ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ, ΚΥΡΟΣ ΚΑΙ ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο της
Jennifer
T.
Roberts
«ΑΘΗΝΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΣΠΑΡΤΗΣ»)
Οι
μάχες στο Κυνός Σήμα, στην Άβυδο και στην Κύζικο είχαν αποφέρει
καλοδεχούμενες νίκες στην Αθήνα, αλλά ο έλεγχος των στενών
απείχε πολύ από το να είναι ασφαλής. Οι Σπαρτιάτες
εξακολουθούσαν να κατέχουν τη Σηστό, τη Χαλκηδόνα και το
Βυζάντιο. Αν και τελικά η έκβαση του πολέμου θα κρινόταν στον
Ελλήσποντο, αντιπερισπασμοί κρατούσαν συχνά και τις δύο πλευρές
απασχολημένες αλλού· και φυσικά οι Αθηναίοι ήταν διχασμένοι στο
ζήτημα του Αλκιβιάδη, η ιδιότητα του πολίτη δεν του είχε δοθεί
ξανά, αν και η «εξόριστη κυβέρνηση» στη Σάμο τον είχε εκλέξει
στρατηγό. Οι δύο σατράπες, ο Τισσαφέρνης και ο Φαρνάβαζος,
συνέχιζαν να κάνουν επίδειξη δύναμης, απολαμβάνοντας την
εξουσία που ασκούσαν, μέχρι που το παιχνίδι τους έφθασε σε ένα
απότομο τέλος με την απόφαση του Δαρείου να ορίσει τον νεότερο
γιο του Κύρο σατράπη μιας τόσο ευρείας περιοχής, ώστε επισκίασε
τελείως τον Τισσαφέρνη. Για μία ακόμη φορά, όπως είχε συμβεί και
στην περίπτωση του Βρασίδα, οι Σπαρτιάτες βρήκαν έναν
χαρισματικό στρατιωτικό διοικητή. Σε μια εποχή όπου και οι δύο
πλευρές χρειάζονταν απεγνωσμένα κεφάλαια για να πληρώσουν τους
άνδρες τους, ο ναύαρχος Λύσανδρος όχι μόνο επέδειξε απεριόριστη
ενεργητικότητα, αλλά σύναψε και μια προσοδοφόρα φιλία με τον
Πέρση πρίγκιπα. Ακόμη όμως κι αυτή η επικίνδυνη συμμαχία δε θα
ήταν κατ’ ανάγκη μεγάλη απειλή για τις τύχες των Αθηναίων, αν
δεν είχαν υπάρξει απρόβλεπτες εξελίξεις στα ύδατα της Ιωνίας.
Η μάχη για τον Ελλήσποντο
Το 409 π.Χ. οι Αθηναίοι έστειλαν σε εκστρατεία τον Θράσυλλο
επικεφαλής μιας δύναμης 50 τριήρεων, με 5.000 από τους άνδρες
του να είναι οπλισμένοι ως πελταστές και 100 ιππείς· συνολικά
διέθετε 11.000 άνδρες.1 Έπρεπε να δει τι θα μπορούσε
να πετύχει στην Ιωνία προτού κινηθεί προς βορρά για να ενωθεί με
τον Αλκιβιάδη στον Ελλήσποντο. Έπειτα από μερικές ήσσονες
επιτυχίες, ωστόσο, νικήθηκε στην Έφεσο, όπου αντιμετώπισε όχι
μόνο τους Εφέσιους και τους Σικελούς συμμάχους τους, αλλά και
το ιππικό του Τισσαφέρνη, ο οποίος είχε προειδοποιηθεί για την
επικείμενη επίθεση, και όταν τέλειωσε η μάχη, οι Αθηναίοι είχαν
χάσει τουλάχιστον 300 άνδρες.2
Υποχωρώντας προς βορρά, οι Αθηναίοι, αφού έθαψαν τους νεκρούς
τους, αντίκρισαν τα συρακούσια πλοία να αποσύρονται από την
Έφεσο και κατάφεραν να κυριεύσουν τέσσερα από αυτά. Ο Θράσυλλος
έστειλε όλα τα πληρώματα πίσω στην Αθήνα, όπου -θεία δίκη-
κλείστηκαν μέσα στα λατομεία του Πειραιά. Οι Αθηναίοι
απογοητεύτηκαν πολύ όταν οι κρατούμενοι κατάφεραν λίγο καιρό
αργότερα να ανοίξουν πέρασμα σκάβοντας τις νύχτες και να
αποδράσουν.3 Ένας αιχμάλωτος, ωστόσο, σκοτώθηκε επί
τόπου. Ο εξάδελφος του Αλκιβιάδη, που ονομαζόταν επίσης
Αλκιβιάδης, από τον δήμο των Φηγών, στον οποίο είχε επιβληθεί
ήδη ποινή θανάτου για τη βεβήλωση των μυστηρίων το 415 π.Χ. και
έτσι είχε ακολουθήσει στην εξορία τον πιο διάσημο συγγενή του,
είχε πολεμήσει στο πλευρό των Συρακουσίων, και ο Θράσυλλος
διέταξε να λιθοβοληθεί μέχρι θανάτου ως προδότης και μαχητής του
εχθρού - μία ασυνήθιστη τιμωρία στην Αθήνα αλλά όχι πρωτάκουστη
σε περιπτώσεις προδοσίας σε καιρό πολέμου.4
Ο Θράσυλλος και οι άνδρες του προχώρησαν στη συνέχεια προς τα
βόρεια για να ενωθούν με τα στρατεύματα του Αλκιβιάδη στη
Λάμψακο, στα στενά του Ελλήσποντου που χωρίζουν το Αιγαίο από
την Προποντίδα (τη σημερινή Θάλασσα του Μαρμαρά). Εκεί οι
συνδυασμένες αθηναϊκές δυνάμεις άρχισαν να διώχνουν τους
Πελοποννήσιους από διάφορα κρίσιμα προπύργια. Στις μάχες στον
Ελλήσποντο και οι δύο πλευρές θα έπρεπε να επιδείξουν
αποφασιστικότητα και επαγρύπνηση και να σκέφτονται επίσης με
καινοτόμους τρόπους, αφού δε θα υπήρχε περιθώριο λάθους. Κατά τη
διάρκεια αυτής της περιόδου, ήταν οι Αθηναίοι εκείνοι που
επέδειξαν φαντασία και οι Σπαρτιάτες εκείνοι που έκαναν ένα
καίριο λάθος - και πιο συγκεκριμένα, ίσως, ήταν ο Αλκιβιάδης που
επέδειξε φαντασία και ο Κλέαρχος που διέπραξε το καίριο λάθος.
