www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟ

 Κώστας Αξελός

 

 ...καί ἐκ πάντων ἕν καί ἐξ ἑνός πάντα (D. 10).

 

            Φιλόσοφοι, ιστορικοί του ανθρώπινου πνεύματος και συγγραφείς έψαξαν στην ανατολική θρησκεία της Ινδίας, στη θρησκεία της Αίγυπτου ή του Ζωροάστρη, να βρουν τις βαθιές ρίζες της ηρακλειτικής «μεταφυσικής», ενώ άλλοι επιχείρησαν να τη συλλάβουν κάτω από το φως των ελληνικών μυστηρίων (1). Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος ο επονομαζόμενος Σκοτεινός, κατέχει μια κεντρική θέση στο σύνολο της ελληνικής φιλοσοφίας και σ' ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία της σκέψης. Ξεπερνά την κοσμολογία της σχολής της Μιλήτου, ενώ οι Ελεάτες ανοίγουν ένα διάλογο που στρέφεται εναντίον του. Ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης ξεκινούν το μεγάλο αγώνα ενάντια στη σκέψη του· οι στωικοί, οι σκεπτικοί, ίσως ακόμα και οι κυνικοί, κάνουν δικές τους - μετατρέποντάς τες - ορισμένες δικές του σκέψεις. Ο Ιουστίνος ο Μάρτυς τον βγάζει χριστιανό (2). Ο Χέγκελ τον ανακαλύπτει ξανά και βεβαιώνει πως δεν υπάρχει ούτε μια πρόταση του Ηράκλειτου που δεν θα την έβαζε και στη δική του Λογική (3). Ο Λένιν τον αναγορεύει πατέρα του διαλεκτικού υλισμού (4). Ο Κίρκεγκωρ αποκαλεί τον εαυτό του μαθητή του Ηράκλειτου, κι ο Νίτσε πιστεύει πως ο κόσμος, εφόσον αιωνίως χρειάζεται την αλήθεια, αιωνίως θα χρειάζεται και τον Ηράκλειτο (5). Άλλοι υπογραμμίζουν τη σχέση του Ηράκλειτου με τους φιλοσόφους της Αναγέννησης και με τον Πασκάλ, τον Σπινόζα, τον Γκαίτε, τον Χαίλντερλιν, τον Νοβάλις, τον Σοπενχάουερ, τον Προυντόν, τον Μπερξόν, τον Φρόυντ, το σουρεαλισμό (6). Ο Χάιντεγκερ, τέλος, στρέφεται αποφασιστικά προς τον πρώτο μεγάλο στοχαστή της Δύσης... (7).

Υπήρξαν και ερευνητές που. προκειμένου να συναντήσουν τον Εφέσιο, μπήκαν σε δρόμους όχι ιστορικούς αλλά δρόμους διάφορων συστημάτων. Έτσι, τον μελέτησαν απ' τη σκοπιά της λογικής, της φυσικής, της ψυχολογίας, της πολιτικής... (8).

Η ερωτηματική σκέψη που ελπίζει ότι θα συναντήσει τη σκέψη του Ηράκλειτου, κινδυνεύει να χαθεί μέσα σ' αυτό το δάσος των συσχετισμών. Κι όταν στην πορεία της φωτίζεται από τέτοιο πλήθος φώτα, υπάρχει, κίνδυνος τελικά να μη δει τίποτα. Κι αυτό γιατί το κρεβάτι του Προκρούστη χρησιμοποιήθηκε σαν μέσο σε πάρα πολλές απ' αυτές τις προσπάθειες που απολυτοποιούν μια μόνο πλευρά του προβλήματος. Ο Ηράκλειτος δεν εξηγείται ή δεν ερμηνεύεται με τον Σοπενχάουερ, ούτε και το αντίστροφο γίνεται· το κέντρο της σκέψης του δεν είναι ούτε κυρίως θεολογικό ούτε αποκλειστικά φυσιοκρατικό.

