτάσεις ὀνόματος καί
ρήματος, ὅπως π.χ. ἡ πρόταση:
Καλλίας περιπατεῖ,
καί οἱ ἀρνήσεις τους. Ὁ Ἀλέξανδρος ἀναφέρει καί
ὑπερασπίζεται τή γνωστή περιπατητική ἄποψη, σύμφωνα μέ τήν
ὁποία τό σημεῖο τῆς ἄρνησης τροποποιεῖ τό ρῆμα, τό
περιπατεῖ. Αὐτό μποροῦμε νά τό δείξουμε θέτοντας τό
σημεῖο τῆς ἄρνησης ἀμέσως μπροστά ἀπό τό ρῆμα καί κρατώντας
τό ἐκεῖ μέσα σέ ἀγκύλες:
Καλλίας [οὐ περιπατεῖ]
— καί γενικά μποροῦμε νά ἀναπαραστήσουμε τήν ἄρνηση τῆς «Φά»
ὡς «[ὄχι-Φα]». Ὁ Ἀλέξανδρος ἀναφέρει καί μία ἀντίπαλη ἄποψη,
ἡ ὁποία στήν πραγματικότητα ἐκλαμβάνει τό σημεῖο τῆς ἄρνησης
μέ τρόπο τέτοιο ὥστε νά τροποποιεῖ ὅλη τήν πρόταση. Αὐτό
μποροῦμε νά τό δείξουμε μέ ἕνα συμβατικό τρόπο ὡς ἑξῆς:
οὐ [Καλλίας περιπατεῖ]
— καί γενικά τήν ἄρνηση τῆς «Φά» μποροῦμε νά τήν
ἀναπαραστήσουμε ὡς «ὄχι-[Φα]».
Ὑπέρ αὐτῆς τῆς δεύτερης ἄποψης —τῆς ἀντίπαλης, ὅπως θά τήν
ἀποκαλῶ— ἔχουν διατυπωθεῖ τρία ἐπιχειρήματα. Ὁ Ἀλέξανδρος
ἐξετάζει τό καθένα ἀπό αὐτά διεξοδικά — καί τά βρίσκει
ἀσύστατα. Ἡ διαλεκτική δομή τοῦ κειμένου του εἶναι
περίπλοκη. Τό πρῶτο ἐπιχείρημα τῶν ἀντιπάλων ἐκτίθεται στό
402.12-19. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀλεξάνδρου καταλαμβάνει τό 402.
36-404.31, καί συνίσταται σέ ἕξι χωριστούς λόγους γιά τούς
ὁποίους τό ἐπιχείρημα τῶν ἀντιπάλων πρέπει νά ἀπορριφθεῖ.
Στόν δεύτερο ἀπό αὐτούς τους λόγους (403.11-14) ὁ Ἀλέξανδρος
ἀναφέρει ἕνα ἔξυπνο ἐπιχείρημα (403.14- 18), τό ὁποῖο στή
συνέχεια τό ἀντικρούει (403.18-26) καί τό ὁποῖο τόν ὁδηγεῖ
στή θετική ὑπεράσπιση τῆς περιπατητικῆς ἄποψης
(403.27-404.11).
Ὁ ’Ἀλέξανδρος δέν κατονομάζει τούς ἀντίπαλούς του. Ὅμως οἱ
ἀντίπαλοι εἶναι —για νά μήν τό τραβήξουμε καί πολύ—
ἐπηρεασμένοι ἀπό στωικές ἰδέες. Τό κείμενο αὐτό
χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα ἀπό τους εἰδικούς ὡς μαρτυρία γιά
τή στωική λογική, καί γιά τήν πρώιμη στωική λογική —
χρησιμοποιήθηκε μάλιστα ὡς μαρτυρία γιά τίς ἀπόψεις τοῦ
Χρυσίππου γιά τήν ἄρνηση.
Ἀλλά τά τρία ἐπιχειρήματα μέ τά ὁποῖα οἱ ἀντίπαλοι
ὑποστηρίζουν τή δική τους ἄποψη δουλεύουν περισσότερο μέ
πλάγιο τρόπο παρά ἄμεσα. Οἱ ἀντίπαλοι δέν ἐπιχειρηματολογοῦν
εὐθέως γιά τό ἀληθές ἤ τό ψευδές της περιπατητικῆς ἄποψης.
Τά ἐπιχειρήμα τα εἶναι στήν οὐσία ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῆς
περιπατητικῆς ἄποψης, καί εἶναι κατανοητά μόνον ἄν τά
ἐκλάβουμε ὡς τέτοια. Ἄν τά ἐπιχειρήματα στό κείμενο τοῦ
Ἀλεξάνδρου εἶναι χρυσίππεια, τότε μποροῦμε νά συμπεράνουμε
ὅτι οἱ ἀπόψεις τοῦ Χρυσίππου γιά τήν ἄρνηση σχηματίστηκαν —ἤ
τουλάχιστον ὑποστηρίχθηκαν— ὡς ἀντίδραση στίς ἀπόψεις τοῦ
Ἀριστοτέλους γιά τήν ἄρνηση. Ἀπό αὐτό ἕπεται ἀμέσως ὅτι ὁ
Χρύσιππος εἶχε μελετήσει τήν ἀριστοτελική ἄποψη. Καί σέ αὐτή
τήν περίπτωση μποροῦμε νά ὑποθέσουμε ὅτι εἶχε διαβάσει μέρη
τοῦ Ὀργάνου.
Δικαιώνει τό κείμενο τοῦ Ἀλεξάνδρου αὐτό τό ὑπερβολικό
συμπέρασμα; Πρῶτον, μποροῦμε νά ἀναρωτηθοῦμε ἄν ἡ διαμάχη
πού καταγράφει ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν μιά πραγματική, ἱστορική
διαμάχη. Ἡ σύγκρουση δέν περιγράφεται ρητά μέ τρόπο ἱστορικό·
ὁ Ἀλέξανδρος χρησιμοποιεῖ ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος χρόνο
ἐνεστῶτα, καί δέν ἐπιδιώκει νά δώσει καμία ἱστορική χροιά
καθώς ἐκδιπλώνει μέ τρόπο ἀφηρημένο τή διαμάχη. Ὡστόσο εἶναι
εὔλογο νά ὑποθέσουμε ὅτι ὑπῆρχε τουλάχιστον μία ἐλάχιστη
ἱστορική πραγματικότητα πίσω ἀπό αὐτή τή σχηματική ἱστορία.
Οἱ ἀντίπαλοι, πρέπει σίγουρα νά ὑποθέσουμε, ἦταν πραγματικοί
ἄνθρωποι. Διότι ὁ Ἀλέξανδρος λέει εἰσίν οἷς δοκεῖ,
δηλαδή δέν ἀναφέρει τή γνώμη σάν μιά πού θά μ π ο ρ ο ῦ σ
ε νά διατυπωθεῖ, ἀλλά σάν μία πού ὄ ν τ ω ς διατυπώνεται.
Ἐπίσης, οἱ ἀντίπαλοι ὑποστηρίζουν τή γνώμη τους ἐπιτιθέμενοι
στήν περιπατητική ἄποψη· καί εἶναι εὔλογο νά συμπεράνουμε
ἀπό αὐτό ὅτι γνώριζαν τήν περιπατητική ἄποψη καί ἔβαλλαν
ἀνοιχτά ἐναντίον της. Γιά τό ἄν ὅλες οἱ πτυχές τῆς
πολύπλοκης παρουσίασης τοῦ Ἀλεξάνδρου θεμελιώνονται στήν
ἱστορική πραγματικότητα, δέν πρόκειται νά λάβω θέση·
φαίνεται ὅμως καθαρά ὅτι σέ κάποια φάση μία ὁμάδα λογικῶν
ἔλαβε γνώση τῆς ἀριστοτελικῆς ἄποψης γιά τήν ἄρνηση τῶν
ἁπλῶν προτάσεων, ἐπιχειρηματολόγησε ἐναντίον αὐτῆς της
ἄποψης, καί σκέφτηκε ὡς ἐκ τούτου νά ὑποστηρίξει καί νά
καθιερώσει μιά διαφορετική ἄποψη.
Ποιοί ἦταν αὐτοί οἱ ἀντίπαλοι, λοιπόν; Καί συγκεκριμένα,
ἦταν οἱ Στωικοί; Ἦταν οἱ περί Χρύσιππον; Ὁ Ἀλέξανδρος
κατά κανόνα δέν εἶναι ἀπρόθυμος νά κατονομάσει τούς
ἀντίπαλούς του, οὔτε μασκαρεύει πάντοτε τίς ἀναφορές του
στούς Στωικούς ἤ στόν Χρύσιππο. Ἐδῶ δέν κατονομάζει κανέναν,
καί μᾶς δίνει ἕνα ἀνώνυμο εἰσίν οἷς δοκεῖ. Αὐτό ἴσως
σημαίνει ὅτι ἡ φράση οἱ ἀπό της Στοᾶς δέν θά ταιρίαζε
στόν κατάλογο καί ὅτι συνεπῶς οἱ ἀντίπαλοι δέν εἶναι ἁπλῶς
«οἱ Στωικοί» ἤ κάποια συγκεκριμένη ὁμάδα Στωικῶν. A fortiori
οἱ ἀντίπαλοι δέν εἶναι ὁ Χρύσιππος.
