ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΗΘΙΚΗ
(γενικό συμπέρασμα στο
έργο της
Jacqueline de Romilly
«Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΘΗΝΑΪΚΟΣ
ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ»)
Ο Θουκυδίδης στέκει κατά κάποιον τρόπο εκτός του κύριου ρεύματος των
πνευματικών συγγενειών που μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τις
επιδράσεις από τον έναν στον άλλο στοχαστή. Ωστόσο, οι ιδέες που
εκφράστηκαν κατά τον 4ο αιώνα που ακολούθησε, δεν είναι ολότελα άσχετες
με τις δικές του. Φθάνοντας, λοιπόν, στο τέλος της μελέτης μας, μένει να
προσδιορίσουμε τη φύση αυτής της σχέσης, μέσα στο πλαίσιο του τελικού
απολογισμού των ιδεών του Θουκυδίδη.
Αυτές καθαυτές οι αναλύσεις του Θουκυδίδη που αναφέρονται στον αθηναϊκό
ιμπεριαλισμό, δεν είναι απαλλαγμένες ούτε από πάθος ούτε από πίστη.
Εντούτοις, τα βαθύτερα και οικουμενικότερα στοιχεία που οι αναλύσεις
τείνουν να αναδείξουν, οδηγούν σε συμπεράσματα απαισιόδοξα· τέτοια είναι
η φύση του διδάγματος που τελικά προκύπτει από την Ιστορία του. Ο ίδιος
μάλιστα παρουσιάζει το αντικείμενο του θαυμασμού και της πίστης του ως
εξαίρεση, ενώ ταυτόχρονα δείχνει την ύπαρξη ενός σχεδόν αναπόφευκτου
κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο θριαμβεύουν εκείνες οι ανθρώπινες τάσεις
που αντιμάχονται τη δικαιοσύνη και σύντομα φέρνουν κατόπιν την εξαφάνιση
της σοφίας. Έτσι, παρ’ όλο το μέγεθος του επιτεύγματος που θαυμάζει ο
Θουκυδίδης στον Περικλή και στον ιμπεριαλισμό της εποχής του, το έργο
του τεκμηριώνει πρώτ’ απ’ όλα μια αποτυχία, που τη βλέπει ως μια
αποτυχία του ανθρώπου.
Επιπλέον, δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα πέρα από την αποτυχία αυτή,
εκτός από την ελπίδα να ξαναγίνουν όλα από την αρχή, όπως η Αθήνα το
προσπάθησε αργότερα και, αν είναι δυνατόν, να γίνουν με καλύτερο τρόπο.
Πουθενά δεν υπαινίσσεται ότι υπάρχουν άλλες πιθανές λύσεις, και δεν
κοιτάζει πέρα από τα σύνορα της πόλης αυτής, που τόσο δραματικά
προσπαθεί να φτάσει στην αυτοπραγμάτωση της. Κατά τούτο ο Θουκυδίδης
παραμένει αναμφίβολα άνθρωπος του 5ου αιώνα. Σε μια εποχή που για τους
Αθηναίους το κράτος, ή καλύτερα η πόλη τους, αποτελούσε το ουσιώδες
αντικείμενο και πλαίσιο της σκέψης τους, ο Θουκυδίδης έφθανε στην
πνευματική σύλληψη μιας θεωρίας για τη φύση της πράξης. Ωστόσο, η θεωρία
αυτή αποβλέπει στην εξήγηση μόνο των γεγονότων στα οποία βρέθηκε
αναμεμιγμένος και σχεδόν καθόλου στην αναμόρφωσή τους στη διάσταση του
μέλλοντος. Αντιμετωπίζει δηλαδή τα προβλήματα μόνο μέσα από την πόλη και
ποτέ δεν φθάνει σε συμπεράσματα που θα έθεταν σε αμφισβήτηση την ύπαρξή
της. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το κλειδί της απαισιοδοξίας του, γιατί
είναι το πρόβλημα της πόλης, με τον τρόπο που το έθετε ο αθηναϊκός
ιμπεριαλισμός, που οδηγεί στην απαισιόδοξη κατάληξή της τη σκέψη του
Θουκυδίδη. Η εξήγηση της γενικής αποτυχίας που καταγράφεται στην Ιστορία
του βρίσκεται στην πόλη ως πόλη, με όσα δηλαδή η ύπαρξή της συνεπαγόταν,
και μπορούμε να πούμε ότι ακριβώς η ήττα της πόλης ως πόλη, είναι αυτό
που, συνειδητά ή μη, καταγράφει ο Θουκυδίδης.
Οπότε η μοναδική διέξοδος από αυτό το κλίμα της απαισιοδοξίας θα έπρεπε
να βρεθεί προς την κατεύθυνση μιας κίνησης που θα υπερέβαινε το στενό
και συγκεκριμένο πλαίσιο της πόλης. Οι στοχαστές του 4ου αιώνα κινήθηκαν
πράγματι προς αυτή την κατεύθυνση. Και έτσι εξηγείται το είδος των δύο
λύσεων που ανέλαβαν τότε να προτείνουν.
Η πρώτη ήταν καθαρά πολιτική και δεν είχε καμιά σχέση με τον Θουκυδίδη.