Άλλο δρόμο πρέπει να πάρουμε, κι αυτός ο δρόμος μας ζητά να προσπαθήσουμε να βρούμε τον προσανατολισμό μας. Πρέπει να διατρέξουμε μεθοδικά αυτόν το δρόμο του προσανατολισμού και να μην τον αφήσουμε να προσπεράσει τα μεγάλα ιστορικά στάδια - εκείνα δηλαδή που γίνονται θεμέλια Ιστορίας - του πεπρωμένου που γνώρισε ο ηρακλειτικός στοχασμός. Η τοποθέτηση του Ηράκλειτου μέσα στο συνολικό γίγνεσθαι της φιλοσοφίας και της σκέψης σημαίνει για μας να δούμε όλες τις σχέσεις που είναι δυνατό να συνδέουν τη δική του σκέψη μ’ άλλες σκέψεις, διαφορετικών εποχών και διαφορετικού περιεχομένου, χωρίς ποτέ vex μας διαφεύγει πως αυτές οι σχέσεις - μολονότι περιλαμβάνονται ίσως στην πρωταρχική και πρωτότυπη θεωρία του στοχαστή που μας απασχολεί - έχουν δημιουργηθεί εκ των υστέρων από εκείνους που διαδέχθηκαν τον Ηράκλειτο. Συνεπώς, όλοι αυτοί οι φωτισμοί, που είναι μονόπλευροι, θα προσπαθήσουν να συγκλίνουν προς το σχηματισμό μιας άποψης που θέλει να είναι συνολική και συνθετική, αν και θα έχει συνείδηση του γεγονότος ότι δεν μπορεί να είναι τέτοια. Έτσι η μελέτη που γίνεται από μας και για μας, τωρινούς ερμηνευτές, θα σμίξει με τη μελέτη του περιεχομένου της παλιάς «δοξασίας» του Ηράκλειτου, που θα τον πάρουμε αυτούσιο και γι’ αυτό που είναι, και θα είναι αυστηρά θεμελιωμένη στο κείμενο, δηλαδή στα ηρακλειτικά αποσπάσματα που θεωρούνται τα αυθεντικά του κείμενα, και στις δημογραφικές μαρτυρίες των αρχαίων.

Μ" αυτό τον τρόπο θα μπορούσαμε ίσως να φέρουμε στο παρόν την παλιά μα ζωντανή σοφία του Ηράκλειτου, που δεν είναι μια φιλοσοφία για βιβλιοθήκη αλλά μια σκέψη που ασκεί ακόμα, και κυρίως σήμερα, την ποιητική της δύναμη σαν αφηρημένη σκέψη. Μ' αυτή την απόπειρα τοποθέτησης, στο τώρα - με την αναζήτηση της δυνατότητας ενός διαλόγου με τον ηρακλειτικό λόγο - θα προσπαθήσουμε, όσο πιο καθαρά μπορούμε, να ξεχωρίσουμε άλλοτε ρητά κι άλλοτε άρρητα, τα δύο επίπεδα, δηλαδή αυτό που έχει πει ο Ηράκλειτος και τη δική μας ερμηνεία. Επειδή θ' αποπειραθούμε να κάνουμε έκδηλο αυτό που είναι άδηλο, αυτονόητο είναι πως παίρνοντας το δρόμο των δικών μας ερμηνειών παίρνουμε και την ευθύνη για μια κάποια περιπέτεια.

Κάθε μεγάλη σκέψη έχει τη δύναμη της υπέρβασης και της αυτοϋπέρβασης. Η σκέψη του Ηράκλειτου υπερβαίνει πράγματι τις ίδιες τις προθέσεις της, τα χωροχρονικά της πλαίσια, και ζωογονεί κι άλλες εστίες σκέψης, ζωογονεί εμάς τους ίδιους. Για να κατανοήσουμε την πολύπλευρη και πολύμορφη υπέρβαση που πραγματοποιεί αυτή η σκέψη, που είναι και η πρώτη σκέψη, πρέπει να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε το ενωτικό θεμέλιο που περιέχει (θεμέλιο απ’ όπου ξεκινούν κι αναπτύσσονται οι άλλες «περιφερειακές» διαστάσεις), δικαιώνοντας έτσι τον Montaigne που, στο κεφάλαιο Περί Δημόκριτου και Ηράκλειτου των Δοκιμίων, γράφει πως όταν ξεκινά κανείς από το τίποτα δεν μπορεί να δει το όλο (9).

Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι όχι η ανατομία μιας σκέψης, αλλά ν’ αγγίξουμε το οργανικό της κέντρο και να χαράξουμε τα ακραία όρια της περιφέρειάς της. Αυτός ο κεντρικός πυρήνας είναι η ζωντανή ψυχή κάθε σκέψης άξιας αυτού του ονόματος. Η αστραφτερή εστία μιας φωτεινής σκέψης μπορεί να έχει σχηματιστεί από στοιχεία αντιθετικά χωρίς αυτό να διασπά την ενότητά της αν η ενότητα αυτή είναι ενότητα των αντιθέτων. Κι επειδή κάθε σκέψη που προχωρεί κάνει βήματα προς τα εμπρός, υπάρχει κίνδυνος να μη τη φτάσουμε ποτέ αν δε συντονιστούμε στη δική της κίνηση. Όψιμοι δοξογράφοι διαίρεσαν αυθαίρετα την ηρακλειτική «φιλοσοφία» σε Φυσική, Θεολογία και Πολιτική. Η διαίρεση αυτή αλλοιώνει τη φύση της και τη σχηματοποιεί, και δεν είναι βέβαια καθόλου ηρακλειτική. Θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου ακολουθώντας την κίνηση των ομόκεντρων σφαιρών της, που συγχέονται και συγχωνεύονται. Αυτές αποτελούν τις θεμελιακές διαστάσεις της ηρακλειτικής σκέψης που αντικατοπτρίζεται στους (καθόλου αυτόνομους) «τομείς» του Λόγον και του Κόσμον, του Ανθρώπου και της Πόλης. Στην προσπάθεια αυτή θα φροντίσουμε ακόμα να ξεχωρίσουμε την αληθινή ενότητα της ενωτικής σκέψης του Ηράκλειτου απ’ τη δική μας ενοποιητική δουλειά. Είναι επιτακτική η ανάγκη μιας σχέσης ζωντανής με μια σκέψη που μοιάζει πεθαμένη. Είναι επιτακτικό το καθήκον να ξαναζήσουμε ένα όραμα εντάσσοντας το ξανά στη σκέψη μας. Εξίσου επιτακτική είναι κι η αναγκαιότητα μιας δεσμευτικής επικοινωνίας με κείμενα που δείχνουν μακρινά. Τίποτα δεν μπορούμε να πιάσουμε απ’ τη ματιά και τη ζωή ενός ανθρώπου αν δεν επικοινωνήσουμε με τη δραματική τους ένταση. Χωρίς κοινή δόνηση δεν είναι δυνατό να υπάρξει διάλογος· μόνο μ' αυτή την ενθουσιώδη συμμετοχή μπορούμε να πετύχουμε την καθαρότερη ματιά, εκείνη που είναι ελευθερωμένη απ’ τους πλαστούς μύθους και τις μυθοποιήσεις. Θα γίνει ίσως έτσι φανερό πως δεν μπορούμε να φτάσουμε σ’ αυτόν το σκοπό όταν κάνουμε μια δουλειά που την καθορίζει ο στεγνός τεχνικισμός, η περίκομ- ψη ακαδημαϊκή ανία και ο φτηνός ελληνιστής κι ανθρωπιστής ελληνισμός. Ο δικός μας ήρωας της αφηρημένης σκέψης δεν είναι κανένας καθηγητής της φιλοσοφίας. Αυτός που έχουμε να μελετήσουμε είναι ο Ηράκλειτος στοχαστής και ποιητής αρχαϊκός, και θα τον μελετήσουμε ξέροντας πως η μελέτη της ιστορίας της φιλοσοφίας είναι μελέτη και της φιλοσοφίας, ίσως μάλιστα να είναι και φιλοσοφία στοχαστική.

