www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - Η ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

 

Σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές 

 

Η αριστοτελική τελεολογία έμελλε να ακολουθήσει ίσως την πιο περιπετειώδη τροχιά από κάθε άλλη ιδέα μες τους αιώνες. Ως βασικότερη αρχή του Αριστοτέλη σημάδεψε κάθε πτυχή του έργου του. Από την ερμηνεία της κίνησης, μέχρι την ηθική αρετή και τους εκπαιδευτικούς στόχους ή, για να μιλήσουμε με σύγχρονα δεδομένα, από την καθαρή επιστημονική σκέψη μέχρι απολύτως φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Τελεολογία είναι «η αντίληψη ότι τα πάντα στον κόσμο διέπονται από ένα σκοπό, προς την εκπλήρωση του οποίου τείνουν». (Από το λεξικό του Μπαμπινιώτη). Ότι κάθε πράγμα δηλαδή υπάρχει για ένα σκοπό και τείνει προς την τέλεια κατάστασή του, δηλαδή να υπηρετεί αυτό για το οποίο είναι πλασμένο, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ο Αριστοτέλης έφτασε στην αντίληψη αυτή με καθαρή παρατήρηση και λογική σκέψη, χωρίς τη δυνατότητα πειραματικής εφαρμογής ή επιστημονικής επαλήθευσης ή εργαστηριακής υποδομής ή τεχνολογικής βοήθειας ή οτιδήποτε τέτοιο. Ως εκ τούτου η τελεολογία είναι μη μετρήσιμη, δηλαδή μη χειροπιαστά αποδείξιμη με τον αμιγώς επιστημονικό τρόπο. Αφού δεν μπορεί να μετρηθεί, άρα δεν μπορεί να έχει δείκτες, δεν μπορεί να έχει πειραματική επαλήθευση, δεν μπορεί να αποκτήσει επιστημονική οντότητα. Παραμένει μια μεταφυσική σκέψη, ένα άλμα λογικής, θα λέγαμε ένα δόγμα, που οφείλει να γίνει πιστευτό γιατί προσφέρει μια ερμηνεία. Παρόμοιο δόγμα του Αριστοτέλη, στην ερμηνεία της κίνησης είναι το πρώτο κινούν που «κινεί όλα όσα βρίσκονται σε κίνηση χωρίς να κινείται το ίδιο και που πρέπει να είναι μάλλον ελκτικό παρά απωθητικό, αιώνιο, χωρίς υλικές διαστάσεις, χωρίς μέγεθος πεπερασμένο ή άπειρο και αμερές». (Δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη). Η αντίληψη για το πρώτο κινούν δίνει την εντύπωση περισσότερο μιας θεολογικής προσέγγισης - και μάλιστα σύγχρονης – παρά επιστημονικής τεκμηρίωσης. Η αριστοτελική θεωρία της κίνησης ίσχυσε αιώνες αιώνων, όσο κράτησε η γεωκεντρική αντίληψη του κόσμου.

Τα προβλήματα του Αριστοτέλη ξεκινούν κυρίως με τον Γαλιλαίο που κατέρριψε τη γεωκεντρικότητα και απέδειξε την κίνηση της γης (με όλα τα θεολογικά παρατράγουδα). Ο Γαλιλαίος μίλησε για την αμετάτροπο κίνηση που είναι ομαλή κυκλική και δεν αποδίδεται σε κανένα κινούν. Ο Γαλιλαίος εισάγει αυτό που λέμε σύγχρονη επιστημονική μέθοδο, όπου μόνο το πείραμα μπορεί να έχει αποδεικτική ισχύ κι όπου πηγή κάθε επιστημονικά τεκμηριωμένης αντίληψης είναι η μέτρηση και μόνο η μέτρηση. Μπροστά σ’ αυτή τη νέα επιστημονική πνοή οι αριστοτελικές εικασίες φαντάζουν παιδιαρίσματα κι ονειροφαντασίες. Ο επιστημονικός κόσμος χαράζει μια νέα πορεία όπου καμία φιλοσοφική προσέγγιση των φυσικών επιστημών δεν έχει θέση. Όταν πια ο Νεύτωνας παγίωσε τη θεωρία της αδράνειας στην κίνηση με τον περιβόητο τύπο F = m. γ ήταν όχι απλώς αναχρονιστικό, αλλά γελοίο το να μιλά κανείς για τον Αριστοτέλη.