Υπήρχε ήδη όσο εκείνος ζούσε και είχε επιλέξει να την αγνοήσει: είναι η
πανελληνική λύση. Στον 4ο αιώνα οι περιστάσεις ενίσχυσαν τη σημασία της,
πρώτα με την ανάπτυξη ενός διεθνούς πολιτισμού και ύστερα με τα
προβλήματα που έθεσε στους Έλληνες η εμφάνιση του Φιλίππου της
Μακεδονίας, προβλήματα που τους αφορούσαν πλέον όλους. Οι πανελληνικές
ιδέες των σοφιστών συνδέονται με το πρώτο σκέλος των περιστάσεων, την
ανάπτυξη ενός διεθνούς πολιτισμού, που εμπνέει το σύνολο των πανηγυρικών
λόγων από τον Γοργία ως τον Λυσία και τον Ισοκράτη. Οι πολιτικές
πεποιθήσεις του τελευταίου μπορούν, ίσως, να ερμηνευθούν μέσα σ’ αυτό το
πλαίσιο, γιατί, αν η γνώμη του σταθερά μεταβάλλεται ως προς τη μορφή που
θα έπρεπε να λάβει η ένωση όλων των Ελλήνων, ή ως προς τον αρχηγό που θα
έπρεπε να την κατευθύνει, η ιδέα της ένωσης αυτή καθαυτήν δεν έφυγε ποτέ
από τον ορίζοντά του. Ο Φίλιππος δεν ήταν παρά ένας από τους πιθανούς
ενσαρκωτές της. Όταν εμφανίστηκε ο Ισοκράτης, επιζήτησε να
πραγματοποιήσει κάτω από την αρχηγία του την ένωση, την οποία ο
Δημοσθένης επιζήτησε να δημιουργήσει για να τον καταπολεμήσει. Όπως και
να έχει το ζήτημα, κατά τον 4ο αιώνα τα πολιτικά θέματα της Αθήνας δεν
μπορούν πια να εξεταστούν αποσπασμένα από το σύνολο των ελληνικών
πολιτικών πραγμάτων, και εδώ ακριβώς ο Ισοκράτης και ο Ξενοφών, ο
Δημοσθένης και ο Αισχίνης διαφέρουν από τον Θουκυδίδη. Μπορεί όλοι να
έχουν δανειστεί κάτι από αυτόν ο Ισοκράτης μπορεί να δανείστηκε ορισμένα
σημεία της κριτικής του απέναντι στον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό,
ο Δημοσθένης ορισμένα θέματά του σχετικά με την αθηναϊκή παράδοση,
όμως και οι δύο συγγραφείς χρησιμοποιούν τα στοιχεία αυτά για να
προβάλλουν ιδέες που διόλου δεν μνημονεύονται στο έργο του Θουκυδίδη και
που χρωστούν τη διάδοσή τους αποκλειστικά σε περιστάσεις ξένες προς
αυτό.
Από την άλλη πλευρά, η ηθική λύση που προτάθηκε, φαίνεται σχεδόν σαν
κατευθείαν απάντηση στον Θουκυδίδη. Εκείνος ήταν που είχε δώσει έμφαση
στο γεγονός ότι τόσο το μεγαλείο όσο και η ευτυχία της πόλης
εμποδίζονταν από δυσκολίες που δημιουργούσε η ίδια η φύση του ανθρώπου
και οι οποίες, σε τελευταία ανάλυση, ανήκαν στον τομέα της ηθικής. Για
να διορθωθούν, λοιπόν, τα πράγματα, οι άνθρωποι όφειλαν να αποστρέψουν
το βλέμμα από την υπαρκτή πόλη και να ξεκινήσουν από την επιβολή μιας
ηθικής αναμόρφωσης. Αυτό ανέλαβαν να κάνουν οι θεωρητικοί του 4ου αιώνα.
Σε αντίθεση προς την υπαρκτή πόλη και τις αδιάκοπες αναταραχές της,
έθεσαν την ανάγκη μιας σε βάθος μετατροπής. Η ισορροπία ανάμεσα στο
πνεύμα και το κράτος, χαρακτηριστική της σκέψης του Θουκυδίδη,
διαταράχθηκε προς όφελος του πνεύματος.
Οι στοχαστές αποσύρθηκαν από τη δημόσια ζωή για να γίνουν φιλόσοφοι. Δεν
ήταν πια εκείνοι οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα, που συζητούσαν αδιάκοπα στις
οδούς της πόλης εκείνα τα προβλήματα που ενδιέφεραν τους πάντες· η
καθολική επικαιρότητα αυτών των προβλημάτων υπογραμμίζεται άλλωστε από
την ομόφωνη γνώμη του Θουκυδίδη και των σύγχρονών του συγγραφέων.
Αντίθετα, αυτοί οι σκεπτόμενοι τώρα απέφευγαν να ασχοληθούν με τα άμεσα
προβλήματα της πολιτικής πρακτικής και υποστήριζαν ότι, πρώτ’ απ’ όλα,
έπρεπε να αλλάξουν τις ίδιες τις αρχές στις οποίες θεμελιωνόταν η
πολιτική πράξη. Οι θεωρητικοί αυτοί ήταν, λοιπόν, εξίσου, ή και πιο
πολύ, ηθικοί φιλόσοφοι παρά πολιτικοί. Βέβαια, η εξέλιξη αυτή μπορεί να
μην προέρχεται ως αποτέλεσμα της επίδρασης του Θουκυδίδη. Εντούτοις, η
ανάγνωση του έργου του οδηγούσε κατά λογική ακολουθία σε μια τέτοια
στάση. Και μπορούμε να βρούμε μια τέλεια επιβεβαίωση για την εγκυρότητα
της ανάλυσής του, στο ότι τα γεγονότα από μόνα τους είχαν την ίδια
επίδραση στις σκέψεις των ανθρώπων με την επίδραση που θα μπορούσαν να
έχουν σύμφωνα με την ερμηνεία που τους έδινε εκείνος.