Ἐνάντια σέ αὐτό, οἱ ἐρευνητές ἔχουν ἐπικαλεστεῖ τό
περιεχόμενο τοῦ χωρίου. Τό ἐπιχείρημά τους εἶναι ἀρκετά
ἁπλό: ἡ ἀντίπαλη ἄποψη εἶναι στωική ἄποψη, καί μάλιστα
πρώιμη στωική ἄποψη· συνεπῶς οἱ ἀντίπαλοι πρέπει νά εἶναι οἱ
Στωικοί, καί μάλιστα οἱ ἀρχαῖοι Στωικοί. ὅμως σέ αὐτό τό
ἐπιχείρημα ἡ συναγωγή τοῦ συμπεράσματος εἶναι ἀμφίβολη καί ἡ
προκείμενη ἀβέβαιη.
Ὅσον ἀφορᾶ τή συναγωγή, ἄς ὑποθέσουμε πρός στιγμήν ὅτι ἡ
ἄποψη πού ὑπερασπίζουν οἱ ἀντίπαλοι εἶναι ἀρχαία στωική
ἄποψη· δέν ἕπεται ἀπό αὐτό ὅτι οἱ ἀντίπαλοι ἦταν οἱ ἀρχαῖοι
Στωικοί. Μπορεῖ, γιά παράδειγμα, νά ἦταν μεταγενέστεροι
Στωικοί —ὁ Ἀθηνόδωρος, ἄς πούμε, ἡ ὁ Κορνοῦτος—πού
ἀποφάσισαν νά ὑπερασπίσουν τήν ἀρχαία στωική διδασκαλία
ἀπέναντι στόν περιπατητικό της ἀντίπαλο ὁ ὁποῖος τότε
ἀναβίωσε. Ὁ Ἀλέξανδρος μπορεῖ νά ἀναφέρεται σέ μιά
προσπάθεια τοῦ Κορνούτου νά ὑποστηρίξει τή χρυσίππεια ἄποψη
γιά τήν ἄρνηση — προσπάθεια στήν ὁποία ἐπέδειξε καί τή δική
του γνώση τῶν ἀριστοτελικῶν κειμένων. Ἀκόμη κι ἄν ἡ ἀντίπαλη
γνώμη εἶναι πράγματι χρυσίππεια, δέν ὑπάρχει λόγος νά
συναγάγουμε ἀπό αὐτό ὅτι τά ἐπιχειρήματα πού προσάγονται
ὑπέρ της προέρχονται ἀπό τόν Χρύσιππο. Καί, συνεπῶς, δέν
ὑπάρχει φυσικά κανένας λόγος νά σκεφτοῦμε ὅτι ὁ Χρύσιππος
υἱοθέτησε τήν ἄποψή του ὡς σκόπιμη ἀντίδραση σέ ὁρισμένες
περιπατητικές ἰδέες.
Ε ἶ ν α ι ἡ ἄποψη χρυσίππεια; Ὁ πυρήνας της εἶναι. Σύμφωνα
μέ τόν Χρύσιππο (ἤ τουλάχιστον ἔτσι νομίζω ὅτι μποροῦμε
σωστά νά ὑποθέσουμε), ἡ ἄρνηση τῆς «Φα» εἶναι. «ὄχι-[Φα]».
Αὐτή εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἄποψη πού ὑπερασπίζουν οἱ ἀντίπαλοι.
Ὅμως ἡ ὑπεράσπιση βασίζεται σέ ἕναν ἀριθμό ἀπό πράγματα γιά
τά ὁποῖα δέν ἔχουμε μαρτυρίες ἀπό ἀλλοῦ ὅτι εἶναι χρυσίππεια
— ἤ ἔστω τῆς Στοᾶς. Τά πιό σημαντικά ἀπό αὐτά εἶναι τά ἑξῆς:
Τό δεύτερο ἀπό τά τρία ἐπιχειρήματα τῶν ἀντίπαλων ἀναφέρεται
στήν πρόταση:
Οὗτος οὐ περιπατεῖ
— πρόταση ἡ ὁποία μέ κάποιον τρόπο ὑποδηλώνει ὅτι τό
ὑποκείμενό της εἶναι ἀρσενικό. Οἱ ἀντίπαλοι ὑποστηρίζουν ὅτι
ἡ πρόταση αὐτή εἶναι ἰσοδύναμη μέ (καί ἐνδεχομένως ἀναλύσιμη
εἰς) τήν ἑξῆς:
Ἔστιν ὁ δεικνύμενος οὗτος, ὅς οὐ περιπατεῖ.
(Βλ. Εἰς Ἀναλ. πρότ. 402.29-30). Δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι
καταλαβαίνω αὐτή τήν πρόταση- ὅμως ὑποθέτω δοκιμαστικά ὅτι
σημαίνει κάτι σάν αὐτό:
Αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού δείχνεται καί δέν ἰσχύει ὅτι
περπατάει.
Γενικότερα, ἴσως, μιά πρόταση τῆς μορφῆς
ὄχι-[Φδ]
— ὅπου «δ» εἶναι μιά δεικτική ἀντωνυμία, πού ἐκλαμβάνεται ὡς
ἰσοδύναμη πρός κάτι πού ἔχει τή μορφή
δ = X καί ὄχι-[Φ(Χ)].
Γ ι α τ ί θά ἔπρεπε κάποιος νά δώσει μιά τέτοια ἰσοδυναμία,
δέν πρόκειται νά κάτσω νά τό ψάξω· οὔτε καί θά ἀναζητήσω
ἄλλους πιθανούς τρόπους ἑρμηνείας τοῦ κειμένου. Διότι ὅπως
καί νά εἶναι, ἐδῶ βρίσκουμε κάτι πού κανένα κείμενο δέν τό
προσγράφει σέ κανέναν ἀρχαῖο Στωικό. Γνωρίζουμε ἀρκετά
πράγματα γιά τήν ἀρχαία στωική ἄποψη γιά τήν ἄρνηση, καί
ἀρκετά γιά τήν ἀρχαία στωική ἄποψη γιά τίς «ὁρισμένες»
προτάσεις (τίς προτάσεις τῆς μορφῆς «Φδ»)· κανένα στοιχεῖο
ἐδῶ δέν ὑπονοεῖ οὔτε μᾶς προετοιμάζει γιά τή θεωρία περί
ἀρνήσεως πού διαβάζουμε στόν Ἀλέξανδρο. Συνεπῶς, πρέπει νά
ἀμφιβάλλουμε γιά τό ἄν ἡ θεωρία αὐτή εἶναι χρυσίππεια, ἀκόμη
κι ἄν στηρίζεται σέ ὁρισμένες χρυσίππειες ἰδέες — καί ἀκόμη
κι ἄν συγκροτήθηκε, τελικά, γιά νά ὑπερασπίσει συγκεκριμένες
χρυσίππειες ἀπόψεις.
Δέν μπορῶ νά ἰσχυριστῶ ὅτι τό ἐπιχείρημα τῆς τελευταίας
παραγράφου εἶναι καί πολύ ἰσχυρό. Ξέρουμε ὅτι ὁ Χρύσιππος
ἔγραψε πάρα πολλά γιά πολλά λογικά ζητήματα, μεταξύ τῶν
ὁποίων καί γιά λογικά θέματα ὅπως ἡ ἄρνηση καί οἱ «ὁρισμένες»
προτάσεις· καί μποροῦμε νά εἴμαστε σίγουροι ὅτι ἡ διερεύνηση
τῶν θεμάτων αὐτῶν ἀπό τόν Χρύσιππο ἦταν πολύ πιό εὐφυής καί
περίπλοκη ἀπό ὅσο μᾶς ἐπιτρέπουν νά ἀντιληφθοῦμε τά κείμενα
πού ἔφτασαν ὡς τίς μέρες μας, τά ὁποῖα στή συντριπτική τους
πλειοψηφία μᾶς παρουσιάζουν περιλήψεις τῶν ἐγχειριδίων. Θά
ἦταν, λοιπόν, παράτολμο νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι οἱ σελίδες τοῦ
Ἀλεξάνδρου γιά τίς ὁποῖες μιλᾶμε περιέχουν ὑλικό πού εἶναι
ἀποδεδειγμένα μεταχρυσίππειο. Ἀπό τήν ἄλλη, ὅμως, δέν
πιστεύω ὅτι ὑπάρχει τίποτα μέσα στό κείμενο πού νά
καταδεικνύει —ἤ ἔστω νά ὑποδεικνύει— ὅτι οἱ ἀντίπαλοι τῶν
ὁποίων τήν ἄποψη καταγράφει ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι ὁ Χρύσιππος
καί οἱ φίλοι του. Ὅλα εἶναι συμβατά πρός τήν ὑπόθεση ὅτι οἱ
ἀντίπαλοι χρονολογοῦνται ἀπό τόν 1ο αἰώνα μ.Χ. Τείνω νά
πιστέψω ὅτι οἱ ἀντίπαλοι ἦταν ἄνθρωποι τῆς δικῆς μας
χιλιετίας. Ὅ,τι ὑποστηρίζω, ὅμως, δέν εἶναι παρά μιά
ἐτυμηγορία non liquet.