Το χάσμα του Αριστοτέλη με τις επιστήμες παίρνει καθαρά συγκρουσιακό χαρακτήρα αν αναλογιστούμε την καταπίεση της ανθρώπινης σκέψης από τη χριστιανική ηθική του πέτρινου μεσαίωνα. Η εκκλησία των γεωκεντρικών αντιλήψεων και της άυλης μεταφυσικής υπόστασης, όπως είναι λογικό, έκανε παντιέρα τον Αριστοτέλη, επιβάλλοντάς τον και καταπνίγοντας κάθε φωνή. (Τα παρατράγουδα του Γαλιλαίου δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αναλύσεις). Μέσα σ’ αυτό το κλίμα η κατάρριψη της αριστοτελικής σκέψης αποτέλεσε βασικό στόχο των επιστημών, αφού, στην ουσία, επρόκειτο για την κατάρριψη της ίδιας της θεολογικής δικτατορίας που κρυβόταν από πίσω του. Ο Αριστοτέλης δηλαδή, πράγμα που προφανώς δεν θα μπορούσε να προβλέψει ποτέ, έγινε το εξιλαστήριο θύμα μιας σύγκρουσης που δεν τον αφορά ούτε στο ελάχιστο. Έτσι δημιουργήθηκε ένα είδος αντιαριστοτελικού φανατισμού, καθώς οποιαδήποτε φιλοαριστοτελική στάση ταυτιζόταν με το θρησκευτικό σκοταδισμό. Η ταύτιση του Αριστοτέλη με την επικρατούσα μεσαιωνική εκκλησιαστική αντίληψη δεν είναι απλώς μια παρεξήγηση σε βάρος του, αλλά μια κατάφωρη αδικία απέναντι σ’ ένα φιλόσοφο – θεμελιωτή του ορθού λόγου, που από θέση αρχής προσπάθησε να φτάσει στην αντικειμενική αλήθεια παραβλέποντας κάθε άλλη οπτική πέραν της φυσικής παρατήρησης. Ο Αριστοτέλης μπορεί να μην είναι επιστήμονας με τη σύγχρονη έννοια – εξάλλου θα ήταν παράλογο να απαιτούσαμε κάτι τέτοιο από ένα στοχαστή που έδρασε τον 4ο αιώνα π. Χ. – αλλά ανήκει σίγουρα σ’ αυτούς που έθεσαν τις βάσεις σ’ αυτό που πολύ αργότερα θα αποτελούσε αυτό που λέμε επιστημονική σκέψη. Σε κανένα σημείο δεν αναφέρει κανένα θεό ως κινητήριο δύναμη οποιασδήποτε δράσης, αλλά πάντα μελετούσε την ίδια τη φύση, όπως οφείλει κάθε επιστήμονας. Η οποιαδήποτε σύνδεσή του με το χριστιανισμό είναι ο απόλυτος παραλογισμός, που όμως μπορεί να δικαιολογηθεί αν αναλογιστούμε το ολικό παράλογο αιώνων καταστολής της σκέψης, που, όπως είναι απολύτως φυσικό, γεννά την αντίδραση. Ο Αριστοτέλης ταυτίστηκε με τη θεοκρατική φωνή της συντήρησης κι αυτό δεν έχει ξεπεραστεί ούτε στις μέρες μας. Ακόμη και στο λεξικό του Μπαμπινιώτη στο λήμμα τελεολογία (πέρα από τον ορισμό που ήδη παρέθεσα) υπάρχει η συμπληρωματική φράση που χαρακτηρίζει το σκοπό «συνηθ. προκαθορισμένο από ένα υπέρτατο ον, τον θεό», αντίληψη, αριστοτελικά τουλάχιστον, απολύτως εσφαλμένη, αφού ο Αριστοτέλης δεν απέδωσε πουθενά την ύπαρξη του τελικού σκοπού πέρα από την ίδια τη φύση.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί ο Αριστοτέλης θεωρείται μεταφυσικός φιλόσοφος. Δεν είναι μόνο το έργο του «Μετά τα φυσικά» που συνέβαλε στο χαρακτηρισμό, αλλά η ίδια η αντίληψη της τρέχουσας επιστήμης που τον τοποθετούσε στους μεταφυσικούς με την έννοια της θεολογικής απόχρωσης. Αν θεωρήσουμε ως μεταφυσική σκέψη αυτή που δεν μπορεί να αποδειχθεί πειραματικά ή να μετρηθεί με οποιοδήποτε τρόπο τότε ασφαλώς η τελεολογική θεώρηση του κόσμου είναι μεταφυσική σκέψη. Όμως μεταφυσική σκέψη δεν είναι και ο απόλυτος χώρος του Νεύτωνα – «ένα τεράστιο, ακίνητο και παγκόσμιο σύστημα αναφοράς μέσα στο οποίο βρίσκεται και κινείται ολόκληρο το σύμπαν» - που δεν είναι ούτε μετρίσιμος, ούτε αντιληπτός με τις αισθήσεις; Και τελικά σε τι διαφέρει, ως προς το μεταφυσικό κομμάτι, ο απόλυτος χώρος του Νεύτωνα από το αριστοτελικό πρώτο κινούν; Ο χωρόχρονος του Αϊνστάιν και οι καμπυλώσεις του – η γνωστή ιστορία με το σεντόνι που καμπυλώνει και που εξηγεί τις πλανητικές κινήσεις – είναι ή όχι μεταφυσική σκέψη; Αν δεχτούμε ότι το αποκορύφωμα της ανθρώπινης επιστημονικής σκέψης καταλήγει και πάλι σε μεταφυσικά συμπεράσματα τότε γιατί τόσος αρνητισμός προς την αριστοτελική τελεολογία που πρέπει με το ζόρι να κρύβει ή να υπονοεί τη θεοκρατική εκδοχή;