Ωστόσο, θα πρέπει να διακρίνουμε δύο διαφορετικούς βηματισμούς στην
κίνηση αυτή της ηθικής μεταρρύθμισης. Ορισμένοι στοχαστές ζητούσαν μόνο
μια επιμέρους μεταρρύθμιση και προσπαθούσαν απλά να απομακρύνουν τις
συνέπειες που θα προκαλούσε η ύβρις. Άλλοι επιδίωξαν ριζικότερες
μετατροπές και καταπιάστηκαν άμεσα με τη λύση του προβλήματος της
δικαιοσύνης και της δύναμης. Πάντως, και οι δύο αυτές ομάδες των
διανοητών έδιναν μια απάντηση στον Θουκυδίδη, σε διαφορετικά όμως
επίπεδα.
Στην πρώτη κατηγορία μπορούμε να συμπεριλάβουμε όλους σχεδόν τους
ρήτορες και τους θεωρητικούς,
εφόσον κατά τον 4ο αιώνα οι ιδέες για την πολιτική και για την ηθική
βρίσκονταν σε στενή ανάμειξη στις σκέψεις όλων. Ωστόσο, το καλύτερο
δυνατό παράδειγμα θα το βρούμε στον Ισοκράτη.
Ο Ισοκράτης συνέλαβε με τον πιο έντονο τρόπο την αναγκαιότητα μιας
αγωγής βασισμένης στην ηθική. Οι πολιτικές θεωρίες του περιέχουν, μεταξύ
άλλων, πλήθος σχετικών μαρτυριών. Όπως γράφει ο
Mathieu (Les Idees politiques d'
Isocrate, σελ. 129): “Αυτό που πρώτ’ απ’ όλα
εντυπωσιάζει στις ιδέες του Ισοκράτη για την οργάνωση της πόλης, είναι η
σημασία που αποδίδει στα ζητήματα της ηθικής: χαρακτηριστικό ενδεικτικό
της μέριμνάς του για την αγωγή. Τα ηθικά καθήκοντα του κράτους δεν
διαφέρουν από εκείνα του ατόμου· και στις δύο περιπτώσεις δεν υπάρχει
αρετή υψηλότερη από τον σεβασμό των γενικών κανόνων (σωφροσύνη),
ούτε έγκλημα χειρότερο από την έλλειψη μέτρου (ὕβρις)”.
Η περίληψη αυτή δείχνει καθαρά την οφειλή της σκέψης του Ισοκράτη στον
Θουκυδίδη, ή τουλάχιστον τα ακριβή σημεία σύνδεσης που την καθιστούν
φυσικό συμπλήρωμα της σκέψης του Θουκυδίδη. Η μόνη διαφορά τους είναι
ότι ο Ισοκράτης σκέπτεται περισσότερο αισιόδοξα από τον Θουκυδίδη, και
προσπαθεί να συντάξει συνταγές που θα θεραπεύσουν από τα δαιμόνια που
περιγράφει ο ιστορικός. Εντούτοις, τα συμπτώματα που τον απασχολούν,
είναι τα ίδια, και οι θεραπείες που προτείνει, μοιάζουν σαν να βγαίνουν
απευθείας από τις αναλύσεις του Θουκυδίδη. Στον Περί Ειρήνης (133 - 135)
καθορίζει με μεγάλη φροντίδα τα είδη των απαιτούμενων φαρμάκων: το πρώτο
βασικό είναι ότι η πόλη πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιλέγει σωστά
τους συμβούλους της -μια παρατήρηση που επαναλαμβάνει απλώς το μήνυμα
του Β΄. 65 και αντιστοιχεί στη θουκυδίδεια αντίληψη για τους όρους της
πολιτικής σοφίας- το δεύτερο και το τρίτο αναφέρονται περισσότερο άμεσα
στην εξωτερική πολιτική, αλλά πραγματεύονται μόνο τις γενικές αρχές που
τη διέπουν πράγματι, το δεύτερο συνιστά στην κυρίαρχη πόλη να ενεργεί
σαν φίλος και όχι σαν εξουσιαστής των συμμάχων της, ενώ το τρίτο ορίζει
ότι θα πρέπει πάντα να προσπαθεί να τιμά τους θεούς και να είναι άξια
της εκτίμησης όλων των Ελλήνων: δηλαδή όλα όσα η Αθήνα δεν έκανε και όλα
όσα ο Θουκυδίδης καταλόγιζε στην Αθήνα ως παραλείψεις - χωρίς ωστόσο να
νομίζει ότι τέτοια λάθη είναι εύκολο να αποφευχθούν -, όλα όσα
υπογραμμίζει σε κείμενα όπως η συζήτηση για τη Μυτιλήνη και, πάνω απ’
όλα, ο διάλογος των Μηλίων. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο
Ισοκράτης στο κείμενο αυτό,
θα μπορούσε, λοιπόν, να βγαίνει κατευθείαν από το έργο του Θουκυδίδη
και, καθώς φαίνεται, ο Ισοκράτης χρωστάει στην Ιστορία τουλάχιστον τις
ενδείξεις.
Εντούτοις, ο Ισοκράτης δεν κάνει πλήρη χρήση της ανάλυσης του Θουκυδίδη.
