www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ (384-322)

Ο ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

 

αντίστοιχο κεφάλαιο από το έργο του Αθαν. Κανελλόπουλου

«ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»

 

 

Γενικά

 

Μολονότι βασική κατεύθυνση του μεγάλου στοχαστή της αρχαιότητας υπήρξε η φιλοσοφία και η κοινωνιολογία, οι οικονομολόγοι, τόσο στο ρωμαϊκό και μεσαιωνικό παρελθόν, όσο και στη σύγχρονη εποχή, ανιχνεύουν στο εκ 400 τίτλων έργο του, όχι χωρίς έκπληξη, ολοένα και νεώτερες ιδέες και θεωρίες, που καλύπτουν σχεδόν το σύνολο των τομέων της οικονομίας[1]. Αναμφιβόλως η θεμελιώδης εισφορά του Σταγειρίτη φιλοσόφου στην οικονομία υπήρξε οία και η προσφορά του ελληνικού πνεύματος στην αδογμάτιστη σκέψη, στον ορθολογισμό, στη μεθοδολογία, στον επιστημονικό λογισμό. Ασχολήθηκε με την έννοια της οικονομίας και της οικονομικής, τη συσχέτιση της «κατά φύσιν κτητικής» και της χρηματιστικής, δηλαδή του αντιπραγματισμού και της χρηματιστικής οικονομίας[2], με τον καταμερισμό του έργου, με την έννοια των αγαθών, της αξίας, του πλούτου, του κεφαλαίου, της ανταλλαγής, της πίστης, του κόστους, της ανάγκης και της ζήτησης, της παραγωγής και της διανομής, της αυτάρκειας και της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς επίσης και με το ρόλο του πληθυσμού στην οικονομία και της οικονομικής και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Είναι αλήθεια ότι ο Αριστοτέλης δεν επεδόθη σε ειδικές μονογραφικές αναπτύξεις ενδιαφερουσών οικονομικών εννοιών, αλλ’ οι σκέψεις του έχουν διαχυθεί στα κυριώτερα από τα βιβλία του, όπως είναι τα «Πολιτικά», τα «Ηθικά-Νικομάχεια», τα «Ηθικά-Ευδήμεια»(;), η «Ρητορική Τέχνη». Ο Διογένης Ααέρτιος[3] αναφέρει και ειδικές οικονομικές πραγματείες, όπως «Περί πλούτου», «Περί τ’ αγαθού (α', β', γ')», «Περί οικονομίας (α')» κ.λπ. Η συμβολή του μεγάλου Μακεδόνα στοχαστή στην οικονομική επιστήμη υπήρξε αποφασιστική. Ακόμη και οι ασυμπαθώς προς την αρχαία ελληνική σκέψη διατεθειμένοι, παραδέχονται τη συνεισφορά του, ο δε περίφημος J. Schumpeter αποδέχεται ότι στον Αριστοτέλη διαπιστώνει αναλυτική οικονομική σκέψη και μάλιστα θεωρεί το συγγραφέα των «Πολιτικών» ως τον πρώτο αναλυτή οικονομολόγο[4]. Από την άποψη αυτή δεν είναι απορριπτέα η γνώμη του Β. St.-Hilaire, ο οποίος στον πρόλογο της γαλλικής μετάφρασης των «Πολιτικών» αποκαλεί το Σταγειρίτη δάσκαλο: “le createur de leconomie politique[5].

To αριστοτελικό έργο σχολιάσθηκε από τον Αλέξανδρο τον Αφρο­δισία, από τον Πορφύριο το Σύρο κ.λπ. Ο Boethius, Ρωμαίος φιλόσοφος και επιστήμονας, μετέφρασε και σχολίασε μερικά έργα του στα λατινικά. Ο χριστιανισμός νωρίς υιοθέτησε τμήματα της αριστοτελικής φιλοσοφίας, ώστε ουσιαστικά η μετααρχαϊκή και μεσαιωνική επιστημονική σπουδή να τελεί υπό την επίδραση της λογικής του. Ακόμη και στο Ισλάμ μεταφράστηκαν κατά τον 8ο αιώνα έργα του Αριστοτέλη με Σύρους μεταφραστές, από τα αραβικά στα λατινικά. Επί Θωμά Ακουϊνάτου ο Αριστοτέλης είχε γίνει η βάση της σχολαστικής φιλοσοφίας. Ο περίφημος Aver- roes μετέφρασε Αριστοτέλη στα λατινικά το 1495-1498. Ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, γεννημένος στην Αθήνα το 1428 και μεταναστεύσας στην Ιταλία μετά την άλωση, εξέδωσε τον Codex parisinus (τελευταία χρόνια 15ου ή πρώτα 16ου αιώνα), μέσα στο οποίο ήταν τα «Ηθικά-Νικομάχεια», «τα Πολιτικά», τα «Μεγάλα Ηθικά» και ο «Οικονομικός».

 

 

Ο Αριστοτέλης και η οικονομική της ευημερίας

 

Συνοπτικά θα μπορούσαμε εισαγωγικά να επιχειρήσομε το χαρακτηρισμό του οικονομικού έργου του Αριστοτέλη. Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος καταλήγει στο ότι η οικονομία δεν αναφέρεται μόνον στον οίκο, αλλά σ’ ολόκληρη την περιοχή, που αποκαλούνταν «πόλις». Σκοπός της πόλης ήταν να καταρτίσει ικανούς αυτούς που συνθέτουν τον πληθυσμό της, να αντιληφθούν μέσα στα φυσικά και ηθικά όριά της το «ύψιστο αγαθό», δηλαδή την ευτυχία, που θα επιτυγχάνετο με την επιδίωξη μιας ενεργού και ενάρετης ζωής. Από ηθική άποψη οι ιδέες του Αριστοτέλη αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση των προϋποθέσεων ευτυχίας στην πό­λη. Από πλευράς οικονομικής οι ιδέες του απέβλεπαν στην επίτευξη της ευημερίας. Ο αντικειμενικός αυτός σκοπός θα επιτυγχάνετο με την προσαρμογή των αναγκών στις υπάρχουσες δυνατότητες, δηλαδή με τη στροφή της οικονομικής δραστηριότητας στην προμήθεια των αναγκαίων για το νοικοκυριό και την πόλη. Υπέρμετρος πλούτος ή υπέρμετρη φτώχεια είναι υπονόμευση της πολιτικής σταθερότητας και τάξης. Ούτε ένα άτομο ούτε μια τάξη είναι επιτρεπτό να αποκτά υπέρμετρη δύναμη. Την ισορροπία εξασφαλίζει μια ευάριθμη, εκπαιδευμένη, λογική, ισχυρή μέση τάξη, η οποία θα επετύγχανε την αντιρρόπηση των υπέρμετρων αξιώσεων των άκρων. «Ἡ δέ πενία στάσιν ἐμποιεῖ καί κακουργίαν». Η μέση τάξη είναι όρος της ανάπτυξης και της ομαλότητας, όπως γίνεται δεκτό πλέον σήμερα. Αποβλέποντας στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου κατά το δυνατόν σ’ όλες τις τάξεις και τα άτομα, με τη μεγαλύτερη προσέγγιση της ισότητας, ο Αριστοτέλης θεωρείται τώρα ως ο πρόδρομος των οικονομολόγων της ευημερίας. Και μάλιστα η κατανο­μή αυτή προτείνει να ακολουθεί σταθερή διαδικασία: «τεχναστέον οὖν ὅπως ἄν εὐπορία γένοιτο χρόνιος»[6].

Ουσιώδους σημασίας για την αριστοτελική θεωρία είναι η θεμελιώδης άποψη ότι η κοινωνική ή πολιτική ή οικονομική μεσότης είναι προϋπόθεση της ευημερίας. Από την άποψη αυτή επιδίωξη της αριστοτελικής θεωρίας είναι η διασπορά της ευημερίας σε ευρύτερο δυνατό αριθμό πολιτών, σύμφωνα με τις σημερινές απόψεις της θεωρίας της κοινωνικής ευημερίας του Pigou. «Εὐδαίμονα δέ πόλιν οὐκ εἰς μέρος τι βλέψαντας δεῖ λέγειν αὐτῆς, ἀλλ ’ εἰς πάντας τούς πολίτας»[7].

Οικονομική σημασία απέδιδε ο Αριστοτέλης, καθώς και πλείστοι στοχαστές της ελληνικής αρχαιότητας, στη διαμόρφωση μέσης τάξης και στην αύξηση του αριθμού των μελών της. Η μεσαία τάξη είναι η προϋπόθεση και της κοινωνικής γαλήνης και της οικονομικής ανάπτυξης[8]. Οι μεσαίοι ούτε στόχος των πτωχών γίνονται ούτε οι ίδιοι εποφθαλμιούν τους πλουσίους: «οὔτε γάρ αὐτοί τῶν ἀλλοτρίων, ὥσπερ οἱ πένητες ἐπιθυμοῦσιν, οὔτε τῆς τούτων ἕτεροι, καθάπερ οἱ πένητες, τῆς τῶν πλουσίων ἐπιθυμοῦσι καί διά το μήτ’ ἐπιβουλεύεσθαι μήτ ’ ἐπιβουλεύειν ἀκινδύνως διάγουσι. Διά τοῦτο καλῶς ηὔξατο Φωκυλίδης “πολλά μέσοισιν ἄριστα· μέσος θέλω ἐν πόλει εἶναι”. Δῆλον ἄρα ὅτι καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική ἀρίστη ἡ διά τῶν μέσων, καί τάς τοιαύτας ἐνδέχεται εὖ πολιτεύεσθαι πόλεις, ἐν αἷς δή πολύ τό μέσον καί κρεῖττον μάλιστα μέν ἀμφοῖν, εἰ δέ μή, θατέρου μέρους»[9]. Είναι αλήθεια ότι η υπέρ της μέσης τάξης συνηγορία του Αριστοτέλη αναφέρεται κατ’ εξοχήν στην εξασφάλιση συν­θηκών πολιτικής και κοινωνικής ομαλότητας. Αλλ’ η ομαλότητα αυτή είναι ταυτοχρόνως και προϋπόθεση οικονομικής σταθερότητας και προόδου. «Καί γάρ ἐν ταῖς ἀπολαύσεσι μή γενομένων ἴσων, ἀλλ’ ἀνίσων, ἀναγκαῖον ἐγκλήματα γίγνεσθαι πρός τούς ἀπολαύοντας μέν ἤ λαμβάνοντας πολλά, ὀλίγα δέ πονοῦντας τοῖς ἐλάττω μέν λαμβάνουσι, πλείω δέ πονοῦσι». Και «τό γάρ ἀφεῖσθαι καθάπερ ἐν ταῖς πλείσταις πόλεσι πενίας ἀναγκαῖον αἴτιον γίγνεσθαι τοῖς πολίταις, ἡ δέ πενία στάσιν ἐμποιεῖ καί κακουργίαν».