VII
«Ὁ Ἀριστοτέλης ὑποσχέθηκε νά γράψει σχετικά μέ τούς
συλλογισμούς "πού στηρίζονται σέ μιά ὑποθεση”. Δέν τό ἔκανε
ποτέ" πρέπει ὅμως νά σημειώσουμε ὅτι οἱ μαθητές τοῦ
Ἀριστοτέλους, ὁ Θεοφραστος, ὁ Εὔδημος καί οἱ ἄλλοι, ἐξέδωσαν
μεγάλες πραγματεῖες σχετικά μέ αὐτούς· τό ἴδιο ἔκαναν καί οἱ
Στωικοί».
(Φιλόπονος, Εἰς Ἀναλ. πρότ. 242.18-21)
Στήν ἀρχαία ὁρολογία, ἡ περιπατητική λογική ἦταν κατηγορική
συλλογιστική, ἐνῷ ἡ στωική λογική ἦταν ὑποθετική
συλλογιστική. Μερικοί ἀπό τους Περιπατητικούς ὄντως
ἀφιέρωσαν ἀρκετό χρόνο γιά τή μελέτη ὁρισμένων πτυχῶν τῆς
ὑποθετικῆς λογικῆς — καί εἶναι πολύ φυσικό νά ἀναρωτηθοῦμε
ἄν οἱ πρῶτες δικές τους σκέψεις ἐπηρέασαν τούς Στωικούς καί
τούς ὤθησαν στίς δικές τους προσπάθειες.
Ὁ Φιλόπονος δέν λέει ὅτι οἱ Στωικοί δανείστηκαν ἀπό τους
μαθητές τοῦ Ἀριστοτέλους· ἴσως ὅμως ὑπονοεῖ —καί μάλιστα
σκόπιμα— κάτι τέτοιο. Τό ἀντίστοιχο χωρίο στό ὑπόμνημα τοῦ
Ἀλεξάνδρου
οὔτε κἄν μνημονεύει τούς Στωικούς. Ὅμως μᾶς παρέχει
ὁρισμένες σπουδαῖες πληροφορίες γιά τά πρῶτα περιπατητικά
ἐγχειρήματα στόν χῶρο τῆς ὑποθετικῆς συλλογιστικῆς. Ὁ
Ἀλέξανδρος δίνει ἕναν κατάλογο τῶν εἰδῶν ὑποθετικοῦ
συλλογισμοῦ πού θά πραγματευόταν ὁ Ἀριστοτέλης ἄν εἶχε
ἐκπληρώσει τήν ὑπόσχεσή του. Ἔχω ὑποστηρίξει ἀλλοῦ
ὅτι ὁ κατάλογος τοῦ Ἀλεξάνδρου στήν πραγματικότητα συμπίπτει
μέ τόν κατάλογο τῶν συλλογισμῶν πού εἶχε πραγματευθεῖ ὁ
Θεόφραστος.
Αὐτός ὁ κατάλογος περιέχει πέντε στοιχεῖα, ἀπό τά ὁποῖα τά
τρία σχετίζονται μέ τό θέμα μας.
1) Πρῶτοι εἶναι οἱ συλλογισμοί διά τοῦ συνεχοῦς (ὅ
καί συνημμένον λέγεται) καί τῆς προσλήψεως —
ἐπιχειρήματα στηριζόμενα σέ μία πρόταση «συνεχή» (ἤ
«συνδεδεμένη», ὅπως ἐπίσης λέγεται) καί σέ μία ἐπιπρόσθετη
παραδοχή. Δηλαδή, πρόκειται γιά συλλογισμούς τοῦ ἑξῆς
γενικοῦ τύπου:
Α) Ἄν Α, τότε Β· ἀλλά Γ: ἄρα Δ.
Καί δίνονται δύο σχηματικά παραδείγματα αὐτοῦ τοῦ τύπου:
α) Ἄν Π, τότε Ρ· ἀλλά Π: ἄρα Ρ.
β) Ἄν Π, τότε Ρ· ἀλλά ὄχι Ρ: ἄρα ὄχι Π.
2) Μετά ἔρχονται οἱ συλλογισμοί διά τοῦ διαιρετικού τέ καί
διεζευγμένου — ἐπιχειρήματα στηριζόμενα σέ μία «διαιρετική»
ἤ διαζευκτική πρόταση (καί, φυσικά, καί σέ μία ἐπιπρόσθετη
παραδοχή). Ὁ γενικός τύπος εἶναι:
Β) ’Ή Ἅ ἤ Β· ἀλλά Γ: ἄρα Δ.
Τά σχηματικά παραδείγματα αὐτοῦ τοῦ τύπου εἶναι:
γ) Ἤ Π ἤ Ρ· ἀλλά Π: ἄρα ὄχι-Ρ.
δ) Ἤ Π ἤ Ρ· ἄλλα ὄχι-Π: ἄρα Ρ.
3) Τέλος, συλλογισμοί διά ἀποφατικῆς συμπλοκῆς —
ἐπιχειρήματα ἀπό μία ἄρνηση σύζευξης (καί ἀπό μία
ἐπιπρόσθετη παραδοχή). Ἔτσι:
Γ) Ὄχι καί Α καί Β- ἀλλά Γ: ἄρα Δ.
Καί ἕνα σχηματικό παράδειγμα:
ε) Ὄχι καί Π καί Ρ· ἀλλά Π: ἄρα ὄχι-Ρ.
Τώρα: τά (Α)-(Γ) χρησιμοποιοῦν κατ’ ἐξοχήν στωικά συνδετικά
μόρια. Καί τά παραδείγματα (α)-(ε) εἶναι τά περίφημα πέντε
ἀναπόδεικτα σχήματα πού ἀποτελοῦν τό θεμέλιό της ὑποθετικῆς
συλλογιστικῆς τοῦ Χρυσίππου. Μήπως ἔχουμε ἀνακαλύψει τήν
ἱστορική καταγωγή τῆς στωικῆς λογικῆς; Τήν ἔκλεψε ὁ
Χρύσιππος ἀπό τό Λύκειο, ἀπό τόν Θεόφραστο.
Εἶναι φανερό ὅτι αὐτό τό συμπέρασμα
συνιστᾶ, στήν καλύτερη περίπτωση, μία παράλογη ὑπερβολή. Δέν
ὑπάρχουν τεκμήρια ὅτι ὁ Θεόφραστος ἀνέπτυξε μιά λογική
θεωρία γιά τά σχήματα (α)-(ε)· οὔτε τεκμήρια ὅτι τά θεωροῦσε
ἀναπόδεικτα· οὔτε τεκμήρια ὅτι τά σκεφτόταν σάν τό θεμέλιό
της ὑποθετικῆς συλλογιστικῆς· οὔτε τεκμήρια ὅτι σκεφτόταν νά
ἑνοποιήσει τά (Α)-(Γ) σέ ἕνα καί μόνο σύστημα λογικῆς —
κοντολογῆς, δέν ὑπάρχουν τεκμήρια ὅτι πρόλαβε τόν Χρύσιππο
σέ κάποιο ἀπό τά ἐξέχοντα χαρακτηριστικά της λογικῆς του.
Ὡστόσο ἕνα ποσοστό ἀμφιβολίας παραμένει. Μπορεῖ ἡ παραλληλία
μεταξύ τῶν πρώτων τριῶν τύπων ὑποθετικοῦ συλλογισμοῦ τοῦ
Θεοφράστου καί τῶν ἀναπόδεικτων τοῦ Χρυσίππου νά εἶναι
πράγματι ἁπλή σύμπτωση; Ὁ Χρύσιππος χρησιμοποιεῖ τέσσερα
λογικά μόρια — «ὄχι», «ἤ», «ἄν», «καί». Οἱ τύποι τοῦ
Θεοφράστου (Α)-(Γ) χρησιμοποιοῦν τά ἴδια τέσσερα. Πῶς ὁ
Χρύσιππος στηρίχτηκε ἀκριβῶς στά ἴδια λογικά μόρια στά ὁποῖα
στηρίχτηκε κι ὁ Θεοφραστος; Σίγουρα ὁ Χρύσιππος ἐπέλεξε τά
μόρια πού ἐπέλεξε, ἐπειδή αὐτά ἦταν τά μόρια πού
χρησιμοποιοῦσε ὁ Θεόφραστος στό λογικό σύστημα πού ὁ
Χρύσιππος ἔλπιζε ἤ νά ἀναπτύξει ἤ νά ξεπεράσει.
