Ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ στὸ
«Πλάτωνος Συμπόσιο»
(τό ἀπόσπασμα ἀναφέρεται εἰς τόν παιδικόν - ἐφηβικόν
ἔρωτα)
Ἰωάν. Συκουτρὴ
Ἡ
προέλευσις τοῦ θεσμοῦ τούτου δεν μᾶς εἶν' ἐπακριβῶς
γνωστή. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι εἶναι γέννημα τῆς
ζωῆς τοῦ στρατοπέδου καὶ ὅτι ἀνήκει εἰς ἐποχὰς
μεταναστεύσεων καὶ νομαδικῶν περιπετειῶν
πολεμικῶν στιφῶν, κατὰ τάς ὁποίας αἱ γυναῖκες λείπουν,
ἢ εἶναι ἀριθμητικῶς ἀνεπαρκεῖς. Τ’ ἀποδεικνύει ὄχι
μόνον ἡ ἀναλογία πρὸς ἄλλους λαούς,
εἰς τοὺς ὁποίους οἱ ἀρχαῖοι παρετήρησαν τὴν ὕπαρξιν
τοῦ ἐθίμου (τοὺς Γαλάτας καὶ τοὺς Γερμανούς), καὶ λαοὺς
τῶν νεωτέρων χρόνων (θὰ ἀνέφερα τοὺς Τούρκους), ἀλλὰ
καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ κατόπιν συνδέεται μὲ τὴν
πολεμικὴν ζωήν, τὰ στρατιωτικὰ καθήκοντα καὶ τὴν
γυμναστικήν.
Ἀλλὰ τὸ ζήτημα, δὲν εἶναι ἂν μία φυσικὴ ἀνάγκη
ὡδήγησε καὶ ὁδηγεῖ πάντοτε εἰς διαστροφὰς· αὐτὸ δὲν
εἶναι διόλου προβληματικόν. Τὸ πρόβλημα
παρουσιάζεται, ἀπὸ τὴν στιγμὴν πού μία φυσικὴ ἀνάγκη
ἐξευγενιζεται, γεμίζει μ' ἒν ἀνώτερον πνευματικὸν
καὶ ἠθικὸν περιεχόμενον ὅπως συνέβη μὲ τόν παιδικὸν
ἔρωτα εἰς τοὺς Ἕλληνας, καὶ μόνον εἰς αὐτούς.
Καὶ ἀπὸ τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ἡ προὲλευσις τοῦ ἑλληνικοῦ
παιδικοῦ ἔρωτος εἶναι σκοτεινή. Βεβαίως ὀρθὴ εἶναι ἡ
παρατήρησις
ὅτι εἰς τὸ ἔθιμον αὐτό ὑποκρύπτεται ἴσως ἡ
πρωτόγονος πίστις, ὅτι ἡ ἀνδρικὴ δύναμις καὶ
ζωτικότης δύναται νὰ μεταβιβασθῇ ἐκ τῶν ὡρίμων εἰς
τὸν ἀνώριμον διὰ πράξεως ὑλικῆς καὶ ὁρατῆς, πίστις
εἰς τὴν ὁποίαν καὶ ἡ ἀνθρωποφαγία στηρίζεται ἀκόμη.