Ο αριθμός των ανηκόντων στη μέση τάξη δεν έχει σχέση με το μέγεθος της πόλης, το οποίο ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει ως άριστο μέγεθος, όταν το πλήθος των κατοίκων είναι αύταρκες: «Δι’ ὅ πρώτην μέν εἶναι πόλιν ἀναγκαῖον, τήν ἐκ τοσοῦτου πλήθους, ὁ πρῶτον πλῆθος αὔταρκες πρός τό εὖ ζῆν ἐστι καί κατά τήν πολιτικήν κοινωνίαν» [10].

Μεγάλη υπήρξε η επίδραση του Αριστοτέλη και των σχολαστικών στο μεσαίωνα[11].

 

 

Ο Αριστοτέλης και η ιεράρχηση αγαθών, αναγκών και αξιών

 

Στο τρίτο βιβλίο των «Πολιτικών» (1278β) ο Αριστοτέλης εξηγεί τη γένεση της πολιτείας και κοινωνίας (τίνος ένεκα συνέστηκε πόλις) από την ανθρώπινη φύση που θέλει τον άνθρωπο ζώο πολιτικό. Κατά συνέ­πεια η συγκατοίκηση των ανθρώπων οφείλεται στο ότι οι άνθρωποι «καί μηδέν δεόμενοι ταῆς παρ’ ἀλλήλων βοήθειας οὐκ ἔλαττον ὀρέγονται τοῦ συζῆν». Κατά συνέπεια το συνέρχεσθαι από κοινού μπορεί να υπάρχει και χωρίς το κίνητρο της ανάγκης, του αμοιβαίου υλικού οφέλους. Προχωρών όμως παραπέρα ο Αριστοτέλης δέχεται ως παράγοντα της κοινής συναγωγής των ανθρώπων «τό κοινόν συμφέρον» «οὐ μήν ἀλλά καί τό κοινῇ συμφέρον συνάγει, καθ’ ὅσον ἐπιβάλλει μέρος ἑκάστῳ τοῦ ζῆν καλῶς. Μάλιστα μέν οὖν τοῦτ’ ἐστί τέλος, καί κοινῇ πᾶσι καί χωρίς· συνέρχονται δέ καί τοῦ ζῆν ἕνεκεν αὐτοῦ καί συνέχουσι τήν πολιτικήν κοινωνίαν» (1278β, 6). Ας σημειωθεί ότι ο Adam Smith στην πρώτη του μελέτη “Theory of moral sentiment” (1759) αρνείται τη θεωρία του κοι­νωνικού συμβολαίου ως γενεσιουργού παράγοντα της ανθρώπινης συμ­βίωσης, και εμφανίζει τη «συμπάθεια» ως αίτιο της ανθρώπινης συνύπαρξης, ενώ στη δεύτερη μελέτη του “Wealth of nations” (1776) προβάλλει ως κύριο παράγοντα της συμβίωσης αυτής το λογικό ατομικό συμφέρον. Αντιθέτως ο Αριστοτέλης ευθύς εξ αρχής δέχεται και τα δύο αίτια, από τα οποία το δεύτερο είναι υπάλληλη έννοια του πρώτου.

Ακόμη μεγαλύτερη σημασία για την οικονομική σκέψη έχει η θεωρία του για την ιεράρχηση των ατομικών αναγκών, που αφορμάται από την ιστορική εξέλιξη, όπως εκτίθεται στο πρώτο βιβλίο των «Πολιτικών»: οικογένεια, χωριό, πόλη. Με βάση την ταξινόμηση των στοιχείων της ζωής, χωρίζει τα αγαθά σε αγαθά «ἐν τῷ σώματι», που ανταποκρίνονται σ’ ένα επίπεδο στοιχειώδους διαβίωσης (οικοκυριό, χωριό), σε αγαθά «ἐκτός σώματος» και σε αγαθά «ἐν τῇ ψυχῇ». Την πρώτη για την ανθρώπινη ευτυχία θέση κατέχουν τα «εν τή ψυχή» αγαθά και οι ψυχικές ανάγκες.

Έναντι αυτής της ιεράρχησης των αγαθών, υπάρχει η ιεράρχηση των αξιών. Εδώ υπάρχει αντίστροφη ιεράρχηση. Η χρησιμότητα των ψυχικών αξιών είναι απεριόριστη, ενώ παρατηρείται προοδευτικά μειούμενη χρησιμότητα των υποδεεστέρων αγαθών. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μειούμενη οριακή χρησιμότητα ως προς συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών (εν τω σώματι, εξωτερικά, ψυχικά).

Η αριστοτελική αυτή ανάλυση της οριακής χρησιμότητας των διαφόρων κατηγοριών αναγκών και αγαθών αποτέλεσε αντικείμενο μίμησης αναλογών θεωριών της σύγχρονης εποχής, αλλά ανιχνεύεται και στη σύγχρονη βιβλιογραφία περί βιομηχανικής ψυχολογίας και εργατικής πολιτικής. Χαρακτηριστική είναι η θεωρία του Α. Η. Maslow (“A theory of human motivation”, Psychological Review, 50, σελ. 370-396, 1943), που έχει ήδη ενταχθεί στην επιστήμη της διοίκησης επιχειρήσεων, χωρίς να μνημονεύεται ο Αριστοτέλης. Την παράλειψη αυτή, με υπερβολική επιείκεια, εξηγεί ο S. Τ. Lowry ως αποτέλεσμα της εμφύτευσης υποσυνείδητα ιδεών μέσω της ευρωπαϊκής κλασσικής μόρφωσης (“Using ancient greek insights to clarify modern economic ideas”, Delphi, Greece, Σεπτ. 22-26, 1994).

To πιο σημαντικό στην πιο πάνω ανάλυση της ιεράρχησης των αναγκών, που επιχειρήθηκε από τον Αριστοτέλη είναι ότι ο Σταγειρίτης φιλόσοφος προχώρησε από τις φυσικές ανάγκες στην ανταλλαγή και από εκεί στις ψυχικές αξίες, που συνδέονται με το λογικό πνεύμα το οποίο οδηγεί τα άτομα στη φιλοσοφία και εν συνεχεία στην πολιτική. Έτσι από τα οικονομικά θέματα ο πολίτης οδηγείται στην πολιτική αρετή, γεγονός που ωθεί τους ανθρώπους έκτοτε να ασχολούνται με την πολιτική, με τα κοινά.

 

 

Ο Αριστοτέλης και ο σοσιαλισμός (Ηθικά - Νικομάχεια 1130 β).

 

Σαφώς ταγμένος υπέρ των μέσων λύσεων (μέσος πολίτης, μέσο μέγεθος πόλης, μέση απόσταση μεταξύ πλουσίων και πτωχών) ο Αριστοτέλης, καίτοι όχι τόσο εντόνως όπως ο Πλάτων, επιδεικνύει ενδιαφέρον για τη διανομή του εισοδήματος και του πλούτου υπέρ των μαζών. Διατυπώνει την άποψη ότι κανένας πολίτης δεν επιτρέπεται να στερείται των στοιχειωδών, προβλέπει συσσίτια για όλους[12], επιμένει να μη δεσπόζει στην αγορά το οικονομικό συμφέρον[13] και, όπως ελέχθη, δίδει μεγάλη οικονομική και κοινωνική σημασία στην ισχυρή μέση τάξη. Χωρίς να επιδίδεται σε συμβουλές για το ιδεώδες κράτος, υποστηρίζει ότι απλή βοήθεια από το χέρι στο στόμα του πτωχού είναι σπατάλη και ότι είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι πτωχοί για να γίνουν μόνιμα οικονομικά ανεξάρτητοι[14]. Συμβουλεύει τον πλούσιο να εισφέρει χρήμα για την προμήθεια οικοπέδων, γης ή κεφαλαίου για τις μικρές επιχειρήσεις και για τους έχοντες ανάγκη φτωχούς. Σκοπός της συμβουλής αυτής δεν είναι μόνο η οικονομική προαγωγή των φτωχών, αλλά η αποτροπή με τη μέθοδο αυτή των κινδύνων από ένα ανικανοποίητο προλεταριάτο:«Τοῦτο γάρ αἴτιον τοῦ μοχθηροῦ εἶναι τήν δημοκρατίαν»[15]. Από την άποψη αυτή πρέπει κανείς να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό του Roscher[16] ότι «οι Έλληνες στις σκέψεις τους δεν διέπραξαν ποτέ τα μεγάλα λάθη για τον πλούτο, να ξεχάσουν τους ανθρώπους και για τον πολλαπλασιασμό του αριθμού των ανθρώπων, να εκτιμούν ελάχιστα την ευημερία του καθενός».

Το κεντρικό θέμα του Αριστοτέλη από την άποψη αυτή είναι το θέμα της ιδιοκτησίας. Με την κριτική του κατά του Φαλέα και του Πλάτωνα απέκτησε τη φήμη του μεγαλύτερου υπερασπιστή της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο Μακεδόνας φιλόσοφος δέχεται ότι η εξίσωση των ιδιοκτησιών μπορεί να προλάβει διχοστασίες μεταξύ των πολιτών, αλλά κατά τη γνώμη του το υγιεινότερο φάρμακο είναι η εξίσωση των επιθυμιών, παρά της ιδιοκτησίας[17], που μπορεί να επιτευχθεί με την ορθή εκπαίδευση και ένα ορθό πολίτευμα όπου οι ανώτερες τάξεις δεν θα καταπιέζουν τις κατώτερες, οι δε κατώτερες μάζες θα κρατούνται υπό έλεγχο. Διατυπώνεται δε ένα έγκυρο επιχείρημα εναντίον του ριζοσπαστικότερου τύπου του σοσιαλισμού. Το κομμουνιστικό δόγμα, όπως διακηρύχθηκε από ορισμένους θεωρητικούς του 5ου και 4ου αιώνα στην Ελλάδα και όπως το σατύρισε ο Αριστοφάνης στις «Εκκλησιάζουσες», δεν επηρεάζει τον Αριστοτέλη. Ατομιστής ο Αριστοτέλης, μισούσε τον υπερβολικό ατομικισμό, όπως και ο Πλάτων, της ριζοσπαστικής δημοκρατίας της εποχής του, που επέτρεπε στην πλειοψηφία να δημεύει την περιουσία της μειοψηφίας εν ονόματι μιας εσφαλμένης ιδέας ισότητας. Η εκμετάλλευση από τη ριζοσπαστική δημοκρατία ήταν τόσο κακή όσο οι κανόνες της τυραννίας, αλλά και ο αδίστακτος ατομικισμός δεν ήταν γι’ αυτόν καλύτερος. Επιδίωξή του ήταν, σ’ αντίθεση με το πιο πάνω, το κοινό συμφέρον και η συνένωση μαζών και τάξεων στο σκοπό της πραγματοποίησης της υψηλότατης ηθικής ζωής για το άτομο διά του κράτους. Αρνιόταν τη θεωρία των σοφιστών του κοινωνικού συμβολαίου και της δικαιοσύνης ως απλής μόνο σύμβασης[18]: «Καί ὁ νόμος συνθήκη καί... ἐγγυητής ἀλλήλοις ταῶν δικαίων, ἀλλ’ οὐχ οἷος ποιεῖν ἀγαθούς καί δικαίους τούς πολίτας».