Η πολιορκία της Χαλκηδόνας, που βρίσκεται απέναντι από το
Βυζάντιο, από τους Αθηναίους εξελίχθηκε αρχικά σύμφωνα με τις
παραδοσιακές τακτικές, καθώς Αθηναίοι στρατιώτες περιέκλεισαν
την εξεγερμένη πόλη με ξύλινο τείχος και αθηναϊκά πλοία την
απέκλεισαν από τη θάλασσα. Όταν ξέσπασαν οι μάχες, το τείχος
εμπόδισε τον στρατό του Φαρνάβαζου να επέμβει και ο Σπαρτιάτης
διοικητής Ιπποκράτης σκοτώθηκε. Ο σπαρτιατικός στρατός όμως
διέφυγε μπαίνοντας στην πόλη, προκαλώντας αδιέξοδο.5
Λόγω της εγγύτητας των σημαντικών δυνάμεων του Φαρνάβαζου, οι
Αθηναίοι έκαναν τότε κάτι άνευ προηγουμένου. Με τον Αλκιβιάδη
να απουσιάζει προς αναζήτηση χρημάτων οπουδήποτε μπορούσε να τα
βρει, ο Ξενοφών αναφέρει πως, οι άλλοι στρατηγοί ήρθαν σε
συνεννόηση με τον Φαρνάβαζο λέγοντάς του ότι δε θα αλώσουν τη
Χαλκηδόνα και σε αντάλλαγμα ήθελαν 20 τάλαντα- ο
σατράπης θα έφερνε επίσης σε επαφή τους Αθηναίους πρέσβεις με
τον βασιλιά. Ανταλλάχθηκαν όρκοι που προέβλεπαν ότι η Χαλκηδόνα
θα κατέβαλε στους Αθηναίους το ίδιο ποσό όπως και κατά το
παρελθόν καθώς και όσα χρήματα όφειλε και ότι οι Αθηναίοι δε θα
αναλάμβαναν καμία εχθρική δράση εναντίον της Χαλκηδόνας έως
όπου επιστρέψουν οι πρέσβεις από τον βασιλιά.6
Αυτή η καινοτόμος διευθέτηση απάλλαξε όλους από τον μπελά της
πολιορκίας και απέφερε στους Αθηναίους μια καλοδεχούμενη εισροή
ρευστού.
Χτισμένη στη βόρεια ακτή της Προποντίδας, η Σηλυμβρία βρισκόταν
επίσης στο στόχαστρο του Αλκιβιάδη. Ευτυχώς για τους Σηλύμβριους,
αν και ο αποφασισμένος Αθηναίος διοικητής είχε συγκεντρώσει
χρήματα και θρακικά στρατεύματα στην Καλλίπολη, ήλπιζε να
διαφυλάξει τα μέσα του για την επίθεση κατά του κύριου στόχου
του, του Βυζαντίου, και η κατάληψη της πόλης εξ εφόδου δε
συμπεριλαμβανόταν στα σχέδιά του- κανόνισε αντιθέτως
να του ανοίξει τις πύλες κατά τη διάρκεια της νύχτας μία
φιλοαθηναϊκή μερίδα που ήταν μέσα στην πόλη. Οι Αθηναίοι
εγκατέστησαν τότε φρουρά στην πόλη, μάζεψαν μερικά χρήματα και
έσπευσαν να συναντηθούν με τον Θηραμένη και τον Θράσυλλο στο
Βυζάντιο.7 Έχοντας ιδρυθεί τον 7ο αιώνα π.Χ., κυρίως
από αποίκους από τα Μέγαρα, η θέση του Βυζαντίου στην είσοδο του
Βοσπόρου για τη Μαύρη Θάλασσα το έκανε να ευημερήσει ως κέντρο
εμπορίου, ενώ επωφελήθηκε από τη στρατηγική θέση του ως
περάσματος για τον έλεγχο των σιτηρών από την Ουκρανία. Είχε
ενταχθεί στη Δηλιακή Συμμαχία εθελοντικά το 478/77 π.Χ.
Οι δυνάμεις σε αυτό το καίριο προπύργιο ήταν περίπου ισοδύναμες
όταν οι Αθηναίοι στρατηγοί επιτέθηκαν εναντίον του το 408 π.Χ.
και φάνηκε πως δε θα υπήρχε τρόπος να καταλάβουν την πόλη διά
της βίας. Οι Πελοποννήσιοι διοικούνταν από τον Κλέαρχο, και
αυτός ήταν ο μόνος Σπαρτιάτης που ήταν παρών οι άλλοι, εκτός από
τους ίδιους τους Βυζαντινούς, ήταν Μεγαρείς (πιθανώς λόγω του
ρόλου των Μεγάρων στην ίδρυση της πόλης), Βοιωτοί, περίοικοι
και νεοδαμώδεις. Ο συνολικός αριθμός όμως όσων αντιστέκονταν
ήταν μεγάλος, διότι το Βυζάντιο ήταν μια αρκετά μεγάλη πόλη. Οι
Αθηναίοι είχαν φτιάξει πολιορκητικές μηχανές και προσέβαλαν τις
οχυρώσεις τόσο από μακριά όσο και από κοντά, αλλά χωρίς
αποτέλεσμα.8 Στο οπλοστάσιό τους, ωστόσο, υπήρχε ένα
μυστικό όπλο: η προδιάθεση του ίδιου του Κλέαρχου. Ο Κλέαρχος
ήταν ένας σκληροτράχηλος στρατιώτης και είχε υποχρεώσει τους
Αθηναίους να πολεμήσουν σκληρά στην Κύζικο, αλλά τώρα στο
Βυζάντιο η διαγωγή του απηχούσε ξεκάθαρα εκείνη ενός άλλου
προγενέστερου Σπαρτιάτη στο Βυζάντιο, του στρατηγού Παυσανία
των Περσικών Πολέμων, ο οποίος ήταν αντιβασιλέας του ανήλικου
γιου του Λεωνίδα Πλείσταρχου, έπειτα από τον ηρωικό θάνατο του
Λεωνίδα στις Θερμοπύλες και δυσαρέστησε πολύ τους Έλληνες με την
υπεροψία του.9 Φαίνεται πως ο Κλέαρχος ήταν ένας
δυσάρεστος άνθρωπος και του έλειπε επίσης η κρίση. Αφού έδωσε
όλα τα τρόφιμα που υπήρχαν μέσα στην πόλη στους Σπαρτιάτες και
τους συμμάχους στρατιώτες, άφησε τον πληθυσμό να πεθάνει από την
πείνα, και θέλοντας χρήματα για να πληρώσει τα στρατεύματά του
και να ναυπηγήσει πλοία με τα οποία να αποσπάσει την προσοχή των
Αθηναίων, βγήκε για να αναζητήσει κεφάλαια, αφήνοντας την πόλη
υπό τον έλεγχο των υφισταμένων του.