Ἔτσι προβάλλει μπροστά μας ὡς πειρασμός ἡ ἑξῆς ἱστορία γιά
τήν προέλευση τῆς στωικῆς λογικῆς: Ἡ Στοά παρήγαγε λίγο ἔργο
πάνω στή λογική πρίν ἀπό τόν Χρύσιππο, ἀλλά δέν συγκρότησε
τίποτα πού νά μποροῦμε νά τό ἀποκαλέσουμε σύστημα λογικῆς·
δέν ὑπῆρχε ἀκόμα ἡ «στωική λογική». Ὁ Χρύσιππος ἄλλαξε ὅλη
αὐτή τήν κατάσταση. Γνωρίζοντας ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε
δημιουργήσει ἕνα λογικό σύστημα ἐντυπωσιακῆς κομψότητας καί
ἀκρίβειας καί γνωρίζοντας ὅτι ὁ Θεοφραστος εἶχε τουλάχιστον
μισοανακαλύψει μιά δεύτερη καί συπληρωματική συλλογιστική,
ἀποφάσισε νά συγκροτήσει μιά δική του λογική. Τό σύστημά του
θά στηριζόταν σέ ὁρισμένες ἰδέες πού σκιαγράφησε ὁ
Θεοφραστος. Ἀλλά τό στωικό σύστημα δέν θά ἦταν ἕνα
συμπλήρωμα τῆς κατηγορικῆς συλλογιστικῆς τοῦ Ἀριστο- τέλους
— θά ὑπερέβαλλε καί θά ὑποσκέλιζε κάθε τί πού εἶχαν
ἀνακαλύψει οἱ περιπατητικοί λογικοί.
Αὐτή εἶναι μιά χαριτωμένη ἱστορία καί ἡ ἐπιχειρηματολογία
στήν ὁποία βασίζεται δέν εἶναι εὐκαταφρόνητη. Ὅμως οὔτε τήν
ἱστορία οὔτε τήν ἐπιχειρηματολογία εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά
δεχθοῦμε. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἔφτιαχνες μιά λογική ὑποθετικῶν
συλλογισμῶν τί μόρια θά ἐπέλεγες, ἄραγε; Ἀναμφίβολα ἡ
ἐπιλογή σου θά καθοριζόταν ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο
διατυπώνονται στή φυσική, δηλ. τήν καθημερινή, γλῶσσα οἱ
ὑποθετικές συνεπαγωγές. Προφανῶς, ἡ λέξη «ἄν» θά ἐπιβαλόταν
ἀμέσως — χωρίς τό «ἄν» (ἤ κάποιο συνώνυμό του) δέν θά ὑπῆρχε
κἄν σύστημα ὑποθετικῶν συλλογισμῶν. Ἐξίσου προφανῶς, τό
«ὄχι» εἶναι στοιχεῖο ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ σέ κάθε λογικό
σύστημα. Καί εἶναι πειρασμός νά ποῦμε ὅτι τό ἴδιο ἰσχύει, σέ
μικρότερο ἔστω βαθμό, καί γιά τό «ἤ» καί τό «καί»· αὐτά τά
μόρια θά ἐμφανιστοῦν στήν ὑποθετική συλλογιστική γιά τόν
ἁπλό καί καθόλου παράδοξο λόγο ὅτι φιγουράρουν συχνά στά
συνηθισμένα ἐκεῖνα ἐπιχειρήματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολεῖται
τυπικά ἡ ὑποθετική συλλογιστική.
Ἄρα, ἄν αὐτοί οἱ ἐγκόσμιοι στοχασμοί δείχνουν ὅτι τά τέσσερα
μόρια θά ἐπιβάλουν εὔκολα τόν ἑαυτό τους σέ ὁποιονδήποτε
μελετᾶ τήν ὑποθετική συλλογιστική, εἶναι ἐντελῶς ἄχρηστο νά
ὑποθέσουμε ὅτι ὁ X μπορεῖ νά τά υἱοθέτησε ἐπειδή τά
υἱοθέτησε ὁ Ψ. Τά υἱοθέτησε ὁ Θεοφραστος, τά υἱοθέτησε καί ὁ
Χρύσιππος. Δέν ὑπάρχει κανένας ἀπολύτως λόγος γιά νά
σκεφτοῦμε ὅτι ὁ Χρύσιππος τά υἱοθέτησε ἐπειδή τά υἱοθέτησε ὁ
Θεόφραστος.
Ὅμως αὐτό τό ἀντεπιχείρημα ἀγνοεῖ ἕνα πράγμα. Γιατί καί οἱ
δύο αὐτές ὑποθετικές συλλογιστικές, ἡ συλλογιστική τοῦ
Θεοφράστου καί ἡ συλλογιστική του Χρυσίππου, χρησιμοποιοῦν
ἀποκλειστική (exclusive) διάζευξη; Συνήθως τό «ἤ» εἶναι ἐ γ
κ λ ε ι σ τ ι κ ὁ (inclusive). Ἐν πάση περιπτώσει, οἱ
ἀρχαιοελληνικές διαζεύξεις δέν εἶναι ἀ π ο κ λ ε ι σ τ ι κ
ά ἀποκλειστικές. Ἄρα ἡ ἐπιλογή ἑνός ἀποκλειστικοῦ «ἤ» στήν
ὑποθετική συλλογιστική δέν ὑπαγορεύεται ἀπό τή συνήθη, τήν
καθημερινή χρήση· καί μποροῦμε νά σκεφτοῦμε ὅτι, ἐδῶ
τουλάχιστον, τό γεγονός ὅτι ὁ Χρύσιππος ἔκανε τήν ἴδια
ἐπιλογή μέ τόν Θεόφραστο θά μποροῦσε νά ἐρμηνευθεῖ εὔλογα μέ
τήν ὑπόθεση ὅτι ἀκολούθησε τόν Θεοφραστο.
Ἀλλά γιατί υἱοθέτησε ὁ Θεοφραστος ἕνα ἀποκλειστικό «ἤ»; Οἱ
ὕστεροι Περιπατητικοί ἔδωσαν ἕναν λόγο, φιλοσοφικῆς φύσεως,
γιά τό ὅτι ἐπέλεξαν τήν ἀποκλειστική διάζευξη — καί ὁ λόγος
μπορεῖ νά ἔχει τήν καταγωγή του στόν Θεόφραστο. Τά πράγματα,
ἔλεγαν οἱ ὕστεροι αὐτοί λογικοί, εἶναι ἤ ἐ ξ α ρ τ ώ μ ε ν
α ἤ ἀ ν ε ξ ά ρ τ η τ α τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο, ἤ σ υ ν δ ε
δ ε μ έ ν α μέ ἤ χ ω ρ ι σ τ ά τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο.
Συνεπῶς, ὑπάρχουν δύο θεμελιώδεις μορφές συνδυαστικῶν (ἡ
ὑποθετικῶν) προτάσεων: Οἱ συνδετικές προτάσεις, οἱ ὁποῖες
ἐκφράζουν ἐξάρτηση καί στίς ὁποῖες θά χρησιμοποιεῖται
σταθερά ἡ λέξη «ἄν», καί οἱ δ ι α ι ρ ε τ ι κ έ ς
προτάσεις, οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν μή ἐξάρτηση καί στίς ὁποῖες
θά χρησιμοποιεῖται σταθερά ἡ λέξη «ἤ». Συνεπώς τό «ἤ» πρέπει
νά εἶναι ἀ π ο κ λ ε ι σ τ ι κ ό.
Ἀλλά αὐτό τό ἐπιχείρημα ἦταν μᾶλλον ἀδύνατον νά υἱοθετήθηκε
ἀπό τόν Χρύσιππο, διότι προϋποθέτει ὅτι ὑπάρχουν μόνο δύο
βασικά προτασιακά συνδετικά, τό «ἄν» καί τό «ἤ». Πραγματικά,
οἱ ὕστεροι Περιπατητικοί ἀρνήθηκαν ρητά τήν ἄποψη ὅτι τό «καί»
εἶναι γνήσιο προτασιακό συνδετικό, δηλ. ὅτι φτιάχνει μία
πρόταση ἀπό πολλές.
Ὅμως ἡ στωική λογική ἀναγνώριζε τρία βασικά συνδετικά: τό «καί»
γινόταν δεκτό —· τό «καί» ἦταν ἕνα οὐσιαστικό μέρος τοῦ
συστήματος λογικῆς τοῦ Χρυσίππου. Φυσικά, ὁ Χρύσιππος θά
μποροῦσε, θεωρητικά, νά ἔχει πάρει τό ἀποκλειστικό «ἤ» ἀπό
τόν Θεόφραστο, ἀκόμη κι ἄν ἀπέρριπτε τό ἐπιχείρημα πού τοῦ
ἔδινε τή θέση του μέσα στό σύστημα τοῦ Θεοφράστου. Ἄν, ὅμως,
τό περιπατητικό ἐπιχείρημα ὄντως ἔχει τήν καταγωγή του στόν
Θεόφραστο, τότε ἡ ὑποθετική συλλογιστική του Θεοφράστου θά
χρησιμοποιοῦσε μόνο δύο συνδετικά — καί συλλογισμοί διά
ἀποφατικῆς συμπλοκῆς δέν θά ἐμφανίζονταν κἄν σέ αὐτήν.
Ἔτσι, τό ἀρχαῖο περιπατητικό σύστημα ὑποθετικῆς
συλλογιστικῆς ἦταν πολύ διαφορετικό ἀπό τό στωικό σύστημα.