Ο Αριστοτέλης, επικρίνει τον Πλάτωνα και το Φαλέα γιατί δεν έλαβαν πρόνοια για τη ρύθμιση του πληθυσμού, γιατί δεν έθεσαν όριο μεταξύ πολυτελείας και πενίας, αλλά έντονα επικρίνει τον κομμουνισμό στην πλατωνική «Πολιτεία». Αποδοκιμάζει το σύστημα της «Πολιτείας», γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη αρχή ότι ένα κράτος πρέπει να συντίθεται από όμοια στοιχεία. Αν ήθελε πραγματοποιηθεί το πλατωνικό σύστημα θα κατέληγε σε μείωση της αφοσίωσης στην πολιτεία, γιατί μια από τις κύριες πηγές προσκόλλησης στον κόσμο είναι η αποκλειστική ιδιοκτησία. Εξασθένηση των δεσμών προσήλωσης της τρίτης τάξης θα μπορούσε να καταλήξει σε υποταγή στους άρχοντες[19]. Κατά τη γνώμη του το παρόν σύστημα ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αν συνοδεύεται από ορθό ηθικό τόνο και πρόσφορους νόμους, συνδυάζει τα πλεονεκτήματα και της κοινής και της ατομικής ιδιοκτησίας. Η ατομική ιδιοκτησία πρέπει να είναι ατομική, αλλά πρέπει να διέπεται από κάποια φιλική κοινότητα στη χρήση της[20]. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί το διπλό κακό συμπλοκής και αδιαφορίας, που πρέπει να απορρέει από τη μη ικανοποίηση και έλλειψη προσωπικού ενδιαφέροντος υπό τον κομμουνισμό.

Η κριτική του Αριστοτέλη κατά του κομμουνισμού είναι ανάλογη με τα προβαλλόμενα σήμερα επιχειρήματα, ιδιαίτερα η ατελής επιμέλεια του κοινού, η έλλειψη κινήτρων και η αδυναμία να προωθηθούν οι ικανότητες των ατόμων. Η κοινοκτημοσύνη στερεί τον άνθρωπο από την προσωπική ευχαρίστηση να έχει κάτι δικό του: «ἔτι δέ καί πρός ἡδονήν ἀμύθητον, ὅσον διαφέρει τό νομίζειν ἴδιόν τι»[21]. Αλλά και από την χαρά να βοηθείς κάποιον άλλο: «Ἀλλά μήν καί τό χαρίσασθαι καί βοηθῆσαι φίλος ἤ ξένοις ἤ ἑτέροις ἥδιστον ὅ γίνεται τῆς κτήσεως ἰδίας οὔσης»[22]. Όσον αφορά την επιμέλεια, παρατηρεί: «Ἥκιστα γάρ ἐπιμελείας τυγχά­νει τό πλείστων κοινόν· Τῶν γάρ ἰδίων μάλιστα φροντίζουσι, τῶν δέ κοινῶν ἧττον ἤ ὅσον ἑκάστῳ ἐπιβάλλει»[23]. Τα ελαττώματα εξ άλλου του ατομιστικού συστήματος είναι ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης και όχι του συστήματος, η θεραπεία δε δεν είναι οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις αλλά η εκπαίδευση των ανθρώπων. Ο Αριστοτέλης συνιστά τον περιορισμό των δωρεών και κληρονομιών της περιουσίας της οικογένειας και το να μη έχει κανείς περισσότερα από έναν κλήρο, όπως και ο

Πλάτων, αλλά κυρίως όχι χάριν της ατομικής ιδιοκτησίας αλλά χάριν της οικογένειας. Ο συγγραφέας των «Πολιτικών» επιδεικνύει περισσότερο συλλογικό πνεύμα και πιο άμεσο από όσο ο Πλάτων στους «Νόμους», δοθέντος ότι προβλέπει τη διάθεση τμημάτων γης για τη λατρεία και τα συσσίτια.

Πρακτικός ο Αριστοτέλης δεν αποδέχεται τη δήμευση καρπών, εάν υπερβαίνει η παραγωγή ένα ορισμένο όριο, ούτε προτείνει τη λήψη μέτρων για τον περιορισμό του εμπορίου ή για να κατακτήσει πρακτικά αδύνατες επιχειρήσεις δημιουργίας χρήματος με τη χρηματιστική.

Οπωσδήποτε κύριο χαρακτηριστικό των περί ιδιοκτησίας αντιλήψεων του μεγάλου Σταγειρίτη είναι ότι ουδέποτε υπήρξε υπερασπιστής της ατομικής ιδιοκτησίας κατά τρόπο απόλυτο. Είναι άξιο σημείωσης ότι προβάλλει με έμφαση την κοινωνική υποχρέωση της ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία είναι σχεδόν σύγχρονη αντίληψη. Ενώ αρνείται οποιαδήποτε συλλογική ιδιοκτησία στη βιομηχανία, στο κεφάλαιο και στην εργασία, δεν αρνείται ορισμένες μορφές συλλογικής ιδιοκτησίας στη γη, όπως και οι σύγχρονες αντιλήψεις έχουν ήδη επιβάλει. Παρά τη σαφήνεια των αριστοτελικών απόψεων στο σημείο αυτό, πολλοί συγγραφείς επιμένουν να θεωρούν τον Αριστοτέλη πρόδρομο μαρξικών απόψεων, όπως ο αυστηρός περιορισμός του ατόμου, η θεωρία του περί τόκου ως πηγή της μαρξικής θεωρίας περί αξίας, η κριτική της χρηματιστικής ως προδρομικής κριτικής του κεφαλαίου κ.λπ.[24]

 

 

Αριστοτέλους Νικομάχου Σταγειρίτη

 

«Πολιτικά» (1266 β, 8-15): Σχέση πληθυσμού και περιουσίας

 

Στα πλαίσια της βασικής κατεύθυνσης της αριστοτελικής οικονομικής θεωρίας, υπαγορευόμενης από ηθικά αλλά και οικονομικά κριτήρια - ο υπέρμετρος πλούτος οδηγεί σε κοινωνική ανισορροπία και πρέπει πάντα να υφίσταται έλλογη σχέση μεταξύ πλούτου και φτώχειας - διατυπώνεται στα «Πολιτικά» η σχέση περιουσίας και πληθυσμού, που αποτελεί πρόδρομο της μαλθουσιανής θεωρίας:

«Δεῖ δέ μηδέ τοῦτο λανθάνειν τούς ὄντως νομοθετοῦντας, ὅ λανθάνει νῦν, ὅτι τό τῆς οὐσίας τάττοντας πλῆθος προσήκει καί τῶν τέκνων το πλῆθος τάττειν ἐάν γάρ ὑπεραίρῃ τῆς οὐσίας τό μέγεθος ὁ τῶν τέκνων ἀριθμός, ἀνάγκη τόν μέ νόμον λύεσθαι καί χωρίς τῆς λύσεως φαῦλον τό πολλούς ἐκ πλουσίων γίνεσθαι πένητας· ἔργον γάρ μή νεωτεροποιούς εἶναι τούς τοιούτους».

Βασικής σημασίας είναι η αριστοτελική παρατήρηση, αναφερόμενη στις συστάσεις του Πλάτωνα, που περιόριζε το ποσό της ιδιοκτησίας, χωρίς να σκεφθεί και ανάλογο περιορισμό των γεννήσεων. Σε περίπτωση που η πολιτική αγνοήσει τον κανόνα αυτόν, θα υπάρξει ως συνέπεια η υπέρμετρος φτώχεια[25].

Η όλη όμως ανάπτυξη του Αριστοτέλη δεν εκκινεί από το μέγεθος του πληθυσμού, αλλά από το μέγεθος της περιουσίας. Δεν είναι το μέγεθος της περιουσίας, που θα καθορίζει το μέγεθος του πληθυσμού (αυτό θα ήταν εσφαλμένη αφετηρία), αλλά το μέγεθος του πληθυσμού και θα καθορίζει σε μια πόλη το μέγεθος της ιδιοκτησίας[26]. Τούτο σημαίνει ότι η αύξηση της περιουσίας είναι το μέσο με το οποίο κατ’ αρχήν πρέπει να αντιμετωπίζεται ο υπερπληθυσμός. Ο Αριστοτέλης υπήρξε εκ των προδρόμων της ερεύνης του αρίστου μεγέθους της πόλης, στον καθορισμό του οποίου, πλην άλλων, ουσιώδη ρόλο έπαιζε η σχέση πόρων και πληθυσμού: «Δῆλον τοίνυν ὡς οὗτος ἐστί πόλεως ἄριστος, ἡ μεγίστη τοῦ πλήθους ὑπερβολή πρός αὐτάρκειαν ζωῆς εὐσύνοπτος»[27].

 

Του ιδίου

«Πολιτικά» (βιβλ. 1, 2, 3, 4 και 7): Παραγωγή

 

Όπως αναπτύσσεται σε άλλο μέρος του παρόντος (2ος τόμος, «Η εξέλιξη του όρου οικονομία στην αρχαία Ελλάδα»), ο Αριστοτέλης υπήρξε ο μόνος, που προσδιόρισε σωστά την έννοια οικονομία και του οικονόμου, αναφερόμενος κυρίως στο βασικό έργο της, ήτοι στην ορθο­λογική διάθεση των υφισταμένων αγαθών και των παραγωγικών μέσων «ὡς δεῖ ταῦτα διαθεῖναι προσήκει τόν οἰκονόμον»[28].