Ἀλλ’ ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ δὲν ἐπαρκεῖ, νομίζω, νὰ
ἑρμηνεύσῃ πλήρως τό φαινόμενον. Διαπιστώνομεν μόνον,
ὅτι ἐνωρίς ἐχρησιμοποιήθη ὁ παιδικὸς ἔρως, διά ν’
ἀναπτύξῃ, τὸ αἴσθημα τῆς τιμῆς (αὐτό πού θὰ τονίσῃ ὁ
Φαῖδρος εἰς τὸν λόγον του), ἰδίως εἰς τὸν πὸλεμον. Εἰς τὸ
βάθος ὑπόκειται ἡ ὀρθὴ ψυχολογικὴ παρατήρησις, ὅτι
ὁ ἐρωτισμός αὐξάνει πάντοτε εἰς τὸ ἀρσενικὸν τὴν
μαχητικότητα καὶ δεκαπλασιάζει τάς δυνάμεις του. Οἱ
ἀρχαῖοι εἶχαν νά διηγοῦνται ἕνα πλῆθος σχετικῶν
παραδειγμάτων,
ἀποτελοῦν τὸ καλύτερον ἑρμηνευτικόν ὑπόμνημα εἰς
τοὺς λόγους τοῦ Φαίδρου καὶ τοῦ Παυσανίου. Ὁ Πλούταρχος
λ.χ. μὰς ἀναφέρει εἰς τὸν Ἐρωτικὸν του 761c τὸ
παράδειγμα ἑνὸς πολεμιστοῦ, ὁ ὁποῖος εἰς τὴν μάχην
ὠλίσθησε καὶ ἔπεσε πρηνὴς ὁ ἐχθρὸς ἦτον ἕτοιμος νὰ τὸν
κτυπὴσῃ, καὶ ἐκεῖνος τὸν παρεκάλεσε νὰ περιμένῃ
ὀλίγον νὰ στραφῇ ὕπτιος, ὥστε νὰ μὴ τὸν ἴδῃ ὁ ἐρωμένος
τοῦ πληγωμένου εἰς τὰ νῶτα. Εἰς τὴν Χαλκίδα ἐδείκνυαν
τὸν τάφον ποῦ Θεσσαλοῦ ἱππέως Κλεομάχου, τὸν ὁποῖον ὡς
ἥρωα ἔθαψαν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ ἐλάτρευαν. Εἶχεν ἔλθει
ὡς σύμμαχος τῶν Χαλκιδέων εἰς τὸν περίφημον πόλεμον
κατὰ τῆς Ἐρετρίας περὶ τοῦ Ληλαντίου πεδίου. Εἰς τὴν
μάχην οἱ Χαλκιδεῖς ἐπιέζοντο σοβαρὰ ἀπὸ τὴν
ὑπεροχὴν τοῦ ἱππικοῦ τῶν ἀντιπάλων. Ὁ κίνδυνος ἦτο
μεγάλος, ὅλοι ἐζητοῦσαν ἀπὸ τοὺς Θεσσαλοὺς ἱππεῖς νὰ
ἐξορμήσουν. Ὁ Κλεόμαχος ἐρωτᾷ τὸν ἀγαπημένον του, ἂν
θὰ ἤθελε νὰ τὸν ἔβλεπε μαχόμενον, καὶ μετὰ
καταφατικὴν ἐκείνου ἀπάντησιν, ὁ Κλεόμαχος τὸν
παρακαλεῖ νὰ τοῦ φορέσῃ μὲ τὰ χέρια του τὸ κράνος, τὸν
φιλεῖ καὶ ὁρμᾶ ὁλοταχῶς πρὸς τὴν πυκνὴν φάλαγγα τοῦ
ἐχθρικοῦ ἱππικοῦ — διὰ νὰ μὴ γυρίσῃ ὅπως ὁ von Langenau
τοῦ Rilke ἐκέρδισε τὴν ἀθανασίαν καὶ τὴν νίκην εἰς ἕνα
μεθύσι ἡρωισμοῦ, ἔρωτος, θανάτου.
Ἀλλ' ὄχι μόνον
διὰ τὸν πόλεμον διὰ κάθε εἴδους κοινωνικὴν δρᾶσιν
εἶχεν ἀναχθῇ ὁ παιδικὸς ἔρως εἰς σημαντικὸν παράγοντ'
ἀγωγῆς σωματικῆς καὶ ψυχικῆς (ἦσαν τότε ἀκόμη
ἀχώριστα τὰ δύο). Καὶ ἀκριβῶς ὁ παιδαγωγικὸς
χαρακτὴρ τοῦ παιδικοῦ ἔρωτος τῶν Ἑλλήνων ἀποτελεῖ τὴν
θεμελιώδη διαφορὰν του ἀπὸ ἀνάλογα ὁμοφυλικά
φαινόμενα ἄλλων ἐθνῶν καὶ ἄλλων ἐποχῶν.
Αἱ ἀξιώσεις, τάς
ὁποίας εἶχεν ἡ ἀρχαία πόλις ἀπὸ τοὺς πολίτας της, ἦσαν
μεγάλοι καὶ ποικιλώταται, καὶ τὸ πρόβλημα τῆς ἀγωγῆς
τοῦ πολίτου εἶχε καθολικωτέραν σημασίαν ἀπ' ὅ,τι
σήμερον, ἰδίως εἰς πόλεις χωρὶς τὴν στρατοκρατικὴν
μονομὲρειαν τῆς Σπάρτης καὶ τῆς Κρήτης, ὅπως αἱ Ἀθῆναι.