Είναι σαφές ότι ο Κλέαρχος δεν πίστευε ότι θα πρόδιδε κανείς
στους Αθηναίους το σημαντικό οχυρό στον Ελλήσποντο, αλλά η
πεποίθησή του ήταν εσφαλμένη. Ορισμένοι επιφανείς Βυζαντινοί
ήταν τόσο αποξενωμένοι, ώστε συνωμότησαν με τον Αλκιβιάδη για
να κάνουν ακριβώς αυτό. Αφού διέδωσε μια ιστορία ότι δήθεν οι
Αθηναίοι έφευγαν για την Ιωνία, ο Αλκιβιάδης οδήγησε τις
δυνάμεις του αρκετά μακριά από το Βυζάντιο, όσο ακριβώς
χρειαζόταν για να γίνει πιστευτή η ιστορία, αλλά παρέμεινε
αρκετά κοντά για να επιστρέψει τη νύχτα και να επιτεθεί στα
πελοποννησιακά πλοία μέσα στο λιμάνι. Όταν ξέσπασε σύγκρουση
ανάμεσα σε εκείνους που ήταν πιστοί στην Αθήνα και σε εκείνους
που διατηρούσαν την αφοσίωσή τους στη Σπάρτη, ο Αλκιβιάδης
διακήρυξε πως εγγυάτο την ασφάλεια των Βυζαντινών αν κατέθεταν
τα όπλα τους. Αυτοί το έπραξαν -όχι πριν σκοτώσουν κάμποσους από
τον πελοποννησιακό στρατό- και στη συνέχεια επέστρεψαν στο
καθεστώς του συμμάχου των Αθηναίων κανένας Βυζαντινός δε
σκοτώθηκε ούτε εξορίστηκε και στην πόλη δεν εγκαταστάθηκε
φρουρά. Ήταν φανερό πως οι Αθηναίοι ασκούσαν μια ηπιότερη
πολιτική με την ιδέα να στρώσουν τον δρόμο για την ειρήνη.10
Το αίτημά τους στη Χαλκηδόνα για διαπραγμάτευση με τον Δαρείο
είχε αντικατοπτρίσει αυτές τις ελπίδες για ειρήνη. Άλλωστε οι
Σπαρτιάτες είχαν παραβιάσει τη συνθήκη τους με τους Πέρσες
προτείνοντας να κάνουν χωριστή ειρήνη με την Αθήνα. Θα ήταν
άραγε τώρα ο βασιλιάς δεκτικός σε προσεγγίσεις από την άλλη
πλευρά της σύρραξης;
Δυστυχώς, οι Αθηναίοι πρέσβεις δεν είχαν τίποτα να του
προσφέρουν, διότι σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, κατείχαν
έδαφος στην Ιωνία που τους κατέβαλε φόρο υποτέλειας και δε
σκόπευαν να το παραδώσουν. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα
είχε προκύψει από μία διάσκεψη με τον Δαρείο. Ίσως οι Αθηναίοι
απλώς να επιθυμούσαν να προσελκύσουν την προσοχή του βασιλιά
στην προδοσία των Σπαρτιατών, στο ότι τους πρότειναν μια χωριστή
ειρήνη και να τον αποτρέψουν από το να τους επιχορηγήσει ξανά
στο μέλλον. Καμία τέτοια συνάντηση όμως δεν έλαβε χώρα, διότι
στο ταξίδι τους -το οποίο φρόντισε ο Φαρνάβαζος να είναι αργό
και κοπιαστικό- συνάντησαν τον Σπαρτιάτη Βοιώτιο και τους
συμπατριώτες του πρέσβεις που επέστρεφαν από την Αυλή του
Δαρείου και έμαθαν άσχημα νέα: οι Σπαρτιάτες, ανέφεραν οι
επιστρέφοντες πρέσβεις, «πήραν όλα όσα ήθελαν από τον βασιλιά».11
Ακόμη χειρότερα, οι Σπαρτιάτες συνοδεύονταν από τον νέο σύμμαχό
τους, τον Κύρο, τον γιο του βασιλιά, ο οποίος έφερε μία επιστολή
από τον πατέρα του που εξηγούσε ότι ο δεκαεξάχρονος νέος θα
αναλάμβανε στο εξής τη διοίκηση μεγάλου μέρους των παράλιων
περιοχών και θα βοηθούσε τους Σπαρτιάτες στον πόλεμο.12
Έτσι οι Αθηναίοι διαπίστωσαν ότι τα σημαντικά στρατιωτικά κέρδη
τους είχαν ακυρωθεί από μία αξιοσημείωτη διπλωματική -και
οικονομική- ήττα.
Η επιστροφή του ασώτου
Παρά την ατυχία αυτή, ο δρόμος για την Αθήνα ήταν τώρα ανοιχτός
για τον Αλκιβιάδη - ή τουλάχιστον νόμιζε ότι ήταν ασφαλές να
βολιδοσκοπήσει την κατάσταση. Είχε καταγάγει σημαντικές
στρατιωτικές επιτυχίες από τότε που είχε εγκαταλείψει τους
ξένους και πολεμούσε με την αθηναϊκή πλευρά. Παρ’ όλα αυτά είχε
ζήσει για χρόνια σε αναμονή, είχε γίνει αποδεκτός πρώτα από την
εξόριστη κυβέρνηση στη Σάμο και μόνο τότε από την κυβέρνηση των
Πέντε Χιλιάδων. Ποιος θα ήταν σίγουρος στη θέση του ότι οι
σημαντικές υπηρεσίες του προς την πόλη θα εγγυώνταν την
αποκατάστασή του από τη δημοκρατία, η οποία τον είχε καταδικάσει
σε θάνατο, τον είχε καταραστεί και είχε δημεύσει την περιουσία
του; Κινήθηκε προς την πατρίδα με επιφύλαξη, σταματώντας στην
Καρία για να συγκεντρώσει χρήματα (αν και πιθανώς όχι και τα
100 τάλαντα που ισχυρίστηκε ο Ξενοφών), και κατόπιν πήγε στο
Γύθειο, την κύρια ναυτική βάση της Λακωνίας, εν μέρει για να
κατοπτεύσει τις σπαρτιατικές ναυπηγικές δραστηριότητες, αλλά
κυρίως για να περιμένει να περάσει η εκλογική περίοδος στην
Αθήνα και να σφυγμομετρήσει τον δήμο: είχαν άραγε την εύνοια ο
ίδιος και οι φίλοι του;13 Τα γεγονότα απέδειξαν ότι
την είχαν. Αυτός και ο Θρασύβουλος, καθώς και ο συμπατριώτης
τους από τον ίδιο δήμο Αδείμαντος, που τον είχε ακολουθήσει στην
εξορία, είχαν όλοι εκλεγεί στρατηγοί. Μαθαίνοντας αυτά τα νέα, ο
Αλκιβιάδης προχώρησε προς την Αθήνα. Ήταν όμως ακόμη ανήσυχος
για την υποδοχή που μπορεί να τον περίμενε εκεί και παρέμεινε
στο κατάστρωμα του πλοίου του, μέχρι που έπιασε το μάτι του μια
συντροφιά προϋπάντησης από φίλους και συγγενείς. Τότε μόνο
αποβιβάστηκε και περπάτησε μέσα στην πόλη, συνοδευόμενος από
σωματοφύλακες.14 Ήταν φανερά πολύ νευρικός.