Δεν φαίνεται να είναι αληθές ότι ο Σταγειρίτης φιλόσοφος είχε αρνηθεί την ύπαρξη προβλήματος παραγωγής, άποψη που στηρίχθηκε στο πιο πάνω χωρίο και στη φράση του: «ὁ δέ βίος πρᾶξις» (δηλ. χρήση, αξιοποίηση, διανομή) «οὐ ποίησις ἐστί»[29]. Δεν αρνήθηκε τη σημασία της. Η διερεύνηση του θέματος της παραγωγής γίνεται στο πλαίσιο της αναγνωριζόμενης απ’ αυτόν αναγκαιότητας για μια μετριοπαθή απόκτηση πλούτου και για ένα κράτος ευημερούν, υπό την προϋπόθεση ότι ο αποκτώμενος πλούτος δεν θα είναι άδικος και ότι η χρήση του θα υπηρετεί το ανθρώπινο συμφέρον. Στο βάθος δεν αρνείται ούτε τη χρηματιστική ως παράγοντα δημιουργίας πλούτου, ούτε την ανταλλαγή ως παραγωγική ενός χρόνου και ως προσφέρουσα αξία, ούτε ως περιέχουσα μισθωμένη εργασία, όπως υποστηρίζει ο Souchon[30]. Ξεκινώντας ωστόσο από δεοντολογικές απόψεις, δεν περιγράφει την πραγματικότητα, αλλ’ επιθυμεί να χαράξει μια χρυσή τομή μεταξύ πλουτισμού και ηθικής, εξαίροντας το γεγονός ότι κύριος σκοπός της ζωής δεν είναι να παράγει ή να προμηθεύεται, αλλά να τα χρησιμοποιεί για την προώθηση υψηλοτέρων ενδιαφερόντων της ζωής. Οι παραγωγικές τέχνες γι’ αυτόν είναι μέσα για τον ύψιστο σκοπό, για την ηθική ζωή. Από την άποψη αυτή η δίκαιη χρήση προηγείται της παραγωγής, δηλαδή της βιομηχανίας, του εμπορίου, είναι δε παρασιτικές η αλλαγή και η καπηλεία, γιατί οι φορείς τους αποζούν από τους συνανθρώπους τους.

Όπως όλοι οι σωκρατικοί, ο Αριστοτέλης αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στη γεωργία, που είναι η μόνη φυσική χρηματιστική, κατά τη μεταγενέστερη διδασκαλία των φυσιοκρατών. Η γεωργία δεν αντλεί σε βάρος άλλων, όπως το λιανικό εμπόριο και η ανταλλαγή, αλλ’ όπως παρατηρεί ο Trever[31], το ενδιαφέρον για τη γεωργία συνδέεται με τη θέση των πολιτών. Η γεωργία πρέπει να ανήκει στους πολίτες δοθέντος ότι οι ασχολούμενοι με τα βάναυσα έργα δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα, ούτε καμμιά άλλη τάξη, η οποία δεν ασχολείται με την αρετή. Η ευδαιμονία συνυπάρχει με την αρετή: «εὐδαίμονα δέ πόλιν οὐκ εἰς μέρος τι βλέψαντας δειλέγειν αὐτῆς, ἀλλ’ εἰς πάντας τούς πολίτας»[32]. Ουσιαστικά και εδώ επαναλαμβάνεται η βασική αρχή της οικονομικής της ευημερίας.

Στους συντελεστές παραγωγής, ο Αριστοτέλης περιλαμβάνει, κατά μία ιδιάζουσα έννοια και το κεφάλαιο, του οποίου μάλιστα δίδει τον ορισμό, διαχωρίζοντας τον πλούτο που χρησιμοποιείται για κατανάλωση και αυτόν που χρησιμοποιείται για περαιτέρω παραγωγή: «Τά μέν οὖν λεγόμενα ὄργανα ποιητικά ὄργανά ἐστι, τό δέ κτῆμα πρακτικόν ἀπό μέν γάρ ταῆς κερκίδος ἕτερόν τι γίνεται παρά τήν χρῆσιν αὐτῆς, ἀπό δέ ταῆς ἐσθῆτος καί τής κλίνης ἡ χρῆσις μόνον»[33]. Μέρος του πλούτου καταναλίσκεται εμμέσως στη βιοτεχνία. Εδώ υπάρχει προσέγγιση προς τον ορισμό του Adam Smith, ο οποίος τονίζει ότι κεφάλαιο είναι το μέρος του αποθέματος, από το οποίο ο άνθρωπος αναμένει εισόδημα[34].

Ο δούλος θεωρείται βοηθός ή ως ένα έμψυχο όργανο, στην επιδίωξη πράξης και όχι παραγωγής. Ο δούλος είναι συνεπώς όργανο αύξησης της ζωής ή της δράσης του κυρίου του.

Σε άλλο χωρίο ο Αριστοτέλης, προβαίνοντας σε κατάταξη των αγαθών, τα διαχωρίζει σε αγαθά «με σκοπό παραγωγής» και σε αγαθά απόλαυσης. Και στις δύο περιπτώσεις γίνεται σαφές ότι αποδίδεται η αυτή έννοια, αλλά εξακολουθεί να δεσπόζει η διάκριση της κατά φύσιν κτητικής στην οποία εμπεριέχεται και ο αντιπραγματισμός, δηλαδή η άμεση ανταλλαγή, και της χρηματιστικής, δηλαδή της χρηματικής οικονομίας, η οποία είναι «ου φύσει», πλην της «οικειοτάτης χρηματιστικής», στην οποία εμπεριέχεται εμπόριο, βιοτεχνία, τόκος κ.λπ. Στο σημείο αυτό δεν φαίνεται να έχει προσεγγισθεί πλήρως η θεωρία του χρηματικού κεφαλαίου. Δεν προάγει ίσως στο σημείο αυτό τη σκέψη του κοντά στον Adam Smith, κατά τον οποίον το χρήμα αντιπροσωπεύει τόσο πολύ αποθεματοποιημένο κεφάλαιο και δυνάμει παραγωγικό και «αφ’ ης κάτι μπορεί να γίνει με τη χρήση του χρήματος, κάτι έπρεπε να πληρωθεί για τη χρήση του», δηλαδή τόκος. Κατά τον Trever ωστόσο «υπάρχει ένας τομέας σκέψης του Αριστοτέλη, στον οποίο πρέπει να δικαιωθεί. Υπάρχει ένα φυσικό όριο στη δίκαιη κτήση και αφορά το άτομο σε σχέση με τον πλούτο που χειρίζεται. Είναι κατά συνέπεια πρόδρομος της παρούσης τάσης στην οικονομική, που τείνει τώρα να θέτει όριο στο ποσό που μπορεί κανείς να κερδίζει στη ζωή του από την εργασία του»[35].

Η εργασία ως συντελεστής παραγωγής. Ο Αριστοτέλης φέρεται στρεφόμενος εναντίον της μισθαρνίας, δηλαδή της εκμίσθωσης της σωματικής εργασίας σε τρίτον, εναντίον της εκμίσθωσης των σωματικών και ψυχικών λειτουργιών. Ο πλούτος μάλιστα που αποκτάται με τη χρηματιστική είναι πλούτος τεχνητός και παρά φύσιν. Μόνο ο πλούτος που αποκτάται από την κατά φύσιν κτητικήν και τις εξακτικές βιομηχανίες (εξαγωγή μεταλλευμάτων, μεταλλεία, υλοτομία) δεν είναι παρά φύσιν. Η αιτιολογία συνίσταται στο ότι η «βαναυσική» τέχνη κάνει τον άνθρωπο ανίκανο για την πρακτική της αρετής[36]. Βασικώτερο όμως επιχείρημα είναι ότι αποδοκιμάζεται όχι κάθε εργασία, αλλά η εκμίσθωση των υπηρεσιών, η μισθαρνία, η μη ανεξάρτητη εργασία, που δεν είναι αυτοαπασχόληση. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης συνιστά να μη παίρνεις τίποτε από εκείνον, για τον οποίον εργάζεσαι[37].

Στην ουσία ο Σταγειρίτης σοφός δεν στρέφεται κατά της εργασίας, αλλά εναντίον της ακραίας εφαρμογής της εργασίας, εναντίον των ψευδών σκοπών της εργασίας. Η εργασία της μορφής αυτής αποβαίνει αποηθικοποιητική και η ακραία εφαρμογή της εμποδίζει την ηθική ανάπτυξη του πολίτη και την εκπλήρωση των πολιτικών του υποχρεώσεων. Αυτήν ακριβώς τη στάση ακολουθεί και η σύγχρονη άποψη περί εργασίας.

Το πιο σημαντικό στο θέμα αυτό είναι ότι ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η αξία της εργασίας αποτελεί τη βάση του κόστους των αγαθών, πράγμα το οποίο έχει σημασία τόσο για την τιμή των αγαθών στο εσωτερικό, όσο και για την ανταλλακτική τους αξία. Επί πλέον δίνει συμβουλές για τη διατήρηση της ευπορίας, πράγμα που υπονοεί και την απασχόληση: «Τεχναστέον οὖν ὅπως ἄν εὐπορία γένοιτο χρόνιος (ἐπειδή συμφέρει τοῦτο καί τοῖς εὐπόροις). Τά μέν ἀπό ταῶν προσόδων γινόμενα συναθροίζοντες ἀθρόα χρή διανέμειν τοῖς ἀπόροις, μάλιστα μέν εἴ τις δύναται τοσοῦτον ἀθροίζειν ὅσον εἰς γηδίου κτῆσιν, εἰ δέ μή πρός ἀφορμήν γεωργίας καί ἐμπορίας..»[38].

 

 

Του ιδίου

«Πολιτικά» (1257α), «Ηθικά - Νικομάχεια» (II 33β): Το χρήμα και η πί­στη

 

Περί του χρήματος ο Αριστοτέλης κάνει λόγο όχι μόνο στα «Πολιτικά» αλλά και στα «Ηθικά-Νικομάχεια».

Η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών εξετόπισε τον αντιπραγματισμό και στη θέση του συνεφωνήθη ένα κοινό μέσο ανταλλαγής, το οποίο έπρεπε να είναι αγαθό με πραγματική αξία και εύχρηστο: «Ξενικωτέρας γάρ γενομένης τῆς βοηθείας τοῦ εἰσάγεσθαι ὧν ἐνδεείς καί ἐκπέμπειν ὧν ἐπλεόναζον ἐξ ἀνάγκης ἡ τοῦ νομίσματος ἐπορίσθη ἡ χρῆσις»[39]. Ο ρόλος κατά συνέπεια του χρήματος συνίστατο στη διευκόλυνση των ανταλλαγών, όπως γίνεται και σήμερα δεκτό. Επί πλέον ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει, όπως ο Πλάτων, τη λειτουργία του χρήματος όχι μόνο ως συμβόλου ανταλλαγής αλλά και ως μέτρου της αξίας. Είναι «ὑπάλλαγμα τῆς χρείας κατά συνθήκην» και μέτρο σύγκρισης των αξιών[40]. Στο χρήμα ο Αριστοτέλης αποδίδει και τη σημασία της δυνατότητας που παρέχει για μελλοντικές αλλαγές[41]. Η διαπίστωση έχει την έννοια ότι η οργανωμένη κοινωνία προϋποθέτει τη μακροχρόνια δυνατότητα ανταλλαγής: «Οὔτε γάρ μή οὔσης ἀλλαγῆς, κοινωνία ἦν»[42].