 

 

Σημειώσεις

 

(1) Για τον Ηράκλειτο και την Ινδία, βλ. Shri Aurobindo. Heraclite, γαλ. μετ. του D. Ν. Bonarjee και Jean Herbert, 2η έκδοση, Λυών, 1951, P. Masson Oursel, La philosophie en Orient (συμπληρωματικό φυλλάδιο της Histoire de la philo­sophic του Emile Brehier) P.U.F., Παρίσι, 1941. La philoso­phic comparee, P.U.F., Παρίσι, 1923. Για τον Ηράκλειτο και την Αίγυπτο: Paul Tannery, Pour 1’ histoire de la science hel- lene, 2η έκδ. Gauthier-Villars, Paris, 1930, J. A. Faure, L' Egypte et les presocratiques, Stock, Παρίσι 1923. Για τον Ηράκλειτο και το Ιράν: Aug. Gladish, Herakleitos und Zo­roaster. Eine historische Untersuchung, Λειψία, 1859, Jean Przyluski, Les Mages et les Medes, revue de I’ histoire des re­ligions, Παρίσι, I, 1940. Για τον Ηράκλειτο και τα μυστήρια: Ε. Pfleiderer, Die Philosophic des Herakleitos von Ephcsos im Lichte der Mysterienidcc, Βερολίνο, 1886. Arm. Delatte, Les Conceptions de Γ enthousiasme chez les philosophes pre­socratiques (Heraclite, Empedocle, Democrite), Les Belles Lettres, Παρίσι 1934, F. Gregoire, Heraclite et les cultes en- thousiastes, revue Neoscolastique, 38, 1935.

(2) Απολογία, I, 46.

(3) Γ.Β.Φ. Χέγκελ, Μαθήματα πάνω στην Ιστορία της Φιλοσοφίας, τόμ. I, Jubilaumsausgabe, 2η έκδ., Στουτγάρδη, 1940, σελ. 344. Βλ. επίσης Η Επιστήμη της Λογικής (Wissen- schaft der Logik), μετ. του S. Jankelevitch, Aubier, Παρίσι, 1949.

(4) Λένιν, Φιλοσοφικά τετράδια, διαλεκτικός υλισμός και ιστορικός υλισμός, Ed. Sociales, Παρίσι, 1950.

(5) Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Φόβος και Τρόμος, μετ. του Ρ. Η. Tisseau, Aubier, Παρίσι, 1946. Φρ. Νίτσε, Η γέννηση της φι­λοσοφίας την εποχή της ελληνικής τραγωδίας, μετ. της Genevieve Bianquis, Gallimard, 1938. Η καταγωγή της τραγω­δίας, ή Ελληνισμός και Πεσσιμισμός, μετ. του Jean Marnold και Jacques Morland, στις εκδόσεις Mercure de France, Πα­ρίσι, 1947.

(6) Για τον Ηράκλειτο και τους φιλοσόφους της Αναγέννη­σης, βλ. Karl Joel, Der Ursprung der Naturphilosophie aus dem Geiste des Mystik, Iena, 1906. Geschichte der Antiken Philosophic I. Tubingen, 1921. Για τον Ηράκλειτο και τον Γκαίτε: Karl Bapp, Aus Goehes griechischer Gedankenwelt Goethe und Heraklite, Λειψία, 1921. Για τον Ηράκλειτο, τον Χαίντερλιν και τον Νοβάλις: Jean Wahl, Existence humaine et transcendance, εκδ. de la Baconniere, Neuchatel, 1944. Ludwig Binswanger, Heraklits Auffassung des Menschen (in Vortage und Augsatze, I. Βέρνη, 1947). Για τον Ηράκλειτο και το Σοπενχάουερ: Gottlob Mayer, Heraklit von Ephesos und Arthur Schopenhauer, Χαϊδελβέργη, 1886. Για τον Ηρά­κλειτο και τον Προυντόν: Theodore Gomperz, Les Penseurs de la Grece, Τόμ. I. μετ. του Aug. Reymond, 3η έκδ. Παρίσι. 1928. Για τον Ηράκλειτο και τον Μπερξόν: Κ. Bapp, ibid. Για τον Ηράκλειτο και το Φρόυντ: L. Binswanger, Traum und Existenz, ibid. μετ. της Jaqueline Verdeaux, εκδ. Desclee de Brauwer, Παρίσι, 1955. Για τον Ηράκλειτο και το Σουρρεαλισμό: Αντρέ Μπρετόν, Τι είναι ο σουρεαλισμός; Παρίσι, 1934.