Στρατιώτης νὰ γίνῃ καλός, τὰ ὅπλα νὰ χρησιμοποιῇ, εἰς
τὴν πειθαρχίαν καὶ τὴν σκληραγωγίαν νὰ συνηθίσῃ, αὐτὰ
ἠμποροῦσεν, εἰς τάς Ἀθήνας τουλάχιστον, νὰ μάθῃ ὡς
νεοσύλλεκτος εἰς τάς περιπόλους τῶν ἐφήβων. Ἀλλὰ
παντοῦ δὲν εἶχεν εἰσαχθῇ ὁ θεσμὸς αὐτὸς· ἐχρειαζετο
λοιπὸν κάποιος νὰ τοῦ τὸν διδάξῃ. Τὸ σῶμα του νὰ γυμνάσῃ
εἰς τοὺς κόπους, νὰ τοῦ χαρίσῃ ὑγείαν καὶ ἐλαστικοτητα,
— δι' αὐτό ὑπῆρχαν τὰ γυμνάσια καὶ ὁ παιδοτρὶβης ἀλλὰ
καὶ αὐτὸς ὄχι εἰς ὅλας τάς πόλεις. Ἀλλὰ τὴν πνευματικὴν
καὶ ἠθικήν του ἀγωγὴν ποῦ θὰ εὕρισκεν ὁ νέος; Ὡς ὁ
αὐριανός πολίτης θὰ ἦτο ὑποχρεωμένος νὰ ἔχῃ γνώμην,
ὑπεύθυνον γνώμην, δι’ ἕνα πλῆθος ζητημάτων
ἐξωτερικῆς καὶ ἐσωτερικῆς πολιτικῆς, νομικῶν,
οἰκονομικῶν, πολεμικῶν, καὶ ὡς μέλος τῆς ἐκκλησίας νὰ
ἐκλέγῃ μεταξὺ τῶν ἀντιτιθεμένων γνωμῶν, νὰ ψηφίζῃ
στρατηγούς, διπλωμάτας, ἀξιωματικοὺς κλπ. Ἔπρεπε νὰ
ἔχῃ κάποιαν πεῖραν τῆς κρατούσης νομοθεσίας, διὰ νὰ
ἠμπορῇ νὰ φερθῇ ὡς μάρτυς, ὡς διάδικος χωρὶς τὴν
βοήθειαν δικηγόρου, ὡς δικαστὴς αὔριον, ὅταν θὰ τὸν
ἔφερεν ὁ κλῆρος, εἰς μίαν δὺσκολον ποινικὴν ἢ
πολιτικὴν ὑπόθεσιν. Βραδύτερον ὁ κλῆρος ἢ ἡ ψῆφος τῶν
συμπολιτῶν του θὰ τὸν ὤριζαν μέλος τῆς βουλῆς, ὅπου
διεξήγοντο λεπταὶ διπλωματικαὶ διαπραγματεύσεις,
διαχειριστὴν τῆς δημοσίας περιουσίας, ἐπιστάτην
εἰς τὴν ἀνέγερσιν καὶ διακόσμησιν τειχῶν, ναῶν,
δημοσίων οἰκοδομημάτων, μέλος ἐπιτροπῆς πρὸς
ναυπήγησιν στόλου, κριτὴν εἰς τοὺς δραματικοὺς ἀγῶνας,
πλοίαρχον πολεμικοῦ σκάφους (τριήραρχον), διευθυντὴν
γυμναστηρίου, διπλωματικὸν ἀπεσταλμένον,
ἀξιωματικόν, ὑπουργὸν (στρατηγόν). Δι ὅλα αὐτὰ τὶ
γνώσεις ἐχρειαζοντο καὶ τὶ πείρα τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς
ζωῆς, ἂν ἐπρόκειτο καὶ στοιχειωδῶς ν' ἀνταποκριθῇ εἰς
τάς προσδοκίας τῶν ἐκλογέων του! Ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν
ἰδιωτικὴν του ζωήν, ἔπρεπε πολλὰ νὰ γνωρίζῃ. Τοὺς
τρόπους τοῦ φέρεσθαι πρῶτον καὶ τοὺς κανόνας τῆς
εὐπρεπείας, ὥστε νὰ εἶναι μετριόφρων ἂλλ’
ἀκατάπληκτος, ψύχραιμος καὶ ἑτοιμόλογος, ἀλλ' ὄχι
ἀπότομος καὶ ὑπερόπτης, εὐγενὴς ἀλλ' ἀταπείνωτος,