Δεν γνωρίζει παρά μόνο τον ψυχολογικό νόμο που οδηγεί τον ιμπεριαλισμό
στην καταστροφή του, και επιδιώκει μονάχα να αποφύγει τα λάθη και τις
πλάνες· για να το κατορθώσει, προσπαθεί να αναστυλώσει τη σοφία και να
αποτρέψει την ανηθικότητα. Ο σκοπός του, ωστόσο, δεν είναι ιδιαίτερα
επαναστατικός, και ο ίδιος νομίζει ότι μπορεί κάλλιστα να
πραγματοποιηθεί με μια προσφυγή στο παρελθόν. Έτσι, όπως και ο
Θουκυδίδης, παραμένει τελικά ενταγμένος στο πλαίσιο της πόλης και
αποφασισμένος να την ανορθώσει. Η αισιοδοξία του ισχύει για την κοντινή
πραγματικότητα, για το έτος, για τον μήνα: φτάνει μόνο να τον ακούσουν,
και όλα θα πάνε καλά- ένας λόγος μπορεί να πείσει τον υπεύθυνο άνθρωπο,
και η αρετή μπορεί να γίνει πραγματικότητα· μια επιμέρους μεταρρύθμιση
μπορεί να επιτευχθεί, και τα θεμέλια είναι γερά.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Ισοκράτης δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδέες που ο
Θουκυδίδης διατυπώνει σ' αυτό που ονομάσαμε φιλοσοφικό νόμο, ιδέες που,
ωστόσο, πραγματεύονται το θεμελιώδες ηθικό πρόβλημα που προκύπτει: στο
σημείο αυτό είναι κατώτερος από τον Θουκυδίδη, επειδή δεν αντιλαμβάνεται
τη φύση αυτού του προβλήματος· και θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει
ακόμα λίγο, λέγοντας ότι δεν αντιλαμβάνεται καν την ύπαρξή του. Άλλοτε
δηλώνει ότι είναι καλύτερο να νικηθεί κανείς πολεμώντας για το δίκαιο,
παρά να κερδίσει μια άνομη νίκη (Παναθηναϊκός, 185)· αντίθετα, άλλοτε,
ακόμα και μέσα στον ίδιο λόγο, λέει ότι είναι καλύτερο να πράξει κάποιος
το κακό, παρά να το υποστεί (αυτόθι, 117). Βέβαια, εδώ μιλάει για
εξωτερική πολιτική, κάτι που κάνει μια διαφορά· όμως, ακόμα και ο τρόπος
της διαπραγμάτευσης του θέματος δείχνει ότι δεν έχει κατορθώσει να
συλλάβει την καθαρά ηθική πλευρά του προβλήματος και ότι δεν έχει
κατορθώσει να εννοήσει την πραγματική σημασία της Σωκρατικής θεματικής·
χαρακτηρίζει εκείνους που θα επέλεγαν να υποστούν το κακό ως
“προσποιούμενους τους σοφούς”.
Συνολικά, εμφανίζει πλήρη έλλειψη συνέπειας ως προς αυτό το θέμα σε όλα
του τα έργα και οι φιλοσοφικές και ηθικές σκέψεις του κυριαρχούνται από
τις πολιτικές του απόψεις: όταν υπερασπίζεται την αυτοκρατορία, μιλάει
στο όνομα της πραγματικότητας· όταν όμως οι περιστάσεις τού επιβάλλουν
να την καταδικάσει και επιχειρεί να πείσει τους Αθηναίους να
εγκαταλείψουν την ιμπεριαλιστική πολιτική, τότε αρχίζει να κάνει λόγο
και πάλι για δικαιοσύνη, όπως για παράδειγμα στον λόγο Περί Ειρήνης
(69): οὐ δίκαιόν ἐστι
τούς κρείττους τῶν ἡττόνων ἄρχειν.
Αν ο Ισοκράτης είχε συλλάβει καθαρότερα ποια ήταν η βασική εναλλακτική
λύση που προσφερόταν σ' αυτόν, θα εγκατέλειπε την προσπάθεια να
θεμελιώσει τα επιχειρήματά του στη δικαιοσύνη και θα έπραττε όπως
έπραξαν οι Αθηναίοι του Θουκυδίδη- ή, πάλι, θα εγκατέλειπε την ιδέα να
ασκήσει άμεση επίδραση στην πόλη των ημερών του και θα έκανε ό, τι και ο
Πλάτων.
*
* *
Από τη δική του πλευρά, ο Πλάτων κατάλαβε το πρόβλημα που δημιουργούσε ο
τρίτος νόμος και το έλυσε στον μόνο χώρο όπου μπορούσε να βρεθεί μια
απάντηση: στον χώρο της καθαρής σκέψης. Δεν πίστεψε στις επιμέρους
μεταρρυθμίσεις.
Απομακρύνθηκε, όπως και ο ίδιος ο Θουκυδίδης,
από την άμεση δράση, για να πορευτεί και εκείνος προς ένα
κτῆμα ἐς ἀεί.
Από αυτή την άποψη, γυρνάει με τη σειρά του αποφασιστικά την πλάτη σε
ανθρώπους όπως ο Ισοκράτης και δεν ανέχεται εκείνες τις συμβιβαστικές
τακτικές ανάμεσα στη φιλοσοφία και την πολιτική.
Η αφετηρία του βρίσκεται αναμφίβολα στον τρίτο νόμο του Θουκυδίδη- και,
σαν να λειτουργεί ανάμεσά τους μια ζωντανή και συλλογιστική αλυσίδα,
διαπραγματεύεται το ηθικό πρόβλημα που βρισκόταν στην κατάληξη του έργου
του Θουκυδίδη. Έτσι, μέσα από τα μονοπάτια της καθαρής σκέψης, πλησιάζει
περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στον Θουκυδίδη, ο οποίος, ως
ιστορικός, είναι αναγκαστικά στραμμένος προς τα συγκεκριμένα στοιχεία
της πραγματικότητας.