Καθώς περπατούσε, λέει ο Πλούταρχος, οι ηλικιωμένοι τον
έδειχναν στους νέους και η παρουσία του προκάλεσε μετάνοια για
την εξορία του, πυροδοτώντας τη σκέψη ότι η Σικελική Εκστρατεία
δε θα είχε αποτύχει αν αυτός είχε αφεθεί στην ηγεσία της. Διότι
τώρα που είχε επιστρέψει στις αθηναϊκές αγκάλες, «είχε πάρει
την πόλη όταν αυτή είχε σχεδόν εκδιωχθεί από τη θάλασσα, όταν
στην ξηρά μετά βίας μπορούσε να ελέγχει τα προάστιά της, και
όταν βασίλευε η διαμάχη εντός των τειχών της, και τη σήκωσε από
τα άθλια δεινά της, όχι μόνο αποκαθιστώντας την εξουσία της στη
θάλασσα, αλλά και οδηγώντας τη σε νίκη επί των εχθρών της παντού
στην ξηρά».15 Απευθυνόμενος στη Βουλή των Πεντακοσίων
και στην Εκκλησία του Δήμου, διακήρυξε την αθωότητά του από όλες
τις κατηγορίες που είχαν απευθυνθεί εναντίον του. Διπλωματικά,
παραπονέθηκε για την τύχη του ενώ επέρριψε την κύρια ευθύνη για
τις ατυχίες του σε έναν συγκεκριμένο δικό του κακό δαίμονα, παρά
σε μεμονωμένους Αθηναίους. Στη συνέχεια στράφηκε σοφά προς το
μέλλον, προτρέποντας τους ακροατές του να τρέφουν μεγάλες
ελπίδες. Η προετοιμασμένη ρητορική του απέδωσε καρπούς: ο δήμος
ψήφισε να του απονεμηθούν χρυσά στέμματα και να ονομαστεί
αρχιστράτηγος, με εξουσία πάνω στους υπόλοιπους εννέα στρατηγούς·
η στήλη πάνω στην οποι'α είχε χαραχτεί η ποινή σε βάρος του
πετάχτηκε στη θάλασσα, του αποδόθηκε σε μετρητά η αξία της
δημευθείσας περιουσίας του και οι ιερείς των Ελευσινίων
Μυστηρίων (κάτω από καταναγκασμό) απέσυραν απρόθυμα τις κατάρες
τους.16
Καθώς ήταν ακόμη καλοκαίρι, εποχή των θαλάσσιων επιχειρήσεων,
μπορεί να φάνηκε καλό στον Αλκιβιάδη να αναχωρήσει αμέσως
ανατολικά, αλλά είχε δουλειές στην Αττική τις οποίες είχε
αφήσει στη μέση. Έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου μέσα στο
άγχος του, είχε καταπλεύσει άθελά του στον Πειραιά στη χειρότερη
μέρα ολόκληρου του αθηναϊκού έτους.17 Κι αυτό διότι
αυτή η μέρα, στην οποία οι Αθηναίοι γιόρταζαν τα Πλυντήρια,
εθεωρείτο τόσο δυσοίωνη, ώστε όλα τα ιερά ήταν κλειστά, με ένα
φράγμα από σχοινιά να φράζει τις εισόδους τους εμποδίζοντας την
πρόσβαση. Όλες οι δραστηριότητες που γίνονταν την ημέρα των
Πλυντηρίων θεωρούνταν κακότυχες. Η προστασία της Αθηνάς δεν
ήταν διαθέσιμη στην πόλη εκείνη τη μέρα, διότι τα Πλυντήρια ήταν
η Γιορτή του Πλυσίματος, και αυτή τη μέρα οι γυναίκες της
οικογένειας των Πραξιεργιδών αφαιρούσαν τον χιτώνα και τα
στολίδια από το αρχαίο ξύλινο άγαλμα της Αθηνάς Πολιάδος (της
πολιούχου Αθηνάς) και το απομάκρυναν από τον ναό για
τελετουργικό καθάρισμα. Στη συνέχεια το άγαλμα μεταφερόταν με
πομπή στο κοντινό λιμάνι του Φαλήρου για να εξαγνιστεί με
θαλασσινό νερό· ο χιτώνας της θεάς μπορεί να πλενόταν επίσης από
ειδική πλύστρα. Η πομπή επέστρεφε υπό το φως των δαυλών, οπότε
το άγαλμα ντυνόταν ξανά με τον χιτώνα και τα κοσμήματά του.18
Αυτή τη μέρα, όταν η πόλη βρισκόταν ουσιαστικά σε αργία για
θρησκευτικούς λόγους, ήταν η χειρότερη δυνατή για τον Αλκιβιάδη
να επιστρέψει στην πατρίδα του και το απρόσεκτο λάθος του να
ξεχάσει αυτή τη θρησκευτική ιεροτελεστία θα πρέπει να προσέδωσε
νέο χαρακτήρα επείγοντος σε ένα σχέδιο που είχε καταστρώσει εκ
των προτέρων: θα έσβηνε το στίγμα της καταδίκης του με την
κατηγορία θρησκευτικού αμαρτήματος το 415 π.Χ. διοργανώνοντας με
ενάργεια μια πομπή πιστών διά ξηράς προς την Ελευσίνα. Από το
413 π.Χ., η παρουσία ενός σπαρτιατικού στρατού στη Δεκέλεια είχε
υποχρεώσει τους Αθηναίους να περικόψουν σε μεγάλο βαθμό τον
εορτασμό των μυστηρίων, αναγκάζοντάς τους να κάνουν το ταξίδι
έως τον βωμό των δύο θεών διά θαλάσσης αντί διά ξηράς,
προκειμένου να αποφύγουν μία σπαρτιατική επίθεση· αυτό εμπόδιζε
τους Αθηναίους να κάνουν πολλά από τα αγαπημένα τελετουργικά
τους που κανονικά εκτελούσε η πομπή καθ’ οδόν. Τώρα, ωστόσο, ο
Αλκιβιάδης ανέστησε την παμπάλαια χερσαία πομπή με όλη την
περίτεχνη μεγαλοπρέπειά της, τοποθετώντας σκοπούς πάνω στους
λόφους και διαθέτοντας μια ένοπλη φρουρά.19 Όσοι δεν
ήταν εχθρικοί απέναντι' του τον χαιρέτησαν ακόμη και ως Αρχιερέα
της παρέλασης. Καθώς οι Σπαρτιάτες δεν έκαναν καμία κίνηση για
να παρέμβουν, πολλοί Αθηναίοι επιβεβαιώθηκαν στην πεποίθησή τους
ότι ο Αλκιβιάδης περιβαλλόταν από κάποιο πεδίο δυνάμεων που του
είχε προσδώσει μια μαγική γοητεία για την επιτυχία της πόλης.20
Μόνο όταν αυτή η πράξη ευσέβειας, ανάλογη εκείνων του Νικία σε
επίδειξη, ολοκληρώθηκε, ψηφίστηκε η πρόταση του Αλκιβιάδη να
μεταβεί επικεφαλής μιας δύναμης στα ανατολικά: θα είχε μαζί του
100 τριήρεις, 1.500 οπλίτες και 150 ιππείς.21 Στην
πρώτη του στάση, στο νησί της Άνδρου, κατάφερε να εξασφαλίσει
ένα οχυρό, αλλά απέτυχε να καταλάβει το νησί, αφήνοντας τους
εχθρούς του στην Αθήνα να αγριοκοιτάζουν. Αυτή η μικρή
απογοήτευση θύμωσε τον κόσμο, αλλά επρόκειτο να έρθουν και πολύ
χειρότερα.22 Φθάνοντας στην ακτή της Μικρός Ασίας, ο
Αλκιβιάδης βρήκε την κατάσταση εκεί τελείως αλλαγμένη, διότι ο
φιλόδοξος πρίγκιπας Κύρος, που επεδίωκε να διαδεχτεί τον πατέρα
του ως βασιλιάς, είχε βρει έναν σύμμαχο στον εξίσου φιλόδοξο
Λύσανδρο, τον νέο ναύαρχο της Σπάρτης. Ο Λύσανδρος είχε σχεδόν
τα διπλάσια χρόνια του Κύρου, αλλά αυτός και ο νεαρός τα
πήγαιναν θαυμάσια μαζί και η καλή σχέση τους σήμαινε σοβαρούς
μπελάδες για τους Αθηναίους.
