Ανακαλύπτοντας τους Ίωνες
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο της
Edith Hall
«ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ»

Αν θέλουμε να φανταστούμε τη γέννηση της ελληνικής φυσικής
επιστήμης και φιλοσοφίας στην ασιατική πόλη της Μιλήτου κατά
τον έκτο προχριστιανικό αιώνα, πρέπει πρώτα να φανταστούμε μια
δραματική αλλαγή στη φυσική όψη του περιβάλλοντος. Ένα τεράστιο
κομμάτι αυτού που σήμερα αποκαλούμε Δυτική Τουρκία, περίπου το
μεσαίο τρίτο, που απλώνεται στην ενδοχώρα από τη σημερινή ακτή
ως τουλάχιστον εξήντα χιλιόμετρα, δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί.
Η Μίλητος του έκτου προχριστιανικού αιώνα ήταν μια πόλη-λιμάνι
περιτριγυρισμένη ακόμη από τις τρεις πλευρές -δυτικά, βόρεια,
ανατολικά- από θάλασσα. Όμως τα ερείπια της Μιλήτου σήμερα
βρίσκονται δίπλα στη μικρή σύγχρονη πόλη Μπαλάτ και απέχουν από
όλες στις πλευρές τους χιλιόμετρα από τη θάλασσα.
Οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι που πρώτοι άρχισαν να συζητούν για τις
αθέατες αρχές του κόσμου, παρακολουθούσαν τον κόσμο να αλλάζει
σχεδόν από μέρα σε μέρα. Περί το 1000 π.Χ., το λιμάνι τους είχε
αρχίσει να φράζει από την ιλύ καθώς ο ελικοειδής (όπως μαρτυρά
και το όνομά του) ποταμός Μαίανδρος έβγαινε στη θάλασσα πέρα στά
βορειοδυτικά, και τα τμήματα βράχου και εδάφους δημιουργούσαν
προσχώσεις καθώς βυθίζονταν στις εκβολές. Κάθε χρόνο που
περνούσε, οι προσχώσεις επέκτειναν την ακτή προς την πλευρά της
Μιλήτου. Κατά τη χριστιανική πια εποχή, η Μίλητος δεν ήταν
παραθαλάσσια. Η διαδικασία θα πρέπει να είχε ολοκληρωθεί κατά
το ήμισυ τον καιρό των πρώτων φιλοσόφων. Θα είχαν λυπηθεί για
την αμείλικτη προσάρτηση της πολυαγαπημένης τους θάλασσας από
τους βράχους της ασιατικής ηπείρου. Είχαν τα πλοία μέσα στο ίδιο
τους το αίμα, και η ιστορία τους ξεκινούσε από ένα ιδρυτικό
ταξίδι, καθώς η πόλη τους είχε χτιστεί από Πελοποννήσιους
αποίκους. Καθώς, ως γνήσιοι Έλληνες, ήταν ακόρεστα περίεργοι
-το τρίτο από τα δέκα καθοριστικά χαρακτηριστικά τους-
αναπόφευκτα αναρωτιούνταν για την αιτία αυτής της μεταβολής.
Παρακολουθούσαν τρεχούμενο νερό και πέτρες να συναντούν το
αλμυρό νερό και την άμμο και να παράγουν έτσι καινούρια στεριά
σε καθημερινή βάση, και έγιναν οι πρώτοι άνθρωποι στην
καταγεγραμμένη ιστορία που διερεύνησαν τις αρχές του κόσμου
αποκλειστικά σε όρους φυσικών αιτιών.
Όταν οι προγενέστεροί τους Έλληνες θεωρούσαν πως ο κόσμος
προερχόταν πρώτα από το Χάος και έπειτα από θεούς που διέθεταν
ανθρώπινα χαρακτηριστικά, οι πρώτοι επιστήμονες της δυτικής
Ασίας, οι Ίωνες δηλαδή, διατύπωσαν την άποψη πως τα πρωταρχικά
στοιχεία που συγκροτούν το σύμπαν έχουν υλική υπόσταση. Ο πρώτος
ανάμεσά τους, ο Θαλής, ο οποίος γεννήθηκε περί το 620 π.Χ.,
υποστήριζε ότι η πρώτη κοσμική αρχή ή πρωταρχικό στοιχείο ήταν
το νερό — ακριβώς το στοιχείο που εξωθούσε μακριά του η
καινούρια στεριά. Το επιχείρημα το οποίο χρησιμοποιούσε για να
στηρίξει την άποψή του ήταν πως τα νεκρά πράγματα χάνουν νερό
και αποξηραίνονται. Ο μαθητής του Αναξίμανδρος είχε σχεδιάσει
έναν χάρτη ολόκληρου του φυσικού κόσμου που γνώριζαν οι Ίωνες
και υπέθεσε πως οτιδήποτε μπορούσε να γίνει αντιληπτό -τόσο η
γη όσο και το νερό που ολοφάνερα το ένα αποτελούσε όριο του
άλλου— θα πρέπει να ήταν περιτριγυρισμένο από κάποιο άλλο
στοιχείο το οποίο δεν είχε όρια και δεν ήταν μετρήσιμο: το
άπειρον. Ο τρίτος Μιλήσιος φιλόσοφος εκείνης της περιόδου, ο
Αναξιμένης, παρακολουθούσε τη στεριά να επεκτείνεται και τη
θάλασσα να συρρικνώνεται και υποστήριζε πως όλα τα ορατά για τον
άνθρωπο στοιχεία του κόσμου —πυρ, αέρας, σύννεφα, νερό, γη,
πέτρες- είχαν προέλθει από τον αέρα μέσα από διαδικασίες
συμπύκνωσης ή αραίωσης. Οι διαφορές ανάμεσά τους θα έπρεπε να
ερμηνευθούν με κριτήριο τις διαφορές στην πυκνότητα του καθενός.
Στην Έφεσο, μια άλλη πόλη όχι μακριά από τη Μίλητο που επίσης
αποκόπηκε σταδιακά από τη θάλασσα, ένας ακόμη φιλόσοφος, ο
Ηράκλειτος, υποστήριζε πως ο φυσικός κόσμος βρισκόταν σε μια
διαδικασία διαρκούς μεταβολής εξαιτίας της δράσης ενός κοσμικού
πυρός: « Τα πάντα ρει», έλεγε. Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο,
δεν είναι δυνατόν ο ίδιος άνθρωπος να μπει δύο φορές στον ίδιο
ποταμό, επειδή ο ποταμός διαρκώς μεταβάλλεται, αλλά και οι
άνθρωποι επίσης δεν μένουν ποτέ εντελώς ίδιοι...