Έστω και αν, στη συνέχεια, οι ιδέες του βρίσκονται σε αντίθεση με αυτές
του Θουκυδίδη, ακόμα και έτσι επιβεβαιώνει την εγκυρότητα της ανάλυσης
του ιστορικού, γιατί η ίδια η αντίθεση επισημαίνει ακριβώς ότι ο
προσανατολισμός ολόκληρου του συστήματος εξαρτά- ται, πράγματι, από τη
λύση που θα δοθεί στο θεμελιώδες ηθικό πρόβλημα από τον καθένα στοχαστή.
Είναι φανερό ότι η λύση του Θουκυδίδη, ο οποίος εξετάζει την
πραγματικότητα, δεν μπορεί να είναι η ίδια με εκείνη του Πλάτωνα, ο
οποίος την αναπλάθει σύμφωνα με τα ιδανικά του.
Ενώ στον Θουκυδίδη το ηθικό πρόβλημα βρίσκεται στο κορυφαίο σημείο της
ανάλυσης, στον Πλάτωνα γίνεται η βάση για τη στήριξη όλων των πολιτικών
απόψεων του. Ο Πλάτων απορρίπτει οποιαδήποτε άλλη πρόταση ευθύς εξαρχής
και αρνείται να λάβει υπό- ψη του τη συγκεκριμένη πολιτεία, τον
μηχανισμό της οποίας είχε αναλύσει ο Θουκυδίδης. Δεν ανοικοδομεί απλά
την ιδανική πολιτεία, αλλά αρχίζει την εργασία από τα ίδια τα θεμέλια.
Στην Πολιτεία ρετάρει πρώτα: τι είναι ένας καλός άνθρωπος; και μετά: τι
είναι μια καλή πολιτεία; Το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ δικαιοσύνης και
δύναμης καθορίζει όλα τα άλλα.
Η σειρά αυτή είναι πράγματι μια από τις θεμελιώδεις αρχές της Σωκρατικής
μεθόδου. Πόσο συχνά δεν βλέπουμε τον Σωκράτη να συγκρατεί εκείνους τους
νέους ανθρώπους που, σαν τον Αλκιβιάδη, είναι έτοιμοι να βουτήξουν μέσα
στην πολιτική ζωή, ρωτώντας τους: “Μήπως καν ξέρεις ποιο είναι το
καλύτερο;”
Και αν το καλύτερο είναι η δικαιοσύνη και όχι η δύναμη, τότε όλα όσα οι
Αθηναίοι, ακόμα και ο Περικλής, επιζήτησαν, και για τα οποία ξόδεψαν τη
ζωή τους, χάνουν αυτόματα το νόημά τους. Η πόλη πρέπει να κοιτάξει προς
τα μέσα της, όχι προς τα έξω.
Από αυτή την άποψη, ο Γοργίας δείχνει πόσο απέχει ο στόχος τον Πλάτωνα
από εκείνον στον οποίο παραμένει προσκολλημένος ο Θουκυδίδης: ο στόχος
ενός ανθρώπου που συμμετέχει στα πολιτικά θα έπρεπε να είναι η βελτίωση
της ηθικής ποιότητας των πολιτών (Γοργίας, 515 a·
πβ. Πολιτικός, 293 d). Βέβαια, αν ο πολιτικός
επιθυμεί να πράξει κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει να ακολουθήσει τη
συμβουλή του Θουκυδίδη και να εναντιωθεί στην πόλη αντιστεκόμενος στις
επιθυμίες της (Γοργίας, 517b:
μεταβιβάζειν τάς ἐπιθυμίας
καί μή ἐπιτρέπειν),
όμως η πράξη του θα πρέπει να αποβλέπει αποκλειστικά στη βελτίωση της
πόλης. Ο Περικλής, ο Κίμων, ο Μιλτιάδης, ο Θεμιστοκλής, αυτοί οι
αναμφισβήτητοι αρχηγοί που ο Θουκυδίδης θαυμάζει με όλη τη δύναμη του
πνεύματός του, δεν πέτυχαν περισσότερο από άλλους στην πραγμάτωση του
στόχου αυτού. Ένας άνθρωπος σαν τον Περικλή δεν βελτίωσε τους πολίτες
της Αθήνας, εφόσον κάτω από την καθοδήγησή του έγιναν τόσο αχρείοι, ώστε
να τον δικάσουν και να τον καταδικάσουν (515 e
- 516 b). Η αιτία είναι ότι ο Περικλής, όπως
και οι άλλοι αρχηγοί, δεν κατόρθωσε να αναγνωρίσει τον αληθινό σκοπό της
πολιτικής πράξης: “Εγκωμιάζεις τους άνδρες που πρόσφεραν γλέντια στους
Αθηναίους πολίτες και ικανοποίησαν τις επιθυμίες τους, και ο κόσμος λέει
ότι έκαναν την πόλη μεγάλη, μη βλέποντας ότι το μεγαλείο αυτό δεν είναι
παρά ένα κακοφορμισμένο πρήξιμο.