Η άνοδος του Λύσανδρου
Αν και ήταν λογικό για τον Δαρείο να συλλογίζεται μια ριζική
αναδιοργάνωση των παράλιων σατραπειών, αφού ο Τισσαφέρνης δεν
έδειχνε να τις επιβλέπει αποτελεσματικά, ο Κύρος δεν αποτελούσε
πρώτη επιλογή για να αντικαταστήσει τον Τισσαφέρνη στην
επικράτειά του- παρ’ όλα αυτά ο Δαρείος τον έκανε
κύριο της Λυδίας, της Μείζονος Φρυγίας και της Καππαδοκίας,
αφήνοντας στον Τισσαφέρνη μόνο την Καρία. Ανάμεσα στους άλλους
έμπειρους αξιωματούχους, ο Δαρείος είχε κι έναν μεγαλύτερο γιο,
τον Αρσάκη. Η ετεροθαλής αδελφή και βασίλισσα του Δαρείου όμως,
η Παρυσάτις, αντιπαθούσε τον πρωτότοκο γιο της ούτε για την
ισχυρογνώμονα σύζυγό του Στάτειρα (την οποία τελικά δολοφόνησε),
ενώ αντιθέτως έτρεφε μεγάλες φιλοδοξίες για τον Κύρο.23
Ο νεαρός είχε πολλούς εχθρούς στην Αυλή, συμπεριλαμβανομένης και
της Στάτειρας, και χρειαζόταν έναν φίλο από το εξωτερικό
προκειμένου να προωθηθεί παρά τη θέση που κατείχε εξαιτίας της
σειράς γέννησής του. Ο βραχυπρόθεσμος στόχος του ήταν να
κερδίσει την εύνοια του πατέρα του διώχνοντας τους Αθηναίους από
τα βασιλικά εδάφη, μία αποστολή στην οποία ο Τισσαφέρνης είχε
αποτύχει εμφανώς· μακροπρόθεσμα, είχε τον νου του να βρει
κάποιον που θα μπορούσε να του παράσχει έναν στρατό αν
χρειαζόταν να κερδίσει τον θρόνο πολεμώντας. Κι έτσι ήταν
πανευτυχής που συναντήθηκε με τον Λύσανδρο και τους συναδέλφους
του στις Σάρδεις και άκουσε αυτά που ο Σπαρτιάτης είχε να του
πει.
Αν και ο Λύσανδρος ήταν κι αυτός δολοπλόκος, είχε ανατραφεί σε
πολύ διαφορετικές περιστάσεις. Σε αντίθεση με τον Κύρο, δεν
είχε γεννηθεί κοντά στο κέντρο της εξουσίας. Βεβαίως προερχόταν
από διακεκριμένη οικογένεια, αλλά ο αριστοκράτης πατέρας του
είχε πτωχεύσει. Από μικρή ηλικία ήταν επικεντρωμένος στο να
παίρνει αυτό που ήθελε, καλλιεργώντας σχέσεις με ανθρώπους που
ασκούσαν επιρροή και πατρονάροντας άλλους που είχαν εξουσία
προκειμένου να πετύχει τους στόχους του.24 Μία
απόφαση που έλαβε σε νεαρή ηλικία είχε βαθιά επίπτωση για την
υπόλοιπη ζωή του. Ήταν έθιμο στην Ελλάδα για αγόρια ηλικίας 12 ή
13 ετών (πιθανώς και λίγο μεγαλύτερα, δεδομένης της πιο αργής
έναρξης της εφηβείας) να αποκτούν μεγαλύτερους εραστές, οι
οποίοι λειτουργούσαν ως μέντορες. Διανοούμενοι των οποίων τα
γραπτά έχουν διασωθεί, όπως ο Ξενοφών και ο Πλάτων, επέμεναν ότι
αυτές οι φιλίες δεν ήταν απροκάλυπτα σεξουαλικές, αλλά δεν
έλεγαν την αλήθεια. Αυτές οι σχέσεις ήταν πολύ συχνά σωματικές,
με τους άνδρες να φλερτάρουν τα αγόρια με δώρα και τα αγόρια να
τους ανταμείβουν με σεξουαλικές χάρες. Αν και φαίνεται πως δεν
ήταν της μόδας να συνεχίζεται η σεξουαλική πλευρά της σχέσης
αφότου το αγόρι έβγαζε γένια, ο μεγαλύτερος σε ηλικία άνδρας
συνέχιζε να λειτουργεί ως σύμβουλος και πρότυπο για τον νέο.
Αυτό το είδος σχέσης αποτελούσε σημαντικό μέρος της εκπαίδευσης
συγκεκριμένων αγοριών της ελίτ στην Αθήνα, όπου το κράτος δεν
παρείχε δημόσια παιδεία, αλλά και στη Σπάρτη, όπου παρείχε. Ο
μεγαλύτερος σύντροφος, ο «εραστής», όφειλε να παρέχει καθοδήγηση
στον νεαρό, τον «αγαπημένο», για το πώς να ασχοληθεί με τα
πολιτικά πράγματα. Μια τέτοια σχέση δεν απέκλειε κατά καμία
έννοια τις σχέσεις με γυναίκες· όλοι οι Έλληνες άνδρες έπρεπε
να παντρεύονται, αν και μερικοί, όπως ο Πλάτων, δεν το έπρατταν.
Το αγόρι που ο Λύσανδρος επέλεξε ως αγαπημένο του δεν επιλέχθηκε
πιθανότατα για τη γοητεία ή την ομορφιά του, αλλά για την
πολιτική ανέλιξη που θα παρείχε. Δεν ήταν άλλος από τον
Ευρυποντίδη Αγησίλαο, τον ετεροθαλή αδελφό του βασιλιά Άγιδος.
Η μεγαλύτερη απόδειξη για τον μαγνητισμό του Λύσανδρου είναι
ότι ο πρίγκιπας, που σίγουρα είχε πολλούς μνηστήρες, αποδέχτηκε
την προσέγγισή του. Το τεράστιο θράσος που επέδειξε ο Λύσανδρος
στην ερωτοτροπία του με τον Αγησίλαο ήταν απίστευτο. Μπορεί
κανείς να φανταστεί ότι ο Άγις δε θα εκτιμούσε ιδιαίτερα την
εισβολή αυτού του τυχάρπαστου στην οικογένειά του. Ευτυχώς για
τον Λύσανδρο όμως, δεν υπήρξαν άσχημα αισθήματα. Αυτός και ο
Άγις συμφωνούσαν σε πολλά ζητήματα και θα συνεργάζονταν ως
πολιτικοί σύμμαχοι στα χρόνια που θα έρχονταν.
Ο Λύσανδρος, για τον οποίο λεγόταν πως εξαπατούσε «αγόρια
χαρίζοντάς τους κότσια για να παίξουν αστραγάλους και άνδρες
δίνοντας τους όρκους», αποτελούσε ένα περίπλοκο μείγμα
υπεροψίας και δουλοπρέπειας.25 Πιθανώς αυτόν τον
συνδυασμό αρετών να έδειξε στον Πέρση πρίγκιπα που συνάντησε
στις Σάρδεις, αφού πέρασε κάποιο διάστημα μετατρέποντας την
Έφεσο σε συμπαγή ναυτική βάση και εκπαιδεύοντας τα πληρώματά του.