Είναι όμως κατά τον Σταγειρίτη το χρήμα «λήρος», στερείται δηλαδή αξίας, εφ’ όσον δεν ικανοποιεί αμέσως ανθρώπινες ανάγκες και έτσι είναι δυνατόν να κινδυνεύει κανείς, οσοδήποτε χρήμα και αν έχει, να αποθάνει όπως ο Μίδας. Υποστηρίζει ότι το χρήμα εισήχθη κατά συνθήκη (δηλαδή κατά νόμον = νόμισμα) και ότι δεν έχει φυσική αξία. Φαίνεται δηλαδή συμφωνήσας με τους κυνικούς. Κατά συνέπεια ότι μπορεί σε κάθε στιγμή να μεταβληθεί ή να γίνει άχρηστο, με την έννοια ότι αυτό τούτο το χρήμα και όχι το υλικό της κατασκευής του, μπορεί να μείνει άχρηστο.

Ο Αριστοτέλης περιλαμβάνει και το χρήμα μεταξύ των διαφόρων μορφών πλούτου. Στην ουσία η αναγνώριση αυτή είναι παραδοχή του ότι το χρήμα αποτελεί καθεαυτό αγαθό, που η αξία του μεταβάλλεται με τη ζήτηση και προσφορά. Όπως ορθώς παρατηρεί ο Trever[43] αφ’ ης ανεγνώρισε ο Αριστοτέλης τη χρήση του χρήματος ως της σταθερός διαφερουσών πληρωμών, είδε καθαρά την αναγκαιότητα ενός σταθερού χρηματικού προτύπου. «Ὑπέρ δέ τῆς μελλούσης ἀλλαγῆς, εἰ νῦν μηδέν δεῖται, ὅτι ἔσται ἐάν δεηθῆ, τό νόμισμα οἷον ἐγγυητής ἔσθ’ ἡμῖν δεῖ γάρ τοῦτο φέροντι εἶναι λαβεῖν»[44].

Το εκπληκτικό με τον Αριστοτέλη είναι ότι ενώ θεωρεί το χρήμα ως αντιπροσωπευτικό του πλούτου δεν κατενόησε ότι τούτο ταυτοχρόνως είναι αντιπροσωπευτικό του κεφαλαίου και μάλιστα αντιπροσωπευτικό του παραγωγικού κεφαλαίου. Είναι φυσικό κατόπιν αυτού να θεωρεί τον τόκο αντίθετο προς τη φύση και μια μορφή ψευδούς χρηματιστικής, που εκτρέπει το χρήμα από τη φυσική λειτουργία του και το κάνει αντικείμενο εμπορίας[45]. Γι’ αυτό «μισεύατε ἡ ὀβολοστατική διά τό ἀπ’’ αὐτοῦ τοῦ νομίσματος εἶναι τήν κτῆσιν καί οὐκ ἐφ’ ὅπερ ἐπορίσθη». Ο τόκος στην ουσία είναι νόμισμα του νομίσματος[46]. Με το συλλογισμό αυτόν ο Σταγειρίτης φιλόσοφος στρέφεται κυρίως κατά του τόκου των μικρών δανείων και δεν αναφέρεται εναντίον των μεγάλων δανείων, καλυπτομένων από ασφάλεια πλοίων κ.λπ. Κατ’ αυτόν, το χρήμα από μέσο έγινε σκοπός. Αρνείται τον παραγωγικό ρόλο των δανείων, τα οποία δίδονται για κατανάλωση στους πτωχούς.

Δεν πρέπει ωστόσο να λησμονείται ότι οι πιο πάνω σκέψεις του Αριστοτέλη αποτελούν προσωπική του επιθυμία και όχι αντικειμενική περιγραφή της πραγματικότητας. Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε εκτεταμένο τραπεζικό σύστημα, προσεφέρετο δε η τραπεζική πίστη για παραγωγικούς σκοπούς. Ο Δημοσθένης, περιγραφών κατά τρόπο ρεαλιστικό την υφιστάμενη κατάσταση, παρατηρεί: «εἰ δέ τοῦτο ἀγνοεῖς, ὅτι πίστις ἀφορμή ταῶν παςῶν ἐστί μεγίστη πρός χρηματισμόν, πᾶν ἄν ἀγνοήσειας»[47].

 

 

Του ιδίου

«Πολιτικά» (1254α 16), «Ηθικά-Νικομάχεια» (1119β 26), «Ρητορική» (Β 16, 1390 91): Πλούτος

 

Ο πλούτος κατά τον Αριστοτέλη απαρτίζεται από αγαθά αναγκαία στη ζωή, χρήσιμα σε πρόσωπα ενωμένα σε νοικοκυριό ή σε κράτος, περιορισμένα σε έκταση (ουκ άπειρα) και ικανά για σώρευση. Περιλαμβάνει κατά συνέπεια υλικά αγαθά (πλην των δούλων που θεωρούνται απλά εργαλεία). Τα χρήσιμα για ένα κράτος και ικανά για τη σώρευση, πρέπει να είναι αγαθά με ανταλλακτική αξία.

Ο Αριστοτέλης διαστέλλει τον πλούτο από το χρήμα. «Καί γάρ τόν πλοῦτον πολλάκις τιθέασι νομίσματος πλῆθος, διά τό περί τοῦτ ’ εἶναι τήν χρηματιστικήν καί τήν καπηλικήν»[48]. Ο πλούτος είναι όχι το πλή­θος των νομισμάτων, αλλά το «πλήθος οργάνων οικονομικών καί πολιτικών»[49] είναι δηλαδή χρήματα (πράγματα), των οποίων η αξία μετράται «νομίσματι»[50]. Στη «Ρητορική» τονίζει: «πλοῦτον δέ μέρη νομίσματος πλῆθος, γής, χωρίων κτῆσις, ἔτι δέ ἐπίπλων κτῆσις καί βοσκημάτων καί ἀνδραπόδων πλήθει και μεγέθει καί κάλει διαφερόντων, ταῦτα δέ πάντα καί ἀσφαλῆ καί ἐλεύθερα καί χρήσιμα». Στην ουσία τα περιλαμβανόμενα στον πλούτο αγαθά είναι όργανα ποιητικά και κτήματα πρακτικά, διαχωριζόμενα στη «Ρητορική» σε κάρπιμα και απολαυστικά. Ως απολαυστικά νοεί τα αγαθά που προορίζονται για καταναλωτικούς σκοπούς «ἀφ ’ ὧν μηδέν παρά την χρῆσιν γίγνεται ὅ,τι καί ἄξιος»[51]. Ο Αριστοτέλης, όπως παρατηρεί ο Tcever, υπήρξε ο πρόδρομος των ορθοδόξων Άγγλων οικονομολόγων, επικρίνοντας την κοινή σύγχυση χρήματος και πλούτου, άποψη χαρακτηριστική της εμποροκρατίας.

Συνεπής προς τη βασική ηθική του αρχή ο Αριστοτέλης δεν θεωρεί τον απεριόριστο πλούτο, όπως άλλωστε και ο Πλάτων “summum bon- um”. Περισσότερο αντιτίθεται στο πνεύμα όχι τόσο των «παλαιών» αλλά και των «νεωστί κεκτημένων»[52], των νεοπλούτων, που ανάγουν τον πλούτο σε προϋπόθεση της ευτυχίας. Αποτελεί όμως σφάλμα εκείνων που πιστεύουν ότι η ηθική ανάπτυξη μπορεί να επιτευχθεί χωρίς επαρκή πλούτο, χωρίς δηλαδή την αναγκαία σχόλη. Ο πλούτος μπορεί να μη χρησιμοποιείται κατάλληλα, όμως είναι προτιμότερος από τη φτώχεια, που «ἐμποιεῖ στάσιν καί κακουργίαν». Η αριστοτελική αυτή αντίληψη είναι προφανώς οικονομικώς τουλάχιστο υγιέστερη από την υποκειμενική έννοια του πλούτου του Πλάτωνα. Οι άνθρωποι υψηλού επιπέδου μπορεί να είναι ευτυχείς, έστω και αν ο πλούτος τους είναι μέτριος[53]. «... Καί τό ζῆν εὐδαιμόνως, εἴτ’ ἐν τῷ χαίρειν ἐστίν εἴτ’ ἐν ἀρετῇ τοῖς ἀνθρώποις εἴτ’ ἐν ἀμφοῖν, ὅτι μᾶλλον ὑπάρχει τοῖς τό ἦθος μέν καί τήν διάνοιαν κεκοσμημένοις εἰς ὑπερβολήν, περί δέ τήν ἔξω κτῆσιν ταῶν ἀγαθῶν μετριάζουσιν, ἤ τοῖς ἐκεῖνα μέν κεκτημένοις πλείω ταῶν χρησί­μων, ἐν δέ τούτοις ἐλλείπουσιν...»[54].

Άλλωστε ο αληθινός πλούτος δεν μπορεί να είναι απεριόριστος, εφ’ όσον τα εξωτερικά αγαθά είναι αυστηρώς καθορισμένα βάσει της ωφέ­λειας που παρέχουν. Τέλος ο πλούτος δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει το summum bonum, γιατί δεν είναι σκοπός καθ ’ εαυτόν αλλά μόνον σύνολο μέσων (οργάνων πλήθος) για ένα σκοπό. Στο θέμα του πλούτου κατά συνέπεια δεν υπάρχει από της πλευράς του Αριστοτέλη αρνητική θέση. Η άρνηση συνίσταται στο ότι ο υπέρμετρος πλούτος είναι βλαπτικός και ότι η ανθρώπινη ευτυχία δεν εξαρτάται από το μέγεθος του πλούτου. Πρόκειται ουσιαστικά περί ηθικών κρίσεων για τον πλούτο, ασχέτων προς τον οικονομικό ρόλο του πλούτου.