Εκείνοι οι μεγάλοι αλλοτινοί άνδρες μας, δίχως να ενδιαφέρονται για τη
σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη, παραγέμισαν την πόλη με λιμάνια και νεώρια
και τείχη και προσόδους και άλλες τέτοιες βλακείες” (518
e). Λιμάνια, νεώρια, τείχη, πρόσοδοι - είναι
όντως αυτά που ο Θουκυδίδης θαυμάζει· οι μεγάλοι άνδρες των προηγούμενοι
ημερών είναι αυτοί που τους θεωρεί, μαζί, με τον Ισοκράτη, αξιοθαύμαστα
υποδείγματα για μίμηση· η αύξηση της δύναμης της πόλης (φασί
μεγάλην τήν πόλιν πεποιηκέναι αυτούς) είναι ακριβώς το
επίτευγμα για το οποίο εξυμνεί τον Περικλή. Ίσως όχι χωρίς τρόμο, αλλά
παραμένοντας - κατά τρόπο σπάνιο - ακλόνητος στις πεποιθήσεις του, ο
Θουκυδίδης φέρνει στο φως τα κίνητρα και τους στόχους που καθορίζουν την
πράξη εντός της πόλης, όμως, αντίθετα από τον Πλάτωνα, δεν μπορεί να
αποκηρύξει εξ ολοκλήρου την πόλη, γιατί δεν μπορεί να αποκηρύξει την
πράξη.
Καθώς, λοιπόν, η πραγματικότητα είναι η μόνιμη ενασχόλησή του, ο
Θουκυδίδης θεωρεί τη σοφία εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Αντίθετα, για
τον Πλάτωνα, που ο σκοπός του είναι ουσιαστικά απλώς και ανήκει στον
κόσμο των ιδεών, η σοφία είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο της
γνώσης. Διότι υπάρχει μία επιστήμη του αγαθού, και ολόκληρο το έργο του
Πλάτωνα είναι αφιερωμένο στην ανακάλυψή της. Η επιστήμη αυτή θα πρέπει
να στηρίζεται σε ορισμένες αρχές και, κατά συνέπεια, θα μπορεί να
μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο· η μοίρα των πόλεων παύει έτσι να
εξαρτάται από την τύχη και από το αν θα βρεθεί ή όχι ο κατάλληλος
άνθρωπος, που θα διευθετήσει κάθε φορά την κρίση. Περνάμε από τη
μαγειρική τέχνη στην τέχνη του γιατρού, η οποία “και τη φύση έχει
εξετάσει του ασθενή που θεραπεύει και την αιτία για την οποία ενεργεί
έτσι όπως ενεργεί, και μπορεί να δώσει λόγο για τα μέτρα που λαμβάνει σε
κάθε περίπτωση· ενώ η άλλη, η μαγειρική, που όλη της η φροντίδα
αποβλέπει στην απόλαυση, πηγαίνει ίσια προς τον στόχο άτεχνα, χωρίς ποτέ
να εξετάζει τη φύση ή την αιτία της απόλαυσης, παραδομένη, θα λέγαμε,
εντελώς στην τύχη, μην έχοντας υπολογίσει τίποτα, και μόνο από τριβή και
πείρα κρατάει απλά τη μνήμη τού τι συνηθίζεται να γίνεται, και με αυτά
τα ίδια μέσα επιζητεί να παρέχει τις απολαύσεις”.
Η Πολιτεία και οι Νόμοι ανήκουν στην τέχνη της κιτρικής, όμως η σοφία
του Θουκυδίδη, που περιορίζεται στο πλαίσιο της πόλης, είναι, συγκριτικά
με αυτά τα έργα, μια συνταγή μαγειρικής.
Ξεκινώντας από αντίθετες κατευθύνσεις, επιδιώκοντας αντίθετους στόχους,
διαμορφώνοντας διδασκαλίες που διαφέρουν, ο Πλάτων και ο Θουκυδίδης
συνδέονται μεταξύ τους εξαιτίας ενός ουσιαστικού προβλήματος. Η πορεία
των ιδεών τους θα μπορούσε σχηματικά να παρομοιαστεί με δύο αντίθετες
κλίσεις, που ενώνονται μόνο στην κορυφή τους, έτσι ώστε εκεί όπου η μία
τερματίζει την άνοδό της, η άλλη αρχίζει να κατεβαίνει. Όμως, αυτή η
κάθοδος ξεκινάει ευθύς μόλις τελειώσει η άνοδος, και το σημείο της
συνάντησης ανήκει ακριβώς και στις δύο. Για να το θέσουμε με
διαφορετικούς όρους και σε διαφορετικά επίπεδα, η αντίθεση ανάμεσα στη
δικαιοσύνη και τη δύναμη, που αποτελεί το κορυφαίο σημείο του έργου του
Θουκυδίδη, είναι αυτή η ίδια που παρέχει ένα εφαλτήριο σημείο στη σκέψη
του Πλάτωνα.
Ο Θουκυδίδης, που εργάζεται ως ιστορικός, εξετάζει αναγκαστικά την
ανθρώπινη συμπεριφορά και θεμελιώνει τα συμπεράσματά του σε δεδομένα που
αντλεί από τις διεθνείς σχέσεις· ο Πλάτων, ως φιλόσοφος, μελετάει την
ίδια τη φύση της δικαιοσύνης και της δύναμης και χρησιμοποιεί τα
απλούστερα δυνατά παραδείγματα, που τα επιλέγει ειδικά για τον σκοπό του
από τον χώρο της ιδιωτικής και ατομικής δραστηριότητας. Εντούτοις, τα
επιχειρήματα που και οι δύο προβάλλουν είναι τελικά τα ίδια: ο
Θρασύμαχος και ο Καλλικλής μιλούν ακριβώς σαν τους Αθηναίους, ενώ και ο
Σωκράτης θα μπορούσε ορισμένες φορές να ακούγεται σαν Μήλιος.