Ο Κύρος από την πλευρά του ανέφερε ότι ο πατέρας του του είχε
δώσει εντολή να λάβει ενεργό μέρος στον πόλεμο και πως είχε
φέρει μαζί του 500 τάλαντα- αν αυτό το ποσό δεν
αποδεικνυόταν αρκετό, είπε -θυμίζοντας εδώ τον Τισσαφέρνη-, θα
διέλυε τον ίδιο του τον θρόνο, που ήταν φτιαγμένος από χρυσό και
ασήμι, και θα χρησιμοποιούσε τα χρήματα για τον πόλεμο. Όταν ο
Λύσανδρος ζήτησε από τον Κύρο να διπλασιάσει τον μισθό των
κωπηλατών του, ωστόσο, ο Κύρος, ενοχλημένος, υποχρεώθηκε να
αναδιπλωθεί. Είχε υποσχεθεί περισσότερα από όσα ο πατέρας του
τον είχε εξουσιοδοτήσει να δώσει. Αυτό που ζητούσε ο Λύσανδρος
σήμαινε την αύξηση του μισθού από τρεις οβολούς σε έξι, δηλαδή
συνολικά μία δραχμή, και ο Κύρος δεν είχε στην πραγματικότητα
τόσα χρήματα. Έπειτα από το δείπνο όμως, όταν ο Κύρος ρώτησε
τον ναύαρχο τι θα μπορούσε να κάνει που θα τον ευχαριστούσε
περισσότερο από κάθε τι άλλο, ο Λύσανδρος αποκρίθηκε ότι θα τον
ευχαριστούσε περισσότερο αν προσέθετε έναν οβολό στον μισθό
κάθε ναύτη. Αυτό ο Κύρος αποτόλμησε να το κάνει δίχως να έχει
την έγκριση του πατέρα του· συμφώνησε επίσης να πληρώσει όλους
τους καθυστερούμενους μισθούς και να δώσει και ένα μηνιάτικο
προκαταβολικά. Τώρα ο Λύσανδρος βρισκόταν σε καλή θέση για να
ενθαρρύνει λιποταξίες από τον αθηναϊκό στόλο.26
Έχοντας τεθεί σε συναγερμό από τις ειδήσεις γι’ αυτή τη διάσκεψη,
οι Αθηναίοι έκαναν μια τελευταία προσπάθεια να συναντήσουν τον
Κύρο, αλλά ο πρίγκιπας απέρριψε αυτή την πιθανότητα ασυζητητί.
Μία τυχαία μάχη και η πτώση του Αλκιβιάδη
Αν και η επόμενη ναυμαχία του πολέμου είχε δραματικές συνέπειες,
δεν είχε σχεδιαστεί από την ανώτατη διοίκηση καμίας πλευράς.
Έπειτα από τη συνάντησή του με τον Κύρο, ο Λύσανδρος επέστρεψε
στον στόλο του στην Έφεσο. Στο μεταξύ ο Αλκιβιάδης, περιπλέοντας
τα παράλια της Μικράς Ασίας για να συγκεντρώσει χρήματα, είχε
εγκατασταθεί σε έναν προστατευμένο όρμο λίγο βορειότερα από την
Έφεσο, στο Νότιο. Εφόσον ο Λύσανδρος δεν έδειχνε σημάδια ότι
ήθελε να πολεμήσει, έπειτα από έναν μήνα περίπου ο Αλκιβιάδης
κατευθύνθηκε προς τη Φώκαια, την οποία πολιορκούσε ο Θρασύβουλος.
Ίσως αν οι Αθηναίοι μπορούσαν να πείσουν τον Λύσανδρο ότι η
Φώκαια απειλείτο, οι Σπαρτιάτες να κινούνταν προς τα εκεί και να
συγκρούονταν με τον αθηναϊκό στόλο. Επιβιβάζοντας τις χερσαίες
δυνάμεις του στα οπλιταγωγά για να ενωθεί με τον Θρασύβουλο
στην πολιορκία της Φώκαιας, ο Αλκιβιάδης άφησε τις τριήρεις υπό
τη διοίκηση του πλοηγού του, του Αντίοχου, ενός παλιού του φίλου:
ο Αντίοχος είχε κερδίσει την εύνοιά του από τότε που είχε πιάσει
το ορτύκι που είχε ξεφύγει κάτω από τον μανδύα του Αλκιβιάδη
κατά τη μη αναμενόμενη επίσκεψή του στην Εκκλησία του Δήμου
πολλά χρόνια πριν.27 Αυτή η επιλογή διοικητή σήμα- νε
το τέλος της σταδιοδρομίας του Αλκιβιάδη.
Η απόφαση του Αλκιβιάδη μπορεί να ήταν λογική, αλλά ήταν
προκλητική. Αν και ο Αντίοχος μπορεί να ήταν ικανός ναυτικός,
ικανότερος ακόμη και από οποιονδήποτε παρόντα τριήραρχο,
μερικοί από τους οποίους ήταν απλώς πλούσιοι που είχαν τα
κεφάλαια για να εξοπλίσουν και να επανδρώσουν ένα πλοίο, δεν
είχε διοικήσει ποτέ πριν στόλο. Βεβαίως, ο Αλκιβιάδης πριν φύγει
του έδωσε αυστηρές εντολές να μη συγκρουστεί σε καμία περίπτωση
με τα πλοία του Λύσανδρου αν αυτά παρέμεναν στο Νότιο. Παρ’ όλα
αυτά, το ότι άφησε τη διοίκηση του στόλου σε φίλο αντί σε έναν
στρατηγό ή τριήραρχο έκανε άσχημη εντύπωση.28 Δε θα
μπορούσε άραγε να είχε αφήσει πίσω έναν από τους συναδέλφους
στρατηγούς του ως επικεφαλής; Μάλιστα, ο Αλκιβιάδης δε θα
έπρεπε να είχε αφήσει τον στόλο του χωρίς την προσωπική του
ηγεσία ευθύς εξαρχής. Λόγω του υψηλότερου μισθού που προσέφεραν
οι Πελοποννήσιοι, οι Αθηναίοι αιμορραγούσαν χάνοντας ναύτες. Αν
και ο Λύσανδρος διέθετε 90 πλοία έναντι 80 του Αλκιβιάδη, ο
Θρασύβουλος είχε 30 πλοία στη Φώκαια και η μεταφορά μερικών από
αυτά θα έπρεπε να ήταν προτεραιότητα, αφού ο χρόνος ευνοούσε
τους Σπαρτιάτες. Γενικά, ο Αλκιβιάδης έκανε κακή επιλογή και
ενόσω έλειπε, κάτι πήγε πάρα πολύ στραβά.