Σήμερα υπάρχουν φωνές που δικαιώνουν τον Αριστοτέλη τόσο στη βιολογία, όσο και στη κβαντική μηχανική. Τελικά, το αν η τελεολογία ισχύει ή όχι έχει μικρή σημασία καθώς η πορεία της ανθρώπινης επιστημονικής σκέψης εξελίσσεται μόνο μέσα από ανατροπές, γεγονός που βεβαιώνει ότι οι αλήθειες του σήμερα προφανώς θα είναι η ιστορία του αύριο κι ότι ανά πάσα στιγμή το μεγαλύτερο επιστημονικό δεδομένο μπορεί να γίνει μουσειακό είδος. Σημασία έχει η ίδια η ανθρώπινη σκέψη που διαρκώς αναζητά μια βαθύτερη αλήθεια που τελικά αδυνατεί να πλησιάσει σ’ ένα παιχνίδι που δεν θα τελειώσει ποτέ. Που είναι αναγκασμένη να καταφύγει στη μεταφυσική σκέψη, δηλαδή στην έσχατη αναπόδεικτη υπόθεση καθώς δεν έχει άλλη επιλογή. Που ξέρει καλά ότι διασχίζοντας όλα τα βουνά της λογικής στο τέλος καραδοκεί πάντα η μεταφυσική ακροβασία. Όμως η μεταφυσική ακροβασία της επιστήμης, δηλαδή της άκρατης λογικής, δεν σχετίζεται επ’ ουδενί με τη θρησκευτικότητα, αφού η επιστήμη λειτουργεί μόνο μέσα από τη διαρκή αναζήτηση, ενώ οι θρησκείες ανακόπτουν κάθε αναζήτηση. Οι επιστήμες δεν θεωρούν τίποτε δεδομένο και γι’ αυτό δεν σταματούν να εξελίσσονται, ενώ οι θρησκείες θεωρούν τα πάντα δεδομένα και απεχθάνονται τις εξελίξεις. Η μεταφυσική των θρησκειών εκτοπίζουν τη σκέψη, αφού δεν αφήνουν κανένα περιθώριο, ενώ οι επιστήμες την αποθεώνουν. Ουσιαστικά αντιπαραβάλλεται η μεταφυσική της πνευματικής εγρήγορσης με τη μεταφυσική της πνευματικής νωθρότητας. Το να συγκαταλέγουμε την αριστοτελική μεταφυσική στην θεοκρατική – θρησκευτική αντίληψη, δεν είναι απλώς παρανόηση, είναι τη απόλυτη σύγχυση εννοιών, δηλαδή ο έσχατος παραλογισμός.