Η συζήτηση είναι μία και η αυτή, η οποία στον έναν παρουσιάζεται με μία
μορφή που εντάσσεται στο πλαίσιο μίας πολιτικής σκέψης και στον άλλο με
μία μορφή που εντάσσεται στο πλαίσιο μίας φιλοσοφικής αναζήτησης.
Η στενή αυτή συνάντηση είναι ακόμα πιο εκπληκτική, δεδομένου ότι ο
Πλάτων ασφαλώς δεν ξεκινάει από τον Θουκυδίδη, όπως θα έπρεπε λογικά να
συμβαίνει. Έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες για να αποδειχθεί ότι ο
φιλόσοφος γνώριζε το έργο του Θουκυδίδη,
όμως βασίστηκαν σε αποσπάσματα όπως εκείνο στο οποίο ο Πλάτων, καθώς και
ο Θουκυδίδης, αναλύει τον ηθικό αποπροσανατολισμό που συνοδεύει τις
πολιτικές κρίσεις. Αν αυτή είναι η μόνη απόδειξη που προσφέρεται, ο
παραλληλισμός δεν μοιάζει πάντως περισσότερο εντυπωσιακός από αυτό το
είδος “συνέχειας” που λειτουργεί ανάμεσα στις ιδέες των δύο συγγραφέων,
και δεν χρειάζεται παρά να ενταχθεί απλά στο ίδιο πλαίσιο. Μια τόσο
βαθιά ομοιότητα στον τρόπο της πνευματικής προσέγγισης -ορατή ακόμα και
εκεί όπου τα δύο κείμενα εκθέτουν επιχειρήματα αντιθετικά- είναι επαρκής
εξήγηση για ένα πλήθος από τέτοιους παραλληλισμούς και τους στερεί κάθε
αποδεικτική αξία. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει ούτε λέξη στο έργο του
Πλάτωνα που να δείχνει ότι αυτός γνώριζε τις αναλύσεις του Θουκυδίδη,
και αυτό μετράει πολύ περισσότερο, αν σκεφτούμε ότι αυτή η ανάλυση των
πολιτικών γεγονότων από τον Θουκυδίδη βρίσκεται πολύ κοντά στις ιδέες
του Πλάτωνα και ότι τείνει να επιβεβαιώσει τις γενικότερες θέσεις που
προβάλλονται στους διαλόγους, παρ’ όλο που ταυτόχρονα οι απόψεις του
Θουκυδίδη απομακρύνονται από το πνεύμα των διαλόγων. Πέρα από την
απουσία κάποιας συγκεκριμένης παραπομπής,
δεν υπάρχει πουθενά καμιά ένδειξη, ούτε νύξη, ούτε απόηχος. Ο Θουκυδίδης
μοιάζει να είναι άγνωστος στον Πλάτωνα, όπως άλλωστε και στους
υπόλοιπους συγχρόνους του, με την εξαίρεση του Ισοκράτη και του
Δημοσθένη.
Το θέμα είναι ότι η αφετηρία του Πλάτωνα δεν βρίσκεται ούτε στις
αναλύσεις της Ιστορίας ούτε στις ιδέες που προωθούν οι πολιτικοί
στοχαστές στα συγγράμματά τους εναντίον του ιμπεριαλισμού,
αλλά στις συζητήσεις του 5ου αιώνα, στις οποίες, όπως κιόλας είδαμε, για
πρώτη φορά προβλήθηκε η θεωρία του δικαίου του ισχυροτέρου, κατά μεγάλο
μέρος εξαιτίας των πολιτικών γεγονότων η θεωρία αυτή διαδόθηκε στους
“μοντέρνους” κύκλους από ορισμένους σοφιστές και εκπροσωπείται τόσο από
τους Αθηναίους του Μηλίου διαλόγου του Θουκυδίδη όσο και από τον
Καλλικλή του Γοργία και τον Θρασύμαχο της Πολιτείας. Και η απάντηση του
Πλάτωνα, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είναι άλλη από αυτή που ο 5ος αιώνας
απλά δεν ήθελε να ακούσει: ήταν η απάντηση του Σωκράτη.
*
* *
Ακριβώς όπως ο Πλάτων αγνοεί το έργο του Θουκυδίδη, έτσι και ο
Θουκυδίδης δεν έχει ιδέα για την ύπαρξη του Σωκράτη.
Μπορούμε να καταλάβουμε αυτή τη συγκυρία, αν λάβουμε υπόψη τον
προσανατολισμό της σκέψης του.
Ως άνθρωπος του 5ου αιώνα, ο Θουκυδίδης δεν ήταν ακόμα έτοιμος να
κατανοήσει το μήνυμα του Σωκράτη. Στο σημείο αυτό δεν διέφερε από τον
Αριστοφάνη που έγραψε τις Νεφέλες, ή από τους δικαστές που καταδίκασαν
τον Σωκράτη, ή από τους πολίτες που παρακολουθούσαν και χειροκροτούσαν
τις Νεφέλες και επέτρεψαν να καταδικαστεί ο φιλόσοφος σε θάνατο. Ο
Σωκράτης ήταν ένας καλός πολίτης που σεβόταν τους νόμους· αλλά, κατά
έναν τρόπο που δεν μπορούσαν να αντιληφθούν εκείνοι που είχαν άλλα
προβλήματα στο μυαλό τους, δεν ήταν πλέον άνθρωπος της πόλης. Έτσι, δεν
μπόρεσαν να διαγνώσουν το μεγαλείο του. Ο κόσμος τον έβλεπε να συζητάει
νέες ιδέες με νέους ανθρώπους, αλλά γενικά δεν ήξεραν τι δίδασκε αυτός ο
έξυπνος συζητητής, ούτε πόσο διαφορετικός ήταν από τους συναδέλφους του:
για τον απλό πολίτη, δεν ήταν παρά ένας σοφιστής σαν τους άλλους.