Ελπίζοντας να εντυπωσιάσει τον φίλο του με ένα εκθαμβωτικό
τετελεσμένο γεγονός όταν θα επέστρεφε, ο Αντίοχος παράκουσε τις
διαταγές του Αλκιβιάδη. Το τι ακριβώς έκανε αποτέλεσε το
αντικείμενο διαφωνιών μεταξύ των αρχαίων πηγών και παραμένει το
ίδιο μεταξύ των συγχρόνων ιστορικών.29 Ο Ξενοφών και
ο Πλούταρχος αναφέρουν ότι έστειλε δύο σκάφη να περάσουν
μπροστά από τις πλώρες των πλοίων του Λύσανδρου φωνάζοντας
προκλητικά λόγια και κάνοντας χειρονομίες, οπότε ο Λύσανδρος
απέπλευσε με μερικά από τα δικά του σκάφη για να τον κυνηγήσει-
τότε, όταν οι Αθηναίοι προσέτρεξαν σε βοήθεια των πλοίων τους, ο
Λύσανδρος έστειλε ολόκληρο τον στόλο του και κατέλαβε πολλά
πλοία. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι κυριεύτηκαν 15 πλοία- ο Πλούταρχος
λέει ότι ο Αντίοχος σκοτώθηκε.30
Άλλες αρχαίες αφηγήσεις διηγούνται μια πιο πειστική ιστορία.
Στις δικές τους εξιστορήσεις, ο Αντίοχος κατευθύνθηκε προς την
Έφεσο επικεφαλής 10 πλοίων, δίνοντας εντολή στον υπόλοιπο στόλο
του να παραμείνει στο Νότιο, περιμένοντας έως ότου αυτός και οι
σύντροφοί του παρασύρουν τους Σπαρτιάτες στα ανοιχτά, σε κάποια
απόσταση από την Έφεσο. Τότε υποτίθεται ότι ο αθηναϊκός στόλος
θα είχε μια ευκαιρία να κινηθεί και να τους αποκόψει από τη βάση
τους. Αυτό, ωστόσο, δε συνέβη. Έχοντας μάθει από λιποτάκτες ότι
ο Αλκιβιάδης απουσίαζε και δε θα μπορούσε να ηγείται της
επίθεσης, ο Λύσανδρος επικεντρώθηκε αμέσως στη ναυαρχίδα και τη
βύθισε, σκοτώνοντας τον Αντίοχο. Βλέποντας τα υπόλοιπα πλοία του
να τρέπονται σε φυγή, ο κύριος όγκος του αθηναϊκού στόλου
απέπλευσε τότε για να τα σώσει, αλλά με σημαντική αταξία, με
αποτέλεσμα ο στολίσκος του Λύσανδρου να αναδειχτεί νικητής. Ο
Διόδωρος Σικελιώτης ισχυρίζεται ότι οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν 22
πλοία, αν και πολλά από τα σκάφη κυριεύτηκαν αρκετά κοντά στην
ξηρά ώστε η πλειονότητα των ναυτών να μπορέσουν να κολυμπήσουν
με ασφάλεια και να διαφύγουν αντί να συλληφθούν αιχμάλωτοι.31
Ό,τι κι αν συνέβη στα ύδατα ανάμεσα στην Έφεσο και στο Νότιο
εκείνη τη μέρα, οι συνέπειες για τον πρόσφατα αποκατεστημένο
Αλκιβιάδη υπήρξαν καταστροφικές. Επεδίωξε να αποκαταστήσει την
υπόληψή του παρασύροντας τον Λύσανδρο σε μάχη, αλλά ο έξυπνος
ναύαρχος ήξερε καλά ότι δεν έπρεπε να διακινδυνεύσει να
απαλείψει τον πρόσφατο εξευτελισμό του ομολόγου του από την
αθηναϊκή πλευρά. Τότε ο Αλκιβιάδης επιτέθηκε κατά της μικρής
Κύμης, ελπίζοντας να πετύχει κάτι για λογαριασμό της Αθήνας,
αλλά η Κύμη φαίνεται ότι ήταν σύμμαχος πόλη (αν και την
κατηγόρησε για έλλειψη νομιμοφροσύνης) και οι Κυμαίοι όχι μόνο
κατάφεραν να τον αποκρούσουν, αλλά παραπονέθηκαν γι’ αυτόν και
στους Αθηναίους.32 Τώρα ο Αλκιβιάδης είχε ξεμείνει
από επιλογές και σύντομα οι κατηγορίες σε βάρος του αθροίστηκαν.
Εκείνοι που ήταν ανέκαθεν σκεπτικιστές για το εσωτερικό είδος
πατριωτισμού του ένιωθαν δικαιωμένοι για τις αμφιβολίες τους.
Εκτός από τους Κυμαίους, ο Θρασύβουλος ο Κολλυτεύς (δεν πρέπει
να συγχέεται με τον σπουδαίο στρατηγό Θρασύβουλο από τη Στείρια)
απέπλευσε από τη Σάμο για την Αθήνα για να τον καταγγείλει. Ο
Αλκιβιάδης, είπε, είχε θέσει επικεφαλής έναν άνδρα του οποίου οι
μόνες ικανότητες ήταν στην οινοποσία και στο να διηγείται
ναυτικές ιστορίες, και το είχε κάνει αυτό όχι μόνο για να είναι
ελεύθερος να ταξιδεύει μαζεύοντας χρήματα, αλλά και για να
επιδίδεται στα δικά του ξεφαντώματα, μεθοκοπήματα και
σεξουαλικές υπερβολές με γυναίκες που πλήρωνε στην Άβυδο και
στην Ιωνία για να είναι διαθέσιμες - και όλα αυτά με έναν
εχθρικό στόλο να βρίσκεται κοντά.33 Άλλοι τον
κατηγόρησαν ότι συνωμότησε με τον Φαρνάβαζο. Ύποπτο ήταν επίσης
το γεγονός ότι είχε κατασκευάσει φρούρια για τον εαυτό του στη
Θράκη για περίπτωση έκτακτης ανάγκης· οι άνθρωποι δε θα
μπορούσαν παρά να αναρωτιούνται τι είδους έκτακτη ανάγκη
προέβλεπε.34 Κατά συνέπεια διαβιβάστηκε στην Εκκλησία
του Δήμου μία πρόταση για την καθαίρεσή του από τη στρατηγία.35
Με βαριά καρδιά, ο Αλκιβιάδης επέλεξε να αποσυρθεί και πάλι
στην εξορία, μόλις λίγους μήνες αφότου είχε γίνει δεκτός με τόσο
ενθουσιασμό στην Αθήνα. Μπορούσε να φανταστεί πόσες δημόσιες
κατηγορίες και ιδιωτικές μηνύσεις θα τον περίμεναν κατά την
επιστροφή του. Οι ιερείς των Ελευσίνιων Μυστηρίων δε θα
μπορούσαν να είναι ευτυχέστεροι.
Όντας θρύλος στο δικό του μυαλό, ο Αλκιβιάδης δεν ήταν καλός στο
ομαδικό παιχνίδι. Ήταν όμως διοικητής άνω του μέσου όρου και
έμπειρος διπλωμάτης και η Αθήνα θα ένιωθε την απώλεια του.
Μάλιστα, κάποιοι φαίνεται ότι την ένιωσαν αμέσως. Μόλις έναν
χρόνο έπειτα από την απομάκρυνση του Αλκιβιάδη από τα δημόσια
αξιώματα, οι Βάτραχοί του Αριστοφάνη κέρδισαν το πρώτο βραβείο
στη γιορτή των Ληναίων. Σε αυτό το έργο ο Αλκιβιάδης δέσποζε ως
φιγούρα σε έναν διάλογο που υποτίθεται ότι γίνεται στον Άδη.