 

 

Του ιδίου

 

«Ηθικά-Νικομάχεια» (1133α-β), «Ρητορική Τέχνη», (I, 7, 14): Περί αξίας

Ανεξαρτήτως του θέματος της έντιμης ανταλλαγής, για να επιτευχθεί η εξίσωση των ανταλλασσόμενων αγαθών, χρειάζεται κατά τον Αριστοτέλη εκτίμηση της εργασίας ή του κόστους παραγωγής σε κάθε περίπτωση. Βασικά κατά συνέπεια στοιχεία της αξίας είναι η εκτίμηση της ποιότητας της εργασίας και του κόστους παραγωγής. Αυτό είναι εκείνο που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «φυσική αξία». Η φυσική όμως αξία δεν σημαίνει ότι εκφράζει την αγοραστική αξία. Η τελευταία κυμαίνεται λόγω προσφοράς και ζήτησης. Συνεπώς κατά το Σταγειρίτη η οικονομική αξία προσδιορίζεται από τη ζήτηση, μετρούμενη σε χρήμα, και από την επενδεδυμένη στο προϊόν εργασία ως επίσης γενικώτερα από το κόστος παραγωγής. Είναι αυτονόητο ότι για κάθε αγαθό υπάρχει περιορισμένη προσφορά σε σχέση πρ.ος τη ζήτηση. Η αξία καθίσταται μεγαλύτερη αναλόγως προς την υπάρχουσα και ζητουμένη ποσότητα του αγαθού. Στη «Ρητορική τέχνη» είναι σαφέστερος: «Καί τό σπανιώτερον τοῦ ἀφθό­νου, οἷον χρυσός σιδήρου ἀχρηστότερος ὤν· μείζων γάρ ἡ κτῆσις διά τό χαλεπωτέραν εἶναι. Ἄλλον δέ τρόπον (ἀπό ἄλλης ἀπόψεως) τό ἄφθονον τοῦ σπανίου ὅτι ἡ χρῆσις ὑπερέχει· τό γάρ πολλάκις τοῦ ὀλιγάκις ὑπερέχει, ὅθεν λέγεται (ἀπό τόν Πίνδαρο, ὀλυμπιόνικος Α) ἄριστον μέν ὕδωρ. Καί ὅλως τό χαλεπώτερον τοῦ ράονος· σπανιώτερον γάρ. Ἄλλον δέ τρόπον τό ρᾶον τοῦ χαλεπωτέρου· ἔχει γάρ ὡς βουλόμεθα»[55].

Φυσικά ελλείπει εδώ η συμπλήρωση του θέματος με τη θεωρία της οριακής χρησιμότητας.

Στην περίπτωση της ανταλλαγής, ο Αριστοτέλης ερευνά το θέμα από άποψη δικαιοσύνης στην ανταλλαγή, στην έντιμη ανταλλαγή. Η ανάπτυξη όμως του θέματος εδώ αποκαλύπτει τη βαρύτητα που ο φιλόσοφος απέδιδε στο κόστος παραγωγής και στη ζήτηση ως των δύο στοιχείων της οικονομικής αξίας[56].

 

 

     Του ιδίου

 

«Πολιτικά», «Ευδήμεια», «Ηθικά»: Κατά φύσιν κτητική και χρηματιστική. Τα όρια του πλουτισμού

 

Βάση της οικιακής οικονομίας είναι η καλούμενη «κατά φύσιν κτητική», δηλαδή η απόκτηση αγαθών παραγομένων απ’ ευθείας από τη φύση, η οποία έχει παράγει τα αγαθά αυτά «τῶν ἀνθρώπων ἕνεκεν»[57]. Όπως και σε άλλο τμήμα του παρόντος εκτίθεται (2ος τόμ.) η οικονομική ζωή του ανθρώπου περιλαμβάνει την κτητική, ήτοι τα προσφερόμενα αμέσως από τη φύση αγαθά, και την οικονομική, η οποία αποτελεί ποριστικό κλάδο, ο οποίος χρησιμοποιεί τα προσφερόμενα από την κτητική αγαθά. Για το λόγο αυτόν ο άνθρωπος δεν είναι μόνον ζώον πολιτικόν αλλά και οικονομικόν[58].

Ο Αριστοτέλης διακρίνει την απλή κτητική και τη χρηματιστική ή κατ’ εξοχήν χρηματιστική, κατά την οποία η απόκτηση γίνεται με το εμπόριο, την πίστη, τη βιομηχανία και κυρίως με το χρήμα. Η απλή κτητική είναι εκείνη την οποία η σύγχρονη επιστήμη αποκαλεί φυσική οικονομία, στην οποία υπάγεται ο νομαδικός βίος, ο θηρευτικός, ο αλιευτικός, ο γεωργικός κ.λπ., ακόμη και ο «ληστρικός» και ο «πολεμικός». Στην κατά φύσιν κτητική υπάγεται και η ανταλλαγή, αλλά μόνον εκείνη που γίνεται «εἰς ἀναπλήρωσιν τῆς κατά φύσιν αὐταρκείας». Η χρηματιστική εξ άλλου ανταποκρίνεται στη συναλλακτική ή χρηματική οικονομία, που συνδέεται με την αλλαγή των αγαθών εν γένει (μεταβλητική ή μετα- βολική). Η παρά φύσιν κτητική, δηλαδή η χρηματιστική, περιλαμβάνει εμπόριο, πίστη, χρήμα, μισθαρνία και την εκμίσθωση των φυσικών και πνευματικών υπηρεσιών[59]. Υπάρχουν όμως παραγωγικοί κλάδοι ανάμεσα στην «κατά φύσιν κτητικήν» και «την χρηματιστικήν» που αποτελούν παραγωγικούς κλάδους κατά φύσιν, διότι τα εξαγόμενα αγαθά είναι καρποί της φύσης (μεταλλεία, υλοτομία). Το εμπόριον τέλος διακρίνεται στην καπηλική και την κυρίως καλουμένη εμπορία. Η πρώτη είναι το τοπικόν εμπόριον (καπηλική), η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει «το μέγιστον μόριον της μεταβλητικής» (ναυκληρία, φορτηγία, παράστασιν, δηλ. εμπορικά καταστήματα).

Χαρακτηριστικό της χρηματιστικής είναι ότι παράγει χρήμα μέσω χρήματος (χρημάτων μεταβολῆς)[60] και αποβλέπει στην απεριόριστη επιθυμία για την απόκτηση χρήματος. Κατά τον Αριστοτέλη είναι αφύσικη, ατιμωτική και οδηγεί σε πλουτισμό σε βάρος άλλων.

Είναι φανερό ότι ο πορισμός αγαθών παρά φύσιν, πραγματοποιούμενος δηλαδή με ανταλλαγή επεκτεινόμενη, κατά τον Αριστοτέλη είναι απαράδεκτος και πράξη ατιμωτική οδηγούσα στην ανεντιμότητα.

Ωστόσο δεν παύει να έχει συνείδηση ότι οι συναλλασσόμενοι μπορεί να είναι πραγματικοί παραγωγοί και ότι η ψευδής χρηματιστική δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλ’ είναι διακριτικά συνδεδεμένη με την οικονομική ζωή.

Επί πλέον δεν είναι ορθή η άποψή του να περιλαμβάνει τη μισθωτή εργασία κάθε είδους υπό την έννοια της απεριόριστης κτήσης, αφού δεν τείνει σε απεριόριστο πλουτισμό. Πρέπει ωστόσο να αναγνωρισθεί ότι είναι πρόδρομος της σύγχρονης ανθρωπιστικής οικονομίας, η οποία επιμένει ότι ο τελικός σκοπός όλης της δραστηριότητας πρέπει να είναι η κατανάλωση και ότι η κτήση πρέπει να ενταχθεί στην αληθινή θέση της, δηλαδή στην ιδιότητά της ως μέσου που έχει ως ύψιστο σκοπό την ανθρώπινη ευημερία (Trever). Στην ουσία η βασική επίκριση της χρηματιστικής, ειδικώτερα στα 1257β 40-42, είναι η διάκριση ανάμεσα στο «ζῆν καί τό εὖ ζῆν».

(Περί της ανταλλαγής από άποψη δικαιοσύνης, βλέπε στον Ιο τόμο το κεφάλαιο «Αρνήσεις».

 

 

      Ο Αριστοτέλης και η μεθοδολογία του

 

Πέραν της απαγωγικής και συναγωγικής μεθόδου, που αποτέλεσε το βασικό τρόπο στοχασμού, ο Αριστοτέλης συνέλαβε τη φιλοσοφική αξία της «μικρό» και «μακρο» ανάλυσης. Είχε βέβαια στο σημείο αυτό προηγηθεί ο Δημόκριτος, ο οποίος είχε την ιδέα να εξηγηθεί το έτοιμο από το γινόμενο βαθμιαία, να συναχθεί το μέγα και περιεκτικό από την κίνηση των μικρότατων τμημάτων. Αυτή η σκέψη, κατά τον Reinhardt, είναι η μεγάλη και μοναδική δημιουργία του[61].

Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι η έρευνα κάθε αντικειμένου πρέπει να αρχίζει από τα μικρότατα τμήματα, από τις πρωταρχικές μορφές τούτου. Τονίζει στα Πολιτικά: « Ἐπεί δέ φανερόν ἐξ ὧν μορίων ἡ πόλις συνέστηκεν, ἀναγκαῖον πρῶτον περί οἰκονομίας εἰπεῖν πᾶσα γάρ σύγκειται πόλις ἐξ οἰκιῶν οἰκονομίας δέ μέρη, ἐξ ὧν πάλιν οἰκία συνέστηκεν οἰκία δέ τέλειος ἐκ δούλων καί ἐλευθέρων. Ἐπεί δ’ ἐν τοῖς ἐλαχίστοις πρῶτον ἕκαστον ζητητέον, πρῶτα δέ καί ἐλάχιστα μέρη οἰκίας δεσπότης καί δοῦλος καί πόσις καί ἄλοχος καί πατήρ καί τέκνα..[62]. Στην ουσία η προτεινόμενη μέθοδος έρευνας είναι η σημερινή μακροοικονομική και μικροοικονομική.


 

[1] Από την ανεπισκόπητη βιβλιογραφία για τον Αριστοτέλη, παραθέτομε μόνο επιλογή, αναφερόμενη στο κοινωνικοοικονομικό του έργο:

Ε. Εμπειρικού, Η πολιτική οικονομία παρά τοις Αθηναίοις, Αθήναι, 1872.

Ν. Γουναράκη, «Η οικονομική επιστήμη παρ’ Αριστοτέλει, Πλάτωνι και Ξενοφώντι», τόμος Παν/μίου για την πεντηκονταετηρίδα του, Αθήναι, 1888.

Θ. Κουτούπη, Η οικονομική των Ελλήνων, Αθήναι, 1908.

Ν. Καζάζη, Η αρχαία πολιτεία και αι περί αυτής θεωρίαι του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, Αθήναι, 1877.

Γ. Γρατσιάτου, Πολιτικαί θεωρίαι εν τη αρχαιότητι, Ανάτυπο από Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος, Αθήναι, 1930.

Δ. Καλλιτσοννάκη, Ιστορία της Πολ. Οικονομίας, Αθήναι, 1929, σελ. 73.

Α. Ανδρεάδου, Περί των δημοσιονομικών θεωριών του Αριστοτέλους και της σχολής αυτού, ιδία δε περί του β' βιβλίου των Οικονομικών, Ανάτυπο από την Επετηρίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι, 1915.

Του ιδίον, Ιστορία της ελληνικής δημοσίας οικονομίας, Αθήναι, Α', 1918, Β', 1930.