Όταν η κρίση του 404, που σημάδεψε την κατάρρευση του ιμπεριαλισμού και
την ήττα της πόλης, έστρεψε τον νου των ανθρώπων προς την κατεύθυνση της
καθαρής σκέψης, ελευθερώνοντας τους από τον παθιασμένο ρεαλισμό των
προηγούμενων ημερών, τότε, στον 4ο αιώνα, τον αιώνα των φιλοσόφων, η
μορφή του Σωκράτη, μέσα στην αντίστροφη φορά, πήρε τεράστιες διαστάσεις.
Εμφανίστηκε ο Σωκράτης του Πλάτωνα, ο Σωκράτης του Ξενοφώντα και η σχολή
των Σωκρατικών φιλοσόφων. Η στρατιωτική ήττα έθεσε κατά κάποιον τρόπο τα
θεμέλια για την ανάπτυξη της ηθικής φιλοσοφίας, και ο Σωκράτης, ο
σοφιστής που δεν είχε ποτέ ενδιαφερθεί για το κέρδος, απόκτησε την
τιμητική θέση στο πρυτανείο του πνεύματος: η πολιτική καταστροφή είχε
κάνει εφικτή, ακόμα και λογική, την ακτινοβολία του. Και η πόλη,
καταδικάζοντάς τον σε θάνατο, κατέστρεψε τελικά το όποιο κύρος της
απέμενε στα μάτια των φιλοσοφίαν. Έτσι, μεταξύ των πολλών μαθητών του
που σκόπευαν να αφιερωθούν στην άσκηση της πολιτικής, ο Αλκιβιάδης δεν
αποτράπηκε εξαιτίας του, όμως αποτράπηκε ο μεταγενέστερος Πλάτων.
Ο Θουκυδίδης ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία από τους νέους αυτούς. Μπορεί
κάποια μέρα να είχε μιλήσει με τον Σωκράτη. Αλλά δεν υπήρχε μέσα του
θέση για να δεχτεί όσα μπορούσε να του προσφέρει ο Σωκράτης. Σύμφωνα με
την άποψη του Thibaudet, ο Θουκυδίδης, ως προς
την ηθική, είχε τις ιδέες ενός “μοντερνιστή”. “Οι ιδέες του Αριστείδη
και των παλαιών Διακρίων”, γράφει, “για τις οποίες ο Σωκράτης έζησε και
πέθανε, έχουν αποκαθιερωθεί. Ο Θουκυδίδης, με τον ρεαλισμό και το στεγνό
διαπραγματευτικό του ύφος, εμφανίζεται ξεκάθαρα στα μάτια μας σαν γνήσιο
τέκνο της Αθηναϊκής θαλασσοκρατορίας”. Όμως, εδώ βρίσκουμε μία πολύ
εύκολη ανάμειξη τιον ιδεών “του Αριστείδη και των παλαιών Διακρίων”
αφενός και του Σωκράτη αφετέρου. Στο διάστημα που τους χωρίζει, επήλθε
μία ολοκληρωτική ανανέωση του ηθικού προβλήματος, η ανακάλυψη αυτού του
ακρότατου ρεαλισμού που απαιτούσε μία εξίσου ακραία άρνηση. Ο Θουκυδίδης
βρίσκει μπροστά του αυτόν τον ρεαλισμό και δεν έχει πού να στηριχτεί για
να τον αποδιώξει, επειδή παραμένει απορροφημένος από την πραγματικότητα
και δεν έχει ακόμη αντιληφθεί τις δυνατότητες που κρύβει η μαιευτική, ο
τρόπος διερεύνησης του Σωκράτη. Καθώς και οι δύο μιλούσαν στους δρόμους
της Αθήνας, την ίδια περίπου εποχή, θα διασταυρώνονταν οπωσδήποτε με τις
ίδιες ιδέες, όμως για τον Θουκυδίδη οι ιδέες αυτές καταγράφονταν στον
χώρο της πράξης και της πολιτικής, ενώ ο Σωκράτης τις έβλεπε ενταγμένες
στο ακόμη αραιοκατοικημένο πεδίο των πρώτων φιλοσοφικών αρχών.
Θα μπορούσαμε επομένως, πλάι στο ζεύγος του Σωκράτη και του Αλκιβιάδη,
που θα εκπροσωπεί για πάντα τη σύγκρουση ανάμεσα στη σκέψη και την
πράξη, να τοποθετήσουμε ένα δεύτερο ζεύγος, του Σωκράτη και του
Θουκυδίδη· αυτοί οι δύο θα παραμένουν ενωμένοι μεταξύ τους ως Αθηναίοι
και ως συνηλικιώτες, αλλά μέσα στην αδελφοσύνη τους ο καθένας θα
κοιτάξει σε αντίθετη κατεύθυνση, όπως τα δύο κεφάλια του Ιανού.
Είναι
ολότελα μάταιο να αναζητούμε, μαζί με τον
Ullrich
(Beitrage,
σελ. 137), στις λέξεις του Η΄. 68. 2 τις αναφερόμενες στην
απολογία του Αντιφώντα, κάποιον υπαινιγμό για τη δίκη του
Σωκράτη.