Καί ἐν τοιαύτη περιπτώσει εἶναι λιγότερο πιθανό ὁ Χρύσιππος
νά εἶχε ἀγοράσει τό καλάθι τῶν μορίων του στό Λύκειο.
Ὅλο αὐτό τό ὑλικό ζαλίζει — καί εἶναι ἀπελπιστικά ὑποθετικό.
ΙΙοιό εἶναι τό λιγότερο μή εὔλογο συμπέρασμα πού βγαίνει;
Ἀμφιβάλλω ἄν χρειάζεται νά ἐπικαλεστοῦμε τίς μορφές (Α)-(Γ)
—ἤ (Α)-(Β)— τοῦ Θεοφράστου γιά νά ἐξηγήσουμε ἔστω καί ἕνα
πράγμα ἀπό τή στωική λογική.
Δέν ὑπάρχουν θετικές μαρτυρίες ὅτι τά στωικά συνδετικά
ἐλήφθησαν ἀπό τήν περιπατητική πρακτική. Μποροῦμε νά
φανταστοῦμε περιστάσεις κατά τίς ὁποῖες ἕνας τέτοιος
δανεισμός θά ἦταν πιθανός καί εὔλογος — καί μποροῦμε ἄλλο
τόσο νά φανταστοῦμε περιστάσεις κατά τίς ὁποῖες θά ἦταν
ἀπίθανος. Καί δέν ἔχουμε λόγο νά βρίσκουμε ἕνα σύνολο
φανταστικῶν περιστάσεων περισσότερο πιθανό ἀπό ἕνα ἄλλο.
Τά τέσσερα θέματα βρίσκονται στήν καρδιά τῆς στωικῆς λογικῆς·
μέσῳ αὐτῶν πολύπλοκοι συλλογισμοί μποροῦν νά ἀνάγονται στά
πέντε ἀναπόδεικτα σχήματα, καί μέ τόν τρόπο αὐτό μπορεῖ νά
καταδειχθεῖ ἡ «πληρότητα» τοῦ στωικοῦ συστήματος (ὅ,τι τέλος
πάντων ἦταν ἀκριβῶς ἡ πληρότητά του). Εἴμαστε ἐξοργιστικά
κακοπληροφορημένοι σχετικά μέ αὐτά τά θέματα· τά κείμενά μας
εἶναι λίγα, σκοτεινά καί ἀσυνεπῆ· καί δέν ὑπάρχει
ἐπιστημονική ὁμοφωνία γιά αὐτά.
Ἕνα βασικό κείμενο ἐμφανίζεται στό ὑπόμνημα τοῦ Ἀλεξάνδρου
στά Ἀναλυτικά πρότερα:
«Μέ τόν τρόπο αὐτό μπορεῖς νά πάρεις τρεῖς συλλογισμούς μέσῳ
τοῦ λεγομένου συνθετικοῦ θεωρήματος, τό ὁποῖο
χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν Ἀριστοτέλη κατά τό μέτρο πού οἱ
ἀνάγκες τό ἀπαιτοῦσαν· ὅμως οἱ Στωικοί τό πῆραν ἀπό αὐτόν,
τό χώρισαν, καί συγκρότηταν ὅ,τι ὀνομάζουν τό δεύτερο, τρίτο
καί τέταρτο θέμα, ἀδιαφορώντας γιά τό τί εἶναι χρήσιμο καί
τί ὄχι καί ἐπεξεργαζόμενοι μέ ζῆλο ὁτιδήποτε μποροῦσε νά
λεχθεῖ πάνω σέ αὐτό τό θέμα, ἀκόμα κι ἄν ἦταν ἄχρηστο».
(Εἰς Ἀναλ. πρότ. 284.10-17)
Ἕνα χωρίο λίγο παραπάνω μας ἐξηγεῖ τί ἦταν τό συνθετικό
θεώρημα, καί μᾶς λέει ξεκάθαρα ὅτι αὐτός πού τό βρῆκε ἦταν ὁ
ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης (Εἰς Ἀναλ. πρότ. 274.19-24). Ἡ
θέση τοῦ Ἀλεξάνδρου εἶναι ἀπολύτως σαφής: ὁ Ἀριστοτέλης
ἀνακάλυψε τόν λογικό κανόνα πού εἶναι γνωστός στούς
Περιπατητικούς μέ τόν ὅρο «συνθετικό θεώρημα»· καί οἱ
Στωικοί —καί ἐδῶ μέ τή λέξη αὐτή πρέπει νά ἐννοεῖται ὁ
Χρύσιππος— πῆραν τόν κανόνα ἀπό τόν Ἀριστοτέλη καί
διαμόρφωσαν ἀπό αὐτόν τρία ἀπό τά τέσσερα θέματά τους. Ἄρα
τό θεώρημα τοῦ Ἀριστοτέλους ἦταν ἄμεσα ὑπεύθυνο γιά ἕνα
βασικό χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς στωικῆς λογικῆς.
Ἀπό καθαρά λογική ἄποψη, θά μποροῦσαν ἄραγε τά τρία θέματα
νά παραχθοῦν ἀπό τό συνθετικό θεώρημα; Περιγραφές τοῦ τ ρ
ί τ ο υ θέματος ἔχουμε στόν Ἀλέξανδρο (Εἰς Ἀναλ. πρότ.
278.12-14) καί στόν Σιμπλίκιο (Εἰς Περί οὐρ.
237.2-4). Ὁ κανόνας πού περιγράφουν αὐτοί μπορεῖ νά δοθεῖ,
μᾶλλον κατά τόν καλύτερο τρόπο, ὡς ἑξῆς:
Ἄν τό «Α, Β: ἄρα Γ» εἶναι ἔγκυρο ἐπιχείρημα καί ἄν τό «Δ2,
Δ3,..., Δν : ἄρα Β» εἶναι ἔγκυρο ἐπιχείρημα, τότε τό «Α, ΔΧ,
Δ2, ..., Δν : ἄρα Γ» εἶναι ἔγκυρο ἐπιχείρημα.
Καί ὁ κανόνας αὐτός εἶναι στήν πραγματικότητα μία εἰδική
περίπτωση τοῦ συνθετικοῦ θεωρήματος. Γιά τό δεύτερο καί τό
τέταρτο θέμα δέν ἔχουμε ἄμεση περιγραφή· τό σημαντικότερο
κείμενο στό ὁποῖο βασίστηκαν οἱ ἀνασυστάσεις ὑπῆρξε ἀκριβῶς
ἡ διαβεβαίωση τοῦ Ἀλεξάνδρου ὅτι τά θέματα αὐτά παράγονται
ἀπό τό συνθετικό θεώρημα. Συνεπῶς δέν μποροῦμε νά ἐλέγξουμε
τή διαβεβαίωση τοῦ Ἀλεξάνδρου σέ ἀντιπαράθεση πρός τά
ὑπόλοιπα τεκμήρια — δέν ὑπάρχουν ἄλλα τεκμήρια.
Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν ἕνας ἱκανός λογικός, ἀλλά μποροῦσε νά
κάνει καί λάθη, καί ἦταν μεροληπτικός ἐναντίον τῶν Στωικῶν.
Δέν εἶμαι σίγουρος ὅτι εἴμαστε δεσμευμένοι νά τόν πιστέψουμε
στή διαβεβαίωσή του ὅτι τά θέματα παράγονται —μιλώντας σέ
ἐπίπεδο λογικής— ἀπό τό συνθετικό θεώρημα. Καί ἐν τοιαύτη
περιπτώσει δέν εἶμαι σίγουρος ὅτι μποροῦμε νά ἐλπίζουμε σέ
μία ἀνασύσταση τῶν ἴδιων τῶν θεμάτων. Ἀλλά αὐτό εἶναι ἕνα
ζήτημα πού πρέπει νά τό ἀφήσω κατά μέρος.
Περισσότερο πιεστικό εἶναι τό ζήτημα τοῦ ἴδιου τοῦ
συνθετικοῦ θεωρήματος. Καί, πρῶτα-πρῶτα, μποροῦμε νά
ἀναρωτηθοῦμε ἄν τό θεώρημα αὐτό εἶναι ὄντως ἀριστοτελικό.
Ἀλέξανδρος:
«Μέ αὐτά πού λέει ὁ Ἀριστοτέλης, μᾶς σκιαγραφεῖ ἐδῶ
καθαρότερα (ὑπογράφει ἡμῖν φανερώτερον) τό λεγόμενο
συνθετικό θεώρημα, τό ὁποῖο βρῆκε ὁ ἴδιος».
(Εἰς Ἀναλ. πρότ. 274.19-21)
Ὁ Ἀλέξανδρος σχολιάζει τό Ἀναλ. πρότ. 42a 1-4
(274.7-10):
«’Ή, πάλι, ὅταν ἡ καθεμιά ἀπό τίς προτάσεις, καί ἡ Α καί ἡ
Β, ἀπό- δεικνύεται μέσῳ προσυλλογισμοῦ — γιά παράδειγμα, ἡ Α
μέσῳ τῆς Δ καί τῆς Ε, καί ἡ Β μέσῳ τῆς Ζ καί Θ».