Αρ. Σίδερη, «Οικονομικοί αντιλήψεις του Αριστοτέλη», Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, 1945. Β. Δερτιλή, Ο Αριστοτέλης ως οικονομολό­γος, Ανάτυπο από το περιοδικό Σπουδαί, Α.Β.Σ.Π., τόμ. 10, τεύχ. 4. Λ. ©. Χουμα- νίδης, Οικονομική ιστορία και η εξέλιξη των οικονομικών θεωριών, τόμ. πρώτος, εκδ. Παπαζήση, Αθήναι, 1980, σελ. 196-218. A. Anagnos, “Economic ideas of Aristotle”, στο Επιστ. Επετηρίδα, εκδ. Νομ. Σχολής Παν/μίου Θεσ/κης, αφιέρω­μα στο X. Φραγκίστα. L. Th. Houmanidis, “Le concezioni sullo sviluppo economi- co degli autori antichi e medievili”, Revista del Cologio Universitario de Cayey de la Universidad de Puerto Rico, τόμ. VII, No 14, 1975, σελ. 77 εξ.

Α. Κοραή, Αριστοτέλους Πολιτικών τα σωζόμενα, Εισαγωγή, Παρίσι, 1821.

Εμ. Μιχελάκη, Η θεωρία του Αριστοτέλους περί των πρακτικών αρχών, Αθήναι, 1961.

Του ιδίου, Ο κατά φύσιν νόμος παρ’ Αριστοτέλη, τιμητ. τόμ. Κ. Τριανταφυλλο- πούλου, 1959.

Em. Michelakis, Platos Lehre von der Anwendung des Gesetzes und der Begriff der Billigkeit bei Aristoteles, Miinchen, 1957.

S. Todd Lowry, “Aristotle’s Natural Limit and the economics of price regulation”, Greek, Roman and Byzantine Studies, 15:61, 1974.

Του ιδίου, “Aristotle’s mathematical analysis of exchange ”, History of political economy 1:65, 1969.

T. J. Lewis, “Acquisition and anxiety: Aristotle’s case against the Market”, Cana­dian Journal of Economics, II: 69-90, ειδ. σελ. 83-87.

L. H. Ri/kin, “Aristotle on equality, criticism of A.Z. Carlyle’s theory”, Journal of the history of idea, 14, 270-81.

E. Lama, Π pensiero economico di Aristotele, Roma, 1933.

Os. Kraus, “Die Aristotelische Werttheorie in ihren Beziehungen zu den Lehren der modernen Psychologenschule”, Zeitschrift fur die gesamte Staatswissenschaft 61 (1905), σελ. 573-92.

Die Werttheorien, Wien, 1938.

“Aristotle on Economic Imputation and Related Matters”, Southern Economic Journal 21:371-89.

Barthelemy Saint- Hilaire, Preface de la traduction de la “Politique” d’ Aristote.

J. Pecirca, A note on Aristotle’s conception of citizenship and the role of foreigners in fourth century Athens, Eirene, 6.

Wilhelm Oncken, Die Staatslehre des Aristoteles in historisch - politischen Umrissen, 2 τόμοι, Leipzig, 1870-1875.

Ulrich von Wilamowitz - Moeliendorff, Aristoteles und Athen, 2 τόμοι, Berlin, 1893.

W. Jaeger, Aristoteles, Berlin, 1923, αγγλ. εκδ., 2η εκδ. 1950.

J. Saint - Germes, Les idees monetaires de la Grece antique, 1929 και τα άρθρα

Aristoteles, εις το Handw. der St., 4η εκδ. 1923, τόμος 1ος.

S. Mansion (ed.), Aristote et les probiemes de methode, Louvain symposium, 1961.

M. Mignucci, La teoria aristotelica della scienza, 1965.

J. Μ. E. Moravcsik (εκδ.), Aristotle: A Collection of Critical Essays, 1969.

J. P. Lynch, Aristotle’s School, 1972.

A. H. Chroust, Aristotle, New Light on His Life and on Some of His Lost Works, 1973.

F. Grayeff, Aristotle and His School, 1974.

S. R. L. Clark, Aristotle’s Man: Speculations upon Aristotelian Anthropology, 1975.

A. Preuss, Science and Philosophy in Aristotle’s Biological Works, 1975.

W. N. Thompson, Aristotle’s Deduction and Induction, 1975,

D.Charles, Aristotle’s Philosophy of Action, 1977.

A.Kenny, Ariostotelian Ethics, 1978.

E.Barker, Greek Political Theory: Plato and his predecessors, 2η εκδ. London: Methuen, 1925, 1947. Του ιδίου, The political thought of Plato and Aristotle, New York, 1906.

Harro Bernardelli, “The Origins of Modern Economic Theory”, Economic Record 37 (1961).

Ralph Braidanti, Political and Administrative Development, Durham: Duke University Press, 1969.

James Buchanan, “What Should Economists Do?”, Southern Economic Journal 30 (1964).

John Burnet, Early Greek Philosophy, 4th ed., London: Black, 1945. Essays and Addresses. New York: Macmillan, 1930. Τον ιδίου, The Ethics of Aristotle. Lon­don: Methuen, 1960.

Τον ιδίου, Greek Philosophy, part. 1. London: Black, 1928.

John Bury, London: Macmillan, 1924, 1944. D. Callahan, Ethics and Population, New York: Occasional Paper, Population Council, 1971.

Sidney Fine, L.aissez Faire and the General - Welfare State. Ann Arbor: University of Michigan Press, 1964.

Μ. I. Finley, “Aristotle and Economic Analysis”, Past and Present 47 (1970).

K. G. Varvoutis, Die Beschrankungen der wirtschaflichen Tatigkeit in der Antike, Seminararbeit, bei Prof. Tuchtfeldt, Bern.

Barry Gordon, “Aristotle and Hesiod: The Economic Problem in Greek Thought,” Review of Social Economy 21 (1963).

Του ιδίου, “Aristotle and the Development of Value Theory”, Quarterly Journal of Economics 78 (1964).

Του ιδίου, Economic Analysis Before Adam Smith: Hesiod to Lessius, New York: Barnes and Nobel, 1975.

Fred Kort, “The Quantification of Aristotle’s Theory of Revolution”, American Political Science Review 19 (1952).

W. F. R. Hardie, Aristotle’s Ethical Theory, 2η εκδ. 1989, Oxford.

T. Heath, Mathematics in Aristotle, Oxford, 1949.

V. Johnson, “Aristotle’s theory of value”, Amer. Journal of Philology 60, 445-51.

Vassilis Karasmanis, “The mathematical passage in Nichomachean Ethics 1131b 5-15”, Ancient Philosophy 13, 373-8, 1993.

S. Meikl, “Aristotle and exchange value”, στο A companion to Aristotle’s politics, D. Keyt και F. J. Miller (εκδ.), Oxford, 1991.

J. T. Noonan, Scholastic Analysis of Usury, Cambridge, Mass., Harvard Universi­ty Press, 1957.

Karl Polanyi, “Aristotle Discovers The Economy” και “The Economy as Instituted Process”, στο Trade and Market in the Early Empires, Edited by Karl Polanyi, C. M. Arensberg and H. W. Pearson, New York, Free Press, 1957.

W. D. Ross, Aristotle, 5η εκδ., London, Methuen, 1953. The Works of Aristotle, London, Oxford University Press, 1911-52.

Josef Soudek, “Aristotle’s Theory of Exchange: An Inquiry Into the Origin of Economic Analysis”, Proceedings of the American Philosophical Society 96 (1952).

J. J. Spengler, “Aristotle on Economic Imputation and Related Matters”, Southern Economic Journal 21 (1955).

S. T. Worland, Scholasticism and Welfare Economics, South Bend, University of Notre Dame Press, 1967.      

[2] «Naturalwirtschaft» και «Geldwirtschaft», όπως την αποκαλεί o Kautz, Theorie und Geschichte der Nationalokonomie, Wien, 2η εκδ. 1860, σελ. 137, σημ. 4.

[3] Διογένης Λαέρτιος, V, 22.

[4] Βλέπε κεφ. «Αρνήσεις» του παρόντος. J. Soudek, “Aristotle’s theory of exchange: An inquiry into the origin of economic analysis”, op. cit.

S. Meikl, “Aristotle on equality and market exchange”, Journal of Hellenic Studies, 111, 193, 6/1991.

F. Rosen, “The political context of Aristotle’s categories of justice”, Phronesis 20, 228-40, 1975.

[5] Β. St. - Hilaire, Preface de la traduction de la “Politique” d’ Aristote. 

[6] Πολιτικά, 1320α, 39-40 και Ι267β 3.

[7] Πολιτικά, 1329α, 25. Κ. Καλλίας, Η αριστοτελική μεσότης και το κέντρο, Αθή­να, 1987.

[8] Πολιτικά, 1302α, 15-18.

[9] Αριστοτέλης, Πολιτικά 1295β, Ηθ.-Νικ. VIII, 14, 1161 β.

Η οικονομική της ευημερίας ενδιαφέρεται για τις συνέπειες εκείνες της οικονομικής δραστηριότητας στην κοινωνία, που είναι, τουλάχιστο κατ’ αρχήν, ικανές να μετρηθούν αντικειμενικά και να ερευνηθούν από την οικονομική θεωρία, όπως τόνισε ο A. C. Pigou, Economics of Welfare, 5η εκδ., London, MacMillan, 1932. To πραγματικό εθνικό εισόδημα, η ροή αγαθών και υπηρεσιών συνδέεται αμέσως προς την ευημερία και, υπό ορισμένες επιφυλάξεις, όσο μεγαλύτερο είναι το εθνικό εισόδημα και όσο πιο δίκαια διανέμεται, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η οικονομική ευημερία της κοινότητας. Η τεχνική της οικονομικής της ευημερίας συνεπώς είναι η επεξεργασία με λογική ανάλυση των αποτελεσμάτων ορισμένων αιτίων επί του μεγέθους και της διανομής του εθνικού εισοδήματος. Η οικονομική της ευημερίας συγκεντρώνεται σε απόψεις επί της οικονομίας, που κινητικότητας των πόρων. Ενδιαφέρεται έτσι για την εκτίμηση σε πόση έκταση μια οικονομία επιτυγχάνει το μέγιστο της ευημερίας και πώς μπορεί το επίτευγμα αυτό να βελτιωθεί. Η εφαρμογή της οικονομικής της ευημερίας σε μια κοινότητα καταλήγει στη δημιουργία του κράτους ευημερίας.

Προδρομικές απόψεις της οικονομικής της ευημερίας απαντούν πρώτον στο Θαλή το Μιλήσιο, ο οποίος τονίζει: «Ή άρίστη πόλις, ή μήτε πλούσιους άγαν, μήτε πένητας έχουσα».

Στον Αριστοτέλη: «εὐδαίμονα δέ πόλιν οὔτε εἰς μέρος τι βλέψαντας δεῖ λέγειν αὐτῆς, ἀλλ’ εἰς πάντας τούς πολίτας» (Πολ. 1329α και VII, 9, 7-8).