εὐτράπελος ἀλλ' ὄχι χυδαῖος. Ἔπειτα ἔπρεπε τὸ πνεῦμα
του νὰ ἒχῃ καλλιεργημένον, ὥστε νὰ παρακολουθῇ καὶ νὰ
κρίνῃ μίαν τραγωδίαν τοῦ Σοφοκλέους, μίαν μουσικὴν
σύνθεσιν ποῦ Τιμοθέου, μίαν φιλοσοφικὴν συζήτησιν
μὲ τὸν Σωκράτη, νὰ διαβάζῃ τὰ βιβλία τοῦ Ἀναξαγόρου,
ν' ἀπολαὺῃ ἕνα ἄγαλμα ποῦ Φειδίου, νὰ ἔχῃ μερικάς
στοιχειώδεις γεωγραφικάς καὶ ἱστορικάς γνώσεις, νὰ
ἠμπορῇ ν’ ἀνοίγῃ τὸ στόμα του χωρὶς νὰ λέγῃ ἀνοησίας,
νὰ συνεισφέρῃ, ἐνεργὸν καὶ αὐτὸς μέλος τῆς συντροφιᾶς,
κάτι εἰς ἕνα συμπόσιον. Καὶ πρὸς τούτοις ἔπρεπε νὰ
εἶναι εἰς θέσιν νὰ διαχειρίζεται τὴν περιουσίαν του,
νὰ εὑρίσκῃ διέξοδον εἰς τάς δύσκολους στιγμὰς τῆς ζωῆς
καὶ νὰ ἔχῃ ἀφ' ἑτέρου τὸ ἀπαραίτητον ἦθος ἑνὸς
χρηστοῦ πολίτου καὶ ἑνὸς εὐσεβοῦς ἀνθρώπου ἀπέναντι
τῶν θεῶν, τῆς πατρίδος, τῆς οἰκογενείας του, τῶν
συμπολιτῶν του, νὰ γνωρίζῃ τίμια νὰ ζῇ καὶ ὡραῖα ν'
ἀποθνήσκῃ. Ὅλ’ αὐτὰ μαζὶ καὶ ἄλλα πολλὰ ἀπαρτίζουν
ὅ,τι ὁ ἀρχαῖος ὠνόμαζεν ἀρετήν, ὅ,τι ἀπετέλει τὸν
ἐσωτερικῶς καὶ ἐξωτερικῶς τέλειον ἄνθρωπον, τὸν
καλὸν κἀγαθόν.
Ἀπὸ ποῦ καὶ πῶς θὰ
τ' ἀποκτοῦσεν ὁ νέος: Ἕνα μεγάλον μέρος (πάντως ὄχι τό
ὅλον) ἀποκτᾷ σήμερον ὁ νέος εἰς τὸ σχολεῖον. Εἰς τὴν
Ἀρχαιότητα ὅμως καὶ αἱ ἀξιώσεις ἦσαν περισσότεροι
καὶ σχολεῖα ἀνώτερα δὲν ὑπῆρχαν μόλις τὸν 4ον αἰῶνα
ἱδρύθησαν, καὶ αὐτὰ μὲ τελείως διαφορετικὴν
ἀποστολήν. Ἔτσι ὁ ἔφηβος τὴν μόρφωσίν του ἔπρεπε νά
ζητήσῃ εἰς τὴν κοινωνίαν μέσα. Ἐχρειάζετο λοιπὸν
ἔναν ἢ περισσοτέρους ἀνθρώπους πεπειραμένους, πού θὰ
τὸν εἰσαγάγουν, θὰ τὸν χειραγωγήσουν εἰς τὰ δυσχερῆ, θὰ
τὸν προστατεύσουν ἀπὸ κινδύνους, θὰ τοῦ δημιουργήσουν
προσωπικάς γνωριμίας καὶ κοινωνικάς σχέσεις, πού θὰ
ἠμποροῦσαν πρὸ παντός, εἴτε οἱ ἴδιοι εἴτε δι' ἄλλων, νὰ
τοῦ μεταδώσουν γνώσεις καὶ γνῶσιν τῆς ζωῆς καὶ τῶν
ἀνθρώπων, ὅ,τι μέσα των ἐκεῖνοι εἶχαν ἀποθηκεύσει ὄχι
ἀπὸ θεωρητικὴν διδασκαλίαν τόσον, ὅσον ἀπὸ τὴν
ζωντανὴν παράδοση τῆς κοινωνίας καὶ ἀπὸ τὴν
προσωπικὴν τῶν πεῖραν τῶν ταξιδιών, τῶν συναναστροφῶν,
τῶν παθημάτων τῶν. Θὰ τὸν ὡδηγοῦσαν ἐπίσης νὰ βλέπῃ τὸ
νόημα τῶν γεγονότων γύρω του καὶ νὰ συνὰγῃ
συμπεράσματα καὶ διδάγματα ἐξ αὐτῶν.