Λέει πράγματι αὐτό τό κείμενο αὐτό πού ὁ Ἀλέξανδρος λέει ὅτι
λέει;
Ὁ Ἀριστοτέλης προβαίνει σέ μιά δεύτερη διευκρίνιση τῆς θέσης
του στό 41b36 ὅτι κ ά θ ε ἀ π ό δ ε ι ξ ι ς περιέχει
ἀκριβῶς τ ρ ε ῖ ς ὅρους. Ἡ περίπτωση πού ἔχει στόν νοῦ του
εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἔχω μία ἀπόδειξη ἑνός θεωρήματος Γ
ἀπό τίς προκείμενες Α καί Β· ὅμως πρῶτα ἀποδεικνύω τήν
καθεμιά ἀπό τίς προκείμενες — τήν Α ἀπό τίς Δ καί Ε, καί τή
Β ἀπό τίς Ζ καί Θ. Συνεπώς, μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι μία
ἀπόδειξη περιέχει περισσότερους ἀπό τρεῖς ὅρους· ἡ ἀποδείξη
τῆς Γ περιέχει ἀκριβῶς π έ ν τ ε ὅρους.
Ὁ Ἀριστοτέλης παραδέχεται ὅτι περιλαμβάνονται περισσότεροι
ἀπό τρεῖς ὄροι καί ὅτι αὐτός εἶναι ἕνας ἔγκυρος τρόπος γιά
νά ἀποδειχθεῖ ἡ Γ. Ἀλλά σχολιάζει, ἁπλά καί ἀποτελεσματικά,
ὅτι «μέ αὐτόν τόν τρόπο ὑπάρχουν περισσότεροι συλλογισμοί» (Ἀναλ.
πρότ. 42Α4). Δηλαδή, τό παράδειγμα δέν δείχνει ὅτι ἕνας
συλλογισμός Ἤ μία ἀπόδειξις μπορεῖ νά περιέχει περισσότερους
ἀπό τρεῖς ὅρους· δείχνει μόνο —καί κοινότοπα— ὅτι
περισσότερους ἀπό τρεῖς ὅρους μπορεῖ νά περιέχει μιά ἁλυσίδα
ἀπό συνδεόμενους μεταξύ τους συλλογισμούς.
Σέ αὐτό τό χωρίο, σύμφωνα μέ τόν Ἀλέξανδρο, ὁ Ἀριστοτέλης «σκιαγραφεῖ
καθαρότερα» τό συνθετικό θεώρημα. Ὅμως εἶναι προφανέστατο
ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης οὔτε «σκιαγραφεῖ» οὔτε π ε ρ ι γ ρ ά φ ε
ι αὐτό τό θεώρημα· κανένα θεώρημα, κανένας μεταλογικός
κανόνας δέν περιγράφεται οὔτε «σκιαγραφεῖται» οὔτε δίνεται
διαγραμματικά στό κείμενο. Στήν καλύτερη περίπτωση ὁ
Ἀλέξανδρος μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ ὅτι τό θεώρημα ὑπολανθάνει
στό κείμενο. Ἀλλά δέν εἶναι ξεκάθαρο ὅτι συμβαίνει ἔστω κι
αὐτό.
Ὁ Ἀλέξανδρος ὑποθέτει ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης στήν πραγματικότητα
ἀναφέρεται στή συνεπαγωγή:
Δ, Ε, Ζ, Θ: ἄρα Γ,
καί ὅτι τήν δικαιώνει ἤ τήν καθιστᾶ ἔγκυρη ἐπικαλούμενος τίς
τρεῖς συνεπαγωγές :
Δ, Ε: ἄρα Α- Ζ, Θ: ἄρα Β- A, Β: ἄρα Γ.
Τέλος ὁ ’Ἀλέξανδρος ἐκλαμβάνει ὡς δεδομένο ὅτι αὐτή ἡ
ἐπικύρωση προϋποθέτει τό ἴδιο τό συνθετικό θεώρημα.
Ἀλλά, εἶναι κάθε ἄλλο παρά προφανές ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἔχει
στόν νοῦ του τή συνεπαγωγή «Δ, Ε, Ζ, Θ: ἄρα Γ»· ἀντιθέτως,
τά λόγια του δείχνουν μᾶλλον ὅτι ἐξετάζει μιά ἁλυσίδα τριῶν
συλλογισμῶν, θεωρώντας τήν ἀπόδειξιν τῆς Γ. Ἐπί
πλέον, ἄν εἶχε κατά νοῦ τή συνεπαγωγή πού λέει ὁ Ἀλέξανδρος,
δέν θά ε ἶ χ ε ἀ ν ά γ κ η νά ἐπικαλεστεῖ τό συνθετικό
θεώρημα γιά νά τήν ὑποστηρίξει· θά μποροῦσε νά μήν
ἐπικαλεστεῖ ἐ ν τ ε λ ῶ ς τ ί π ο τ ε (καί στό κείμενο
δέν ἐπικαλείται ἐντελῶς τίποτε)· ἤ θά μποροῦσε νά
ἐπικαλεστεῖ ἕνα διαφορετικό θεώρημα. Καί, τέλος, δέν θά μ π
ο ρ ο ῦ σ ε νά ἐπικαλεστεῖ τό συνθετικό θεώρημα ὅπως αὐτό
διατυπώνεται ἀπό τόν Ἀλέξανδρο. Τό θεώρημα αὐτό ἴσως
συνδέεται στενά μέ κάθε κανόνα πού θά καθιστοῦσε ἔγκυρη τή
συνεπαγωγή πού ὁ Ἀλέξανδρος ἀποδίδει στόν Ἀριστοτέλη. Ἀλλά ὁ
ἴδιος ὁ κἄνόνας δέν θά τό ἔκανε αὐτό, Τό συνθετικό θεώρημα
ὄχι μόνον εἶναι, ἀπόν ἀπό τό κείμενο τοῦ Ἀριστότελους, ἀλλά
καί ὄφειλε νά εἶναι ἀπόν.
Ὁ Ἀλέξανδρος λέει: ὑπογράφει ἡμιν φανερώτεοον· ἄν
φανερώτερον σημαίνει «π ι ό καθαρά» (καί ὄχι «ἐπαρκῶς
καθαρά», ὅπως θά μποροῦσε ἐπίσης νά μεταφραστεῖ),
τότε τό νόημα εἶναι ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἔχει ἀναφερθεῖ στό
θεώρημα κ ά π ο υ ἀ λ λ ο ῦ. Ἀλλά ὁ Ἀλέξανδρος δέν
παραθέτει κανένα ἄλλο κείμενο καί, κατά τό μέτρο πού
γνωρίζω, κανένα σωζόμενο χωρίο ἀπό τά ἔργα τοῦ Ἀριστότελους
δέν διατυπώνει τό θεώρημα οὔτε τό μνημονεύει. Πραγματικά,
πέρα ἀπό μερικές ἀναφορές στόν Ἀλέξανδρο καί δύο στόν
Θεμίστιο, δέν γνωρίζουμε ἐντελῶς τίποτα γιά τήν ἱστορία τοῦ
θεωρήματος. Εἶναι, ὑποθέτω, δυνατόν ὁ Ἀριστοτέλης —ἤ ὁ
Θεόφραστος ἤ ὁ Εὔδημος— νά συζήτησαν τό θεώρημα σέ κάποιο
χαμένο ἔργο, καί αὐτό τό ἔργο νά τό διάβασε πρόθυμα ὁ
Χρύσιππος. Ἀλλά δέν ἔχουμε τόν παραμικρό λόγο νά πιστεύουμε
ὅτι αὐτή ἡ δυνατότητα ἔγινε ποτέ πραγματικότητα.
Κλίνω πρός τήν ὑποψία ὅτι κάποιος ὕστερος Περιπατητικός —μου
ἔρχεται στόν νοῦ ὁ Βόηθος— συζήτησε τό θεώρημα καί σημείωσε
ἴσως τήν ὁμοιότητά του πρός τά στωικά θέματα. Ὁ Ἀλέξανδρος
θά συμπέρανε ἐσφαλμένα ἀπό αὐτό ὅτι τό θεώρημα ἔπρεπε νά τό
γνωρίζει ὁ Ἀριστοτέλης — καί ὅτι ὁ Χρύσιππος πῆρε τά θέματά
του ἀπό αὐτή τήν πηγή. Ἀλλά αὐτή ἡ ἰδέα εἶναι ἐντελῶς
ὑποθετική. Τό πολύ-πολύ μπορῶ νά ἐπιμείνω στό ἑξῆς: δέν
πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι οἱ παρατηρήσεις τοῦ Ἀλεξάνδρου
σχετικά μέ τήν προέλευση τῶν θεμάτων εἶναι ἱστορικά ἀκριβεῖς.
Οἱ παραπάνω ἑνότητες δέν δικαιολογοῦν κανένα γενικό συμπέρασμα.