Και:

«Δῆλον ὅτι ἄρα καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική ἡ ἀρίστη ἡ διά τῶν μέσων καί τάς τοιαύτας ἐνδέχεται εὖ πολιτεύεσθαι πόλεις, ἐν αἷς δή πολύ τό μέσον καί κρεῖττον, μάλιστα μέν ἀμφοῖν, εἰδέ μη θατέρου μέρους».

Επίσης, στον Αριστοτέλη:

«Ὥσπερ γάρ σῶμα ἐκ μερῶν σύγκειται καί δεῖ αὔξάνεσθαι, ἀνάλογον ἵνα μένη ἡ συμμετρία εἰ δέ μή φθείρεται, οὕτω καί πόλις σύγκειται ἐκ μερῶν, ὧν πολλάκις λανθάνει τι αὐξανόμενον, οἷον τό ταῶν ἀπόρων πλῆθος ἐν ταῖς δημοκρατίαις καί πολιτείαις».

Βλέπε και Φωκυλίδης: «πολλά μέσοισιν αριστα» ,Αριστοτέλης, Πολιτ. 129β). Βλέπε επίσης: Αριστοτέλης, Ηθικά - Νικομ. VIII.14,1161b, VIII, 3, 4. Και Πλάτων, Θεαίτη τος.

Το ερώτημα βέβαια είναι αν η τάση εξίσωσης των εισοδημάτων οδηγεί και στην τάση εξίσωσης των ικανοποιήσεων, που ποικίλλουν κατά άτομα και κοινωνίες.

Το θέμα της ικανοποίησης που είχε υποκειμενικό χαρακτήρα θίγει κατά τρόπο πολύ εύστοχο ο Σόλων (Ηρόδοτος, I, 32):

«Οὐ γάρ τοι ὁ μέγα πλούσιος μᾶλλον τοῦ ἐπ ’ ἡμέρην ἔχοντος ὀλβιώτερός ἐστί; Εἰ μή οἱ τύχη ἐπίσποιτο πάντα καλά ἔχοντα εὖ τελευτῆσαι τόν βίον. Πολλοί μέν γάρ ζάπλουτοι ἀνθρώπων ἀνόλβιοι εἰσί, πολλοί δέ μετρίως ἔχοντες βίου εὐτυχές. Ὁ μέν δή μέγα πλούσιος, ἀνόλβιος δέ, δυοῖσι προέχει τοῦ εὐτυχέος μοῦνον, οὗτος δέ τοῦ πλουσίου καί ἀνολβίου πολλοῖσι· ὁ μέν ἐπιθυμίην ἐκτελέσαι καί ἄτην μεγάλην προσπεσούσαν ἐνεῖκαι δυνατότερος, ὁ δέ τοῖσδε προέχει ἐκείνου· ἄτην μέν καί ἐπιθυμίην οὐκ ὁμοίως δυνατός ἐκείνω ἐνεῖκαι, ταῦτα δέ ἡ εὐτυχίη οἱ ἀπερύκει, ἄπηρος δέ ἐστί, ἄνουσος, ἀπαθής κακῶν, εὖπαις, εὐει­δής».

Όσον αφορά τις σχέσεις πλούτου και ευτυχίας, βλέπε: Ηρόδοτος, I, 32, 6, Πλά­των,

Γοργίας 477, Πολιτεία A 329, Νόμοι Ε 733, 736.

Βλέπε γενικώτερα: S. Τ. Worland, Scholasticism and welfare economics. W. Wil­son, “The economics of the just price”, History of Political Economy, 7:56-74, R. A. De Roover, “Scholastic Economics: Survival and lasting influences from the sixteenth century to Adam Smith”, Quarterly Journal of Economics, σελ. 161-90.

Πολιτικά, 1263 α, 14-17.

Πολιτικά, 1265 β.

[10] Αριστοτέλης, Πολιτικά 1326 β, 8-11.

[11] Την επίδραση του Αριστοτέλη και της σκέψης των Ελλήνων στη μεσαιωνική Δύση αποκαλύπτει πρώτον ο αριθμός των σχολιογράφων και των χειρογράφων εκδόσεων. Τέσσαρες κώδικες: Cantabrigiensis, Vaticanus, Napolitanus και Parisinus. (Ειδική εργασία για τις λατινικές εκδόσεις: V Rose, De Aristotelis librorum ordine et auctoritate, Berlin, 1854, σελ. 60-63).

O P. Mandonnet αποδεικνύει ότι το πρώτο κείμενο ανατρέχει τουλάχιστον στο 1267. (βλ. P. Mandonnet, “Guillaume de Moerbeke, traducteur des Economiq- ues, 1267”, στο Archives d’ histoire doctrinale et litteraire du Moyen Age, Paris, Vrin, 8e annee, 1933, σελ. 9-29).

Πολλά έχουν γραφεί για τη στροφή στον Αριστοτέλη και τη διάδοση των έργων του κατά το μεσαίωνα. Π.χ. Ε. Franceshini, “Ricerche e studi di Aristotele nel medioevolo latino”, στο Aristotele nelle critice e negli studi contemporanei, Rivista di filosofia neoscolassica, Sup. Spec., τόμ. XLVIII, 1956, X-202, σελ. 144- 166.  

[12] Πολιτικά, 1271 α, 29-37.

[13] Ηθικά - Νικομάχεια, V, 4-9.

[14]  (;) Πολιτικά 1320α: «τεχναστέον οὖν ὅπως ἄν εὐπορία γένοιτο χρόνιος».

[15] Πολιτικά, 1320α, 34.

[16] Roscher, “Die hellenische Volkswirtschaftslehre", σελ. 7. Trever, op. cit., σελ. 117.

[17] Πολιτικά, Ι266β, 28-30. 

[18] Πολιτικά, Ι280β, 10-12. Ε. Dobbs, Philosophy of popular morals in ancient Gre­ece, 1907, σελ. 48.

[19] Πολιτικά, 1262α, 40, Ι262β, 3.

[20] Πολιτικά, 1329β, 14, Ηθικά - Νικομ. VIII, 8, Πολιτικά 1257b, 29. Kurt Latte. “Kollektivbesil/ und Staatsschat/ in Ciricchenland", Nachrichten der Akademie der Wissenschaften in Gottingen, Philologische. Historische Klasse, 1946-7, σελ. 64-75, και Latte, 1968.

[21] Πολιτικά, II, 2-6.

[22] Πολιτικά, II, 2-6, 1263β.

[23] Πολιτικά, 1261 β, 35. 

[24] Francotte, L’Industrie dans la Grece ancienne, II, op. cit., 250, A. Souchon, op. cit., σελ. 170. Pohlmann, op. cit., I, 599.

[25] Πολιτικά, 1265β, 6-12.

[26] Πολιτικά, 1270α, 40, 1270β

[27] Πολιτικά, 1326β, 25. 

[28] Πολιτικά, 1258α, 25.

[29] Πολιτικά, 1254α, 7.

[30] A. Souchon, op. cit., σελ. 96, 98. Haney, op. cit., σελ. 47.

[31] Trever, op. cit., σελ. 90.

[32] Πολιτικά, 1329α, 25.

[33] Πολιτικά, 1254 I, 2-4. 

[34] Trever, op. cit., σελ. 91.

[35] Trever, op. cit., σελ. 93.

[36] Πολιτικά, 1337β, 8.

[37] Πολιτικά, 1330α, 25-31.

[38]Πολιτικά, 1320α, 39-44. 

[39] Πολιτικά, 1257α, 34-36.

[40] Ηθικά-Νικομ. 1133α, 34-35 και 1Ι33β, 25.

Ο Ed. Will, βάσει των διαλαμβανόμενων στα Ηθικά -Νικομάχεια, V, 8, (132β 31-1133β 28) εσχεδίασε το πιο κάτω διάγραμμα, στο οποίο ερμηνεύεται σαφώς η άποψη του Αριστοτέλη για το φαινόμενο του χρήματος:

 

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

 

Γενική άποψη                                      Γενική φάση                 Ειδική άποψη

Κοινωνική ηθική                                 στο συλλογισμό            Οικονομία

 

                                                                       Ι

 

ανάγκη κοινωνικών σχέσεων              παράγοντες                     ανάγκη

                                                             συνοχής

 

                                                                       II

 

ανταλλαγή υπηρεσιών                          αμοιβαιότητα                 εμπορικές

                                                                                                     συναλλαγές

 

                                                                       III

 

αξιολόγηση υπηρεσιών                    αναλογική ισότητα                εκτίμηση αγαθών

 

                                                                        IV

 

                                                         Συμβατικό πρότυπο

 

 

[41] Ηθικά-Νικομ., 1133β, 10-13.

[42] Ηθικά-Νικομ., 1133β, 19-20. 

[43] Trever, op. cit., σελ. 101-106.

[44] Ηθικά-Νικομ. 1133β, 12-15.

[45] Πολιτικά, 1258β, 25 3-5.

[46] Πολιτικά, 1258β.

[47] Δημοσθένης, Υπέρ Φορμίωνος 44. Ισοκράτης, Τραπεζιτικός V.

Brants, “Les operations de banque dans la Grece antique”, στο Museon I, 2, 196-203. Ομοίως Koutoryon, Les trapezites, Paris, 1859. 

[48] Πολιτικά, 1257β, 10-12.

[49] Πολιτικά, 1256β. 39-40.

[50] Ηθικά-Νικομ., I I 19, 27-28. Ρητορική Δ, 5.

[51] Ρητορική, Α, 5. Ο. Langholm, Wealth and money in the aristotelian tradition: A study in scholastic economic sources, Bergen, Oslo: Universitetsforlaget, 1983.

[52] Ρητορική, 1391α, 17-19.

[53] Πολιτικά, 1323α, 41-44.

[54] Πολιτικά, 1323β, 1-7. 

[55] Ρητορική 1364α, 24-30.

[56] Μεγάλα Ηθικά 1193β 19, 1194β, 2. G. Ε. McCarthy, Marx and Aristotle, Savage, M. D. 1992.

[57] Πολιτικά 1256β, 23-24.

[58] Πολιτικά 1337α, 27-30. Ευδήμεια Ηθικά 1242α. Βλέπε και Pohlmann, op. cit. I, 276. A. Bresson, “Aristote et le commerce exterieur” Revue des etudes anciennes, 49 Paris 1927. 

[59] Πολιτικά, 1256β 26-39.

[60] Πολιτικά 1257β 20.

[61] Reinhardt, ZeitschriftHermes”, 1912 σελ.492. 

[62] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1253 β, 1. Περί των σχέσεων των μεθόδων μεταξύ των βλέπε: Πλάτων «Νόμοι, III 683Ε, Πολιτεία 510Ε και Αριστοτέλ ης Ηθικά-Νικομάχεια» 1, 2, Πολιτικά 1252α 16-26, 1253β, 5.