Τὸ ἔργον αὐτό θὰ
ἠμποροῦσε βέβαια ν ἀναλὰβῃ καὶ ἀνελάμβανε πολλάκις
ὁ πατέρας, καὶ δὲν ὑπάρχει ζήτημα ὅτι ἔνας πατέρας
ἀφωσιωμένος εἰς τά παιδιὰ του εἶναι εἰς θέσιν νὰ
ἐξασκήσῃ ἐπίδρασιν ἰσχυράν εἰς τὴν διαμόρφωσιν των,
κυρίως διότι ἔχει ἕνα σπουδαῖον μέσον: τὴν
καθημερινὴν ἐπικοινωνίαν εἰς ὅλας τῆς ζωῆς τάς
περιπτώσεις. Ἀλλ’ ἡ ἐπίδρασις αὐτὴ εἰς ἔναν ἔφηβον,
καὶ δὴ εἰς ἔναν ἀρχαῖον ἔφηβον, δὲν πρέπει νὰ
ὑπερτιμᾶται. Πρῶτον διότι γενικὼς εἰς στὴν
ἀρχαιότητα ἡ οἰκογένεια ὡς παράγων ἀγωγῆς δὲν εἶχε
τὴν σημασίαν, πού ἔχει εἰς τὴν χριστιανικὴν κοινωνίαν.
Ἦτον ἔνας πολιτικὸς καὶ οἰκονομικὸς δεσμὸς
εὐδιάλυτος καὶ ἀτελής, χωρὶς τὴν ἱερότητα τοῦ
μυστηρίου, ὅπου παιδιὰ διαφόρων γάμων, πολλάκις καὶ
νόθα, ἀνέτρεφοντο, ἀπὸ κοινοῦ ἀπὸ γυναίκας
ἀμορφώτους καὶ ἀπὸ δούλους, ἐνῷ ὁ πατέρας δὲν
ἀφιέρωνεν εἰς αὐτά, ἐφ’ ὅσον τουλάχιστον ἦσαν μικρά,
τὴν προοοχὴν του, σπανίως δὲ πάντως τάς καλυτέρας του
ὥρας — δὲν ἔμενεν ἄλλωστε πολὺ εἰς τὸ σπίτι. Ἔπειτα
ὑπάρχει γενικὼς εἰς τάς σχέσεις τῶν γονέων πρὸς τὰ
παιδιὰ πολλὴ συμπτωματικότης. Λείπει τὸ αἴσθημα ὅτι
σὺ μόνος σου ἐδιαλεξες τὸν πατέρα σου ἢ τὰ παιδιά σου,
τὸ στοι-χεῖον τῆς ψυχικῆς συγγενείας, τὴν ὁποίαν
αἰσθάνεσαι ἠθικῶς ἀνωτέραν, ὅταν εἶναι πρᾶξις τῆς
ἐλευθέρας, ἀλλὰ καὶ ὑπεύθυνου σου διαγνώμης,
συμφώνου μὲ τὴν ἰδιοσυγκρασίαν σου, συμφώνου πρὸ
παντὸς μὲ ὅ,τι μέσα σου ἔχεις ὡς ἰδεῶδες.