Ἀλλά τό γενικό συμπέρασμα στό ὁποῖο θά κατέληγα, ἄν μοῦ
ἐπιτρεπόταν νά καταλήξω, εἶναι τό ἑξῆς: Μέ βάση τά στοιχεῖα πού
διαθέτουμε σήμερα, δέν ἔχουμε κανένα λόγο πού νά μᾶς ὑποχρεώνει
νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ὁ Χρύσιππος ἐπηρεάστηκε μέ κάποιον τρόπο ἀπό
τήν τυπική λογική τοῦ Λυκείου. Οἱ σύγχρονοι μελετητές καί ἄλλοι
ἀθεράπευτα ρομαντικοί ἴσως μᾶς διηγηθοῦν ὄμορφες ἱστορίες· οἱ
ἀντιρομαντικοί θά ποῦν τά ἀντίθετα παραμύθια· οἱ νηφάλιοι
ἱστορικοί —ἤ ἔστω ἤ μή μεθυσμένοι ἱστορικοί— πρέπει, ἄν τούς
νοιάζουν πρίν ἀπ’ ὅτιδήποτε ἄλλο τά τεκμήρια, νά τηρήσουν
ἐφεκτική στάση.
Ἄν πρόκειται κάποτε νά ἀνιχνεύσουμε τίς ἐξωτερικές φιλοσοφικές
ἐπιδράσεις πού δέχτηκε ἡ στωική λογική, τότε θά χρειαστεῖ πρῶτα
ἀπό ὅλα νά ξεθάψουμε περισσότερες μαρτυρίες — πιό συγκεκριμένα,
θά χρειαστεῖ νά ξεθάψουμε κάποιες ἀξιόπιστες βιογραφικές
μαρτυρίες. Περισσότερα θά μάθουμε μόνον ὅταν ἡ Ὀξύρρυγχος ἤ τό
Herculaneum ἀποκαλύψει μέ τούς παπύρους τή βιογραφία τοῦ
Χρυσίππου. Ἡ βιογραφία αὐτή μπορεῖ νά περιέχει τήν πρόταση: «Ὁ
Χρύσιππος ἀγαποῦσε καί μελετοῦσε τά Ἀναλυτικά πρότερα».
Μπορεῖ, μέ ἴσες πιθανότητες, νά περιέχει τήν πρόταση: «Ὁ
Χρύσιππος δέν γνώρισε ποτέ τίποτε ἀπό τήν ἀριστοτελική λογική».
Ἡ παρουσία ὁποιασδήποτε ἀπ’ αὐτές τίς δύο προτάσεις δέν πρέπει
νά μᾶς ἐκπλήξει καθόλου — καί, φυσικά, δέν πρέπει νά ἐκπλαγοῦμε
καθόλου ἄν δέν δοῦμε καμιά ἀπό τίς δυό τους.
Περιοδικό
«ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ» 15/1,
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
1997
Οἱ ἑπόμενες σελίδες εἶναι μιά σημαντικά ἀναθεωρημένη
μορφή ἑνός κειμένου πού διαβάστηκε σέ ἕνα συνέδριο στό
Cambridge μερικά χρόνια πρίν. Εἶμαι σίγουρος ὅτι ὀφείλω
πολλά στά ὀξυδερκῆ σχόλια τοῦ ἀκροατηρίου μου τότε· καί
εἶχα πιό πρόσφατα τή θετική συμβολή τῆς Κατερίνας
Ἱεροδιακόνου, πού μοῦ ἔκανε ὀξυδερκεῖς παρατηρήσεις στό
σχεδόν ὁλοκληρωμένο κείμενο.
Ὥστόσο ἕνα ἀπό τά βασικά κείμενα πού θά ἐξετάσω ἐδῶ
ἀφορᾶ τόν Θεόφραστο μᾶλλον παρά τόν Ἀριστοτέλη· βλ.
παρακάτω σ. 53.
Βλ.
J. Barnes, «‘A Third Kind of Syllogism’: Galen and the
Logic of Relations»,
στό
R. W. Sharpies (ἐπιμ.),
Modern thinkers and ancient thinkers, London
1993.
Γιά μία πληρέστερη ἀνάλυση βλ.
J. Barnes, «Roman Aristotle»,
στό Μ.
Griffin - J. Barnes (ἐπιμ.),
Plato and Aristotle at Rome, Oxford 1996.
PHerc.
1005, ἀποσπ. 111.9-10, ἀπό τοῦ Φιλοδήμου Προς τούς (ἑταίρους).
Γιά τό κείμενο αὐτό βλ.
A.
Angeli,
Filodemo
—
agli amici di scuola,
Naples
1988, σ. 166- 167 καί 233-240.
Αὐτή εἶναι ἡ γνώμη τοῦ F. Η. Sandbach, Aristotle and
the Stoics, Cambridge Philological Society,
supplementary volume 10, Cambridge 1985, σ. 5.
Ἴσως ὄχι τό κείμενο πού διαβάζουμε ἐμεῖς σήμερα.
Μεταφράζω ἀπό τή σ. 166 τῆς γαλλικῆς μετάφρασης στό A.
Badawi, La transmission de la philosophie grecque au
monde arabe, Paris 2 1987· τό ἀραβικό κείμενο εἶναι
τυπωμένο στό A. Badawi, Commentaires sur Aristote perdus
en grec, Beirut, 1972.
Κείμενο στό
Badawi
1972· βλ.
J. Barnes, S. Bobzien, K. Flannery, K. Ierodiakonou,
Alexander of Aphrodisias: On Aristotle Prior Analytics
1.1-7, London 1991,
σ.
3.
Ἴσως ὄχι στή δική μας σύγχρονη ἐκδοχή.
Βλ. Ἄμμωνιος, Εἰς Π. ἑρμ. 42.30-43.20· ἄλλα κείμενα στό
Κ.-Η. Hlilser, Die Fragmente zur Dialektik der Stoiker,
Stuttgart/Bad Cannstatt 1987, σ. 914·:930.
Σχετικά μέ τήν ἀνάγκη καί τή χρησιμότητα τῆς λογικῆς βλ.
J. Barnes, «Galen and the Utility of Logic»,
στό
J. Kollesch - D. Nickel (ἐπιμ.),
Galen und das hellenistische Erbe, Sudhoffs Archiv
Beihefte 32, Stuttgart 1993.
Ό
P. Moraux (Les listes anciennes dcs ouvrages d’Aristote,
Louvain 1951,
σ.
53)
συμφωνεῖ μέ τήν ὑπόθεση ὅτι τό ἔργο εἶναι πλαστό καί
στόχο του εἶχε νά καταδικάσει τούς Στωικούς γιά
λογοκλοπή.
Ὁ Sandbach σημειώνει: «Αὐτό μοῦ φαίνεται μία δυνατότητα
πού δέν πρέπει νά τήν παραβλέπουμε ἀλλά οὔτε καί νά τήν
δεχόμαστε σάν σίγουρη» (Sandbach, ο.π., σ. 20). Ὁ Moraux
δέν προσκομίζει στοιχεῖα γιά νά στηρίξει τήν πρότασή
του· καί ὁ Sandbach ἔχει προφανῶς δίκιο ὅταν λέει ὅτι
δέν πρέπει «νά τήν δεχόμαστε σάν σίγουρη». Ὅμως ποιό
νόημα ἔχει ἡ κρίση ὅτι ἡ πλαστογραφία εἶναι «μιά
δυνατότητα πού δέν πρέπει νά τήν παραβλέπουμε»;
Ἀναμφίβολα ἡ πλαστογραφία εἶναι μιά δ υ ν α τ ό τ η τ
α, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ ὑπόθεση τῆς πλαστογραφίας δέν
συνεπάγεται καμιά ἀντίφαση· ὅμως δέν ὑπάρχει οὔτε ὁ
παραμικρός λόγος νά ὑποθέσουμε ὅτι ἡ πλαστογραφία εἶναι
γεγονός.
Ἐκτός ἀπό αὐτό τό χωρίο, κανένα ἄλλο ἀρχαῖο στωικό
ἀπόσπασμα δέν μνημονεύει τήν ἀριστοτελική λογική.
Ἡ
λογική, μέ τή μιά ἤ μέ τήν ἄλλη ἔννοια, δεχόταν
ἐπιθέσεις καί ἀπορριπτόταν ἀπό τους Ἐπικούρειους, τούς
Κυνικούς καί τούς Κυρηναϊκούς, καί ἀπό τόν Ἀρίστωνα μέσα
ἀπό τή στωική σχολή.
Βλ. Μ. Frede, Die stoische Logik, Gottingen 1974,
σ. 29, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ αὐτό τό χωρίο ὡς μαρτυρία ὁτι ὁ
Περίπατος ἐπέδρασε στή θεωρία τοῦ Χρύσιππου περί
συνεπαγωγῆς.
Διογένης Λαέρτιος VII 197 (Λύσις κατά τούς ἀρχαίους
πρός Διοσκουρίδην α’), 201 (Περί τοῦ
ἐγκρίνειν τους ἀρχαίους τήν διαλεκτικήν σύν ταῖς
ἀποδείξεσι πρός Ζήνωνα β'). Γιά τό δεύτερο ἔργο βλ.
J. Brunschwig, «On a Book-title by Chrysip- pus: On the
Fact that the Ancients Admitted Dialectic along with
demonstrations’»,
στό
H. J. Blumenthal -
Η.