(7) Γράμμα για τον ανθρωπισμό (Γράμμα στον Jean Beau- fret), μετ. του R. Munier, Παρίσι, 1957. Λόγος (Heraklit, απ. 50) και Αλήθεια (Heraklit, απ. 16) In Vortrage und Aufsatze, Neske, Pfullingen, 1954 μετ. του G. Preau: Essais et Confe­rences, Gallimard, 1958. Qu' est-que la Philosophie, μετ. του Κώστα Αξελού και Jean Beaufret, Gallimard, 1957. Intro­duction a la metaphysique, μετ. του G. Kahn. P.U.F., Παρί­σι, 1958.

(8) Η λογική σκοπιά: Ferdinand Lassale, Die philosophie He- rakleitos des Dunklen von Ephesos, 2 τόμοι, Βερολίνο, 1858. Προτεραιότητα της φυσικής: Oswald Spengler, Der metaphy- sische Grundgedanke der Heraklitischen Philosophie, Halle, 1904. H. Quiring, Heraklit, Βερολίνο, 1959. Προτεραιότητα της θεολογίας: Warner Jaeger, The theology of the early Greek philosophers. Οξφόρδη, 1947. Προτεραιότητα της ψυ­χολογίας: L. Binswanger, Heraklits Auffassung des Men- schen, ibid. Otto Rank, Le Traumatisme de la JVaissance, μετ. του S. Jankelevitch, εκδ. Payot, Παρίσι, 1928. Προτεραιότη­τα της πολιτικής: Pierre Bise, La Politique d’ Heraclite d' Ephese, εκδ. Felix Alcan, Παρίσι, 1925. A. Menzel, Heraclits Rechts-Philosophie, Zeitschr. F. Off. Recht, XII, 1932. E. Wolf, Ursprung des abendlandischen Rechtsgedankens Bei Anaximander und Heraklit, Symposion, I. 1948. A. N. Zou- mpos, Herakleitos von Ephesos a/s Staatsmann und Gesetzge- ber, Αθήνα, 1956.

(9) Δοκίμια, Βιβλίο Πρώτο, Κεφάλαιο I., Περί Δημόκριτον και Ηράκλειτου.

(10) Οι εκδόσεις των αποσπασμάτων του Ηράκλειτου από τον F.W.A. Mullach (Fragmenta Philosophorum Graecorum) 3 τόμοι, Παρίσι, 1860, 1867, 1881) κι από τον I. Bywater (He- rakliti Ephesii Reliquiae, Oxonii, 1877) έχουν παραγεράσει. Οι Diels-Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, Griechisch und Deutsch (3 τόμοι. 11η έκδ.. Βερολίνο, 1964), μας προ­σφέρουν την καλύτερη συλλογή τ(ον αποσπασμάτων και των δοξογραφικών μαρτυριών και μας χαρίζουν το αποθησαύρισμα μιας κριτικής επίδειξης. Η συλλογή ωστόσο του Diels πρέπει να χρησιμοποιηθεί με σύνεση· η διάταξη κι οι αναγνώσεις που προτείνει χρειάζονται πολλές φορές κριτική. Ο Η. Diels αφιέρωσε και μια μονογραφία στον Ηράκλειτο: He­rakleitos von Ephesos, 2η έκδ., Βερολίνο, 1909. Για τις δοξο- γραφικές μαρτυρίες τις σχετικές με τον Ηράκλειτο, πρέπει να συμβουλευτεί κανείς τους Doxographi Graeci του Η. Diels, Βερολίνο, 1879, 2η έκδ. 1929, επανέκδοση 1958. Βλ. επίσης: R. Walzer, Eraclito, Raccolta dei Fragmenti e trad- uzione italiana, Φλωρεντία, 1939. K. Reinhardt, Heraklits Lehre vom Feuer (Hermes, 1942, σ. 1 και συν.) O. Gigon, Untersuchungen Zu Heraklit,, Λειψία, 1935, G. S. Kirk, He- raklitus, the Cosmic Fragments, with an introduction and com­mentary, Cambridge, 1954.