Καθώς ο Διόνυσος προεδρεύει σε έναν διαγωνισμό για την Έδρα της
Τραγωδίας στον Κάτω Κόσμο ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη,
αμφότεροι νεκροί πλέον, ο θεός ρωτάει τους δύο ποιητές τι
συμβουλή είχαν να δώσουν στην Αθήνα σχετικά με τον Αλκιβιάδη. Ο
Ευριπίδης απαντάει:
Εκείνης η γνώμη ποια είναι;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Ποια; Και τον ποθεί και τον μισεί και θέλει να τον
έχει. Μα πείτε εσείς τι σκέφτεστε για δαύτον.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ: Πολίτη, αργό στο να ωφελεί την πόλη, γοργό στο να τη
βλάφτει, ανοιχτομάτη για τον εαυτό του και για κείνη στείρο,
τον σιχαίνομαι.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Μα τον Ποσειδώνα, πολύ καλά! Η δική σου γνώμη,
Αισχύλε;
ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Μη θρέφεις λέοντα σε μια πόλη, αν όμως τρανέψει πια,
να πας με τα νερά του.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Δύσκολη η κρίση, μα τον Δία Σωτήρα. Ο ένας σοφά
μίλησε, σταράτα τα είπε ο άλλος.36
Η συζήτηση στη συνέχεια στρέφεται σε άλλες λύσεις για τις
πιεστικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Αθήνα σε καιρό πολέμου.
Είναι φανερό ότι ο Αλκιβιάδης αποτελούσε ακόμη θέμα συζήτησης
στην Αθήνα έπειτα από την αναχώρησή του, αλλά παρά τα ταλέντα
του, είχε προκαλέσει υπερβολικά μεγάλη ζημιά για να ανακληθεί-
η κουβέντα γι’ αυτόν ήταν μόνο αυτό - κουβέντα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
36. Διόδωρος Σικελιώτης 13.64.6-
επίσης Ψευδο-Αριστοτέλης^40?;- ναίων Πολιτεία 27.5. Είχε υπάρξει
εραστής του νεαρού Αλκιβιάδη (Πλούταρχος Αλκιβιάδης 4.4-5) και
επρόκειτο να γίνει ένας από τους τρεις κατηγόρους του Σωκράτη
στη δίκη του το 399 π.Χ. (Πλάτων Απολογία Σωκράτους 18b).
Για τη δίκη του Άνυτου,
βλ.
Μ.
Hansen, Eisangelia: The Sovereignty of the People’s Court in
Athens in the Fourth Century B. C. and the Impeachment of
Generals and Politicians. Odense University Classical Studies,
τ.
6 (Οντένσε,
Δανία:
Odense University Press, 1975),
σ.
84'
και
D. Hamel, Athenian Generals: Military Authority in the Classical
Period. Mnemosyne Supplementum
182 (Λάιντεν:
Brill,
1998) σ. 146.
15. Αλκιβιάδης, Κύρος και Λύσανδρος
1. Ακολουθώ εδώ το έργο του Ξενοφώντα Ελληνικά
1.2.1 αντί για τον Διόδωρο Σικελιώτη 13.64.1 στην απαρίθμηση των
πλοίων ως πενήντα, αλλά ο Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει τους
εκατό ιππείς.
2. Ξενοφών Ελληνικά 1.2.6-9.
3. Ξενοφών Ελληνικά 1.2.11-14.
4.Ξενοφών Ελληνικά 1.2.13. Βλ.
V. Rosivach, «Execution by Stoning in Athens», Classical
Antiquity 6 (1987),
σ.
232-48.
5. Ξενοφών Ελληνικά 1.3.2-7.
6. Ξενοφών Ελληνικά 1.3.8-9.
7. Πλούταρχος Αλκιβιάδης 30.1-5.
8. Ξενοφών Ελληνικά 1.3.14-15.
9. Για τον Κλέαρχο στην Κύζικο, Διόδωρος
Σικελιώτης 13.51.1-4· για την προδιάθεσή του, Διόδωρος
Σικελιώτης 13.66.6· για τον Παυσανία μετά τους Περσικούς
Πολέμους, Θουκυδίδης 1.95.1-3.
10. Ξενοφών Ελληνικά 1.3.16-19' Διόδωρος
Σικελιώτης 13.66.6.
11. Ξενοφών Ελληνικά 1.4.2.
12. Ξενοφών Ελληνικά 1.4.3.
13. Ξενοφών Ελληνικά 1.4.8, 12.
14. Ξενοφών Ελληνικά 1.4.19.
15. Πλούταρχος Αλκιβιάδης 32.5.
16. Πλούταρχος Αλκιβιάδης 33.2-3· Διόδωρος
Σικελιώτης 13.69.1-3.
17. Ξενοφών Ελληνικά 1.4.12· Πλούταρχος
Αλκιβιάδης 34.1.
18.
H.W.
Parke,
Festivals of the Athenians
(Ίθακα, Νέα Υόρκη:
Cornell University Press,
1977), σ. 152-5.
19. Ξενοφών Ελληνικά 1.4.20' Πλούταρχος
Αλκιβιάδης 34.2-5.
20. Πλούταρχος Αλκιβιάδης 34.6.
21. Ξενοφών Ελληνικά 1.4.21.
22. Ξενοφών Ελληνικά 1.4.22- Διόδωρος Σικελιώτης
13.69.4-5' Πλούταρχος Αλκιβιάδης 35.1.
23. Για τη δολοφονία της Στάτειρας: Υ[\οντοχγ/οςΑρταξέρξης
19.1-5.
24. Πλούταρχος Λύσανδρος 2.3.
25. Πλούταρχος Λύσανδρος 8.4.
26. Ξενοφών Ελληνικά 1.5.2-7.
27. Ξενοφών Ελληνικά 1.5.11* Διόδωρος Σικελιώτης
13.71.V Πλούταρχος Αλκιβιάδης 35.4. Για το ορτύκι, Πλούταρχος
Αλκιβιάδης 10.1.
28. Πλούταρχος Αλκιβιάδης 35.5.
29. Για σύγχρονες μελέτες πάνω στη ναυμαχία του
Νοτίου, βλ.
D. Kagan, The Fall of the Athenian Empire (Ίθακα,
Νέα
Υόρκη:
Cornell University Press, 1987),
σ.
310-20 W. Ellis, Alcibiades (Λονδίνο:
Routledge, 1989),
σ.
91-3' J.F. Lazenby, The Peloponnesian War: A Military Study (Λονδίνο:
Routledge, 2004),
σ.
219-21' PJ. Rhodes, Alcibiades: Athenian Playboy, General and
Traitor (Μπάρνσλεϊ:
Pen & Sword, 2011), o. 89-90.
30. Ξενοφών Ελληνικά 1.5.12-14· Πλούταρχος
Αλκιβιάδης 35.5-6.
31. Διόδωρος Σικελιώτης 13.71.
32. Διόδωρος Σικελιώτης 13.73.3-6.
33. Πλούταρχος Αλκιβιάδης 36.1-2.
34. Διόδωρος Σικελιώτης 13.73.6'
ΠλούταρχοςΑλκιβιάδης 36.2- Νέ- πος Αλκιβιάδης
Ί.Ί.3-Α.
35. Πλούταρχος Λύσανδρος 5.2.
36. Αριστοφάνης Βάτραχοι στ. 1424-34.