Ἰδιαιτέρως διὰ τὸν ἔφηβον — καὶ τὸ εἶχαν λεπτότατα
παρατηρήσει οἱ Ἕλληνες — ἔρχεται καιρός, πού ὁ
πατέρας ἔχει τὴν ὑποχρέωσιν ν’ ἀποσύρεται ἀπὸ τὸ
προσκήνιον τῆς ζωῆς του, χωρὶς φυσικὰ νὰ τὸν χάνῃ ἀπὸ
τὰ μάτια του. Τοῦ ὑπενθυμιζει πολύ, καὶ μὲ τὴν ὕπαρξίν
του ἀκόμη, ὅτι ἦτο κάποτε μικρὸ παιδὶ — κάτι διὰ τὸ
ὁποῖον ἐντρέπεται σχεδὸν ὁ ἔφηβος. Οὔτε ὁ ἴδιος
ἄλλωστ εὔκολον εἶναι νὸ συνηθίσῃ νὰ μὴν ἀντικρὺζῃ εἰς
τὸν ἔφηβον τῆς σήμερον τὸ μικρὸ παιδὶ τῆς χθές. Ἐξάλλου
εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτὴν ὁ ἔφηβος ζητεῖ τά ἰδανικὰ του (καὶ
μόνον μὲ τὸ ἀντίκρυσμα ἑνὸς ἰδανικοῦ εἶναι νοητὴ ἡ
ἀγωγὴ) εἰς τὰ μακρινὰ καὶ τ' ἀσυνήθιστα, καὶ φυσικὰ
ἐνσαρκωμένα εἰς ὡρισμένα πρόσωπα. Ὁ πατέρας ὅμως
εὑρίσκεται πολὺ κοντὰ του, ἔχει τριβῆ πολὺ εἰς τὴν
καθημερινὴν του πεῖραν, ἢ ὥστε νὰ ἒχῃ τὴν αἴγλην τοῦ
νέου· ἔχει παρουσιάσει εἰς τὸ παιδὶ του συχνὰ πολλὰς
μικρότητας (καὶ ἂς μὴν εἶναι μικρότητες ἠθικαὶ ἂς
εἶναι μόνον μικρολεπτομέρειαι τῆς καθημερινῆς
πεζότητος), ἢ ὥστε νὰ τοῦ γὶνῃ ἰδεῶδες, πού νὰ τὸν
ἰκανοποιῇ. Τοῦ λείπει ἡ ἀπόστασις.
Διὰ τούς πρωτογόνους λαοὺς ἔχει συγκεντρώσει
παραδείγματα πολλὰ ὁ ἐθνολόγος Ed Westermarck Ursprung
und Entwicklung det Moralbegriffe Γερμαν μετάφρ τοῦ Ι.
Katsctiei τόμ 2 (Leipzig 1909)767-91
Ἔπειτα παρατηρεῖται ὅτι εἶναι πολὺ περισσὸτερον
περιωρισμένον εἰς τάς ἑλληνικὰς ἐκείνας χώρας, εἰς τάς
ὁποίας ἔλαβε μεγίστην διὰδοοιν ὁ θεσμὸς ταῶν ἑταίρων
ὅπως εἰς τὴν Ἰωνίαν.
Ὁμοίως προβληματικὸν εἶναι ὄχι ὅτι ὁ ἄνθρωπός
ἑχρησιμοποίησε τὴν στέγην ἑνὸς σπηλαίου ἢ μιᾶς καλύβης,
διὰ να προστατευθῇ ἀπὸ τὴν βροχήν και τὸ ψῦχος, ἀλλ’ ὅτι
ἀπὸ τὴν καλύβην ἐπροχώρησεν εἰς τὸν Παρθενῶνα καὶ ὅτι μὲ
τὴν κατοικίαν συνέδεσε τάς βαθύτερος ἠθικὰς ἐννοίας τῆς
οἰκογενειακῆς ἑστίας καὶ τῆς ἱεροτητός της.
Ἕνα νόστιμον ἐπεισόδιον διηγεῖται καὶ ὁ Ξενοφῶν περὶ τοῦ
Ὀλυνθίου λοχαγοῦ Ἐπισθένοῦς (Ἀνάβ. 7, 4,7-11).
Γενικὼς
ἄλλωστε οἱ ἀρχαῖοι ὡς πρὸς τὸν ἔρωτα ἐπρόσεχαν
περισσότερον τὸ συναίσθημα παρὸ τὸ ἀντικείμενον, ἐνῶ ἡ
χριστιανικὴ ἀντὶληψις πιστεύει ὅτι τὸ ἀντικείμενον εἶναι
ἐκεῖνο πού θὰ ἠμποροῦσε νά ἑξαγνίςῃ κάπως τό ἔνστικτον
καὶ τὸ αἴσθημα π.χ ὄχι ἄν ὁ ἔρως καθ’ ἑαυτὸν εἶναι
δυνατός, εἰλικρινής, γνήσιος, ἀλλ’ ἂν στρέφεται πρὸς τὴν
νόμιμον σύζυγόν σου λ.χ., τότε εἶναι ἠθικὸς.
Αὐτὸ τὸ
αἴσθημα ἀναπτύσσεται καὶ ὅταν ἔχεις μεταξὺ τῶν
διδασκάλων σου νὰ διαλέξῃς. Δι’ αὐτο μόνον ὅπου ἡ
δυνατότης ἐπαφῆς μὲ περισσοτέρους διδασκάλους ὑπάρχει,
δημιουργοῦνται καὶ γόνιμοι δεσμοὶ μαθητῶν πρὸς αὐτούς.