M. Robinson (ἔπιμ.),
Aristotle and the Later Tradition, Oxford Studies in
Ancient Philosophy, supplementary volume, Oxford 1991·
ἐδῶ ὁ τίτλος ἑρμηνεύεται μέ ἄλλον τρόπο.
Συνήθως σέ ἀντιδιαστολή πρός τό οἱ νεώτεροι, πού εἶναι
συχνά οἱ Στωικοί· βλ.
J. Barnes, «Logical Form and Logical Matter»,
στό
A. Alberti (ἐπιμ.),
Logica, mente e persona, Florence 1990.
Τό κείμενο τοῦ Πλουτάρχου ἴσως μᾶς ὑποβάλλει μιά τέτοια
ἑρμηνεία.
Βλ. Sandbach, δ.π., σ. 69, σήμ. 39· ὅμως, βεβιασμένα καί
ἐσφαλμένα λέει ὅτι ἡ στωική λογική εἶναι μέθοδος.
Ἐνάντια σέ αὐτό θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι οἱ ἀ ν τ
ί π α λ ο ί τῆς διαλεκτικῆς ἀποδέχονταν τήν ἀξία τῶν
γνωσιολογικῶν ἐρευνῶν, ἐνῷ ἀπέρριπταν ἀκριβῶς αὐτό πού
θά ἀποκαλούσαμε λογική· ἔτσι, κατά τό μέτρο πού μποροῦμε
νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Χρύσιππος ἔγραφε ἐναντίον τέτοιων
ἀντιπάλων, μποροῦμε νά περιμένουμε ὅτι ὁ βασικός του
στόχος θά ἦταν νά ὑπερασπίσει τά λ ο γ ι κ ά μέρη τῆς
διαλεκτικῆς.
Σημειώνω ὅτι λέει εἰρήκασιν, δηλ. 'εἶπαν’, ὄχι 'ἔγραψαν’
(στήν πραγματικότητα λέει περἰ αὐτῶν εἰρήκασιν,
καί δέν μποροῦμε νά μαντέψουμε πού ἀναφέρεται τό
αὐτῶν).
Βλ. ἐπίσης Σέξτος Μαθ. XI 30, ὅπου οἱ ἀρχαιότεροι
(σέ ἀντιδιαστολή πρός τούς ἀπό τῆς Στοᾶς) εἶναι
σίγουρα ἀρχαῖοι Ἀκαδημεικοί. Εἶναι πειρασμός νά σκεφτεῖ
κανείς ὅτι τό κείμενο ἔχει στωική προέλευση· ὅμως δέν
μπορῶ νά προσκομίσω κανένα στοιχεῖο γιά νά τό δικαιώσω.
Τό κείμενο εἶναι ἀβέβαιο· καί ἐν πάση περιπτώσει ὁ
Στοβαῖος δέν δείχνει ὅτι προτίθεται νά παραθέσει τό
χωρίο κατά λέξη.
Συμφωνῶ μέ τήν πρόταση νά βάλουμε τοῦ ψευδομένου
μετά τό λύσις.
Τελικά τί ἐννοεῖ ὁ Ἀμμώνιος καί τί θέλει κι ἐμεῖς νά
ἐννοήσουμε; Ἁπλῶς α) ὅτι ὁ ὁρισμός τοῦ Ἀριστότελους γιά
τό τί εἶναι συλλογισμός ἀποκλείει ὁρισμένα ἐπιχειρήματα
πού οἱ Στωικοί ἀργότερα τά ταξινομοῦσαν ὡς συλλογισμούς;
Ἤ μήπως β) ὅτι ὁ ὁρισμός διατυπώθηκε μέ τήν πρόθεση νά
ἀποκλειστοῦν συγκεκριμένα ἐπιχειρήματα (ἐπιχειρήματα πού
προέκυψε ἀργότερα νά ταξινομηθοῦν ἀπό τους Στωικούς ὡς
συλλογισμοί) ; Τό (β), εἶμαι σίγουρος, ἦταν αὐτό πού
ἐννοοῦσε ὁ Ἀμμώνιος· ὅμως τό κείμενο τῶν Ἀναλ. πρότ.
μᾶς ἐγγυᾶται τό πολύ-πολύ τό (α).
Γιά τά στοιχεῖα βλ. Hulser,
δ.π., σ. 192-198.
Πορφύριος,
Εἰς Κατηγ. 86.21-22- Σιμπλίκιος, Εἰς Κατηγ.
62.25-26.
Βλ. Poxy
3649 (σῴζεται μόνον ἡ ταμπέλα τοῦ κυλίνδρου)· γιά τή
διαμάχη βλ. τά κείμενα στόν Hulser,
ὅ.π., σ. 1058-1063.
Ἡ φράση δείχνει νά σημαίνει ὅτι τά ἔργα τοῦ Ἀριστότελους
ἔγιναν προσιτά γιά τούς Στωικούς μετά τόν θάνατο τοῦ
Χρυσίππου. Γιατί ἔτσι, ἄραγε; Γιατί ὁ Ἀλέξανδρος
ὁδηγήθηκε στή σκέψη ὅτι ἔγινε ἔτσι; Προσυπέγραφε τήν
ἄποψη ὅτι στήν Ἑλληνιστική περίοδο τά ἔργα τοῦ
Ἀριστότελους εἶχαν χαθεῖ ἤ ὅτι, τουλάχιστον, ἦταν
δύσκολο νά τά βρεῖ κανείς:
Εἰς Ἀνάλ.
πρότ.
402.1-405.16·
βλ.
J. Barnes, «Peripatetic Negations», Oxford Studies in
Ancient Philosophy 4, Oxford 1986,
σ.
201-214.
Τό κείμενο αὐτό δέν συμπεριλαμβάνετε στό
Stoicorum Veterum Fragmenta
τοῦ
von Arnim·
ὑπάρχει στόν
Hulser,
ο.π.,
η,
1162-1172.
Ἀλέξανδρος,
Εἰς Ἀναλ.
πρότ.
389.31-390.9.
Βλ.
J. Barnes, «Theophrastus and Hypothetical Syllogistic»,
στό
J. Wiesnor (ἐπιμ.),
Aristoteles Werk und Wirkung - Paul Moraux gewidmet,
Berlin 1985.
Σημειωτέον ὅτι ἡ διάζευξη ἐδῶ ἐκλαμβάνεται ὡς
ἀποκλειστική· δηλαδή ἡ διάζευξη τῆς μορφῆς
«ἤ
Π ἤ Ρ»
εἶναι ψευδής ἄν καί ἡ Π καί ἡ Ρ εἶναι ἀληθεῖς.
Βλ.
εἰδικά
C. Prantl, Geschichte der Logik im Abendlande, Leipzig
1855, I,
σ.
379·
πρβλ.
π.χ.
I. Bochenski, La logique de Theophraste, Friburg 1947,
σ.
9.
Ἀντιθέτως βλ. Sandbach, δ.π., σ. 18: «Ὁ Ἀριστοτέλης
γνώριζε τούς προτασιακούς [δηλ. τούς ὑποθετικούς]
συλλογισμούς, ἀλλά δέν ἐνδιαφέρθηκε γιά αὐτούς, καί οἱ
Θεόφραστος καί Εὔδημος φαίνεται νά τούς ἔχουν
διερευνήσει χωρίς ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Δέν ὑπάρχει
λόγος νά ὑποθέσουμε ὅτι τό ἔργο τους λειτούργησε σάν
ἐρέθισμα γιά τή στωική λογική».
Βλ. π.χ. Πορφυρίου, apud Ἄμμωνιος, Εἰς Π.
ἑρμην. 73.19-33.
Στήν πραγματικότητα τό κείμενο τοῦ Ἀλεξάνδρου ὄχι μόνο
δέν συγκρούεται μέ αὐτό τό συμπέρασμα, ἀλλά ἀντιθέτως τό
εὐνοεῖ. Βλ. Barnes 1985, δ.π., σ. 566-567.
Βλ. τήν ἴδια θέση π.χ. Frede, ὅ.π., σ. 17-18.
Τά δύο κείμενα δέν συμφωνοῦν μεταξύ τους, καί ὑπάρχει
σημαντική διαφωνία σχετικά μέ τήν ὀρθή διατύπωση τοῦ
θέματος. Ὅμως οἱ λεπτομέρειες εἶναι ἄσχετες μέ τό θέμα
μας.
Σημειωτέον ὅτι ἐδῶ τά γράμματα συμβολίζουν προτάσεις,
ὄχι ὅρους.
Ἄς θεωρήσουμε ὅτι ἡ Γ εἶναι μία καθολική καταφατική
πρόταση, π.χ. ΧαΨ. Αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τίς ΧαΖ καί
ΖαΨ (τίς προκείμενες Α καί Β). Ἡ ΧαΖ ἀποδεικνύεται ἀπό
τίς ΧαΦ καί ΦαΖ, καί ἡ ΖαΨ ἀπό τίς ΖαΩ καί ΩαΤ. Ἔτσι οἱ
ὅροι πού περιλαμβάνονται στήν ἀπόδειξη τῆς Γ εἶναι
πέντε: X, Ψ Ζ, Ω καί Φ.
|